Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΊΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (4)

                
Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

ΙV. Η «ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΤΥΜΠΙΝΓΚΕΝ»

1. Οι αποδείξεις της ύπαρξης προφορικής διδασκαλίας
     
Image result for πλατωναςΟι ερευνητική εργασία του H. Cherniss  δεν έτυχε όμως πάντοτε ευνοϊκής αποδοχής· ήδη από την εποχή της δημοσίευσής της ορισμένοι λογοκριτές εξέφρασαν επιφυλάξεις, συχνά πολύ σημαντικές· και, ακόμη πιο πρόσφατα, οι δύο πρωτοπόροι της Σχολής του Τύμπινγκεν, οι H.J. Krämer και K. Geiser επιδόθηκαν στην άρση των εμποδίων που αντιπροσώπευε το έργο του H. Cherniss σε κάθε απόπειρα αποκατάστασης της προφορικής πλατωνικής διδασκαλίας. Και ενώ ο H.J. Krämer αφοσιώθηκε στην ιστορική απόδειξη της ύπαρξης μιας εσωτερικής διδασκαλίας στον Πλάτωνα, ο K. Geiser  έδωσε περισσότερο βάρος στην αποκατάσταση του περιεχομένου της. Σύμφωνα με τους δύο αυτούς ερευνητές, παρότι σε κανέναν από τους Διαλόγους δεν γίνεται ρητή αναφορά στην θεωρία των αρχών, σε αρκετούς από αυτούς γίνεται εμμέσως αναφορά στην ύπαρξή της. Για να στηρίξουν την άποψή τους οι H.J. Krämer και K. Geiser   επικαλούνται  την ερμηνευτική συλλογιστική περί της προφορικής και γραπτής μετάδοσης της γνώσης, η οποία αναπτύσσεται στα αποσπάσματα 340-345 της 7ης Επιστολής και 274 κ.επ. του Φαίδρου, τους Διαλόγους που άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν σε μια βαθύτερη γνώση, τις συνειδητές επιφυλάξεις των Διαλόγων, και τέλος το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που απευθυνόταν στους μελλοντικούς φύλακες της πλατωνικής παράδοσης. Εξ άλλου, σύμφωνα πάντα με τους H.J. Krämer και K. Geiser,  θα ήταν δείγμα κακής πίστεως να αμφισβητήσει κανείς την αυθεντικότητα μιας έμμεσης διδασκαλίας, αναφερόμενης στα άγραφα δόγματα του Πλάτωνα. Και  επομένως θεωρείται απόλυτα δικαιολογημένη η αναζήτηση του περιεχομένου τους.
2. Τα κύρια χαρακτηριστικά του προφορικού πλατωνισμού
     Η προφορική διδασκαλία αφορούσε την αναζήτηση των τελευταίων αιτίων, των έσχατων αρχών, και των πρώτων στοιχείων του πραγματικού. Την αναζήτηση των θεμελιωδών αιτίων των όντων κατηύθυνε η αρχή της οικονομίας, σύμφωνα με την οποία  το σύμπαν στο σύνολό του θα έπρεπε να ερμηνευτεί στην βάση των στοιχειωδέστερων και των ελαχιστότερων δυνατόν  αρχών. Ο Πλάτων το κατόρθωσε αυτό βασιζόμενος σε έναν δυαλισμό δύο αρχών, το Έν και την αόριστη Δυάδα του Μέγιστου και του Ελάχιστου,( η αόριστος Δυάς του Μεγάλου και του Μικρού), δυαλισμό που δεν αποτελούσε απλή επανάληψη της πυθαγόρειας κοσμογονίας, αλλά ήταν σε στενή συνάφεια με την ουσιαστική δομή της πλατωνικής διαλεκτικής
     Οι αρχές προσφέρονταν σε δύο είδη χειρισμών, ανάλογα με τον αν θεωρούνταν ως το σημείο κατάληξης μιας διαδικασίας μείωσης που ξεκινούσε από το σύμπαν, ή ως σημείο εκκίνησης μιας αναγωγής στο σύμπαν. Ο Αριστοτέλης αναπαριστά με πιστότητα αυτές τις δύο αντίθετες προσεγγίσεις, σε ένα απόσπασμα από τα Ηθικά Νικομάχεια.
     «Ας μην ξεχνάμε την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους συλλογισμούς που εκκινούν από τις αρχές και σε αυτούς που επιστρέφουν στις αρχές. Ο Πλάτων δικαίως αναρωτήθηκε και αναζήτησε να μάθει αν η πορεία που έπρεπε να ακολουθηθεί ήταν αυτή που ξεκινάει από τις αρχές ή αυτή που ανατρέχει στις αρχές, όπως ακριβώς και σε ένα στάδιο οι δρομείς πορεύονται από τους αθλοθέτες προς το όριο, ή αντίστροφα». (Ηθ. Νικ., Ι, 4, 1095 a30-β3).
     Αυτή η διπλή διαλεκτική κίνηση μείωσης και αναγωγής, ανόδου και καθόδου, ανάλυσης και σύνθεσης, που συναντάμε επίσης στους Διαλόγους, συνιστούσε επομένως την σύνδεση των αρχών με τον αισθητό κόσμο. Η άνοδος όπως και η κάθοδος περιλάμβαναν βαθμίδες. Το διαλεκτικό παίγνιο των αρχών συνιστούσε επομένως διαφορετικά επίπεδα όντων, τιθέμενα το ένα επί του άλλου, όπως: τον αισθητό ή κόσμο των σωμάτων, τις μαθηματικές οντότητες, τις ιδιαίτερες Ιδέες, και τις ανώτερες Ιδέες που αποτελούσαν τους αριθμούς της δεκάδας.
     Όπως υποδεικνύουν οι καταγραφές για τον προσδιορισμό της προφορικής διδασκαλίας που μας μεταφέρει η παράδοση (περί του Αγαθού), ο κόσμος των αξιών δεν απουσίαζε από τις αναζητήσεις του Πλάτωνα. Το αγαθό (αρετή) του κάθε όντος ήταν αποτέλεσμα ταυτόχρονα μιας ισορροπίας (μέτριον), που το κρατούσε σε απόσταση από την υπερβολή, όπως και από το σφάλμα, και μιας σχέσης συμμετοχής στο Έν.
     Το γεγονός ότι η προφορική πλατωνική διδασκαλία χαρακτηρίστηκε «συστηματική», δικαιολογείται από την τάση της προς την ολοκλήρωση και την λογική της σύνθεση. Υποστηρίζοντας ότι όλα τα πράγματα μπορούν να προκύψουν από ένα ζεύγος αντιτιθεμένων αρχών, και επομένως να αναχθούν σ’ αυτές, ο Πλάτων απέβλεπε σε μια κατά το δυνατόν πλήρη συστηματοποίηση της πραγματικότητας. Αλλά η καθιέρωση στενών δεσμών ανάμεσα στα όντα και τις αρχές τους, δεν απέκλειε την ευρύτατη ευλυγισία και ευκαμψία της πλατωνικής φιλοσοφίας. Επομένως, η επιβολή της έννοιας του «συστήματος» στην θεωρία των αρχών δεν έχει καμιά σχέση με έναν «μονολιθικό δογματισμό».
     Η επεξεργασίας μιας ουσιαστικής και κοινώς αποδεκτής διαλεκτικής δομής θα έπρεπε να συνοδεύεται και να επαληθεύεται από μια άμεσα ασφαλή και προφανή εμπειρία, από μιαν νοητική αντίληψη της αλήθειας (νόησις). Αυτή η συνολική οπτική (συνοψις), αποτέλεσμα μιας επισταμένης μελέτης των μαθηματικών επιστημών και της διαλεκτικής, δεν συγχέονταν με την εκστατική διαίσθηση, ή την μυστικιστική φώτιση, καρπούς του θρησκευτικού διαλογισμού ή της ενδοσκόπησης.
    Ο Πλάτων δεν περιέλαβε την θεωρία των αρχών στα γραπτά του για να αποφύγει τον κίνδυνο παρερμηνειών, από ένα κοινό ασφαλώς αναρμόδιο, διότι μόνον όσοι είχαν εντρυφήσει επί μακρόν στην μαθηματικοδιαλεκτική παιδεία, θα μπορούσαν να συλλάβουν το νόημά της. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την έκφραση άγραφα δόγματα, όταν αναφέρεται στην πλατωνική θεωρία των αρχών. Εκτός όμως από τους καθαυτό Λόγους περί του Αγαθού, θα πρέπει να περιλάβουμε γενικότερα, υπό τον όρο «προφορική διδασκαλία» όλα όσα δεν προορίζονταν για δημοσίευση.
     Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στην αντίληψη του εσωτερισμού. Η μη-γραπτή θεωρία απευθυνόταν στην περιορισμένη ομάδα των προικισμένων μαθητών του Πλάτωνα, δηλαδή στην τάξη των εκλεκτών της Ακαδημίας. Θα πρέπει επομένως να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο είδη δραστηριότητας του Πλάτωνα: την έρευνα και την διδασκαλία μέσα στην Σχολή αφ’ ενός (εσωτερισμός), και την σύνταξη των Διαλόγων που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό, αφ’ ετέρου (εξωτερισμός).
     Σύμφωνα τέλος με τις ενδείξεις που περιέχονται στους Διαλόγους, όπως και στην 7η Επιστολή, καθώς και στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους Λόγους περί του Αγαθού (λόγοι ή Συνουσίαι περί του Αγαθού), ο Πλάτων ανέτρεξε στην διαλεκτική μέθοδο για να εκθέσει την θεωρία των αρχών. Η λέξη ακρόασις, που επιβεβαιώνεται επίσης από τις μαρτυρίες, παραπέμπει σε ομιλίες που διακόπτονταν από μια ανταλλαγή ερωταπαντήσεων, και όχι σε επίσημες παραδόσεις.
3. Η χρονική σύμπτωση ανάμεσα στη μη γραπτή θεωρία και το φιλολογικό έργο
     Εκτός από την ιδέα της υπεροχής του γραπτού λόγου επί της προφορικής διδασκαλίας, οι οπαδοί του εσωτερισμού απορρίπτουν και την γενετική ερμηνεία της πλατωνικής φιλοσοφίας, υποστηρίζοντας ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ σε κριτική έρευνα, αλλά βασίζεται απλώς στην εις άτοπον απαγωγή. Έτσι το μόνο κείμενο που εκφράζει την ιδέα μιας εξέλιξης στον Πλάτωνα, δεν αφορά στην προφορική διδασκαλία στο σύνολό της, αλλά μόνο στην θεωρία των Ιδεών. Τίποτε όμως δεν αποδεικνύει ότι ο Πλάτων ανασκεύασε την θεωρία του σε προχωρημένη ηλικία. Και μόνον αυτοί που κάνουν το λάθος να θεωρούν τις αρχές ως «παράρτημα των Ιδεών-Αριθμών», μπορούν να συμπεραίνουν από το απόσπασμα Μ 4 1078b 9 των Μεταφυσικών ότι ο Πλάτων πέρασε από την θεωρία των Ιδεών στην θεωρία των αρχών. Είναι γεγονός ότι το Εν-αρχή, το οποίο βρίσκεται χωρίς αμφιβολία στο παρασκήνιο της Πολιτείας, δεν το απασχολεί καθόλου το πρόβλημα της χρονολογικής ακρίβειας των Ιδεών-Αριθμών. Τέλος, η διαβεβαίωση του Αριστοτέλη ότι ο Πλάτων αντιπαραθέτει ο Μη-Όν στο Όν του Παρμενίδη για να ερμηνεύσει την πολλαπλότητα των Όντων, ουδόλως μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προφορική διδασκαλία συμπίπτει χρονικά με τα τελευταία γραπτά έργα του Πλάτωνα, διότι και οι πρώτοι Διάλογοι περιέχουν ελεατικά στοιχεία.
     Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι σε ποια περίοδο θα μπορούσε να αναχθεί η θεωρία των αρχών. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα λεπτό. Σύμφωνα με τον J.H. Krämer, ορισμένες ενδείξεις μας οδηγούν στην διαπίστωση ότι οι φιλοσοφικές συλλήψεις του Πλάτωνα προηγούνται κατά πολύ των γραπτών κειμένων στα οποία αναφέρονται για πρώτη φορά, και επομένως υπάρχει σημαντική απόσταση ανάμεσα στην προφορική κατάθεση και την γραπτή αποτύπωση: για παράδειγμα ο Σωκράτης δηλώνει στην Πολιτεία, σχετικά με την Ιδέα του Αγαθού, ότι έχει γίνει συχνά αναφορά σ’ αυτήν (πολλάκις)· στον Φαίδωνα βεβαιώνει ότι έχει γίνει επανειλημμένα αναφορά στο ζήτημα των Ιδεών (πολυθρύλητα). Επιπλέον το «Ωραίον» του Συμποσίου και ο «πρώτος φίλος» του Λύση είναι συλλήψεις παρεμφερείς με το Αγαθό, ενώ το αυτοβιογραφικό απόσπασμα του Θεαίτητου (183e) αποδεικνύει ότι ο Πλάτων ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με τον ελεατισμό.
     Να προσθέσουμε εδώ ότι ο Πλάτων, το κύριο μέρος της φιλοσοφίας του το συνέλαβε μετά από τις συναντήσεις του με τον Ευκλείδη στα Μέγαρα και τον Αρχύτα στον Τάραντα, δηλαδή ανάμεσα στο 399 και το 387. Εκτός από το γεγονός ότι η εντονότερη δραστηριότητας ενός συγγραφέα τοποθετείται συνήθως περί την δεκαετία των σαράντα, την τελευταία δεκαετία της ζωής του ο Πλάτων την αφιέρωσε ασφαλώς εξ ολοκλήρου στο κολοσσιαίο έργο της ενασχόλησης με την σύνταξη των έργων του Τίμαιος και Νόμοι.
     Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η γέννηση της θεωρίας των Ιδεών θα πρέπει να ήταν ο καρπός μιας προοδευτικής διαλεκτικής διαφοροποίησης των χαρακτήρων του Ιδίου, του Ίσου, και του Όμοιου που περιλαμβάνονται στο Έν-Όν της ελεατικομεγαρικής φιλοσοφίας αφ’ ενός, και της αρετής του κάθε όντος, ξεκινώντας από το αρχικό Έν αφ’ ετέρου. Στον Πλάτωνα μεταμορφώθηκαν σε ανώτερες-Ιδέες, ή γένη και πήραν τη θέση τους ανάμεσα στο Ένα-αρχή και τον αισθητό κόσμο. Η θεωρία των Ιδεών μοιάζει να έχει προσχηματισθεί στην ελεατική παράδοση, για τούτο είναι πιθανό ότι η θεωρία μιας πολλαπλότητας Ιδεών, των οποίων ο διαχωρισμός ήταν ασυμβίβαστος με την ελεατική παράδοση, υπήρξε μόνο δίπλα ή μέσα στο Έν.
      Ο H.J.Krämer αναγνωρίζει πάντως ότι δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία για να προσδιορίσουμε σε ποιο βαθμό η προφορική διδασκαλία ανάγεται την εποχή που προηγείται την συγγραφής των Διαλόγων της δεύτερης περιόδου. Θα πρέπει επιπλέον να λάβουμε υπ’ όψη και την εξέλιξη της ίδιας της προφορικής διδασκαλίας. Είναι απολύτως αδιανόητο να θεωρήσουμε ότι το περιεχόμενο των δοξογραφικών αναφορών που διασώθηκαν ήταν από την αρχή το ίδιο. Δεν είναι επομένως βέβαιο ότι την εποχή της Πολιτείας ο Πλάτων είχε ήδη συλλάβει την δεύτερη αρχή στην τελική της μορφή. Παραμένει επομένως ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσον η πλατωνική θεωρία των αρχών πέρασε από μια ελεατική μορφή σε μια μορφή πυθαγόρεια, και αν η δεύτερη αρχή είχε πρώτα μια μη μαθηματική μορφή ως καθαρή πολλαπλότητα.
     Οποιαδήποτε όμως και αν είναι η έκβαση αυτού του ερωτήματος, ο H.J.Krämer πιστεύει ότι ακόμη και αν ο Πλάτων ολοκλήρωσε την δεύτερη αρχή μετά την συγγραφή της Πολιτείας, η εγκυρότητα της έμμεσης διδασκαλίας ούτε εξαλείφεται ούτε εξασθενίζει, στις βασικές της θέσεις, αλλά απλώς τροποποιείται: τόσο η γενικεύουσα σύνοψη των ύψιστων γενών, όσο και η κατά την διάσταση μείωση στο Έν, εμπεριέχονται στην δεύτερη αρχή· μόνο η γένεση του ιδανικού κόσμου θα μπορούσε να επηρεαστεί, δεδομένου ότι προϋποθέτει μια υλική αρχή.
     Κατά την άποψη του H.J.Krämer πάντως, ο Πλάτων είχε ήδη αποδείξει την ύπαρξη της δεύτερης αρχής, αλλά απέφυγε να το αναφέρει σε έναν πολιτικό διάλογο, όπως η Πολιτεία – όπως και στους προτρεπτικούς Διαλόγους – διότι η δυαδικότητα των αρχών επηρέαζε αναγκαστικά τον κόσμο των Ιδεών.
4. Η υποδοχή της θεωρίας του πλατωνικού εσωτερισμού.
     Όπως παρατηρήσαμε όταν αναφερθήκαμε στις μελέτες των αντιπάλων του πλατωνικού εσωτερισμού, οι εσωτεριστές βρίσκονται ακόμη και σήμερα, αντιμέτωποι με μια ισχυρή αντίσταση. Εν τούτοις, τα τελευταία χρόνια, διαρκώς περισσότεροι ερευνητές αναγνωρίζουν αυτή την νέα μορφή του πλατωνισμού: σε ότι αφορά τις γερμανόφωνες χώρες θα πρέπει να αναφέρουμε πρώτα τα άρθρα του Th. A. Szlezak σχετικά αφ’ ενός με το θέμα του εσωτερισμού και το δήθεν ασυμβίβαστο με την φιλολογική μορφή του διαλόγου, και αφ’ ετέρου σχετικά με το νόημα των επιφυλάξεων του Πλάτωνα σε ορισμένα αποσπάσματα των έργων του· στη συνέχεια, την νέο-χεγκελιανή ερμηνεία του Πλάτωνα από τον V. Hösle, και τελος, σε ότι αφορά την σχέση ανάμεσα στον προφορικό πλατωνισμό και την περιπατητική φιλοσοφία, τα έργα για τον Αριστοτέλη των I. Düring και H. Happ, καθώς και το σχόλιο των τριών Ηθικών από τον F. Dirlmeier. Οι εργασίες των H.G. Gadamer, K. Oehmer, H.M. Baumgartner, J. Lohmann, E. Schmalzriedt, H. Gundert  και C.F. von Weizsäcker, βοήθησαν επίσης στην πρόοδο της συζήτησης σχετικά με την προφορική διδασκαλία του Πλάτωνα. Για τις αγγλόφωνες χώρες θα πρέπει να σημειώσουμε τις μελέτες των J. Annas, W.K.C. Guthrie  και J.N. Findlay, στους οποίους θα αναφερθούμε στην συνέχεια. Τέλος, μερικές καταγραφές και άρθρα δημοσιεύτηκαν στην Γαλλία, την Ιταλία, την Φινλανδία, την Σοβιετική Ένωση και την Βουλγαρία.
V. ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ
     Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή περί των απόψεων σχετικά με την πραγματικότητα του προφορικού πλατωνισμού, θα πρέπει να αναφερθούμε στις ενδιάμεσες τοποθετήσεις τεσσάρων ερευνητών: των W.K.C. Guthrie και J. Annas αφ’ ενός, οι οποίοι αν και δεν υιοθετούν τις απόψεις του H. Cherniss, δεν μπορούμε να τους κατατάξουμε στο χώρο των εσωτεριστών, και αφ’ ετέρου των H.G. Gadamer και J.N. Findlay των οποίων η προσχώρηση στην Σχολή του Τύμπινγκεν υπήρξε χαλαρή.
1α. W.K.C. Guthrie
     Παίρνοντας αποστάσεις από την ριζική κριτική του H. Cherniss απέναντι στην έμμεση διδασκαλία, ο W.K.C. Guthrie  θεωρεί αυθεντικά πλατωνική την θεωρία σύμφωνα με την οποία η ταυτότητα του Ενός και του Αγαθού, εδράζεται στην λειτουργία του Ενός, συστατική αρχή της τάξεως. Επιπλέον προσπαθεί να συμβιβάσει τους ισχυρισμούς του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου σχετικά με την σχέση των Ιδεών και των Αριθμών, παραδέχεται την ύπαρξη μαθηματικού πεδίου, αποδίδει στον Πλάτωνα το επιστημολογικό απόσπασμα της πραγματείας Περί Ψυχής (404b 18 κ. επ.), και διακρίνει την κανονική διδασκαλία του Πλάτωνα στην Ακαδημία από τη Διάλεξη περί του Αγαθού για την οποία κάνει λόγο ο Αριστόξενος από τον Τάραντα. Αλλά από την άλλη πλευρά, ο W.K.C. Guthrie,περιορίζει την εμβέλεια της έμμεσης διδασκαλίας, βεβαιώνει την υπεροχή του γραπτού έργου επί της προφορικής παράδοσης και υποστηρίζει την γεννητική ερμηνεία της πλατωνικής φιλοσοφίας. Η αντίληψή του περί του πλατωνισμού παραπέμπει επομένως στον 19ο αιώνα.
1β. J. Annas
     Ο J. Annas αποδέχεται την ιστορικότητα της θεωρίας των αρχών και των Αριθμών και την εντάσσει αρκετά νωρίς στον χρόνο (αμέσως μετά την συγγραφή της Πολιτείας). Συμβαδίζοντας όμως με τις απόψεις του H. Cherniss, περιορίζει την αυθεντικότητα: έτσι, κατά τη γνώμη του, η ταυτότητα του Ενός και του Αγαθού, παραπέμπει σε μια τοποθέτηση του Πλάτωνα «ασαφή και μεταφορική». Επιπλέον θεωρεί την διδασκαλία Περί του Αγαθού του Πλάτωνα ως καθαρή φιλοσοφία των μαθηματικών, και αμφισβητώντας την πλατωνική έννοια της σύνοψις, επιβάλει σαφείς διακρίσεις ανάμεσα στην θεωρία των αρχών, την θεωρία των Ιδεών, την θεωρία των κατηγοριών και την θεωρία των αξιών.
2α. H.G. Gadamer
     Από την πλευρά του ο H.G. Gadamer θεωρεί ότι ο φιλοσοφικός προσανατολισμός της μη γραπτής θεωρίας υπερέχει των Διαλόγων, αλλά σε αντίθεση με τους H.J. Krämer και K. Gaiser,  δεν πιστεύει ότι η προφορική διδασκαλία μπορεί να θεωρηθεί ως ένα «ανοιχτό σύστημα». Η πλατωνική θεωρία των Ιδεών είναι μια γενική θεωρία της σχέσης που οριοθετεί το συνεχές πηγαινέλα της σκέψης ανάμεσα στο Αληθές και το Ψευδές, το Έν και το Πολλαπλό, το Είναι και το Μη-Είναι. Εκτός όμως από την ουσιώδη αντινομία που υφίσταται ανάμεσα στο Είναι και τον κόσμο, τα όρια της ανθρώπινης γνώσης προϋποθέτουν επίσης το αέναο της διαλεκτικής κίνησης. Οι εκτιμήσεις αυτές οδήγησαν τον H.G. Gadamer στο συμπέρασμα ότι ο Πλάτων, στον Λόγο περί του Αγαθού βασίστηκε στον ατέρμονο διαλεκτικό λόγο. Έτσι, για τον H.G. Gadamer στην πλατωνική φιλοσοφία, ο διαλεκτικός προσανατολισμός υπερέχει του μεταφυσικού
2β. J.N. Findlay
     Μένει να εξετάσουμε την τοποθέτηση του J.N. Findley. Όπως και ο H.G. Gadamer, o J.N. Findlay αποδίδει μεγάλη σημασία στην θεωρία των αρχών. Κατά τον ερευνητή αυτόν, οι Διάλογοι μπορούν να γίνουν πλήρως κατανοητοί μόνο χάρη στην έμμεση διδασκαλία στην οποία οφείλουν την συνοχή τους, η μή γραπτή θεωρία χρονολογείται τουλάχιστον από την εποχή της Πολιτείας – συμπίπτει δηλαδή με την ίδρυση της Ακαδημίας – και προκειμένου να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη αντίληψη της πλατωνικής φιλοσοφίας, θα πρέπει να την εντάξουμε στους Διαλόγους. Ο Πλάτων προσπάθησε να ορίσει την σφαίρα των νοητών πραγμάτων ποσοτικά, χρησιμοποιώντας σχέσεις και αναλογίες, και επομένως να κατασκευάσει έτσι ένα σύστημα σε σταθερή σχέση με τις μετα-ιδέες των ύψιστων γενών («υπερβατικά», είδη, κατηγορίες), και κυρίως με τις αρχές, το Ένα και την αόριστη Δυάδα. Ο πλατωνισμός δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σε έναν δυαλισμό που θα προϋπέθετε έναν ιδανικό κόσμο, ως αντίγραφο του πραγματικού κόσμου των ιδιαίτερων όντων: έτσι, σύμφωνα με τον J.N. Findlay, ο Πλάτων δεν πίστευε στην πραγματικότητα των ιδιαίτερων, αλλά αντίθετα στην μόνη πραγματικότητα των πραγματικών Φύσεων (Ιδέες), που αποτυπώνονται («instantiate - εγκατοικούν») στα συγκεκριμένα πράγματα. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις μαρτυρίες του Σιμπλίκιος και του Sextus Empiricus, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν τρείς κατηγορίες του Όντος, το Καθαυτό, το σχετικό και το αντίθετο. Κατ’  αναλογία, η δεύτερη αρχή, η αόριστη Δυάδα του Μέγιστου και του Ελάχιστου, δεν είναι παρά η «σκιά» του Ενός-Αγαθού και δεν διαθέτει επομένως δική της υπόσταση. Η τάση στον μονισμό, εκδηλώνεται εν τέλει στις Ιδέες, αφού μπορούμε να τις συλλάβουμε ως απορροές του Ενός. Αφού έχει διαγράψει με αυτό τον τρόπο το πλαίσιο της προφορικής πλατωνικής φιλοσοφίας, ο J.N. Findlay καταλήγει ότι έχει ένα προσωρινό χαρακτήρα, και ότι η μαθηματική αποτύπωση των Ιδεών δεν αποτελεί για τον Πλάτωνα παρά ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Γι’ αυτό εξ άλλου δεν αποτόλμησε να το δημοσιεύσει. Αντίθετα, ο Πλάτων υιοθέτησε απέναντι στην θεωρία του μια κριτική στάση.
     Εδώ τελειώνει η καταγραφή των αντιπαραθέσεων σχετικά με τον πλατωνικό εσωτερισμό. Θα παραθέσουμε τώρα τις τρεις βασικές ενότητες γύρω από τις οποίες διαρθρώνονται τα τρία κεφάλαια της μελέτης μας για την νέα ερμηνεία του πλατωνισμού. Πρώτα θα ερευνήσουμε τις μαρτυρίες που αποδεικνύουν την ύπαρξη της προφορικής διδασκαλίας, στη συνέχεια θα προσεγγίσουμε το πρόβλημα της αυθεντικότητας της έμμεσης διδασκαλίας, και τέλος θα αναδείξουμε το θεωρητικό περιεχόμενο των άγραφων δογμάτων.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: