Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ, Β ΜΕΡΟΣ (36) - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Συνέχεια από:Σάββατο, 14 Ιουνίου 2014 

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj6uBOSHZqOP6oEmqy3PI0TqWiApn7RnSsSfkXsfrV6kkMh5qX9rLJU1Zy91IUtarXAWqAE0trZxWTx6eZQZtSGcab7hDHuXDivnQUqPI4jer5pTKKFaSEPdKNXYRBDsIJmCHboJvTGT-U/s1600/image.jpg
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει 
  το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
[Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της σχέσεως των θείων προσώπων]

541.Έτσι έχουν γίνει άρα αυτά που έχουν γίνει ( τα γεγονότα ) απ’ τον Θεό Πατέρα δια του Υιού εν αγίω Πνεύματι. Και κηρύσσει ο επιστήθιος˙ « πάντα δι’ αυτού εγένετο – του Λόγου δηλαδή απ’ τον Θεό Πατέρα – και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν » ( Ιωάν. α΄3 ). Και για να φανερώση ( εμφήνη ) μετά, πως έχουν γίνει όλα εν Πνεύματι με τον Λόγο, λέει αμέσως˙ « εν αυτώ ζωή ην » ( Ιωάν. α΄4 ) . Πρέπει να τα ασφαλίσουμε άρα και με τα λόγια ( ρήσεις ) των πνευματοφόρων αυτά , που φανερώνουν γι’ αυτόν τον λόγο αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων τον Πατέρα, το δε άγιο Πνεύμα όχι αρχή, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τελείωση, έστω κι αν οδύρεται ο Θωμάς, μωρολογόντας από αυθάδεια αυτά που δεν ακολουθούν τους αγίους, και είναι άρα ανώφελα, και μάλλον ισχυρώς καταγέλαστα αυτού του ίδιου πρώτα και όλων των Λατίνων μετά, που επαινούν και σέβονται βέβαια τα δικά του πέρα από κάθε λογική.

542. Κι ανακηρύττει κατά πρώτον το σύμβολο της ιερής μας πίστης « ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων ( και…) αοράτων », που έχει ποιήσει τα πάντα με τον Μονογενή. Λέει μετά πάλι ο Μέγας Βασίλειος, ξεκινώντας με τη δημιουργία των αγγέλων˙ « εννόησε μαζί μου στη δική τους κτίση ως προκαταρτική αιτία αυτών που γίνονται τον Πατέρα, ως δημιουργική τον Υιό και ως τελειωτική το Πνεύμα. Ώστε να υπάρχη μεν με τη βούληση ( βουλήματι ) του Πατέρα το λειτουργικό Πνεύμα ( οι άγγελοι… ), να παράγεται δε με την ενέργεια του Υιού στο είναι, και να τελειούται με την παρουσία του Πνεύματος » ( Περί Αγίου Πνεύματος ). Και κατόπιν˙ « γιατί είναι μιά η αρχή των όντων, που ενεργεί με τον Υιό και τελειοποιεί ( τελειώνει ) στο Πνεύμα ( εν Πνεύματι ). Και δεν έχει ούτε ο Πατέρας, που τα ενεργεί όλα σε όλα, ατελή την ενέργεια, ούτε ο Υιός ελλιπή την δημιουργία, χωρίς να τελειώνεται απ’ το Πνεύμα. Γιατί δεν θα έχη έτσι ούτε ο Πατέρας ανάγκη τον Υιό, καθώς δημιουργεί με μόνη τη θέλησή του, θέλει όμως ( να δημιουργή… ) με τον Υιό˙ ούτε θα έχη πάλι ανάγκη τη συνέργεια ο Υιός, καθώς ενεργεί καθ’ ομοιότητα προς τον Πατέρα ( όντας όμοιος με τον Πατέρα… ), αλλά θέλει κι ο Υιός να τελειοποιή με το Πνεύμα. “ Τω λόγω γαρ Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών ” » (ό.π. ). Και κατόπιν˙ « εννοείς λοιπόν τρία, τον Κύριο που προστάζει, τον Λόγο που δημιουργεί, το Πνεύμα που στερεώνει » (ό.π. ). Και τί θα μπορούσε να είναι άλλο η στερέωση απ’ την κατά τον αγιασμό τελείωση ; 

543. Εφάμιλλα λέει κι ο φέρων το όνομα ( επώνυμος ) της θεολογίας ιερός Γρηγόριος˙ εννοεί μεν πρώτα τις αγγελικές και ουράνιες δυνάμεις και πως αυτό που εννοεί ήταν έργο, που συμπληρώνεται με τον Λόγο και τελειώνεται με το Πνεύμα. Κι ακόμη˙ όσο είναι τιμιώτερο ο Θεός απ’ τα κτίσματα, τόσο μεγαλοπρεπέστερα είναι η πρώτη αιτία αρχή της θεότητας απ’ ό,τι των κτισμάτων κι έχει φθάσει ( ελθείν ) μέσα απ’ τη θεότητα ( δια θεότητος μέσης ) στα κτίσματα. Και λέει κι ο πάπας της Αλεξάνδρειας Αθανάσιος πως « είναι Τριάδα άγια και τέλεια, που θεολογείται στον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, που κτίζει και δημιουργεί ολόκληρη ( όλη τού κτίζειν και δημιουργείν ούσα ), και είναι όμοια με τον εαυτό της και αδιαίρετη στη φύση και είναι μια η ενέργειά της. Γιατί ποιεί τα πάντα με τον Λόγο εν Πνεύματι αγίω ο Πατέρας και σώζεται έτσι η ενότητα της αγίας Τριάδας˙ και κηρύσσεται έτσι ένας Θεός στην Εκκλησία, “ ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσιν ” ( Εφεσ. δ΄6 ). Επί πάντων ( πάνω σε όλα…) μεν ως αρχή και πηγή, δια πάντων ( με όλα…. ) δε με τον λόγο, εν πάσι ( σε όλα… ) δε εν τω Πνεύματι τω αγίω » ( μεγ. Αθανασίου, Επιστολή Α΄ προς Σεραπίωνα Θμούεως ). Κι ακόμα˙ « όπως ακριβώς δημιουργεί τα κτίσματα με τον Λόγο ο Θεός, έτσι γεννάει και κατά τη φύση της δικής του ουσίας τον Λόγο, με τον οποίον και δημιουργεί και κτίζει και οικονομεί τα πάντα. Γιατί έχουν γίνει με τον Λόγο και τη σοφία όλα και με τη δική του διαταγή παραμένουν ( διαμένουν ) τα σύμπαντα » ( μεγ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Δ΄ ). Κι ακόμη˙ « στο Πνεύμα ( εν τω Πνέυματι ) τελειοποιεί ( τελειοί = φέρει εις τέλος…) και ανακαινίζει τα πάντα ο Πατήρ με τον Λόγο » ( ό.π. ) .

544. Αλλ’, ώ Πνεύμα άγιο και πνευματοφόροι πατέρες και η αλήθεια που έχει κηρυχθή μ’ αυτούς ( δια τούτων ) , έχοντας κατακορεσθή ο Θωμάς, ο δυτικός δημηγόρος ( ρήτορας, λαοπλάνος…) και αυτοχειροτόνητος διδάσκαλος της Ιταλίας, με τη σοφία του κόσμου που μωράνθηκε ( Α΄Κορινθ. α΄ 20 ), ξερνάει ( εξεμεί ) ακαθαρσίες ( βδελυγμίες ) και λέει αυτά που θα μπορούσαν να είναι ολοφάνερα όσων παραφρονούν. Και θέτει βέβαια κατά συνέπεια και ως αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων το Πνεύμα το άγιο, και δεν ντρέπεται καθόλου, όχι μόνο να το λέη, αλλά και να το γράφη απερίφραστα! Δεν σέβεται ( αιδείται ) ούτε τους πνευματοφόρους ερμηνευτές ( εξηγητές ), ούτε τη θεία αλήθεια, τον ίδιον τον επιστήθιο, ούτε βέβαια τον Μωυσή, ούτε τον ίδιον τον Θεό, που ενέπνευσε στους δικούς του υπηρέτες ( θεράποντες ) αυτά που συμβαίνουν ( τα γιγνόμενα ), αλλά εφορμά με γυμνή την κεφαλή, όπως λέγεται, ενάντια στους αγίους του Θεού και αναλαμβάνει ολοφάνερα αγώνα απέναντι ( προς ) σε όλα χωρίς αιδώ.

545. Γι’ αυτό και δεν έχει πράγματι φοβηθή ούτε το βάραθρο ( βόθρον ) της αίρεσης, στο οποίο ισάξια ( εξ εφαμίλλου ) οδηγεί με το να νομίζη το Πνεύμα αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων. Γιατί αυτό είναι καταφανώς το παραλήρημα ( μωρολόγημα ) και ανόμημα της αρειανής ( πρβλ. Μεγ΄Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α΄5 ) και ευνομιανής αίρεσης, που έθεσε μεν αρχή του Υιού τον Πατέρα, τον δε Υιό του Πνεύματος, και τον Πατέρα βέβαια μέσα απ’ τον ( δια) τον Υιό, το οποίο νοσούν και οι Λατίνοι. Και κατά συνέπεια έτσι μετά, το Πνεύμα το άγιο αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων, ώστε , έχοντας διακηρύξει πως δημιουργεί δήθεν με τάξη και κατά σειράν ο Θεός, να καταβιβάσουν έτσι σε κτίσμα οι μιαροί τον απ’ τον Θεό ( εκ Θεού )Υιό και το Πνεύμα. Και θα συμφώνησαν αμέσως κι οι Μακεδόνιοι και σφόδρα σ’ αυτά με τον Θωμά. Γιατί αν δεν ποιή τίποτα ο Υιός, παρά μόνον αυτό που βλέπει ακριβώς να ποιή ο Πατέρας, και δεν έχει και οποιαδήποτε γνώση που δεν την έχει ο Πατέρας ( ο μηδέ γιγνώσκειν έχων ει μη ο Πατήρ), είναι φανερό ότι αυτός που θέτει το Πνεύμα το άγιο αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων το αποξενώνει ( αλλοτριοί ) κι απ’ τη φύση κι απ’ την ενέργεια του Πατρός και του Υιού. Είναι ψέμμα ( πλάνη… ) άρα κι αυτό, το να νομίζης πως είναι αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων το Πνεύμα το άγιο.

546. « Αναφέρεται » λέει « στην ουσία η σχέση « ( « η σχέσις ουσιωδώς εστιν αναφορά » ). Και το λέει εσφαλμένα κι αυτό, γιατί είναι διπλογενής η θεία σχέση, ή προσωπική, όπως ο πατέρας προς τον υιό κι ο υιός προς τον πατέρα κι ο προβολέας προς το πνεύμα, και το πνεύμα ή πρόβλημα ( αυτό που προβάλλεται…) προς τον προβολέα, ή φυσική σχέση, προπεμπόμενη ( προϊούσα ) απ’ την τρισυπόστατη θεότητα στα ( επί τα ) κτίσματα. Το να λέγεται λοιπόν πως υπάρχει ( είναι ) με ουσιώδη τρόπο ( ουσιωδώς ) η προσωπική σχέση ανήκει σ’ αυτούς που αποφασίζουν ( επιλέγουν… ) να ψεύδονται ( να πλανώνται… ) και να καταγκρεμίζονται σε μιαρές ( αισχρές… ) αιρέσεις.

547. Γιατί αν ανήκη στην ουσία του Πατέρα ( ουσιωδώς εστι τω Πατρί ) το να είναι Πατέρας και στην ουσία του Υιού ( ουσιωδώς τω Υιώ ) το να είναι Υιός, ιδού, χαίρεται ο Ευνόμιος απ’ τον Υιό, κι απ’ το Πνεύμα ο Μακεδόνιος, απ’ το οποίο τί θα μπορούσε να γίνη πιο ελεεινό ; Κι αν ονομάζη σχέση την προπεμπόμενη απ’ τη θεία Τριάδα στα κτίσματα, ούτε κι αυτό είναι ευθές ( δίκαιο, ειλικρινές… ), ότι αναφέρεται δηλαδή αυτή στην ουσία ( ότι εστίν αύτη ουσιωδώς αναφορά )˙ γιατί η σχέση ανάμεσα σε όποια δυό είναι πάντα δύναμη ( κράτηση - εξουσία…) ή συναφή ( σύναψη, σύνδεση…)˙ όπως υπάρχει, λόγου χάριν, συναπτόμενη με τους αγαθυνόμενους ( αυτούς που γίνονται αγαθοί… ) η θεία αγαθότητα εκ μέρους του Θεού, ουσιωδώς μεν στον Θεό, όχι όμως ουσιωδώς και στους αγαθυνόμενους. Γι’ αυτό και δεν έχουν ουσιωδώς ( στην ουσία τους… ) τις θείες σχέσεις τα κτίσματα˙ κι αυτός που θέλει νά μιλήση αληθινά γι’ αυτές τις σχέσεις πρέπει βέβαια να πη, πως η φυσική θεία σχέση αναφέρεται στην ουσία του Θεού ( ουσιωδώς εστιν εν τω Θεώ αναφορά ), κι όχι βέβαια πως αναφέρεται έτσι απλά η σχέση στην ουσία ( η σχέσις ουσιωδώς εστιν αναφορά ).
548. Γιατί η θεία αγαθότητα, για να το πω πάλι, ανήκει, όποτε θα συσταθή ( ηνίκα γένηται ) σχέση με τη μετοχή ( συμμετοχή… ) των κτιστών, στον Θεό και την έχουν και τα κτιστά, αλλά στον μεν Θεό ανήκει κατά φύσιν, στα δε κτίσματα κατά χάριν και μετάδοσιν. Ψεύδεται ( πλανάται… ) λοιπόν πάρα πολύ και πέφτει σε ευτελείς ( αγενείς ) αιρέσεις ο Θωμάς, αφού και τις διπλές σχέσεις του Θεού τις κάνει μια και δεν γνωστοποιεί για ποιαν μιλά. Είτε μιλά λοιπόν για τη φυσική, αμαρτάνει ( αστοχεί… ), όπως είπαμε, είτε για την προσωπική, εισάγει από το πλάϊ αισχρότατες και μιαρές αιρέσεις.

549. « Το είναι της σχέσης είναι » λέει « το είναι της ουσίας ». Κι είναι μεγάλη αφροσύνη ( αγνωμοσύνη ) και ολοφάνερη αίρεση κι αυτό Θωμά. Γιατί το είναι τής ουσίας είναι ένα και απλό και ανώνυμο, οι δε θείες σχέσεις είναι πολλές και διαφορετικές και επομένως και το είναι τους, ( ενώ… ) η πατρότητα υπάρχει ( έστι ) στον πατέρα, η δε υιότητα στον υιό κι έχουν και των δυό, κι απ’ τα δυό πρόσωπα, το είναι ( το είναι τους κοινό… ). Γιατί δεν είναι Υιός ο Πατέρας, ούτε βέβαια Πατέρας ο Υιός, και το ίδιο ισχύει ( ωσαύτως δε ) και για το άγιο Πνεύμα˙ και δεν κοινωνούν καθόλου οι θείες σχέσεις με ( προς ) τη θεία ουσία, γιατί δεν είναι φυσικές, αλλά προσωπικές, γιατί θα σκιρτήση αλλιώς από χαρά ( χορεύσει ) ο Σαβέλλιος. Δεν λέει άρα την αλήθεια, όταν λέη πως « το είναι της σχέσης είναι το είναι της ουσίας ». 

550. « Οι σχέσεις, με τις οποίες ανάγεται ( οδηγείται… ) προς τα άλλα ο Θεός, δεν είναι κάποια πράγματα που υφίστανται ( υφεστώτα ) έξω απ’ τον Θεό ». Παρουσιάζει ( προάγει ) κακώς ( άθλια… ) κι αυτήν την πρόταση ο Θωμάς, γιατί δεν υπάρχει τίποτα προς το οποίο να ανάγεται ο Θεός, αλλ’ ανάγονται όλα κατ’ εξοχήν ( μάλλον ) προς τον Θεό, « εξ αυτού γαρ τα πάντα και εις αυτόν » (Κολασ. α΄16 ), όπως είπε και σ’ αυτά ο ιερός λόγος . Και λέει πάλι˙ « δεν είναι δυνατό να είναι κάποια πράγματα έξω απ’ αυτόν οι αναφορές, με τις οποίες αναφέρεται προς τα κτίσματα ο Θεός ». Αναφέρει πάλι στα ( προς τα ) κτίσματα τον Θεό και αστοχεί ( αμαρτάνει ) πάλι ο άθλιος ( δείλαιος ). Δεν παίρνει, λέει, κάποιος το προσωνύμιο ( παρονομάζεται ) του πατέρα, παρά απ’ την πατρότητα, που ενυπάρχει σ’ αυτόν. Ούτε άρα και του υιού, παρά απ’ την υιότητα, που ενυπάρχει στον υιό. Πώς θα υπάρχη λοιπόν ουσιωδώς, ανυπόστατε ( χαύνε ) στη διάνοια, η πατρότητα στον Πατέρα κι η υιότητα στον Υιό κι όχι προσωπικώς; Γιατί αν υπάρχη ουσιωδώς, θα υπάρξη διαφορά στη θεία ουσία˙ γιατί είναι άλλο η πατρότητα και άλλο, διαφορετικό η υιότητα, τα οποία ονομάζουν προσωπικές ιδιότητες οι θεοφόροι, και σύμφωνα με τα οποία είναι διαφορετικό ο Πατήρ που γεννά απ’ τον Υιό που γεννήθηκε ( γεννηθέντα ). Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα και άσχημα ( κακώς ) λέγοντας πως « είναι το είναι της σχέσης το είναι της ουσίας » ο Θωμάς.


Συνεχίζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: