Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΊΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (5)

                 
Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο :ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
    
Image result for πλατωναςΌπως αναφέραμε ήδη, οι αποδείξεις που οδήγησαν τους εσωτεριστές στο συμπέρασμα της ύπαρξης προφορικής πλατωνικής διδασκαλίας, είναι δύο ειδών: αφ’ ενός οι άμεσες και έμμεσες αναφορές που περιέχονται στο φιλολογικό έργο, και αφ’ ετέρου οι πληροφορίες περί της μορφής των δραστηριοτήτων του Πλάτωνα στην Ακαδημία, που μας παρέχει η έμμεση διδασκαλία του φιλοσόφου. Στο κεφάλαιο αυτό θα αναδείξουμε πρώτα τα ίχνη της ύπαρξης της προφορικής διδασκαλίας μέσα στα ίδια τα έργα του Πλάτωνα, στη συνέχεια θα εξετάσουμε το ζήτημα της ιστορικότητας των Λόγων περί του Αγαθού, και τέλος θα αναφερθούμε στους μάρτυρες και τις μαρτυρίες τους.

Α.ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Ι. Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ στο απόσπασμα 340-345 της Ζ΄ Επιστολής, και το απόσπασμα 274b-278e του Φαίδρου.

1. Το απόσπασμα 340-345 της Ζ΄ Επιστολής
    
Το περιεχόμενο της Ζ΄ Επιστολής στο οποίο εντάσσεται το απόσπασμα 340-245 είναι το ακόλουθο: μετά την δολοφονία του Δίωνα, ο Πλάτων εξετάζει αναδρομικά την σχέση που συνήψε με την Σικελία, τις Συρακούσες και τον Διονύσιο Β΄. Οι σχέσεις αυτές έφτασαν σε σημείο καμπής όταν ο τύραννος μυήθηκε στην πλατωνική φιλοσοφία, για χάρη της οποίας ο Πλάτων επεχείρησε το τρίτο του ταξίδι στην Σικελία. Η φιλοσοφική εκπαίδευση του Διονυσίου απέτυχε. Αλλά στη συνέχει ο Διονύσιος δημοσίευσε με το όνομά του, όλα όσα είχε διδαχθεί από τον Πλάτωνα. Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στον Πλάτωνα να καταδικάσει ριζικά κάθε είδους γραπτή αποτύπωση της φιλοσοφίας (341c 1- 344c 6), και να ανακοινώσει τις αιτίες της σιωπής του επί του θέματος. Η αιτιολόγηση της απόρριψης του γραπτού λόγου ακολουθεί την εξής σειρά: κατ’ αρχήν, σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο, ο γραπτός λόγος είναι πάγιος, αμετάβλητος (343a 3): στη συνέχεια, επειδή η διδασκαλία αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο αφηρημένη, απαιτεί μια εξαιρετικά υψηλού επιπέδου και μακρόχρονη μαθηματικο-διαλεκτική παιδεία· στο βαθμό επομένως που παραμελεί την μακρόχρονη διαδικασία «ωρίμανσης» της ψυχής, ο γραπτός λόγος παύει να έχει ενδιαφέρον (344b-c)· επιπλέον η γραπτή μετάδοση μπορεί να δώσει λαβή σε παραποιημένες ερμηνείες (341e- 344c)· τέλος η γραφή εκθέτει ορισμένες σκέψεις στον κίνδυνο της εκλαΐκευσης (344d κ. επ.). Συνοψίζοντας, ο Πλάτων αιτιολογεί τις απόψεις του στη βάση των γραπτών του Διονυσίου.
     Ας δούμε τώρα την ερμηνεία αυτού του αποσπάσματος όπως παραδίδεται από τους εσωτεριστές: κατ’ αρχήν, ακόμη και αν η Ζ΄ Επιστολή δεν είναι αυθεντική δεν στερείται ποσώς της αξίας της ως τεκμήριο, δεδομένου ότι ο συγγραφέας της θα πρέπει να γνώριζε πολύ καλά, τόσο τον Πλάτωνα όσο και την θεωρία των αρχών. Επιπλέον η λέξη σύγγραμμα στο 341c της Ζ΄ Επιστολής δεν σημαίνει «συστηματική πραγματεία», αλλά υπονοεί εδώ την τρέχουσα σημασία του «γραπτού έργου σε πεζή μορφή», και αντιπαρατίθεται έτσι στο ποίημα, όπως αποδεικνύει και η μελέτη του Th.A. Szlezak  σχετικά με την χρήση του όρου σύγγραμμα, στο άρθρο του με τίτλο «Μορφή διαλόγου και εσωτερισμός». Εξ αυτού συμπεραίνουμε ότι η καταδίκη του γραπτού δεν  αφορά μόνο τον γραπτό πάγιο λόγο, εν αντιθέσει προς την διαλεκτική μορφή, αλλά όλα τα λογοτεχνικά είδη χωρίς εξαίρεση (342a 3 κ.επ.). Η παιδαγωγική μέθοδος του Πλάτωνα αποδεικνύει ότι οι Διάλογοι δεν αποτελούσαν εναλλακτική μορφή στην προφορική διαλεκτική διδασκαλία. Η συνεχής συναλλαγή με το αντικείμενο αυτής της διδασκαλίας δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσα από ένα ζωηρό διαλεκτικό λόγο. Επιπλέον, όταν ο Πλάτων αναφέρεται στο κύκλο των μυημένων, οι όροι στους οποίος ανατρέχει δεν αφήνουν αμφιβολίες σχετικά με τον τρόπο που απεκάλυπτε σ’ αυτούς τα απόκρυφα της φιλοσοφίας του(344d 6). Η ανάδειξη επομένως της προφορικής διδασκαλίας της γνώσης ως αυτόνομης και αναντικατάστατης, συνεπάγεται ασφαλώς την υποτίμηση των Διαλόγων. Με άλλα λόγια η διαφορά περιεχομένου της προφορικής διδασκαλίας του Πλάτωνα από το γραπτό του έργο είναι αναμφισβήτητη.
     Τέλος, το να θεωρήσουμε ότι το απόσπασμα 340b – 345c της Ζ΄ Επιστολής αποτελεί απόδειξη του άρρητου της ύψιστης γνώσεως, βασίζεται σε πολύ σοβαρό ερμηνευτικό λάθος, και ανάγεται στους ρομαντικούς φιλοσόφους και τους υπαρξιστές. Είναι επομένως σφάλμα να ισχυριστούμε ότι στο σημείο αυτό ο Πλάτων αναφέρεται εφ’ ενός σε ένα άρρητο και αφ’ ετέρου στα όρια του λόγου. Ούτε μας επιτρέπεται να τοποθετήσουμε στο ίδιο επίπεδο τον γραπτό με τον προφορικό λόγο. Το γραπτό και το προφορικό έχουν αντίστοιχη αξία μόνο «για τους πολλούς» (341d/e). Αντίθετα, «για του ολίγους» μυημένους, ο μόνος δυνατός δρόμος είναι αυτός της προφορικής διαλεκτικής (344b, 341c 6), διότι αποτελεί την μοναδική μορφή μετάδοσης της φιλοσοφικής γνώσης. Ό,τι ισχύει για τα αντικείμενα της καθημερινότητας, ισχύει κατά μείζονα λόγο, για τις ύψιστες αρχές, οι οποίες ως υπεραισθητές γενικότητες, ως ασώματα όντα, ως είδωλα, «η γνώση τους δεν μπορεί να διατυπωθεί με τον λόγο» (341c), όπως των υπόλοιπων αντικειμένων της γνώσης. Πουθενά στην Επιστολή δεν γίνεται λόγος για αδυναμία του Πλάτωνα να εκθέσει την φιλοσοφία του γραπτά ή προφορικά. Η Επιστολή επιβεβαιώνει ακριβώς ότι ο Πλάτων ανέπτυξε συχνά με επιτυχία τις βασικές του θεωρίες. Εάν εξ άλλου ήταν αδύνατον να εκφραστεί κάποιος σε γραπτή μορφή, δεν θα δικαιολογούντο οι αιτιάσεις του Πλάτωνα κατά του Διονυσίου. Οι λόγοι εξάλλου που επικαλείται ο Πλάτων κατά  της εμμονής στην γραπτή φιλοσοφία, αποδεικνύουν ότι ο Πλάτων υπήρξε απόλυτα ελεύθερος στην επιλογή του υπέρ του γραπτού, ή του μη γραπτού λόγου, και ότι ηθελημένα επέλεξε τον δεύτερο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι λάθος να πιστεύουμε ότι ο προσωρινός χαρακτήρας της προφορικής θεωρίας εμπόδισε τον Πλάτωνα να την αποτυπώσει στους Διαλόγους του. Κατά συνέπεια μπορούμε επίσης να αμφισβητήσουμε τα κίνητρα των υποτιθέμενων επιφυλάξεων του Πλάτωνα απέναντι στον γραπτό λόγο. Διότι ακριβώς οι σημειώσεις (σχολαί) των άμεσων μαθητών (εταίροι) του Πλάτωνα, και η έμμεση παράδοση της διδασκαλίας του που απορρέει απ’ αυτές, δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστες με την γενική απαγόρευση γραπτής αποτύπωσης των βασικών θεωριών του, διότι ο Πλάτων δεν απορρίπτει τον γραπτό λόγο ως μορφή παράδοσης της φιλοσοφικής γνώσης, και θεωρεί επίσης δυνατή την υπομνηματική λειτουργία του (344d 9 κ. επ.). Επιπλέον σε ότι αφορά την δυσκολία κατανόησης και τις πιθανές παρερμηνείες από τους μαθητές, είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι πολέμιοι του πλατωνικού εσωτερισμού παραλείπουν συνήθως να αναφέρουν το απόσπασμα της Επιστολής στο οποίο ο ίδιος ο Πλάτων βεβαιώνει ότι πολλοί από τους ακροατές του υπήρξαν ικανότατοι κριτές των παραδόσεών του (345). Εξ άλλου, επειδή ακριβώς μεθοδολογικό αξίωμα της Ζ΄ Επιστολής είναι η διαλεκτική συζήτηση, δεν μπορούμε να περιορίσουμε την θεωρία των αρχών σε έναν «συνεχή λόγο». Εκτός από το ότι δεν διαθέτουμε κανενός είδους αποδείξεις για το ότι η προφορική διδασκαλία δεν είχε καθόλου διαλογική μορφή, η περιοριστική αντίληψη της προφορικής διδασκαλίας με την μορφή μιας από καθέδρας παράδοσης οφείλεται σε δύο είδη ερμηνευτικών σφαλμάτων: το πρώτο βασίζεται στην σύγχυση ανάμεσα στην συστηματοποίηση της δομής της καθαυτό πλατωνικής θεωρίας, και τον τρόπο μετάδοσής της, ενώ πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Το δεύτερο συνίσταται στην τοποθέτηση στο ίδιο επίπεδο της Διάλεξης περί του Αγαθού, του Αριστόξενου από τον Τάραντα, με τις Συζητήσεις περί του Αγαθού, στις οποίες παραπέμπει ο Σιμπλίκιος.
     Σε ότι αφορά τώρα στην φύση των θεμελιωδών πραγμάτων της πλατωνικής φιλοσοφίας, (τα μέγιστα, 341b = τα σπουδαιότατα, 344c) δεν θα μπορούσαμε να αναμένουμε ότι ο Πλάτων θα μας δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες στην Επιστολή, κατά μείζονα λόγο αφού ακόμη και ό ίδιος εκθέτει τους λόγους της σιωπής του επί του θέματος. Είναι όμως σαφές ότι δεν πρόκειται για την θεωρία των Ιδεών και τούτο διότι ο Πλάτων την εξέθεσε λεπτομερώς στους Διαλόγους του. Επομένως το περιεχόμενο του φιλοσοφικού μηνύματος που προορίζεται για τον κύκλο των μυημένων αναγκαστικά υπερέχει της θεωρίας των Ιδεών.
     Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, είναι πολύ πιθανό τα άγραφα δόγματα τα οποία υπαινίσσεται ο Αριστοτέλης στα Φυσικά, και τα θεμελιώδη πράγματα που αναφέρονται εδώ, να ανήκουν στον ίδιο χώρο. Έτσι, δεδομένου ότι η Ζ΄ Επιστολή αναφέρεται στη σύνολη πλατωνική φιλοσοφία (παν το πράγμα, 340b 8, τέλος, c 6, πάντα, 341a 8, η όλη ουσία,344b 2), θα πρέπει να περικλείει αναγκαστικά και την προφορική διδασκαλία, η οποία από μεθοδολογική άποψη είναι συγγενής με την Επιστολή: σε αντίθεση με την μέθοδο διδασκαλίας που χρησιμοποιεί στους Διαλόγους, στην Επιστολή ο Πλάτων ομιλεί εξ ονόματός του, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των Λόγων του Περί του Αγαθού.
     Επιπλέον, οι εκφράσεις «τα ύψιστα πράγματα και οι πρώτες αρχές», με τις οποίες ο Πλάτων ορίζει το αντικείμενο των γραπτών του Διονυσίου (344d), συναντώνται επίσης στο απόσπασμα του Προτρεπτικού στο οποίο ο Αριστοτέλης δίνει τον ορισμό λειτουργίας της φιλοσοφίας: στο σημείο αυτό προσεγγίζει αναμφισβήτητα τα στοιχεία του στοιχειακού «συστήματος» του Πλάτωνα. Επιπλέον ο όρος πρώτον είναι κατά το νόημα συνώνυμος των αρχών. Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι αν ο πληθυντικός παραπέμπει σε κάτι αόριστο ή στην δυαδικότητα. Σύμφωνα με το απόσπασμα 344a σκοπός της μαθηματικο-διαλεκτικής παιδείας είναι η γνώση της αληθινής ουσίας της αρετής και της κακίας. Και αν θεωρήσουμε προφανές ότι η γνώση της αληθινής ουσίας της αρετής συνδέεται με το Αγαθό, και επομένως με τους Λόγους του Πλάτωνα Περί του Αγαθού, είναι αδύνατον να γνωρίσουμε την αληθινή ουσία του κακού, αν δεν ανατρέξουμε στην προφορική θεωρία, στην οποία η ύψιστη αρχή του Αγαθού αντιπαρατίθεται στην ύψιστη αρχή του Κακού. Επομένως η έκφραση «τα ύψιστα πράγματα και οι πρώτες αρχές» αναφέρεται στην δυαδικότητα των αρχών.
     Σύμφωνα με όλες αυτές τις ενδείξεις είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην Ζ΄ Επιστολή και την προφορική διδασκαλία. Όπως φαίνεται από το κείμενο, η θεωρία των αρχών θα μπορούσε να διατυπωθεί εν συντομία, με τρόπο που όποιος την έχει ακούσει μια φορά δεν υπάρχει φόβος να την ξεχάσει (344e ), και επομένως είναι απολύτως περιττή η σύνταξη υπομνημάτων (344).
2. Το απόσπασμα 274b-278e του Φαίδρου
     O επίλογος του Φαίδρου (274b-278e), εκ παραλλήλου με την Ζ΄ Επιστολή, αντιπροσωπεύει την σημαντικότερη μαρτυρία περί της σχέσης προφορικού και γραπτού λόγου στον Πλάτωνα. Σε αντίθεση με την Επιστολή, στην οποία γίνεται αναφορά μόνο «στα ύψιστα αντικείμενα», ο Διάλογος πραγματεύεται το ζήτημα του γραπτού και του προφορικού λόγου σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Για το λόγο αυτό η υπομνηματική λειτουργία του γραπτού λόγου είναι αυτή που αναδεικνύεται εδώ, και επίσης η κριτική αποβλέπει αντίθετα, εκτός από τον γραπτό λόγο, και στην παγίωση του προφορικού. Αλλά όπως και η Ζ΄ Επιστολή, ο Φαίδρος προσανατολίζεται προς τον ζωντανό διαλεκτικό λόγο, πέρα από τον οποίο τοποθετείται ο διάλογος της ψυχής με τον εαυτό της (278a 6). Είναι επομένως λογικό η κριτική της μεθόδου του γραπτού λόγου να καταλήγει στο ζήτημα του περιεχομένου: ο φιλόσοφος υπερέχει του συγγραφέα λόγων διότι δεν αναπτύσσει στα γραπτά του αυτά που είναι πραγματικά σημαντικά για τον ίδιο (278d), επειδή διαθέτει κάτι το «πολυτιμότερο» (τιμιότερο), από το περιεχόμενο των γραπτών του, που έχουν «κατώτερη αξία». Είναι προφανές ότι το «πολυτιμότερο» αναφέρεται στη θεωρία των αρχών.
     Κατ’ αρχήν, με την έκφραση «βοηθεῖν τῷ λόγῳ» ο Πλάτων δεν εννοεί ποσώς ότι ο φιλόσοφος είναι πάντοτε σε θέση να απαντά στα ερωτήματα που ανακύπτουν από τα γραπτά του και να προσφέρει σχετικές διευκρινήσεις. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «πολυτιμότερο»: το σχόλιο που θα μπορούσε ενδεχομένως ο Πλάτων να διατυπώσει για την Πολιτεία δεν θα ήταν ασφαλώς πολυτιμότερο από τον ίδιο τον Διάλογο. Δεν πρόκειται επίσης για μια καθαυτό παραπομπή είτε στην συζήτηση είτε στην ψύχη, διότι το «πολυτιμότερο» προηγείται της συζήτησης, και η ψυχή δεν δύναται να συμβαδίσει με το «πολυτιμότερο» υπό το πρόσχημα ότι αυτή το διακινεί.
     Ένα παράλληλο απόσπασμα της Ζ΄ Επιστολής (344c) φωτίζει κατά κάποιο τρόπο τον επίλογο του Φαίδρου: εκεί, πράγματι, ο νομοθέτης, που συγκρίνεται εδώ με τον φιλόσοφο, έχει εμφανώς την δυνατότητα να γράψει ή να μην γράψει τις σκέψεις του σχετικά με αυτό που είναι κατ’ αυτόν το σημαντικότερο όλων. Παρομοίως στους Νόμους, το σύνολο της πλατωνικής φιλοσοφίας δεν εκφράζεται ρητά, αλλά λειτουργεί στο παρασκήνιο. Άρα ο Πλάτων υιοθετεί την απαίτηση του Φαίδρου, σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης, εάν θέλουμε να του αναγνωριστεί η αξιοσύνη του φιλοσόφου, θα πρέπει να διαθέτει «πολυτιμότερες σκέψεις» από αυτές που αποτυπώνει στα γραπτά του (278d-e).
     Το νόημα αυτού του αποσπάσματος εμφανίζεται καθαρότερα στην κριτική του γραπτού λόγου. Έτσι, όπως αποδεικνύεται από τις συνεχείς αναφορές στην διαλεκτική τεχνική, και από το δεύτερο μέρος του Φαίδρου, ο φιλόσοφος, τον οποίο ο Πλάτων διακρίνει από τους συγγραφείς λόγων, είναι ο διαλεκτικός. Η διαλεκτική αυτή δεν περιορίζεται σε μια τυπική μέθοδο, αλλά κατά βάθος συνδέεται στενά και προορίζεται να μεταφέρει την θέα «των ύψιστων πραγμάτων». Οι κατηγορίες των ειδών της ψυχής, όπως και «κατατμήσεις» του Σοφιστή και του Πολιτικού, έχουν μόνο προπαιδευτικό ρόλο, όπως υποδεικνύει το απόσπασμα 274a, στο οποίο ο Πλάτων δηλώνει απερίφραστα «η επιτυχία μεγάλων σκοπών απαιτεί μακρά διαδρομή». Επομένως αποστολή της διαλεκτικής είναι να οδηγήσει τους ανθρώπους στις πραγματικές ουσίες, και σε τελική ανάλυση, να τους «καταστήσει ευδαίμονες στον υψηλότερο βαθμό που είναι εφικτός για έναν άνθρωπο» (277a). Ο Πλάτων αναφέρεται εδώ έμμεσα στην θεωρία των Ιδεών και μάλιστα στην Ιδέα του Αγαθού· και ενώ η θεωρία των Ιδεών ανάγεται στο πλαίσιο του «πολυτιμότερου», τα έργα του Σόλωνος, του Ομήρου και του Λυσία, κατατάσσονται στην χορεία των «λιγότερο σημαντικών». Μπορούμε να επαληθεύσουμε την ακρίβεια αυτού του  συμπεράσματος. Για παράδειγμα, οι όροι της ψυχαγωγίας (παιδειᾶς), και του σπουδαίου (σπουδαί), της εικόνας (είδώλο), της μίμησης, και της αλήθειας, που στον Φαίδρο σχετίζονται με την προφορική τέχνη του λόγου, παραπέμπουν στην θεωρία της μίμησης που αναπτύσσεται στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας: και εκεί ο Πλάτων αναφέρεται στην προφορική τέχνη, και μνημονεύει επίσης τον Όμηρο, στον οποίο απονέμει «την θέση του τρίτου απογόνου της αλήθειας», διότι «ο κορυφαίος της τραγικής ποίησης» προσφέρει μόνο ομοιώματα της αρετής και της ευδαιμονίας. Πίσω από τις απόψεις αυτού του αποσπάσματος διαγράφεται ο μύθος του σπηλαίου, στον οποίο η προφορικές τέχνες αγκιστρώνονται στο χώρο των σκιών, ενώ η διαλεκτική περιγράφεται ως η επιστήμη χάρη στην οποία οι άνθρωποι απαγκιστρώνονται από τον κόσμο των φαινομένων και προσχωρούν στις αληθινές πραγματικότητες. Είναι εμφανές ότι αντιπαραθέτοντας στον Φαίδρο τον άψυχο λόγο στον διαλεκτικό λόγο, ο Πλάτων διαφοροποιεί την θεωρία της μίμησης, όπως την είχε περιγράψει στην Πολιτεία, και διακρίνει, μέσα στην προφορική τέχνη, έναν λόγο ικανό να δρομολογήσει και να μεταδώσει την φιλοσοφική σκέψη. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Πλάτων συγκρίνει τα έργα των συγγραφέων λόγων στη βάση της επιστήμης των Ιδεών, και ότι το «πολυτιμότερο» έχει ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο.
     Είναι βέβαιο ότι ο Πλάτων, ως διαλεκτικός φιλόσοφος, θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους υπόλοιπους συγγραφείς λόγων. Διότι σύμφωνα με τον ίδιο τον Πλάτωνα ο διαλεκτικός φιλόσοφος διαθέτει κάτι  που είναι «πολυτιμότερο» από τα γραπτά του. Και αυτό το «πολυτιμότερο» αφορά αναγκαστικά σε πράγματα που είναι σημαντικότερα και από την θεωρία των Ιδεών. Η σαφής αναφορά του Φαίδρου (276e) και της Πολιτείας (376d, 501e) δείχνει ξεκάθαρα ότι η καταδίκη του γραπτού λόγου αφορά επίσης και τους Διαλόγους: έτσι γίνεται προφανές ότι στο δεύτερο μέρος του Φαίδρου, και μέχρι το τέλος, ο Πλάτων περιέρχεται όλα τα είδη του λόγου και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο η προφορική διαλεκτική συζήτηση ικανοποιεί τις απαιτήσεις της φιλοσοφικής έρευνας.
     Στον Φαίδρο δεν υπάρχει καμιά αναφορά που να μας διαφωτίζει σχετικά με το περιεχόμενο των «ύψιστων πραγμάτων». Αλλά στο απόσπασμα 53d του Τίμαιου, υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις. Σ’ αυτό ο Πλάτων βεβαιώνει ότι πέρα από τα αρχικά τρίγωνα, υπάρχουν αρχές που προηγούνται, γνωστές στον Θεό και στους ανθρώπους που αγαπώνται από τον Θεό, δηλαδή στους φιλοσόφους. Κανένας Διάλογος δεν προσδιορίζει ποιες είναι αυτές οι αρχές. Αλλά όπως προκύπτει από τις δοξογραφικές αναφορές, η θεωρία των αρχών αποτελεί το κυρίαρχο αντικείμενο της προφορικής πλατωνικής διδασκαλίας. Στο απόσπασμα 273d του Φαίδρου, ο διαλεκτικός φιλόσοφος αναφέρεται σε σχέση με την Θεότητα. Είναι επομένως θεμιτό να πιθανολογήσουμε ότι και εδώ ο Πλάτων έχει κατά νου την άγραφη θεωρία.
ΙΙ. ΑΜΕΣΕΣ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΣΕ ΜΙΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣΤΕΡΗ ΓΝΩΣΗ
     Θα αναφερθούμε τώρα στα αποσπάσματα του γραπτού έργου στα οποία η θεωρία των αρχών συνεισφέρει στην διεύρυνση της προοπτικής των Διαλόγων. Σύμφωνα με τον K. Gaiser,  σε όλους σχεδόν τους Διαλόγους διακρίνεται με τέτοια δυνατότητα. Υποστηρίζοντας την άποψή του ο K. Gaiser παραθέτει τα κείμενα του Πλάτωνα στα οποία γίνεται ακριβώς λόγος για μια ουσιώδη αντίθεση καθώς και για την παρεμβολή των αντίθετων όρων: το Συμπόσιο (με την ανύψωση από το ατελές κάλλος στην τελειότητα του κάλλους), τον Παρμενίδη (με την διαλεκτική αντίθεση της ενότητας μιας πολλαπλότητας), τον Σοφιστή (με τις αντίθετες έννοιες των γενικότερων γενών), τον Πολιτικό (με την αντίθεση της τάξεως και της αταξίας, του μετρήσιμου και του απροσμέτρητου), τον Φίληβο (με την σχετική παράθεση του πεπερασμένου και του άπειρου, καθώς και του ενδιάμεσου όρου τους), τον Τίμαιο (του οποίου η κοσμολογία βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην νόηση και την μηχανική κίνηση), και τέλος διάφορα κεφάλαια από τους Νόμους στα οποία κυριαρχεί η ένταση της ενότητας μιας πολλαπλότητας.
     Επιπλέον, κατά τον H.J. Krämer, μόνο υπό το φως της θεωρίας των αρχών μπορούμε να διεισδύσουμε στο πραγματικό νόημα των βιβλίων έξη (Εικόνα του ήλιου και την τετμημένη γραμμή), και επτά (ορισμός του Αγαθού) της Πολιτείας. Τοιουτοτρόπως, είτε πρόκειται για την σχέση ανάμεσα στις μαθηματικο-διαλεκτικές επιστήμες και το Αγαθό, για το πέρασμα από την θεωρία των Ιδεών στην Ιδέα του Αγαθού, για την άνοδο και την κάθοδο, για την ενότητα των λειτουργιών του Αγαθού ή τον ορισμό του – μπορούμε να διεισδύσουμε αποφασιστικά σε όλα αυτά τα ζητήματα ανατρέχοντας στην έμμεση διδασκαλία: διότι συγκλίνουν στο Έν, ως αρχή που καθορίζει το όριο.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: