ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΝΤ
Vittorio Mathieu
1. Για
τους αρχαίους το Εγώ ήταν το καθαρό μάτι του κόσμου, και γι’αυτό δέν
μιλούσαν γι’αυτό. Το μάτι δέν βλέπει τον εαυτό του. Είχαν όμως και αυτοί
το πρόβλημα μίας συγκεντρωμένης πολλαπλότητος, χωρίς διαχωρισμό. Και
την όριζαν «λόγος». Μία ομιλία η οποία είναι μαζί, η ακολουθία των
λέξεων και η «σημασία» τους. Πολλαπλή και αδιαίρετή στον ίδιο χρόνο. Επι
πλέον, ακόμη και χωρίς να ουσιοποιήσουν το Εγώ, οι αρχαίοι κατανούσαν
πώς μέσα στην συνείδηση μπορούσε να συγκεντρωθεί το πάν, και τότε
μιλούσαν για «ψυχή». Η «ψυχή» είναι ικανή να γίνει κατα κάποιο τρόπο όλα
τα πράγματα, λέει ο Αριστοτέλης. Και ο Ηράκλειτος : «τα σύνορα της
ψυχής δέν θα μπορέσετε να τα βρείτε, ακόμη και άν ψάξετε όλες τις οδούς,
τόσο βαθύς είναι ο λόγος της». Στον Αριστοτέλη δέ επιπλέον εμφανίζεται
το πρόβλημα μίας ενέργειας χωρίς περιεχόμενο: σκέψη του εαυτού του, και
μ’αυτή την έννοια «Εγώ». Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε καθαρή
ενέργεια. Αυτός έλεγε : «σκέψις της σκέψης».
Στον
Πλωτίνο είναι όλα ήδη διαφορετικά, διότι ο Πλωτίνος στον τρόπο με τον
οποίο φιλοσοφεί είναι μοντέρνος (ίσως επειδή έπρεπε να λογαριαστεί με
μία σκέψη η οποία προερχόταν απο την Βίβλο). Στον Πλωτίνο η καθαρή
ενέργεια δέν υπάρχει (ο Νούς έχει περιεχόμενα, και γι’αυτό μία νοερή
ύλη) αλλά υπάρχει, σαν ένας τίτλος μεταφοράς, η απόκτηση του εαυτού, εκ
μέρους του Ενός (το οποίο είναι πάνω απο την σκέψη). Είναι αυτονόητο
πώς, όπως και όλοι οι γλωσσικοί σχηματισμοί που αναφέρονται στο ΕΝΑ, και
αυτός είναι ανακριβής. Επιβολή είναι η μεταφορά για να κάνουμε το Ενα
μία ύπαρξη αντί μία αφαίρεση, και να το εννοήσουμε (εάν μιλούσαμε σαν
τον Hegel)
καθ’εαυτό. Επι πλέον στον Πλωτίνο υπάρχει η ποιητική συμπαρουσία όλων
των ιδεών μέσα στον Νού, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εμείς
ονομάζουμε «Εγώ», και στις οποίες δίνουμε ένα ιδιαίτερο όνομα, όπως
Σωκράτης.
2. Στην
Μεσσαιωνική και στην μοντέρνα φιλοσοφία έτσι και αλλιώς, το πρόβλημα
του Εγώ γεννιέται απο τον Θεό της Βίβλου. Ενός Θεού με μία πολύ ζωηρή
προσωπικότητα : θέλει, διατάζει, οργίζεται : προνοεί , δηλ, με ένα
μεγάλο ενδιαφέρον για τα ιδιαίτερα πράγματα που ο Πλωτίνος, και όχι
λανθασμένα, δέν έβρισκε πολύ κόσμο να του αποδώσει. Στον ίδιο χρόνο,
όμως ο Θεός της Βίβλου είναι το απόλυτο καθόλου, το οποίο δέν έχει δικό
του όνομα: ή άν έχει δέν είναι πρέπον να προφέρουμε : το Εγω της
αρχαιότητος είναι αυτός ο Θεός, ο οποίος υπάρχει, ενώ για τους Έλληνες
υπήρχαν ή οι Θεοί ή το Θείο. Αλλά το Θείο δέν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο.
Ενυπάρχει (σαν υπόσταση), αλλά δέν υπάρχει σαν να πετιέται έξω απο τον
εαυτό του (όπως υπάρχουμε εμείς).
Το
μοντέρνο πρόβλημα του Εγώ γεννιέται, τέλος πάντων απο την αναζήτηση του
Θεού. Ενός Θεού στον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε με το ΕΣΥ. Για να
τον βρεί ο Αυγουστίνος μας συμβουλεύει να επιστρέψουμε στους εαυτούς
μας, αλλά και να πάμε επέκεινα να υπερβούμε τον εαυτό μας : έτσι όπως
στον Πλάτωνα, για να βρούμε το Αγαθό, έπρεπε να κατευθυνθούμε στον νοητό
κόσμο και να τον υπερβούμε ταυτόχρονα. Με την διαφορά όμως πώς και στον
Πλάτωνα και στον Πλωτίνο αυτό που βρίσκεται επέκεινα, δέν λέει ΕΓΩ, ενώ
ο Θεός της Βίβλου και του Αυγουστίνου, ανθρωπομορφικώς, το λέει.
Προβάλει όμως τότε η υποψία πώς λέμε «ΕΓΩ»καθ’ομοίωσιν Αυτού. Και αυτή
η ομοίωση θα μπορούσε να να βρεθεί, πρίν ακόμη και απο την νοερή ψυχή ή
την ικανότητα κατανοήσεως, στην ίδια την αισθησιακή ψυχή, η οποία είναι
κατα κάποιο τρόπο ικανή συνειδήσεως. Σ’αυτή ακριβώς την κατεύθυνση οι
φυσιοκράτες της Αναγεννήσεως απελευθερώθηκαν απο την προβληματική των
«νοητών» καθόλου, προτιμώντας να αλείψουν, σαν να πούμε, την συνείδηση
σε όλα τα πράγματα, στην προσπάθεια τους, αδίκως πετυχημένη, να
γλιτώσουν απο ένα συγκεντρωμένο ΕΓΩ.αυτό το τελευταίο το κατατάσσουν σε
δεύτερη μοίρα, όχι σε πρώτη. Και γι’αυτόν τον λόγο ο Αναγεννησιακός Telesio χαρακτηρίστηκε
δικαίως, απο τον Βάκωνα, «πρώτος απο τους μοντέρνους». Όχι για την
προσπάθεια, σχεδόν αποτυχημένη εξάλλου, να εξηγήσει την Φύση μέσω των
δικών της αρχών. Εάν όμως ο Telesio είναι
ο πρώτος απο τους μοντέρνους, ο τελευταίος μοντέρνος δέν θα βρεθεί
ποτέ. Ο Πειράσμός να τελειώνουμε με το ΕΓΩ παραμένει μία σταθερά, σε
όλες τις φιλοσοφίες οι οποίες απαιτούν να κατανοήσουν την Φύση σύμφωνα
με τις δικές της αρχές, όσο και άν αυτές οι αρχές αλλάζουν, κάθε φορά.
Θα υπάρχει πάντοτε, σύμφωνα με τον γνωστό αστεϊσμό, ένας Άγιερ (Ayer)ανίκανος
να πεί το πιστεύω, όχι λόγω της Αγίας Τριάδος, ούτε λόγω της
ενσαρκώσεως, αλλά λόγω της μικρής λεξούλας με την οποία αρχίζει :
ΠΙΣΤΕΥΩ.
Είμαι
πεπεισμένος αντιθέτως πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε με θάρρος το
πρόβλημα, ή όπως λέγεται, το παράδοξο του Εγώ: καί πώς το αληθινά
μοντέρνο βρίσκεται εδω: Εγώ σκέπτομαι είναι ένα παράδοξο συμμετρικό ώς
προς το ο Θεός υπάρχει:. Στο πρώτο το σκεπτόμενο πεπερασμένο
συγκεντρώνεται ανεξήγητα, στον εαυτό του. Στο δεύτερο το άπειρο που
ενυπάρχει εκτινάσσεται κατα κάποιο τρόπο έξω απο τον εαυτό του. Εκείνος,
αδύνατον να πολλαπλασιαστεί, ΕΓΩ ένας ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Και
όμως και ΕΓΩ, άν είμαι ένα ΕΓΩ, δέν είμαι πολλαπλασιαζόμενος με την
σειρά μου, είμαι το «μοναδικό» του Στίρνερ.
Σκέπτομαι
και υπάρχω σαν «σκεπτόμενη ουσία», λέει ο Καρτέσιος. Αλλά αμέσως
παρατηρηθηκε πώς «ουσία» είναι μία λέξη άστοχη, δεδομένου πώς για τον
Καρτέσιο ή σκέψη ταυτίζεται με την συνείδηση. Η συνείδηση δέν είναι
ουσία. Λειτουργεί όμως σαν μεσότης ανάμεσα στο ΕΓΩ και σε ένα του
περιεχόμενο, διότι συλλέγει την σκέψη σε ένα σημείο (ή όπως λέει και ο
Δάντης «σε έναν τόμο») αλλά ταυτοχρόνως την φανερώνει σε σκέψεις
κοινολογούμενες. Σ’αυτή την διπλή αξία, η συνείδηση αποκτά ένα ιδιαίτερο
προνόμιο σε σχέση με το Εγω (Σε μένα όπως πολύ πιθανόν και στον Θεό):
επιτρέπει στο ΕΓΩ να υπάρχει δηλ, να εξέρχεται απο τον εαυτό του (Σε
έκσταση) παραμένοντας ταυτοχρόνως εις εαυτόν και κεντραρισμένο. Στην
συνείδηση το σημείο (το κέντρο)ενώνεται με το Σύμπαν. Μάλιστα δέ σ’αυτή
την προοπτική το Εγώ, όχι μόνον υπάρχει, αλλά υπάρχει σαν κάτι αδύνατον
να καταστραφεί, διότι απλό, παρότι διαθέτει στον εαυτό του ένα
περιεχόμενο.
3.
Έάν όμως για σκέψη εννοείται η συνείδηση, όπως στον Καρτέσιο, η σκέψη
μειώνεται σ’ένα γεγονός, και είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα, να
ξαναπέσει στην φυσιοκρατία, μέχρις ότου εξαφανίσει το ΕΓΩ. Για να
αποκτήσουμε το δικαίωμα να πούμε πώς η ψυχή «πάντοτε σκέπτεται» και δέν
υπάρχει παρα μόνον σκεπτόμενη, είναι ανάγκη να δώσουμε στην σκέψη μία
διαφορετική σημασία απο το «είμαστε συνειδητοί». Και αυτό επιτυγχάνει, ο
Λάϊμπνιτς. Η συνειδητή σκέψη δέν είναι παρά μόνον ένα παράδειγμα, και
ένα ελάχιστο μέρος , εκείνης της σκέψης, χάρη στην οποία «σκέπτομαι άρα
υπάρχω» και μάλιστα χάρη στην οποία οτιδήποτε είναι πραγματικό σκέπτεται
και Είναι. Όπως στον Αυγουστίνο για να βρούμε τον προσδιορισμένο Θεό
δέν πρέπει μόνον να μπούμε στον εαυτό μας, αλλά και να υπερβούμε την
συνείδηση μας. Έτσι ακριβώς και για να φτάσουμε στο Εγω χρειάζεται όχι
μόνο να συυγκεντρώσουμε στο Εγω τα πράγματα που σκεφτήκαμε, αλλά να
ανέβουμε στην κατάσταση η οποία κάνει δυνατή εφικτή, την σκέψη τους.
Σ’αυτή την ανάγκη υπακούει το «Εγώ σκέπτομαι» του Καντ, σαν Act,
πράξη, ενέργεια, χωρίς περιεχόμενο, και παρ’όλα αυτά υπάρχοντος σε
σχέση με τα περιεχόμενα (τόσο πολύ που σε μία του σημείωση ο Κάντ
δηλώνει πώς το «Εγώ σκέπτομαι» είναι μία «εμπειρική πρόταση»). Για να
πεί μάλιστα πώς αυτό το Εγώ δέν είναι συνείδηση ο Κάντ λέει : πώς δέν
αφορά κάτι έξω απο την αντίληψη (μία έννοια που δείχνει την καταγωγή της
απο τον Λάϊμπνιτς, διότι τα Γαλλικά το Λάϊμπνιτς του επιτρέπουν να
διακρίνει ανάμεσα στο Percevoir και το s’appercevoir),
αλλά είναι η «συνθετική ενότης» του μή-αντιληπτού. Δηλ, δέν αφορά το
ενοποιημένο φαινόμενο, αλλά την ενοποιό αρχή, η οποία επιτρέπει σε όλες
τις «αναπαραστάσεις»να μου ανήκουν. («Αναπαραστάσεις», αντιστοιχεί στον
Κάντ, στην Καρτεσιανή σκέψη και στην Cogitatio.)
Ταυτοχρόνως το «Εγώ σκέπτομαι» είναι η πράξη που μού επιτρέπει να ανήκω
στον εαυτό μου, παρότι με μία επιβολή, αρκετά διαφορετική απο του
Πλωτίνου. Δυνάμει μίας τέτοιας οικειώσεως Ισχύει για τον Κάντ, ή
ταυτότης Εγώ σκέπτομαι = Εγώ είμαι(υπάρχω).
Υπερβαίνοντας
πραγματικώς την συνείδηση, ή «συνθετική» ενότης δηλ, η ενοποιός, της
αφαιρέσεως ονομάζεται επίσης και καθαρή αφαίρεσις, σε αντίθεση με την
εμπειρική: και ονομάζεται υπερβατική με την έννοια ότι καθιστά δυνατή
την συνείδηση.
Αλλά,
λαμβανόμενη καθ’εαυτή, δέν θα ήταν συνειδητή, μάλιστα δέ δέν θα υπήρχε.
Απο το άλλο μέρος τώρα, σαν αρχή χωρίς περιεχόμενο, δέν είναι ούτε το
ασυνείδητο, του οποίου το πρόβλημα ακουμπά την ψυχολογία και μόνον. Το
ασυνείδητο που εμφανίστηκε στον Λάϊμπνιτς, στον Κάντ παραμένει στο
περιθώριο,έτοιμο όμως να επιστρέψει θριαμβευτικά με τον Σοπενάουερ.
Συνεχίζεται
ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΛΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΕ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΩΚΡΑΤΙΚΗ.Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου