EΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Η επίσημη μοντέρνα εκδοχή της λατινικής κακοδοξίας
Η επίσημη μοντέρνα εκδοχή της λατινικής κακοδοξίας
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
Οι καρποί αυτής της τοποθετήσεως αναγνωρίζονται στην Ορθόδοξη πρόταση σύμφωνα με την οποία «οι καθολικοί Ρωμαίοι και ορθόδοξοι (θάπρεπε) να ζητήσουν οι μεν από τους δε να αποφεύγουν πάνω απ’ όλα να δηλώνουν πως είναι παράνομη η διατύπωση του αντίθετου μέρους [οι έχιδνες. Οι ορθόδοξοι δεν προτείνουν δική τους διατύπωση. Εκεί καταλήξαμε με τις απανωτές προδοσίες της πίστεως. Η ορθοδοξία δεν είναι μια σχολή φιλολογίας που απαιτεί την κατά γράμμα ερμηνεία ή μια οργάνωση πρακτόρων που κυνηγούν τους αιρετικούς, εχθρούς μιας κάποιας συμβολικής Ορθοδοξίας. Η ορθοδοξία υπερασπίζεται την αλήθεια της σωτηρίας μας! Μια πίστη που σώζει. Όχι μια πίστη που συγκροτεί ιστορία, πολιτισμό, οικογένεια, κοινωνία. Η Ορθοδοξία δεν υπερασπίζεται την πατρίδα, την θρησκεία, την οικογένεια. Όπως ίσως φαντάζεται ο Ιερώνυμος και ο Μεσσηνίας και σκέπτονται ίσως πως ήρθαν οι ιστορικές στιγμές για να αλλάξει και η Ορθοδοξία τον τόπο της, και να μπει στην ιστορία, να αλλάξει τα σύμβολά της], θάπρεπε να ενδυναμώσουν την βεβαιότητα πως η πορεία που θα επιτρέψει την εμβάθυνση και την έκφραση αυτής της διαφοροποιήσεως ενεργείται ήδη στον επίσημο διάλογο που ξεκίνησε ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες». [Με τους αντιπροσώπους μιας Ορθοδοξίας που σαν μοναδικό τους προσόν διαθέτουν την άπταιστη γνώση των ξένων γλωσσών, οι χωριάτες].
Σύμφωνα με τον συγγραφέα αυτής της ορθοδόξου προτάσεως (ποιος είναι άραγε), ο σκοπός του διαλόγου είναι η εξασφάλιση της επιστροφής στην αυθεντική Ομολογία της πίστεως, της δευτέρας Οικουμενικής συνόδου, που έλαβε χώρα στην Κων/πολη.
Δεν έλειψαν οι αντιρρήσεις και οι επιφυλάξεις, οι οποίες εκφράστηκαν για παράδειγμα από τον B. Bobrinskoy, σύμφωνα με τον οποίο η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος δεν θα έπρεπε να θεωρεί τον Υιό σαν αιτιώδη αρχή. Διότι μια καινούργια φιλοσοφική διάκριση στην συνέχεια θα κατέστρεφε το μυστήριο της Τριάδος και θα ζημίωνε την Εκκλησία [ όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την αίρεση της Οικονομίας του Αγίου Πνεύματος]. Για την Ορθόδοξη Θεολογία είναι απολύτως απαράδεκτο να ορίσουμε την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και από τον Υιό «σαν από μια Αρχή». Ο συγγραφεύς κρίνει [επιτέλους κάποιος] με αυστηρότητα και την Ορθόδοξη διατύπωση [που αφορά μόνον στην Οικονομία] «δια του Υιού», την οποία θεωρεί πολύ αμφίβολη, τόσο μάλιστα ώστε να μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί σαν μια κρυφή μορφή του δόγματος του Φιλιόκβε. Λέει συγκεκριμένα: «Δεν πιστεύω λοιπόν πως η συμβιβαστική διατύπωση “διά του Υιού”, μπορεί να προσφέρει καθεαυτή κάποια ικανοποιητική λύση που θα μπορέσει να τερματίσει την διαμάχη, και αυτό ακριβώς λόγω του διφορούμενου χαρακτήρος αυτής της διατυπώσεως» (Bobrinskoy, το Μυστήριο της Τριάδος, Παρίσι 1986). Απαντώντας σ’ αυτήν την αντίρρηση θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε, μέχρι ποιού σημείου μια θεολογική διατύπωση μπορεί να είναι στο απυρόβλητο από μιαν ενδεχόμενη παρερμηνεία; [Δεν διαθέτουν εν Χριστώ ζωή, Αγιότητα, γνώση Χριστού, και γι’ αυτό είναι όλα σκέψη, ακόμη και η πίστη τους, η οποία είναι πλέον βεβαιότης].
Η Ανατολική απαίτηση να επιβεβαιωθεί απαραιτήτως στο τριαδικό δόγμα η απόλυτη αιωνιότης του Πατρός [άγνωστη απαίτηση, καθότι η αιωνιότης δεν ανήκει στον Θεό αλλά στα παρεπόμενα του Θεού ένεκεν, γι’ αυτό και ονομάζουμε τον Θεό προαιώνιο] ικανοποιείται πάντως στην λατινική παράδοση από την διδασκαλία του Αυγουστίνου, εκεί όπου διακρίνεται ο Πατήρ σαν αιτία αναίτιος του Πνεύματος (καταγωγή χωρίς καταγωγή του Πνεύματος), το οποίο είναι αρχή όχι της αρχής (Principium και de Principio), και ο Υιός που είναι καταγωγή καταγώμενη (Principium de Principio) του Πνεύματος πάντοτε. [Είναι οι μεγαλύτεροι πνευματομάχοι της ιστορίας]. Σύμφωνα με μιαν άλλη Δυτική διατύπωση, το πνεύμα προοδεύει «principaliter», αρχικώς από τον Πατέρα και δευτερευόντως και από τον Υιό.
Τρέχει επίσης και μια συζήτηση στο ενδεχόμενο να εγκαταλείψει η Δύση την παρουσία του Φιλιόκβε στο Νικαιο- Κων/πολίτικο Πιστεύω, κάτι που θα μπορούσε να γίνη εάν εκ μέρους των Ορθοδόξων αναγνωριζόταν ο αιρετικίζων χαρακτήρας του Φιλιόκβε, και όχι η αίρεση, και αναγνωριζόταν επιπλέον η Χριστολογική πρόθεση του δόγματος ακριβώς του Φιλιόκβε. Μια θέση όμως που δεν μοιράζονται παρ’ όλα αυτά όσοι, παρότι σέβονται την Ανατολική θέση, ισχυρίζονται πως η απάλειψη του Φιλιόκβε από το Πιστεύω είναι «εξωπραγματική και άκαιρη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Καθολική Εκκλησία» [υποκύπτουν δηλαδή στην αρχή του Φιλιόκβε, που είναι η βάση της εκκοσμικεύσεως. Η Εκκλησία προσαρμόζεται στον κόσμο].
Μια πρόταση συμβιβασμού προέρχεται από τον Πάπα Giovanni Paolo II. Στο γράμμα που απέστειλε στις 25 Μαρτίου 1981 στονΟικουμενικό Πατριάρχη της Κων/πόλεως Δημήτριο, η οποία και ανεγνώσθη στην συνέχεια στην ομιλία της ημέρας της Πεντηκοστής, στις 7 Ιουνίου 1981, ο Πάπας πρότεινε να θεωρήσει την συνοδική διατύπωση του 381 σαν ΚΑΝΟΝΙΚΟ κείμενο, που θα συνεπάγεται τον πιο υψηλό βαθμό δογματικής υποχρεώσεως.Σύμφωνα πάντα με την πρόταση του Πάπα, καμμία θεολογική θέση η οποία θα ξεκινούσε από το Φιλιόκβε δεν θα μπορούσε στο μέλλον να βρεθεί σε κάποια αντίθεση με το κείμενο αναφοράς του 381.
Άλλοι πάλι, αφού μελέτησαν την βασική αλληλογραφία ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες, συνεπέραναν πως οι Λατίνοι θα μπορούσαν να ζητήσουν ξεκάθαρα από την Ανατολή να τους επιτραπεί να κρατήσουν σε ισχύ την Δυτική εκδοχή του συμβόλου. Μ’ αυτήν την χειρονομία θα απεφεύγετο η κατηγορία των ανατολικών, σύμφωνα με την οποία η εισαγωγή του Φιλιόκβε υπήρξε μια μονόπλευρη κίνηση της μιας από τις δύο Εκκλησίες και θα έπρεπε γι’ αυτόν τον λόγο να θεωρηθεί μια ΚΑΝΟΝΙΚΗ παράβαση. Σ’ αυτήν την κριτική οι Ανατολικοί στηρίζονται στην απαγόρευση της συνόδου της Εφέσου (431), να αλλοιώνονται οι αποφάσεις των συνόδων.
Σύμφωνα με μερικούς όμως, αυτή η κατηγορία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της το γεγονός πως η σύνοδος της Κων/πόλεως πραγματοποίησε τις ερμηνευτικές προσθήκες στο σύμβολο της Νικαίας χωρίς να έχει ζητήσει προηγουμένως την συμφωνία των Λατίνων. Πρέπει να προσθέσουμε δε, πως η σύνοδος της Εφέσου έλαβε σαν σημείο αναφοράς της όχι την σύνοδο της Κων/πόλεως, η οποία είχε προηγηθεί, αλλά την σύνοδο της Νικαίας.
Θα μπορούσαμε να πετύχουμε ένα βήμα προς τα εμπρός στον Οικουμενικό διάλογο ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση, εάν κατορθώναμε να θεωρήσουμε τις δύο παραδόσεις σαν δύο απόψεις που αλληλοσυμπληρώνονται και συγκλίνουν.
Χειριστήκαμε την διαμάχη του Φιλιόκβε ξεκινώντας από την τριαδική ομολογία πίστεως της Κων/πόλεως, η οποία υιοθετήθηκε για να ξεκαθαρίσει ακόμη περισσότερο το Πιστεύω της Νίκαιας. Ανακαλύψαμε πως η ομολογία της ταυτότητος ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό [δεν περιλαμβάνουν σ’ αυτήν την ταυτότητα το Άγιο Πνεύμα, δεν είναι ομοούσιο] έχει σαν εσωτερική συνέπεια τον ίδιο τόν καθορισμό του Αγίου Πνεύματος.
ΤΕΛΟΣ
Σχόλιο: Εμείς θα συνεχίσουμε με την διαπραγμάτευση αυτών των συνόδων εκ μέρους αυτών των τελευταίων εγχειριδίων που χρησιμεύουν στην καθολική κατήχηση, και θα συνεχίσουμε με την έκθεση της θεολογίας των Ιερών Τεράτων της Δύσεως, του Αυγουστίνου και του Ακινάτη. Για να δούμε ότι η πίστη μας σήμερα και η θεολογία μας, μικρή σχέση έχουν με την Ορθοδοξία. Λόγω της αδιαφορίας μας για τα κείμενα των Πατέρων, τα οποία ανταλλάξαμε εύκολα με εκλαϊκευτικές εκθέσεις της πλάκας.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου