Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (33)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
Αναίρεση του δόγματος της αναλογίας του όντος (Γ)


2.5.1.6 Η αναλογία του ηλιακού φωτός και των αισθητών οφθαλμών, ως απεικόνιση του τρόπου πρόσληψης της ακτίστου χάριτος από το νου
«Οὐ γὰρ ἑαυτῷ ἀόρατος ἐστιν, ἀλλὰ τοῖς διὰ κτιστῶν καὶ φυσικῶν ὀφθαλμῶν καὶ λογισμῶν νοοῦσι καὶ ὁρῶσιν»1. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς διευκρινίζει ότι ο Θεός δεν είναι αόρατος για τον εαυτό του, αλλά για εκείνους που νοούν και βλέπουν με τους κτιστούς και φυσικούς οφθαλμούς και λογισμούς. Σε εκείνους όμως, με τους οποίους ένωσε τον εαυτό του ως μέλος ηγεμονικό, παρέχει ολοφάνερη θεωρία της ακτίστου χάριτός του2. Στους οφθαλμούς τους εμφυτεύει πνευματική δύναμη με την οποία μπορούν να αντιληφθούν την ωραιότητα του νοητού νυμφίου. Για να κατανοήσουμε καλύτερα με ποιο τρόπο συμβαίνει αυτό μέσα στον άνθρωπο, παραβάλλει αναλογικά το εξής παράδειγμα: «ὡς γὰρ ἐν ὀφθαλμοῖς αὐγή, ἑνωθεῖσα ταῖς ἡλιακαῖς αὐγαῖς, φῶς ἐντελεχείᾳ γίνεται καὶ οὕτως ὁρᾷ τὰ αἰσθητά, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ὁ νοῦς, ἕν Πνεῦμα μετὰ τοῦ Κυρίου γεγονῶς, οὕτω τὰ πνευματικὰ τρανῶς ὁρᾷ»3. Όπως η φυσική λάμψη στους οφθαλμούς, αφού ενωθεί με τις ηλιακές λάμψεις, γίνεται κυριολεκτικά φως και έτσι βλέπει τα αισθητά, με ανάλογο τρόπο και ο νους, αφού γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, τότε βλέπει με καθαρότητα τα πνευματικά4. Η παρούσα αναλογία επιχειρεί να απεικονίσει τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει η ένωση του άκτιστου με το κτιστό, χρησιμοποιώντας την προσφιλή εικόνα του ηλιακού φωτός και των αισθητών οφθαλμών. Είναι φανερό πως δεν εισάγει κανενός είδους αναλογία ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό, αλλά αντίθετα έχει ως σκοπό της να δείξει προς ποια κατεύθυνση πρέπει να έχουμε στραμμένο το λογισμικό μας, ούτως ώστε να προφυλαγόμαστε από θεωρίες ψευδείς και ανυπόστατες. Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε εμείς είναι ότι η διά του Αγίου Πνεύματος κατάληψη του Θεού γίνεται κατά τρόπο παράδοξο, ακατάληπτο και ακατανόητο από τον κτιστό νου5. Γι’ αυτό εκείνοι που βλέπουν δε βλέπουν έτσι όπως συνήθιζαν να βλέπουν, λόγω του ακαταλήπτου του Πνεύματος με το οποίο βλέπουν6.

2.5.1.7 Η περιγραφή των θείων με βάση την αναλογία και το παράδειγμα
Η παύση από κάθε νοερή ενέργεια και η μετά από αυτήν ένωση προς το υπεράνω φως, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο πάθος και τέλος θεουργό, είναι γνώρισμα μόνο εκείνων που έχουν πετύχει την κάθαρση και δέχτηκαν στην καρδιά τους τη χάρη του Θεού7. Έτσι, οι μαθητές πάνω στο όρος φθάνοντας πάνω από κάθε αισθητή και νοητή αντίληψη με το να μη βλέπουν τίποτα καθόλου, δέχθηκαν μία αίσθηση η οποία είναι πάνω από τη φύση8. Αντί για νου, μάτια και αυτιά είχαν το ακατάληπτο Πνεύμα διά του οποίου έβλεπαν, άκουγαν και κατανοούσαν εκείνα που βρίσκονται πάνω από τη φύση9. Ο δρόμος προς το όρος της μεταμορφώσεως, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, ξεκινά πρώτα από την εκούσια απόσπαση του νου και των αισθήσεών μας από κάθε αισθητή ή νοητή αναλογία του Θεού προς τον κόσμο10. Η κάθαρση που επέρχεται τότε στην καρδιά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οδηγεί τον άνθρωπο στην παύση από κάθε νοερή ενέργεια. Μετά την παύση αυτή, επισκιάζει τον άνθρωπο με τέτοιο τρόπο η χάρη του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μεταμορφώνονται όλες οι αισθητές και νοερές του λειτουργίες σε πνευματικά αισθητήρια, διά των οποίων μπορεί ο άνθρωπος να βλέπει το Θεό11. Τα πνευματικά αυτά αισθητήρια δεν παρουσιάζουν καμία αναλογία με τα φυσικά ανθρώπινα αισθητήρια. Δεν είναι ούτε φαντασία, ούτε διάνοια, ούτε γνώμη, ούτε συλλογισμός, ούτε αποφατική ενέργεια του νου12. Όλα αυτά αποτελούν ενεργήματα του νου τα οποία όταν χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των θείων μυστηρίων, ενεργούν με βάση το παράδειγμα και την αναλογία13. Η καταφατική οδός αποτελεί μία αναλογική και παραδειγματική προσπάθεια περιγραφής των θείων μυστηρίων η οποία ενεργείται διαμέσου της φαντασίας, της διάνοιας, της γνώμης και των συλλογισμών. Ωστόσο, η θεωρία του Θεού δεν είναι κατάφαση ούτε απλώς αφαίρεση, αλλά μία μετά την αφαίρεση μέθεξη των θείων και δόση και λήψη μάλλον παρά αφαίρεση14. «Ἄρρητα δὲ ἐστι τὰ λήμματα καὶ τὰ δόματα ἐκεῖνα, διὸ κἂν λέγωσι περὶ αὐτῶν, ἀλλὰ παραδειγματικῶς καὶ κατὰ ἀναλογίαν, οὐχ ὡς ὁρωμένων ἐκείνοις τούτων οὕτως, ἀλλ’ ὡς μὴ πεφυκόταν ἄλλως δειχθῆναι τῶν ἐκείνοις ὁρωμένων»15. Η νοερή ενέργεια με την οποία μπορούμε να απεικονίσουμε αναλογικά την αιτία των όλων διαμέσου παραδειγμάτων16, αποτελεί ένα φυσικό τρόπο περιγραφής των θείων, ο οποίος φανερώνει ότι είναι άρρητη η θεία ένωση και εντελώς πέρα από τη φύση. Η χρήση του παραδείγματος και της αναλογίας έχει σκοπό να διαφυλάξει τον απόκρυφο χαρακτήρα του μυστηρίου, και να φανερώσει σε όσους νοούν σωστά ότι η θεία ένωση είναι άρρητη και παντελώς ανέκφραστη17. Επιπλέον, για όσους επιθυμούν πραγματικά να γίνουν θεόμορφοι, η χρήση της αναλογίας και του παραδείγματος, αποτελεί ένδειξη για την ανάγκη παύσης κάθε φυσικής ενέργειας του νου, ούτως ώστε να οδηγηθεί στην κάθαρση και να προετοιμαστεί για τη θεία ένωση18. Τόσο πολύ απουσιάζει στην πραγματικότητα κάθε αναλογία και παράδειγμα ανάμεσα στην εμπειρία του ακτίστου και στην εμπειρία του κτιστού, ώστε όσοι το αγνοούν αυτό θεωρούν μωρία την υπέρσοφη γνώση19. Την απουσία των αναλογιών και των παραδειγμάτων αναπληρώνει σε εκείνους οι οποίοι έγιναν θεόμορφοι, η παρουσία της χάρης του Αγίου Πνεύματος.

2.5.1.8 Η αναλογία του ήλιου και του οφθαλμού ως εικόνα και παράσταση της αρρήτου εκστάσεως του νοός
Μέσω της καθαρής προσευχής ο άνθρωπος μπορεί να υποδεχθεί στην καρδιά του το Άγιο Πνεύμα το οποίο μεταμορφώνει όλες τις φυσικές αισθήσεις σε πνευματικές20. Βλέπει τότε με το πνεύμα και όχι με το νου ή το σώμα κατά τρόπο υπερφυσικό το φως που βρίσκεται πάνω από κάθε φως, γνωρίζοντας εκείνο που βλέπει αλλά όχι τον τρόπο εκείνο με τον οποίο βλέπει, ούτε τη φύση του, εξαιτίας του ανεξιχνίαστου πνεύματος μέσω του οποίου βλέπει21. Βλέπει τον εαυτό του να κυριεύεται από έκσταση και να αρπάζεται μακριά όχι μόνο από κάθε πράγμα, νόημα και αναλογία με τα πράγματα, αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό22. Από την έκσταση μάλιστα, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος, λησμονεί και την παράκλησή του προς το Θεό23. Όλα στον εαυτό του γίνονται καινούρια και πνευματικά. Ο νους εκεί σταματά να προσεύχεται και κυριεύεται από έκσταση ακατάληπτων πραγμάτων24. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς προσπαθεί τότε να παραβάλει την ακατάληπτη αυτή κατάσταση του νου, με την εικόνα του ήλιου και του οφθαλμού. Μπορούμε, λέει, να παρομοιάσουμε το θείο φως με «ἥλιο ἀπειροπλασίως λαμπρότερό τε καὶ μείζων τοῦ παντός» και το νου με οφθαλμό που στέκεται στο μέσο αυτού του ήλιου25. Με βάση τον αισθητό ήλιο μπορούμε κατ’ αναλογία να σχηματίσουμε στη φαντασία μας έναν άλλο ήλιο ο οποίος είναι υπερμεγέθης, λαμπρότερος και μεγαλύτερος από ολόκληρο το σύμπαν. Με βάση τον αισθητό οφθαλμό τότε μπορούμε κατ’ αναλογία να σχηματίσουμε μέσα στη φαντασία μας έναν άλλο οφθαλμό ο οποίος βρίσκεται εν τω μέσω του υπερμεγέθους αυτού ήλιου και μπορεί να βλέπει το φως του προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να υπάρχει όριο σ’ αυτό που βλέπει26. Αυτό που παρατηρούμε έτσι, είναι ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, με βάση την αναλογία προς τα αισθητηριακά δεδομένα προβαίνει στο σχηματισμό μίας εικονικής παράστασης μέσα στη φαντασία η οποία μπορεί να παραστήσει κατά το δυνατόν όσα επιτελούνται μυστηριωδώς στο νου που κυριεύεται από έκσταση ακατάληπτων πραγμάτων27.

2.5.1.9 Η αναλογία «τῆς θεαρέστου πράξεως»
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, όσο περισσότερο κανεις καθιστά το εαυτό του δεκτικό του θείου φωτός, τόσο περισσότερο ενώνεται μαζί του και μαθαίνει όχι αυτό που είναι ως προς τη φύση του αλλά ότι είναι «ὑπερφυὲς καὶ ὑπερούσιον», καθώς και ότι «ἄλλο τι παρὰ τὰ ὄντα πάντα ὄν, ὄν δὲ κυρίως τε καὶ μόνον καὶ πᾶν ὄν ἀπορρήτως ἐν ἑαυτῷ συνειληφός»28. Η αδυναμία να δεί πληρέστερα το θείο φως οφείλεται στο ότι δεν έχει ακόμη εναρμονισθεί εντελώς με το Πνεύμα «δι’ ἐντελεστέρας καθαρότητος»29. Ωστόσο, ακόμη κι όταν ελαττώνεται η θεωρία του θείου φωτός «ἐκ τῆς πηγαζομένης ὁμοίας ἀπαθοῦς τῶ ὁρῶντι θυμηδίας καὶ γαλήνης νοερᾶς καὶ τοῦ ἀνακαιομένου πυρὸς τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης», γνωρίζει με ακρίβεια ότι αυτό το φως είναι θείο και υπερφυές30. Η αύξηση και η πρόοδος της όρασης του θείου φωτός συμβαίνει «κατ’ ἀναλογίαν τῆς θεαρέστου πράξεως, τῆς τε τῶν ἄλλων πάντων ἀποχής καὶ τῆς προσοχῆς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἐκ ψυχῆς ὅλης ἀνανεύσεως»31. Για να αυξηθεί περισσότερο η όραση του θείου φωτός χρειάζονται σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά τέσσερις προϋποθέσεις:
α) Η αναλογία «τῆς θεαρέστου πράξεως»,
β) η αποχή από όλα τα άλλα, είτε αισθητά είτε νοητά,
γ) η προσοχή κατά την προσευχή και
δ) η ολοκληρωτική στροφή της ψυχής προς το Θεό.

Παρατηρούμε ότι οι τρεις τελευταίες προϋποθέσεις αποτελούν μέρος της πρώτης, αφού αποτελούν όντως θεάρεστες πράξεις από τις οποίες εξαρτάται η καθαρότητα της θεωρίας του θείου φωτός. Η αναλογία «τῆς θεαρέστου πράξεως» ως προϋπόθεση για την αύξηση της θέας του θείου φωτός αποτελεί έτσι το μέτρο της αποχής του νου από όλα τα άλλα (είτε αισθητά είτε νοητά), της προσοχής του νου κατά την προσευχή, καθώς και της ολοκληρωτικής στροφής της ψυχής προς το Θεό. Όσο περισσότερο ο νους προοδεύει κατά την αναλογία «τῆς θεαρέστου πράξεως», τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται την απειρία του θείου φωτός, καθώς και την ανικανότητά του για «φωτοληψία», όταν στηρίζεται στις δυνάμεις που προέρχονται από τον εαυτό του και προσιδιάζουν στη φύση του32. Το τέλος, λοιπόν, της αναλογίας «τῆς θεαρέστου πράξεως» είναι η κατανόηση της ανικανότητας του νου να δει από μόνος του (με βάση δηλαδή τις φυσικές του ιδιότητες και τις νοητικές του ικανότητες) το άκτιστο φως του Θεού. «Τὸ φῶς ἐκεῖνο καὶ ἡ ἔλλαμψις νόησις οὐκ ἔστιν, εἰ μὴ ὁμωνύμως λέγοιτο»33. Το θείο φως και η άρρητη έλλαμψη δεν είναι κάποιου είδους νοερός φωτισμός, αλλά εκφέρονται με το ίδιο όνομα ανάλογα προς τον νου ο οποίος μετέχει σ’ αυτά. Η λαμπρότητα του θείου φωτός, όπως υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, κατά παράδοξο τρόπο «ὡς ὕλην ἔχει τὴν θέαν τοῦ ὁρῶντος, αὔξουσα διὰ τῆς ἑνώσεως τὸ πνευματικὸν ἐκεῖνο ὄμμα καὶ χωρητικώτερον ἀεὶ ἑαυτῆς ἐργαζομένη…καὶ ἀναφαίνουσα δι’ ἑαυτῆς, ἃ μηδέπω πρότερον»34. Μέσω του φωτός αυτού γίνεται κατάπαυση κάθε δυνάμεως και ενέργειας του σώματος και της ψυχής και με τη μετοχή του κατώτερου στο ανώτερο αλλάζει η δύναμή του με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται μέσω αυτών και από αυτά τα ίδια, μόνο το θείο αυτό φως35. Ερχόμενος σε ένωση με αυτό το πέραν από όλα τα κτιστά όντα φως μαθαίνει ο άνθρωπος ότι το φως αυτό είναι μη ον καθ’ υπεροχή36. Δεν μπορεί να αποκτηθεί διαμέσου οποιασδήποτε νοερής δυνάμεως ή αναλογίας37. Τα φυσικά γνωρίσματα της κτιστής φύσεως μεταβάλλονται από την άκτιστη δόξα, καθιστώντας τον άνθρωπο «υιό αναστάσεως» και «υιό του Θεού», ο οποίος μπορεί να δει το πρόσωπο του Θεού Πατέρα38.

2.5.1.10 Συμπεράσματα
Ακολουθώντας το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι η αναλογία αποτελεί νοερή ενέργεια και φυσική οδό κατανόησης των θείων μυστηρίων. Ως φυσική ενέργεια του νου είναι ολότελα διαφορετική από την υπερφυσική γνώση και την ακατάληπτη ένωση με το Θεό, γι’ αυτό θεωρεί ότι πρέπει να παύσει εντελώς η λειτουργία της, προκειμένου να γίνει ο νους δεκτικός των θεοποιών δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Η κατ’ αναλογία οδός, επειδή χρησιμοποιεί παραδείγματα, εικόνες και αναλογίες οι οποίες προέρχονται από την πεπερασμένη εμπειρία του κτιστού κόσμου, υστερεί από την αποφατική οδό, η οποία προχωρεί διαμέσου της άρνησης του κτιστού. Η νοερή ενέργεια με την οποία μπορούμε να απεικονίσουμε αναλογικά την αιτία των όλων διαμέσου παραδειγμάτων, αποτελεί ένα φυσικό τρόπο περιγραφής των θείων, ο οποίος αυτό που φανερώνει εν τέλει είναι ότι η θεία ένωση είναι άρρητη και εντελώς πέρα από τη φύση. Αντίθετα από την «αναλογία του όντος», η χρήση του παραδείγματος και της αναλογίας στη θεολογία, σκοπό έχει να διαφυλάξει τον απόκρυφο χαρακτήρα του μυστηρίου και να φανερώσει σε όσους νοούν σωστά ότι η θεία ένωση είναι άρρητη και παντελώς ανέκφραστη. Επιπλέον, για όσους επιθυμούν πραγματικά να γίνουν θεόμορφοι, η χρήση της αναλογίας και του παραδείγματος, αποτελεί ένδειξη για την ανάγκη παύσης από κάθε φυσική ενέργεια του νου, ούτως ώστε να οδηγηθεί στην κάθαρση και να προετοιμαστεί για τη θεία ένωση. Την απουσία των αναλογιών και των παραδειγμάτων αναπληρώνει, σε όσους έγιναν θεόμορφοι, η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Η χρήση της αναλογίας από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, επεκτείνεται και στην περιγραφή του τρόπου, της στάσης και των ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβεί ο άνθρωπος, συνεργώντας στο έργο της θείας χάριτος, προκειμένου να αξιωθεί της αρρήτου ελλάμψεως του θείου φωτός. Ο βαθμός θέασης των ακτίστων ενεργειών της χάριτος του Θεού εξαρτάται, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, από την «αναλογία της καθάρσεως», που υπάρχει στην καρδιά ενός προσώπου. Η «αναλογία της καθάρσεως» δεν οφείλεται στην ύπαρξη κάποιας φυσικής ή υπαρκτικής αναλογίας ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, αλλά στο βαθμό που επενεργεί στον άνθρωπο η θεοποιός χάρη του Αγίου Πνεύματος, με τη συνέργεια της ανθρώπινης προσωπικής θελήσεως. Γι’ αυτό, ο δρόμος προς το όρος της μεταμορφώσεως, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, ξεκινά πρώτα από την εκούσια απόσπαση του νου και των αισθήσεων από κάθε αισθητή ή νοητή αναλογία του Θεού προς τον κόσμο.
Τέλος, η «αναλογία τῆς θεαρέστου πράξεως» αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της θέας του θείου φωτός. Αποτελεί δηλαδή το μέτρο της αποχής του νου από όλα τα άλλα (είτε αισθητά είτε νοητά), της προσοχής του νου κατά την προσευχή, καθώς και της ολοκληρωτικής στροφής της ψυχής προς το Θεό. Η απουσία οποιασδήποτε ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο φως είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία οδηγεί στην ολοκληρωτική ανάπλαση και αναγέννηση του ανθρώπου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,16, ό.π., σελ. 426.
2. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,16, ό.π., σελ. 426, «Οἷς δ᾿ ὁ Θεὸς ἑαυτὸν ἐνήρμοσεν ὡς μέλος ἡγεμονικόν, πῶς οὐχί δι᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὴν τῆς χάριτος ἐμφανῶς παράσχοι θεωρίαν;».
3. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,17, ό.π., σελ. 427, «τὴν ἐγγεγενημένην πνευματικὴν δύναμιν τοῖς ὄμμασιν αὐτῶν».
4. Με βάση την αναλογία συμπεραίνουμε ότι η πνευματική δύναμη που εμφυτεύει το Πνεύμα στο νου, ομοιάζει με την αισθητική δύναμη που εμφυτεύει στους οφθαλμούς το φως του ήλιου. Στη δεύτερη περίπτωση, η φυσική λάμψη στους οφθαλμούς μετασκευάζεται από την επαφή της με το ηλιακό φως, έτσι ώστε να γίνεται φως «ἐντελεχεία», μέσα στο οποίο βλέπει τα αισθητά. Ανάλογα και στην πρώτη περίπτωση, το φυσικό φως του νου μετασκευάζεται από το φως του Πνεύματος, έτσι ώστε να γίνεται κι αυτό «ἐντελεχεία» φως πνευματικό, μέσα στο οποίο μπορεί να δει με καθαρότητα τα πνευματικά. Είναι φανερό ότι στην δεύτερη περίπτωση συμβαίνει μία «φυσική» μετάβαση ενώ στην πρώτη μία «πνευματική» μετάβαση από το «δυνάμει» στο «ενεργεία» (όπως δηλώνει ο αριστοτελικός όρος «ἐντελεχεία»), μία «μετασκευή» δηλαδή η οποία στην πρώτη περίπωση καθιστά τους νοερούς οφθαλμούς πνευματικούς και άκτιστους. Εσφαλμένη συνεπώς καθίσταται η άποψη του Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, σύμφωνα με την οποία «κατὰ τὴν μυστικὴν ἐμπειρία ὁ Παλαμᾶς δὲν ὁμιλεῖ περὶ μετασκευῆς τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν, ἀλλὰ περὶ ἐνδυναμώσεως τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος…ἡ νοερὰ φύσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν συλλαμβάνει τὸν θεῖον φωτισμὸν διὰ τῶν ἰδίων αὐτῆς δυνάμεων, ἀλλὰ κατόπιν ἱκανώσεώς της ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Παλαμικά, ό.π., σελ. 240). Η «ἐγγεγενημένη» πνευματική δύναμη για την οποία γίνεται λόγος δεν αποτελεί απλά μία «ικάνωση» ή «ενίσχυση» του νου, αλλά αντίθετα μία μετάβαση από το «δυνάμει» στο «ενεργεία», από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν» μία «μετασκευή» του νου η οποία είναι «πνευματική και άκτιστη». Ο όρος «μετασκευή» δε δηλώνει βεβαίως οποιαδήποτε αλλοίωση ή μετατροπή της φύσεως του νου (την οποία προφανώς ο εν λόγω μελετητής προσπαθεί να αποφύγει, χρησιμοποιώντας τους όρους «ενδυνάμωση» και «ικάνωση»), αλλά μετοχή της φυσικής ενέργειας των νοερών οφθαλμών στο πνευματικό φως της θείας χάριτος, το οποίο για τη μετάδοση της ακτίστου λαμπρότητας μετασκευάζει καταλλήλως το νου, έτσι ώστε να μπορεί να μετάσχει της άκτιστης ενέργειας του Θεού. Ενώ οι όροι «ενδυνάμωση» και «ικάνωση» ενέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθεί η μετοχή ως απλή «αύξηση» της φυσικής ικανότητας των νοερών οφθαλμών, οι όροι «εμφύτευση» και «μετασκευή» προφυλάσσουν από τον κίνδυνο αυτό, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι ο χαρακτήρας της μετοχής αποτελεί κάποιου είδους «ένωση» και «εντελέχεια» (με βάση τους όρους της εν λόγω αναλογίας), η οποία στην περίπτωση του αισθητού φωτός είναι «φυσική» ενώ στην περίπτωση του θείου φωτός είναι «υπερφυσική, άκτιστη και πνευματική».
5. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,17, ό.π., σελ. 427, «ἣν ἔχουσι κατάληψιν ακαταλήπτως ἔχουσι».
6. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,17, ό.π., σελ. 427.
7. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,17, ό.π., σελ. 428, «οἷόν τι πάθος οὖσα καὶ τέλος θεουργόν, μόνων ἐστὶ τῶν κεκαθαρμένων καὶ κεχαριτωμένων τὴν καρδίαν».
8. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,17, ό.π., σελ. 428.
9. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,18, ό.π., σελ. 428, «ἀντὶ νοῦ καὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὤτων εὐμοιροῦσι πνεῦμα, δι’ οὗ ὁρῶσι καὶ ἀκούουσι καὶ συνιᾶσι».
10. Σύμφωνα με τον Β.ΛΟΣΚΥ, ενώ στην Ανατολική μυστική παράδοση η επιβεβαίωση της παρουσίας της θείας χάριτος γίνεται διαμέσου της ενώσεως με το άκτιστο φως, στη Δυτική μυστική παράδοση η απόδειξη της πίστεως στο Χριστό γίνεται μέσα στη μόνωση και στην εγκατάλειψη της «μυστικής νύκτας» της Γεθσημανή. Ενώ η πρώτη αποτελεί μία εμπειρία μεταμορφώσεως διαμέσου της ακτίστου χάριτος, η τελευταία αποτελεί μία μυστική ταύτιση με την κατάσταση στην οποία περιήλθε ο Ιησούς ως άνθρωπος κατά τη νύχτα της Γεθσημανή, η οποία μπορεί να επιτευχθεί κατ’ αναλογία προς τα προσωπικά βιώματα μόνωσης και εγκατάλειψης, που κρύβει ο καθένας μέσα στην ψυχή του. Η ένωση που επιτυγχάνεται με τον Χριστό είναι ψυχολογικής υφής, γι’ αυτό και δε μπορεί να συγκριθεί με την άρρητη ένωση των ησυχαστών μέσα στο άκτιστο φως της θείας χάριτος. (Η υπόθεση αυτή ισχύει τουλάχιστο για την περίπτωση του Ιωάννη του Σταυρού). Σχετικά με τις θεωρητικές βάσεις του Δυτικού Μυστικισμού, παραπέμπουμε στη μελέτη του Χ. ΝΑΣΙΟΥ, Ο Μυστικισμός του Δυτικού Χριστιανισμού, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
11. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,18, ό.π., σελ. 428, «Νοερᾶς γὰρ πάσης καταπαυσαμένης ἐνεργείας, τίνι ὁρῶσιν…θεόν, εἰ μὴ τῇ τοῦ πνεύματος δυνάμει; ἡ ὅρασις αὐτοῖς αὕτη αἴσθησις μεν οὐκ ἔστιν, ἐπεὶ μὴ διὰ τῶν αἰσθητηρίων αὐτῆς ἀντιλαμβάνονται, νόησις δὲ οὐκ ἔστιν, ἐπεὶ μὴ διὰ λογισμῶν ἤ τῆς δι’ αὐτῶν γνώσεως, ἀλλὰ κατὰ ἀπόπαυσιν πάσης νοερᾶς ἐνεργείας εὑρίσκουσιν αὐτήν».
12. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,18, ό.π., σελ. 429, «οὐδὲ φαντασία ἐστίν, οὐδὲ διάνοια, οὐδὲ δόξα, οὔθ’ οἷον συμπέρασμα συλλογισμῶν, οὐδὲ διὰ τῆς κατὰ ἀπόφασιν ἀνόδου μόνης ὁ νοῦς ἐπιτυγχάνει ταύτης».
13. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,18, ό.π., σελ. 429, «διὸ κἂν λέγωσι περὶ αὐτῶν, ἀλλὰ παραδειγματικῶς καὶ κατὰ ἀναλογίαν».
14. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,18, ό.π., σελ. 429, «δόσις τε καὶ λῆψις μᾶλλον ἢ ἀφαίρεσις».
15. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,18, ό.π., σελ. 429.
16. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 5, 9, PG 3, 825 a, «διὰ τῆς τούτων ἀναλογικῆς γνώσεως ἐπὶ τὴν πάντων αἰτίαν, ὡς οἷοί τέ ἐσμεν, ἀναχθῶμεν».
17. Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 2, 2, PG 3, 140 a, «οὐ μόνην αἰτίαν φαίη τις εἶναι τὴν καθ' ἡμᾶς ἀναλογίαν ἀδυνατοῦσαν ἀμέσως ἐπὶ τὰς νοητὰς ἀνατείνεσθαι θεωρίας…ἀλλ' ὅτι καὶ τοῦτο τοῖς μυστικοῖς λογίοις ἐστὶ πρεπωδέστατον τὸ δι' ἀποῤῥήτων καὶ ἱερῶν αἰνιγμάτων ἀποκρύπτεσθαι».
18. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,17, ό.π., σελ. 428, «οἷόν τι πάθος οὖσα καὶ τέλος θεουργόν, μόνων ἐστὶ τῶν κεκαθαρμένων καὶ κεχαριτωμένων τὴν καρδίαν».
19. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,18, ό.π., σελ. 429.
20. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος, 1,3,21, ό.π., σελ. 431, «αἴσθησιν πνευματικὴν προσηγόρευσαν αὐτήν».
21. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,21, ό.π., σελ. 432, «τίνι δὲ τοῦθ’ ὁρᾷ, οὐκ οἶδε τότε, ἀλλ’ οὐδ’ ἐξετάζειν δύναται τὴν τούτου φύσιν, διὰ τὸ ἀνεξιχνίαστον τοῦ πνεύματος δι’ οὗ ὁρᾷ».
22. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,21, ό.π., σελ. 432.
23. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,21, ό.π., σελ. 432.
24. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,21, ό.π., σελ. 432.
25. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,21, ό.π., σελ. 432, «μέσον δ’ ἕστηκεν αὐτός, ὤν ὅλος ὀφθαλμός· τοιοῦτόν τί ἐστιν ἐκεῖνο».
26. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,21, ό.π., σελ. 432, «φῶς οἷον ὁρᾷ…μήτε μέντοι πρὸς τὰ κάτω περαινόμενον, μήτε πρὸς τὰ ἄνω, μήτ’ ἐπὶ τὰ πλάγια, καὶ πέρας ὅλως οὐχ ὁρᾶ τοῦ ὁρωμένου καὶ περιλάμποντος αὐτὸν φωτός»,
27. Ενώ για τον ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ, η χρήση της εικόνας και της αναλογίας περιορίζεται στην εξωτερική περιγραφή του μυστηρίου της θεοπτίας, στο ΒΑΡΛΑΑΜ η εικόνα (συνεπώς και η αναλογία) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θεοπτίας. Ο ΒΑΡΛΑΑΜ θεωρεί σα θεόπτη εκείνο το νου ο οποίος δε βλέπει σαν σε άλλη υπόσταση, αλλά ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του, και στον εαυτό του σαν στη δική του εικόνα βλέπει τον ίδιο το Θεό (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,11, ό.π., σελ. 546). Ο ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, στην απάντησή του πάνω σ’ αυτό, σημειώνει ότι ο νους που μετέχει στη χάρη του Θεού, εκτός των άλλων, θεαμάτων, «ἑαυτόν ὁρῶν ὡς ἄλλο μέν ὁρᾷ, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς ἄλλο καί οὐ τήν ἰδίαν ἁπλῶς εἰκόνα ὑπό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ λαμπρότητα, συμπληροῦσαν τήν εἰς τό ὑπερβάλλειν ἑαυτόν δύναμιν τοῦ νοῦ καί τελειοῦσαν τήν εἰς τά κρείττω καί ὑπέρ ἔννοιαν ἕνωσιν, δι᾿ ἧς ὁ νοῦς κρεῖττον ἤ κατ᾿ ἄνθρωπον ἐν Πνεύματι Θεόν ὁρᾷ (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,11, ό.π., σελ. 547). Το θείο φως, σύμφωνα με τον ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ, είναι αυτοπτικό: «Ἀλλὰ καὶ ἑαυτοὺς λέγονται ὁρᾶν, αὐτοπτικὸν γὰρ ἐκεῖνό ἐστι τὸ φῶς, ἐπεὶ γνωστικῇ κτιστῇ δυνάμει ἄλυπτον, ὁρατὸν δὲ τοῖς ἀξίοις» (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,15, ό.π., σελ. 668).
28. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,22, ό.π., σελ. 433.
29. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,22, ό.π., σελ. 433, «ἀδυνατεῖ μὴ τελείως δι’ ἐντελεστέρας καθαρότητος ἐναρμοσθεὶς τῶ πνεύματι».
30. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,22, ό.π., σελ. 433.
31. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,22, ό.π., σελ. 433.
32. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,22, ό.π., σελ. 433, «τῆς δ’ ἑαυτοῦ πρὸς φωτοληψίαν ἐπιτηδειότητος ἐπὶ μᾶλλον ὁρᾷ τὸ ἀδρανές».
33. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος., 3,2,17, ό.π., σελ. 670.
34. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,31,ό.π., σελ. 566.
35. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,31, ό.π., σελ. 566, «τῆ μεθέξει τοῦ κρείττονος ἐπὶ τὸ κρεῖττον μετασκευασθέντες…μόνον αυτὸ δι’ αὐτῶν φαίνεσθαι καὶ ὑπ’ αὐτῶν ὁρᾶσθαι».
36. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,32, ό.π., σελ. 566.
37. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,32, ό.π., σελ. 566.

38. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,31, ό.π., σελ. 566, «τῶν φυσικῶν γνωρισμάτων τῆ ὑπερβολῆ τῆς δόξης νικηθέντων…υἱοὶ Θεοῦ ἐσόμεθα τῆς ἀναστάσεως ὑιοὶ ὄντες…διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρὸς ἡμῶν ἐν οὐρανω».

Δεν υπάρχουν σχόλια: