Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ (5)


Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος

VINCENZO CAPORALE.

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Κ.RAHNER. 

Σ’αυτό το θέμα, έκανε ένα αποφασιστικό βήμα ο Κ. Ράνερ. Αυτός θέτει την Υιότητα του Θεού σαν μία θεμελιώδη κατάσταση, η οποία δεν αντανακλά και δεν σχετίζεται με τον υποκειμενικό πόλο της συνειδήσεως του Χριστού. Ξεκινώντας από το αξίωμα μίας γνωστικής μεταφυσικής του Θωμισμού (Ακινάτης), σύμφωνα με το οποίο τό Είναι και τό Είναι παρόν στον εαυτό του, ή είμαστε παρόντες στον εαυτό μας, συμπεριφέρονται ανάμεσά τους σαν δύο ενυπάρχουσες (immanenz), ουσιώδεις στιγμές της μοναδικής πραγματικότητος, συμπεραίνει πώς αυτός ο μεγαλειώδης οντολογικός καθορισμός (η υποστατική ένωση) που υπέστη η κτιστή πραγματικότης τού χριστού, πού είναι όμως ο ίδιος ο Θεός μέσα στην δική του υποστατική αιτιότητα, που είναι σχεδόν τυπική, πρέπει αναγκαίως να δημιουργεί  αυτοσυνείδηση. Αυτή η οντολογική αυτό-επικοινωνία του Θεού, είναι επίσης, κατεξοχήν, μία αυτοσυνείδητη στιγμή της ανθρώπινης συνειδητότητος του Χριστού!

Αυτό σημαίνει πώς την συνειδητοποίηση τής θεϊκής συγγένειας και της άμεσης επαφής τής ανθρώπινης συνειδήσεως του Ιησού με τον Θεό δεν πρέπει να την φανταστούμε σαν μία αντικειμενική αναπαράσταση του Θεού, αλλά τοποθετείται στον υποκειμενικό πόλο της συνειδήσεως του Ιησού. «Από εκείνο το αξίωμα λοιπόν, προκύπτει πώς αυτή η άμεση επαφή με τον Θεό, υπολογίζεται σαν μία θεμελιώδης συνθήκη τής υπάρξεως τού πνεύματος του Ιησού, ξεκινώντας από την κτιστή του πνευματικότητα. Αυτό είναι η καθαρή και απλή παρουσία στον εαυτό του, η αναγκαία συνειδητοποίηση αυτής της ουσιαστικής ενώσεως με το πρόσωπο τού Λόγου: αυτό και τίποτε άλλο. Αυτό όμως σημαίνει πώς αυτή η άμεση και αποτελεσματική θεωρία του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο από την πρωτογενή συνειδητοποίηση, όχι αντικειμενική, ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτή η συνειδητοποίηση προσφέρεται απλά και μόνο από το γεγονός πώς αυτή είναι η υποστατική ένωση, καθότι η συνείδηση ότι είναι ο Υιός του Θεού δεν είναι παρά ο οντολογικός και εσωτερικός φωτισμός αυτής της συγγένειας, η αναγκαίως υπάρχουσα υποκειμενικότης, μαζί με την αντικειμενική σύσταση του γεγονότος, σαν εσωτερική στιγμή αυτής της αντικειμενικής συγγένειας». 

Αυτή η αντίληψη τής ανθρώπινης συνειδήσεως του Χριστού ανοίγει τον δρόμο στον Ράνερ για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τής ανθρώπινης Επιστήμης του Ιησού. Στην πραγματικότητα βρίσκει το έδαφος έτοιμο από τις έρευνες τών εξηγητών και από τους στοχασμούς τών Θεολόγων που είχαν ήδη ασχοληθεί με το θέμα. Φαινόταν σχεδόν μυθολογική πλέον η παραδοσιακή βεβαιότης σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς, καθότι άνθρωπος, διέθετε μία τέλεια γνώση του εαυτού του από την αρχή της γήϊνης υπάρξεως του, όλων των πεπερασμένων πραγμάτων του παρελθόντος, του παρόντος, και του μέλλοντος και όλων των ανθρώπων κάθε εποχής και κάθε χώρας. Αντί γι’αυτό υπογραμμιζόταν όλο και περισσότερο η αυθεντική ανθρωπότης του Χριστού και επομένως η ιστορικότης και η ανάπτυξη της επιστήμης του, χωρίς να απορρίπτεται εκ των προτέρων ένα πιθανό όριο ενδεχομένως, στην γνωστική του σφαίρα. 

Η συζήτηση του Ράνερ ξεκινά από δύο προτάσεις. 

1) Κατ’αρχάς λοιπόν καλεί την προσοχή μας στην πολυδιάσταση τής ανθρώπινης συνειδήσεως: «η ανθρώπινη συνείδηση είναι ένας χώρος απείρως πολυδιάστατος: Υφίστανται δεδομένα για τα οποία είμαστε συνειδητοί μόνον στοχαστικά και άλλα τα οποία έχουμε μισοσκεφτεί. Βρίσκεται επίσης μία αντικειμενική συνείδηση και μία υπερβατική επιστήμη απερίσκεπτη και επιπόλαιη, συντονισμένη μόνο στον υποκειμενικό πόλο της συνειδήσεως. Υπάρχει σ’αυτή μία επιστήμη πολύ καλά ορισμένη και ανεπτυγμένη. Συγκεντρώνονται μέσα στην συνείδηση ψυχολογικά γεγονότα και μία πρώτη στοχαστική ερμηνεία τους. Αναπτύσσεται η μη-αντικειμενική γνώση ενός τυπικού ορίζοντος, μέσα στον οποίο βεβαιώνεται, αναγνωρίζεται ας πούμε, ένα δεδομένο αντικείμενο το οποίο γνωρίζεται καλύτερα και κατανοείται καθαρότερα: μία συνείδηση δηλαδή η οποία αντιμετωπίζεται σαν α'πριόρι συνθήκη τού αντικειμένου το οποίο κατανοείται α'ποστεριόρι, και δίπλα σ’αυτή, η ακριβής έννοια αυτού του αντικειμένου.»

2) Στη συνέχεια ο Ράνερ προτάσσει «μία κριτική στο Ελληνικό ιδανικό τού ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο η Επιστήμη είναι απλώς το απόλυτο μέτρο τού τελευταίου, θέλει να πεί δηλαδή πώς μία ανθρωπολογία ελληνίζουσας καταγωγής δεν μπορεί να υπολογίσει την έλλειψη γνώσεως ενός δεδομένου πράγματος, παρά μόνον χαρακτηρίζοντας το σαν μία στασιμότητα τής προόδου, στον δρόμο προς την τελειότητα, στην οποία είναι προορισμένος ο άνθρωπος. Η αγνωσία είναι ένα πράγμα που πρέπει υποχρεωτικά να ξεπεραστεί, στην οποία δεν αναγνωρίζεται καμία θετική λειτουργία. Η έμφυτη αδυναμία μέσα στην άγνοια είναι μία σοβαρή έλλειψη. Συνήθως αυτή η απουσία εννοιολογήσεων δεν θεωρείται σαν ένας ανοιχτός χώρος για την ελευθερία και την πράξη, που μπορούν να είναι πιο σημαντικά από την απλή γνώση μίας δεδομένης πραγματικότητος. Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι δεν μπορούμε πλέον να καλλιεργήσουμε μία ιδέα τόσο απόμακρη από κάθε μορφή σοβαρής διαλεκτικής, απέναντι στην γνώση και στην αγνωσία. 

Σύμφωνα με τον Ράνερ, η συμπεριφορά της ανθρώπινης ψυχής του Ιησού, σε σχέση με την άμεση επαφή με τον Λόγο και η περιπέτεια της αυτοερμηνείας του γίνονται κατανοητά με ανάλογο τρόπο, με τον ψυχολογικό μηχανισμό και την βασική δομή ή υφή, του ανθρωπίνου πνεύματος. «Όπως ένας άνθρωπος ανεξαιρέτως τής βασικής του πνευματικής καταστάσεως που διαθέτει από πάντοτε, ανεξαιρέτως της βασικής του διαθέσεως, πάντοτε ζωντανής στα βάθη της υπάρξεώς του (μία διάθεση που δεν έχει καμμία σχέση με μία ψυχική κατάσταση, παρότι πρέπει να υπολογίσουμε και αυτή), πρέπει να αποκτήσει πάντοτε συνείδηση του εαυτού, γνωρίζοντας μόνον στην διάρκεια μίας μακράς εμπειρίας, να πεί στον εαυτό του τι είναι στην πραγματικότητα και ποια είναι η φυσιονομία που γνώριζε ανέκαθεν στην συνείδηση τής βασικής του καταστάσεως, έτσι συμβαίνει και στον Ιησού. Όπως υπάρχει πραγματικά μέσα στον άνθρωπο αυτή η απόκτηση αντικειμενικής και στοχαστικής συνειδήσεως αυτού που χωρίς κανένα θέμα και χωρίς συγκεκριμένα αντικειμενικά πλαίσια, γνώριζε από πάντοτε, ακόμη και αν δεν κατόρθωσε να το εκφράσει συνειδητά, Έτσι συμβαίνει και στον Ιησού με την συνείδηση της θεϊκής του συγγένειας με την βασική του κατάσταση, της άμεσης επαφής με τον Θεό». 

Το πέρασμα από την βασική αστόχαστη κατάσταση στην θεματική και στοχαστική έκφραση είναι αναγκαίως ζητούμενο. «Η βασική  κατάσταση τής αμέσου επαφής με τον Θεό, όχι μόνον συνάδει με μία ιστορική περιπέτεια καθαρά ανθρώπινη του ανθρώπου Ιησού και με την ανάπτυξή του, αλλά την απαιτεί καθοριστικά. Μάλιστα δε, αυτή η βασική κατάσταση είναι τέτοια που απαιτεί ακριβώς μία εννοιολογική πνευματική αντικειμενοποίηση. Αυτή η προοδευτική ιστορία τής ερμηνείας και των βεβαιώσεων που ο Ιησούς έδινε σταδιακά για τον εαυτό του, δεν λέει πώς ο Ιησούς αρχίζει να γνωρίζει κάτι, το οποίο δεν γνώριζε μέχρι εκείνη την στιγμή, αλλά μας λέει αντιθέτως πώς συλλαμβάνει συνεχώς όλο και πιο βαθειά αυτό που είναι και το οποίο ουσιαστικώς γνωρίζει ήδη από πάντοτε». 

Συνεχίζεται. 

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: