Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (37)

Συνέχεια από Τετάρτη, 30 Μαρτίου 2016                      
 PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyteru. Co, Berlin1964 )

                                                 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ  XV
                       Ο ΠΛΑΤΩΝ ΩΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΟΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΟΣ

                                                              ΙΙ.
   
   Θέλουμε να τοποθετήσουμε τώρα μέσα στην ιστορία τής γεωγραφικής επιστήμης την πλατωνική περί γης εικόνα. Γι’ αυτό και κατευθύνουμε σε κείνες τις ιδιόρρυθμες «κοιλότητες» τη ματιά μας κι αναρωτιόμαστε, τί θέλησε να παρουσιάση μ’ αυτές ο Πλάτων. Φαίνεται λοιπόν σαφές το εξής κατ’ αρχάς: αν υπάρχουν πολλές τέτοιες κοιλότητες, κι αν είναι μια απ’ αυτές η Οικουμένη μας, και μάλιστα η μοναδική την οποία και μπορούμε να γνωρίσουμε, πρέπει να ξεκίνησε τότε απ’ αυτήν την Οικουμένη και όλη η  ‘θεωρία’, διαμορφώνοντας κατά το πρότυπό της και τις υπόλοιπες κοιλότητες. Γιατί δεν μπορούσε να ξεκινήση βέβαια κανείς απ’ το άγνωστο και να διαμορφώση κατόπιν το σχετικά καλώς γνωστό, αλλά είναι μόνον έτσι δυνατή η ‘διαδικασία’: ‘Σκεφτήκαμε’ μέσα στη μεγάλη γήινη σφαίρα, σε μια συγκριτικά μικρή ‘καταβύθιση’ τη δική μας Οικουμένη   (( Ας μιλήσουμε λοιπόν τώρα για τον ‘περιβόητο’ Οικουμενισμό… )) . Επειδή θα διακωμωδείτο όμως κάθε πιθανότητα, να είναι και μοναδικός αυτός ο γνωστός σε μας τόπος κατοικίας, ‘τέθηκαν’ μ’ ένα αναλογικό συμπέρασμα πολυάριθμοι άλλοι τόποι στην επιφάνεια της γης, με μιαν αντίστοιχη μάλιστα μορφή, ως κοιλότητες δηλ. κι αυτοί επίσης. Θα πρέπη να ξεκινήσουμε λοιπόν κι εμείς, για να αντιληφθούμε την προέλευση αυτής τής παράξενης σκέψης, απ’ τη δική μας Οικουμένη και να αναρωτηθούμε, πώς ‘φτάσαμε’ να την τοποθετήσουμε στον πυθμένα μιας τέτοιας κοιλότητας. Είναι αναγκαίο ωστόσο να παρατηρήσουμε, πριν από κάθε απάντηση, εντελώς σύντομα τις δυό γραμμές εξέλιξης, πάνω στις οποίες και είχε κινηθή μέχρι τότε η επιστήμη τής εικόνας τής γης.
         Στην Ιωνία δημιούργησε ο Αναξίμανδρος τη γεωγραφία ως επιστήμη, εκπονώντας τον πρώτο χάρτη τής γης. Αυτό μάς λέει η αρχαία παράδοση, κι έχει δίκαιο. Γιατί πρέπει να το τονίσουμε με ‘οξύτητα’, ότι δεν ήταν κάποια πρακτική αλλά μια ουσιωδώς θεωρητική εργασία ο χάρτης του, θεμελιώνοντας ακριβώς γι’ αυτό μιαν επιστήμη. Υπήρχαν ήδη από μακρού χάρτες για τις ανάγκες τής ζωής, δρομολόγια και πορτολάνοι. Δεν είναι καν νοητά τα αποικιακά ταξίδια τών Ελλήνων χωρίς μιαν τέτοια βοήθεια, και πώς θα μπορούσε άλλωστε να λείπη απ’ τους Ίωνες, αυτό που ήδη κατείχε η Ανατολή και που γνωρίζουν να παριστάνουν από κλαδάκια και κοχύλια οι νησιώτες τών νοτίων θαλασσών! Το έργο τού Αναξίμανδρου δεν μπορεί λοιπόν παρά να ήταν η δημιουργία ενός ΄Ολου. Κάτι που δεν χρησίμευσε βέβαια τόσο πολύ πρακτικά. Γιατί όταν ταξίδευε μέσα απ’ τον Ελλήσποντο ο πηδαλιούχος απ’ τη Μίλητο, δεν χρειαζόταν να γνωρίζη για την Πελοπόννησο ή τη Σικελία, και όποιον είχε έναν συγκεκριμένο ταξιδιωτικό σκοπό, μάλλον θα τον μπέρδευε παρά θα του χρησίμευε ένας χάρτης τής γης. Ο θεωρητικός χαρακτήρας πήγαινε μάλιστα τόσο μακριά, ώστε να παριστάνονται αναγκαίως κι εκείνες οι περιοχές τής γης, για τις οποίες δεν υπήρχε καμμιά εμπειρία, αλλά έπρεπε να κατασκευαστούν καθαρά μέσα απ’ τη σκέψη, περιοχές όπως μάλιστα το εξωτερικό άκρο τού χάρτη, ο Ωκεανός (Okeanos) και οι ακτές του, που δεν πίστευαν πως θα μπορούσαν και ποτέ να τα φτάσουν.
       Ενώ έφτιαξε κάτι το εντελώς λοιπόν διαφορετικό απ’ το να συνθέση απλώς από πρακτικά χρήσιμα μέρη τη συνολική εικόνα του της Οικουμένης ο Αναξίμανδρος, δεν το κατασκεύασε ίσως ωστόσο κι απ’ το Τίποτα. Διαθέτουμε έναν νέο-βαβυλωνιακό χάρτη τής γης, όχι πολύ πριν απ’ τον Αναξίμανδρο, που αντιγράφει όμως ένα παλαιότερο – του 9ου π.Χ. αιώνα, όπως πιστεύουν οι ‘ειδήμονες’ – πρωτότυπο. Ο οποίος και συμφωνεί σ’ ένα σημαντικό ‘σχηματικό’ χαρακτηριστικό  με την κατασκευή τού Αναξίμανδρου. Γιατί είναι και οι δυό ‘στρογγύλοι’ χάρτες, όπου περικλείεται απ’ τον δακτυλιοειδή «πικρό ποταμό» ο βαβυλώνειος, όπως απ’ τον Ωκεανό ο μιλήσιος. Εκπληρώνεται δηλ. ανάλογα εδώ κι εκεί η προσπάθεια για μια συνολική εικόνα, και είναι περισσότερο πιθανό απ’ ό,τι απίθανο να γνώριζαν στη Μίλητο, όπου και ‘εισήχθη’ το ηλιακό ρολόι απ’ τη Βαβυλώνα, έναν βαβυλώνειο χάρτη τής γης τον ίδιον περίπου καιρό.
        Αλλά ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση, θα ήταν κάτι το ουσιαστικά καινούργιο η ‘δημιουργία’ τού Αναξίμανδρου. Γιατί περικλείει στον βαβυλώνειο χάρτη, αμέσως τη χώρα που διατρέχει ο Ευφράτης εκείνος ο ‘πικρός ποταμός’. Είναι δηλ. για τους Βαβυλώνιους, η         Μεσοποταμία ολόκληρη η Οικουμένη, και μοιάζουν να μην υπάρχουν γι’ αυτούς ούτε καν η Αίγυπτος ή η Μικρά Ασία. Ενώ ‘ανοίγεται’ λοιπόν, όπως θα το περίμενε κανείς εξάλλου από έναν συμπατριώτη τού Ομήρου, σε μιαν ασύγκριτα μεγαλύτερη γη ο Αναξίμανδρος, ήταν εντελώς ξένα απ’ την άλλη για τον ‘πραγματισμό’ τού Μιλήσιου ερευνητή εκείνα τα 7 ή 8 τριγωνικά νησιά, που ξεκινούν απ’ τον εξωτερικόν κύκλο τού ‘πικρού ποταμού’ στον βαβυλώνειο χάρτη -  προς τα πού άραγες; Σε μια φανταστική χώρα τού Κανενός, ένα μυθικό Επέκεινα, που δεν είχε βέβαια κανέναν ‘χώρο’ στο επιστημονικό πνεύμα τού Αναξιμάνδρου. 
      Ο Ηροδοτος πολέμησε ως ‘εμπειρικός’ κάθε εγχείρημα ‘απερίσκεπτης’ κατασκευής, εκεί όπου δεν μπορούσε να είναι κανείς ωστόσο σίγουρος. Και δικαιώθηκε και δεν ‘απέτυχε’ κατά κάποιον τρόπο το αίτημά του, καθώς τίποτα δεν προώθησε περισσότερο την επιστήμη τής γεωγραφίας απ’ τη στενή ‘συναλλαγή’ κατασκευής και εμπειρίας. Συνέχισε όμως να υπάρχη ο ‘στρογγυλός’ χάρτης, και ύψωσε κατόπιν και ο Αριστοτέλης, απ’ την άποψη της γεωγραφίας τής γήινης σφαίρας και της διαμορφωμένης πλέον διδασκαλίας των ‘ζωνών’, με εντελώς παρόμοια λόγια όπως κάποτε ο Ηρόδοτος, τη φωνή του ενάντια σε γεωγράφους, που σχεδίαζαν ακόμα σε κυκλικό σχήμα τη γη. Βρίσκουμε δε την ίδια πολεμική (Polemik) και στον Γέμινο ή Γεμίνο (Ρόδιο αστρονόμο και μαθηματικό τού 1ου π.Χ. αιώνα), ενώ κυριαρχούσε πάλι στους ‘στρογγυλούς’ χάρτες τής ύστερης αρχαιότητας και του πρώιμου Μεσαίωνα το κυκλικό σχήμα στην εικόνα τής γης, χωρίς να είναι όμως πια η ‘δροσερή’ και παιδική κάποτε επιστήμη, αλλά μια παιδιάστικη τώρα σχηματοποίηση.
      H γεωγραφική θεωρία τού Αναξίμανδρου δεν μπορεί να χωρισθή απ’ τη φυσικο-αστρονομική του συνολική θεώρηση, και πρέπει να σκεφθούμε με τη δική του έννοια, να τίθεται ο κυκλικός του χάρτης τής γης στην επιφάνεια ενόςτυμπάνου’ , όπως φανταζόταν να αιωρείται μέσα στο διάστημα η γη. Και ίσως μπορούμε να θυμηθούμε, ότι χαρακτηρίζουμε συνήθως ως κοίλο το επίπεδο τομής ενός τέτοιου ‘τυμπάνου’. Όχι βέβαια ένα τέτοιο ‘τύμπανο’, αλλά μια γη σε μορφή δίσκου, απ’ την οποία και προκύπτει εδώ το ίδιο, ‘προτείνει’ κι ο Δημόκριτος, που καθώς δημιουργεί όχι μόνο μιαν εικόνα αλλά έναν χάρτη κι αυτός τής γης, πρέπει να ΄θεώρησε’ επίσης εγκατεστημένη σε κείνην κατά κάποιον τρόπο την επιφάνεια την κατοικημένη γη. Για τον Αναξίμανδρο, για τον οποίον ήταν ένα ‘τύμπανο’ η γη, και περίπου κυκλική η Οικουμένη, δεν υπήρχε σχεδόν καμμιά δυσκολία εδώ. Ενώ προσδιόριζε αντίθετα τη σχέση μήκους προς πλάτος τής Οικουμένης σε 3 : 2 ο Δημόκριτος, και δεν γνωρίζουμε αν ‘έθετε’ και άλλες κατοικημένες νήσους κοντά της, ή τη θεωρούσε ακόμα ως μοναδική όπως ο Αναξίμανδρος, με μιαν αλλαγή απλώς στη σχέση τής περιφέρειας του κύκλου προς την επιφάνεια της γης.
     Μια λεπτομέρεια πρέπει να τονιστή ακόμα. Αν ‘σκεφτόταν΄κανείς ως έναν δίσκο το σώμα τής γης και κατασκεύαζε εκεί επάνω την Οικουμένη μαζί με τον ολόγυρά της Ωκεανό, έπρεπε αναπόφευκτα να αναρωτηθή εκείνη η νεανική και προσανατολισμένη στο ‘χειροπιαστό’ συνείδηση, για το πού κατέληγε εξωτερικά αυτό το Όλον. Και για να το πούμε ‘απόλυτα’: θα χυνόταν κάπου προς τα έξω, αν δεν υπήρχε τίποτα εκεί να τον συγκρατήση, ο Ωκεανός. Είχε προετοιμάσει υπό μιαν ορισμένην έννοια, με τη χώρα του Επέκεινα, ήδη τη ‘λύση’ η Νέκυια (η ραψωδία λ΄…) τής Οδύσσειας, και ακολούθησαν πολλοί απ’ τους Ίωνες φυσικούς. Και μας παραδίδει γενικά ο Κλεομήδης την αρχαία θεωρία και την προφανή της θεμελίωση (Κυκλ. Θεωρ. Ι 8, 40). Κάποιοι θεωρούσαν επίπεδη τη γη, όμως άλλοι που σκέπτονταν, πως μόνον αν ήταν βαθεία καί κοίλη θα μπορούσε και να συγκρατήση το νερό, της έδιναν μιαν τέτοια μορφή. Εμφανώς εκπρόσωποι αυτής τής διδασκαλίας μαρτυρούνται ο Δημόκριτος κι ο Αρχέλαος. Ενώ μπορούμε να συμπεράνουμε και για τον Αναξιμένη την ίδιαν άποψη, απ’ το ότι δεν «έδυε» και γι’ αυτόν (όπως και για τον Αρχέλαο) ο ήλιος, αλλά κρυβόταν «απ’ τα πιο υψηλά μέρη τής γης», από ένα είδος ‘ακρότατης’ δηλ. οροσειράς. Χρησιμοποιούσε μάλιστα με μια νέαν έννοια την παλιάν ιδέα ο Αρχέλαος: για να εξηγήση και τη μεταβλητότητα του ορίζοντα. Η ίδια δε εικόνα του κόσμου αποδίδεται και σε ‘κάποιον’ στον «Φαίδωνα» (99 Β), ο οποίος και «φορτώνει όπως σε μιαν επίπεδη σκάφη (ώσπερ καρδόπω πλατεία) τον αέρα» στη γη.
      Δεν χρειάζεται σχεδόν τώρα πια να πούμε, πώς πρέπει να κατανοήσουμε τη γήινη εικόνα τού Πλάτωνα: είναι μια νεανικά τολμηρή προσπάθεια, να μεταφερθή απ’ τον δίσκο στη σφαίρα η εικόνα τής Οικουμένης. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό ήταν οι «κοιλότητες». Δεν υπάρχει όμως καμμιά πλέον δυσκολία στην κατανόησή τους, εφ’ όσον παρακολουθήσαμε το πώς υποχρεώθηκαν να ‘στοχασθούν’, ανυψωμένον στην περίμετρό του και βυθισμένον στο κέντρο τον επίπεδο γήινό τους δίσκο οι Ίωνες. Και ήταν κατάλληλη γι’ αυτό η έκφραση «κοίλος»· η ίδια έκφραση, που συναντάμε και στον Πλάτωνα. Έπρεπε να απαιτήση κάποτε απ’ τον εαυτό της η επιστήμη, να συνενωθή με τη θεωρία περί γήινης σφαίρας η εικόνα που είχαν τόσο ενεργητικά αναπτύξει για τη γη οι Ίωνες. Και δεν ήταν τίποτα πιο ‘εύκολο’ απ’ το να διατηρηθή η «κοιλότητα», και να προστεθούν μ’ ένα πιθανό συμπέρασμα πολυάριθμες ανάλογες «κοιλότητες» κοντά στην πρώτη. Και ξεπεράστηκε μ’ αυτόν τον τρόπο και μια δυσκολία, που μπορούσε να ‘βασανίζη’ κάποιους στις αρχές τής θεωρίας τής γήινης σφαίρας: πώς θα ήταν δυνατή μια διαμονή πάνω στην κυρτή επιφάνεια της σφαίρας, ή πώς δεν θα αισθάνονταν τουλάχιστον κανείς αυτήν την ‘κυρτότητα’.
        Όποιος έχει κάνει τώρα πράγματι αυτό το βήμα, που πρέπει σίγουρα να θεωρηθή ως ένα επιστημονικά σημαντικό βήμα, μένει (παρ’ όλ’ αυτά…) αβέβαιος. Και θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τον ίδιον τον Πλάτωνα· κάτι που δεν το επιβεβαιώνει ωστόσο ο τρόπος με τον οποίον και αναφέρεται σ’ αυτόν τον ‘Κάποιον’ ο Σωκράτης του. Αλλά μπορούμε να λάβουμε περισσότερο ίσως υπ’ όψιν μας το γεγονός, ότι οικοδόμησε ένας Πυθαγόρειος απ’ τον κύκλο τού Αρχύτα, ως αποτέλεσμα μιας ισχυρής και συνδυαστικής μάλιστα σκέψης, εκείνην την κοσμολογικο-φυσική ‘σύνθεση’, την οποίαν και παρέλαβε κατόπιν, για να υπηρετήση τον εσχατολογικο-μεταφυσικό του σκοπό, ο Πλάτων.
                                                    
                                                                 ΙΙΙ.

       H εικόνα τής γης του «Φαίδωνα» δεν είναιι και η μοναδική στο έργο τού Πλάτωνα. Σαφώς διακρίνονται δε απ’ αυτήν την εικόνα οι ‘παραστάσεις’, οι οποίες και αναπτύσσονται ως γεωγραφικό υπόβαθρο του μύθου τής Ατλαντίδας στην αρχή τού «Τίμαιου» (24 Ε – 25 D). Που δεν έχουν ωστόσο τίποτα να κάνουν με την κοσμοθεωρία τού «Τίμαιου», καθώς ανήκουν σ’ έναν εντελώς άλλον θεματικά κύκλο σκέψεων, εκείνον τού «Κριτία».
       Περιβεβλημένη ολόγυρα απ’ τη θάλασσα βρίσκεται η Οικουμένη μας (Oikumene), «Ευρώπη και Ασία». Έξω απ’ τις Στήλες τού Ηρακλέους (το σημερινό Γιβραλτάρ…) υψώνονταν κάποτε μέσα απ’ τον Ωκεανό η νήσος Ατλαντίδα, που καταστράφηκε αργότερα από ισχυρό σεισμό και θυελλώδεις πλημμύρες, καθιστώντας αδιάβατα ρηχή σε κείνες τις περιοχές τη θάλασσα. Υπήρχε όμως επικοινωνία πριν απ’ αυτό απ’ την Ατλαντίδα στη δική μας Οικουμένη και στα άλλα νησιά στη θάλασσα, και πιο πέρα κατόπιν στην «αληθινή στεριά», που περιβάλλει την «αληθινή θάλασσα». Έχει επιλεγή δε σε αντίθεση προς τη μικρή ‘Μεσαία Θάλασσα’ (Μεσόγειος…)  η έκφραση «αληθινή θάλασσα», και σε αντίθεση προς τη δική μας «Οικουμένη» η «αληθινή στεριά», την ‘Οικουμένη’ που θεωρείται ως μια ανάμεσα σε περισσότερες νήσους.
        Mπορούμε να τα φανταστούμε πλήρως όλα αυτά και να τα αναπαραστήσουμε μάλιστα στα ουσιαστικά τους μέρη σχεδιάζοντάς τα: μια μεγάλη θάλασσα, και μέσα σ’ αυτήν μια σειρά μικρότερων και μεγαλύτερων νησιών, που ένα απ’ αυτά είναι και η Οικουμένη μας· και να περιβάλλεται η μεγάλη θάλασσα από μιαν τεράστια στεριά. Να εκτείνεται δε γύρω απ’ όλη τη γήινη σφαίρα αυτή η στεριά, και να εμφανίζεται ως μια εσωτερική λίμνη η τόσο πάντως εκτεταμένη θάλασσα, ώστε να μπορούμε να θεωρήσουμε ως εντελώς πιθανό με την έννοια του δημιουργού αυτής τής θεωρίας, ότι θα υπάρχουν κι αλλού κλειστές θαλάσσιες ‘λεκάνες’ μέσα στην «αληθινή γη».
         Μήπως όμως πρόκειται περισσότερο για ένα παιχνίδι τής φαντασίας παρά για μια γεωγραφική υπόθεση (Hypothese) εδώ; Μπορούμε να απαντήσουμε: Είναι βέβαια απαραίτητες για το ‘μυθιστόρημα’ η Οικουμένη κι η Ατλαντίδα, περιττά όμως – όσο μπορούμε να δούμε – τα νησιά, η αληθινή θάλασσα κι η αληθινή στεριά. Συνυπάρχουν ωστόσο σε μιαν ενότητα όλες οι λεπτομέρειες, μαζί και τα ‘περιττά’ χαρακτηριστικά, επινοήθηκαν άρα ανεξάρτητα απ’ το μυθιστόρημα, και πρόκειται προφανώς για ένα θεώρημα (Theorem) της φυσικής γεωγραφίας, κι όχι για την παιχνιδιάρικη ‘εφεύρεση’ ενός ποιητή. Και δεν ‘εφευρέθηκε’ σίγουρα μέσα σ’ ένα ‘παιχνίδι’, αυτό που συνιστά μιαν τεράστια πρόοδο της επιστημονικής σκέψης απέναντι στη γήινη εικόνα τού «Φαίδωνα».
          Μπορούμε να εκφράσουμε ως εξής τη βασική αντίθεση ανάμεσα στις δυό εικόνες τής γης: Χωρίζονται με αξεπέραστα φράγματα μεταξύ τους οι μεμονωμένες «κοιλότητες» του «Φαίδωνα». ‘Συνωθούνται’ δε άμεσα μεταφυσικοί κόσμοι ανάμεσα στη δική μας και τις άλλες ‘κοιλότητες’ στην ‘κατασκευή’ τού Πλάτωνα. Αλλά κι αν ακόμα προσηλωθούμε στο φυσικό και μόνον υπόβαθρο, μοιάζει φανταστική και παράλογη η σκέψη, να θέλουμε να φτάσουμε απ’ τη δική μας στη γειτονική π.χ. Οικουμένη. Θα έπρεπε να είμασταν διαφορετικά ‘οργανωμένοι’ άνθρωποι, να μπορούσαμε να αναπνέουμε τον αιθέρα αντί για τον αέρα, για να εγκαταλείψουμε κάποτε τον τόπο μας. Η γήινη εικόνα τού «Τίμαιου» δεν μας δένει ωστόσο με τέτοια αιώνια σύνορα σε μια μικρή ‘κηλίδα’ πάνω στη σφαίρα πλέον. Και δεν είναι παρά ένα πρακτικό εμπόδιο, το ότι έγινε τόσο ρηχός, ώστε να μην επιτρέπη τη διέλευση ο Ατλαντικός Ωκεανός. Ποιος θα μπορούσε να ‘αρνηθή’ ωστόσο τη βασισμένη σ’ αυτήν ακριβώς τη γεωγραφική παράσταση σκέψη, ότι μπορούσε να τολμηθή ίσως στην Ανατολή εκείνο που είχε αποκλειστή απ’ αυτό το πρακτικό εμπόδιο στη Δύση; Τα απόλυτα σύνορα, με τα οποία και μοίρασε σε μεμονωμένες και διαχωρισμένες για πάντα αναμεταξύ τους περιοχές την επιφάνεια της γης μας ο «Φαίδων», έχουν εδώ εκλείψει· κατέστη ενιαία η επιφάνεια της γης, και ‘προσφέρθηκε’ σε περαιτέρω έρευνα και περαιτέρω ανακαλύψεις.
         Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε λοιπόν, ότι έκανε ένα τεράστιο εδώ βήμα η γεωγραφική επιστήμη, το οποίο και πρέπει να το θεωρήσουμε ως μιαν πρόοδο μέσα στη ‘γραμμή’ τής περαιτέρω εξέλιξης. Αυτό που δεν ξεύρουμε, είναι το πόσο συμμετείχε σ’ αυτήν την εξέλιξη η ίδια η Ακαδημία. Μπορούμε βέβαια να πούμε, πως δεν λείπουν απ’ τη μια παντελώς αναλογίες (Analogien) προς τη γεωγραφική ‘παράσταση’ του «Τίμαιου». Η «αληθινή θάλασσα» δεν είναι τελικά παρά – πολύ εκτεταμένος μόνον – ο παλιός Ωκεανός. Και δύσκολα μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη χώρα πέρα (επέκεινα…) απ’ τον Ωκεανό στην «αληθινή στεριά», τη χώρα δηλ. που περιγράφει η Νέκυια της Οδύσσειας (η κάθοδος στον Άδη…), κι εκείνην που πράγματι ακόμα υφίσταται στην ανυψωμένη περιφέρεια της γης στους Ίωνες φυσικούς. Δεν μπορούμε ωστόσο να γνωρίζουμε με βάση την παράδοση, αν έθετε ήδη κάποιος απ’ αυτούς τούς Ίωνες, και σε αντίθεση προς τον Αναξίμανδρο και τον Εκαταίο, όχι μια στρογγυλή Οικουμένη, αλλά περισσότερα μεγάλα νησιά πάνω στον επίπεδο δίσκο. Κάτι που είναι βέβαια εντελώς πιθανό. Μπορούσε να το είχε ίσως σκεφτή έτσι ο Δημόκριτος, που ‘κατασκεύασε’ όχι ολοστρόγγυλη, αλλά ωοειδή, με τη σχέση τών αξόνων της 3 : 2 την Οικουμένη, και πρέπει να στοχάστηκε άρα και για τη θέση της ως προς την περιφέρεια της επιφάνειας της γης. Αλλά δεν πρόκειται παρά για μιαν πιθανότητα, ούτε καν μάλιστα υπόθεση.
      Ενώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε, ή και να σκεφτούμε διάφορα λοιπόν ‘προ-στάδια’ εδώ, διαισθανόμαστε ωστόσο εντελώς σίγουρα απ’ την άλλη το πνεύμα τού Πλάτωνα σε ένα συγκεκριμένο σημείο: στις ονομασίες «αληθινή θάλασσα» και «αληθινή στεριά» (ο αληθινός πόντος. Εκείνο δέ πέλαγος όντως ή τε περιέχουσα αυτό γή παντελώς αληθώς ορθότατ’ άν λέγοιτο ήπειρος). Που αναφέρονται βέβαια αποκλειστικά στο μέγεθος εδώ, και δεν σηματοδοτούν μιαν ουσιαστική διαφορά. Και ‘πρέπει’ παρ’ όλ’ αυτά να δη ο καθένας μας, πως βασίζονται, έστω και αμυδρά, στην πλατωνική αντίθεση Ιδέας και φαινομένου. Γι’ αυτό και δεν θα αμφιβάλλουμε, ότι συντελέσθηκε ένα τουλάχιστον μέρος, αν όχι και ολόκληρη η ‘διανοητική’ κίνηση απ’ την παλαιότερη προς τη νεώτερη εικόνα, εντός τής Ακαδημίας.
      Γνωρίζουμε πως παρέλαβε την παράσταση περί γης του «Τίμαιου», μαζί και με τα μυθιστορηματικά ‘μοτίβα’ τού «Κριτία», σ’ ένα ουτοπιστικό παράρτημα της ιστορίας του ο Θεόπομπος. Που κράτησε την αληθινή στεριά, ενώ ονομάζεται σ’ αυτόν Ωκεανός η αληθινή θάλασσα, και γνωρίζει, αντί για τα πολλά νησιά, μόνο τρία: την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική   (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο πλήρης μοιάζει ήδη εδώ ο κόσμος, με τις τρεις αυτές περί την Μεσόγειο περιοχές… Πριν κατακτήσουν με συντριπτικά χτυπήματα τις ‘νέες’ ηπείρους, Βόρεια και Νότια Αμερική και Αυστραλία οι αποικιοκράτες τής Δύσης… )) . Και θα είχε κατόπιν αυτού επιστρέψει σε απλούστερες από μιαν άποψη παραστάσεις, αν είχε ‘παραμερίσει’ ως αναπόδεικτα υποθετικά τα πολλά νησιά τής ‘παγκόσμιας θάλασσας’ και είχε κατασκευάσει απ’ τα τρία (μόνον…) παραδοσιακά στοιχεία, την Οικουμένη μας, τον Ωκεανό που την περιβάλλει και την αληθινή στεριά, την εικόνα του για τη γη. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο δυστυχώς, ούτε τις λεπτομέρειες της θεωρίας του, αλλά ούτε και πόσο σοβαρά την εκλάμβανε ο ίδιος. Πρέπει να ίσχυαν όμως ως πιθανές γι’ αυτόν οι γεωγραφικές προϋποθέσεις τού Πλάτωνα.

          ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: