Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Συνέχεια από Κυριακή, 5 Φεβρουαρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:
2. Πνευματικό περιβάλλον της εποχής του Γεωργίου Παχυμέρη. (Βυζαντινός Ανθρωπισμός).
Ο Γεώργιος Παχυμέρης εδραστηριοποιήθη σε μία περίοδο κατά την οποία ο Βυζαντινός Ανθρωπισμός – Ουμανισμός ανθούσε. Στο
Βυζάντιο, κατά την διάρκεια της μακρόχρονης πορείας της Αυτοκρατορίας, εμφανίστηκαν δύο «Ουμανισμοί». Ο πρώτος ανεδείχθη μεταξύ του 9ου και 10ου αιώνα. Η συγκεκριμένη πολιτισμική αναγέννηση, η οποία είχε πρωτεργάτες τον Λεόντιο το Φιλόσοφο ή Μαθηματικό175, τον Θεόδωρο Στουδίτη176, τον Μέγα Φώτιο177 και τον Αρέθα επίσκοπο Καισαρείας178, δεν απεπειράθη να έλθει σε ρήξη ούτε με το μέχρι τότε καθιερωμένο μοντέλο της διανοήσεως που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, ενώ συγχρόνως δεν καταβάλλεται προσπάθεια για μία διαφορετική θεώρηση του κόσμου της αισθητής εμπειρίας. Σημαντικό ιστορικοθεωρητικό στοιχείο εκείνη την περίοδο ήταν η στροφή των διανοούμενων προς την αρχαιότητα. Σκοπός τους ήταν κυρίως η υιοθέτηση και η αναβίωση της πολιτιστικής, γλωσσικής εκφράσεως της αρχαιότητας και σε ελάσσονα -όχι όμως αμελητέον- βαθμό του περιεχομένου των έργων της. Επιπρόσθετα, παρατηρείται η τάση των Βυζαντινών να μιμηθούν τη γλώσσα και το ύφος της αρχαιότητας και ιδιαίτερα της κλασικής περιόδου. Οι Βυζαντινοί προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν την αρχαία γλώσσα παρά τη γλώσσα της εποχής τους, την οποία θεωρούσαν μάλλον άκομψη και ίσως ακαλλιέργητη. Δίκαια, λοιπόν, για εκείνη την εποχή χρησιμοποιείται ο όρος «πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός». Η συγκεκριμένη ονομασία της περιόδου αυτής οφείλεται στο γνωστό βυζαντινολόγο P. Lemerle179. Άλλωστε, ο ίδιος ο Lemerle παρατηρούσε ότι στο Βυζάντιο «δεν έπαψαν να μιλούν ποτέ ελληνικά και τα έργα της αρχαίας Ελλάδας δεν έπαψαν ποτέ να τροφοδοτούν τη διδασκαλία των γραμματικών και των ρητόρων. Βεβαίως, ακόμα και σήμερα παραμένει αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε πραγματική συνέχεια με τον ειδωλολατρικό ελληνισμό ή πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο επιβιώσεως που η έκτασή της μειωνόταν ολοένα καθώς πνιγόταν από τον στρατευμένο και αργότερα θριαμβευτή Χριστιανισμό;» 10.
Στο εγχείρημα αυτό σημαντική ήταν όχι μόνο η συγκέντρωση
αρχαίων χειρογράφων αλλά και η προσεκτική αντιγραφή αυτών. Στην περαίωσή μάλιστα συνέβαλε ένας νέος τρόπος γραφής, ο οποίος επινοήθηκε τον 9ο αι μ.Χ., η μικρογράμματη γραφή181. Χάρη, επομένως, στην αντιγραφή των κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατέστη εφικτό να σωθούν πλείστα σπουδαία πνευματικά πονήματα των των στοχαστών της αρχαιότητας. Σε αυτό βοήθησε και η μικρογράμματη, η οποία κατέστησε ευκολότερη την αντιγραφή.
Ο Ουμανισμός που δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή συνέχισε και
τόνισε τη σχέση των Βυζαντινών Πατέρων με τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Το ανθρωποείδωλο που είχε ως βάση ο βυζαντινός Ανθρωπισμός εβασίζετο σε μία επιλεκτική, δημιουργική και ισόρροπη εναρμόνιση της αρχαίας ελληνικής παραδόσεως με τη θεολογική πληρότητα της ορθόδοξης θεωρήσεως για τον κόσμο και τον άνθρωπο182. Οι Βυζαντινοί δεν αναπαρήγαγαν με στείρο τρόπο τα κείμενα και τη γλώσσα της αρχαίας ελληνικής κληρονομίας, αλλά οδηγήθηκαν σε μία γόνιμη επανεξέταση του περιεχομένου τους και μετουσίωσαν τη φιλοσοφία τους από το ανθρωποκεντρικό στοιχείο στο θεοκεντρικό, από το οποίο απορρέει ο εν λόγω Ανθρωπισμός183. Μέσω αυτής της επανερμηνείας απορρίπτεται από τους Έλληνες Πατέρες, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, η αρχαιοελληνική οντολογία, όπως το αιώνιον του κόσμου, η επικράτηση της μοίρας και του αναγκαίου, η ταύτιση Θεού και κόσμου, η αιώνια ανακύκληση της ιστορίας αλλά και των όντων, δηλαδή η περιοδική επάνοδός τους ύστερα από κυκλική πορεία, η εντροπία, κ.α. Αν
και απορρίπτουν τα ανωτέρω τα οποία δεν συνάδουν με τη χριστιανική διδασκαλία, δέχονται να εντρυφούν σε προκεχωρημένο βαθμό στην αρχαιοελληνική γνωσιολογία, «προεκτείνοντας δημιουργικά τον ίδιο ελληνικό φιλοσοφικό λόγο»184, με οντολογικές προκείμενες.
Η δεύτερη αναγεννητική περίοδος των κλασικών γραμμάτων και
των έργων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων εμφανίστηκε το 13ο αι.. Η περίοδος της λατινικής κατοχής (1204-1261) που ακολούθησε την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας επέφερε γενική παρακμή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από τα μέσα όμως του 13ου αι. άρχισε να ανθεί ο δεύτερος βυζαντινός Ουμανισμός. Συγκεκριμένα, εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας την περίοδο μεταξύ 13ου και 14ου αι., κατά την Παλαιολόγεια εποχή. Πνευματικό εφαλτήριο για τη γέννηση και άνθηση της εποχής του «δεύτερου Ουμανισμού» υπήρξε η περίοδος κατά την οποία οι Κομνηνοί κατείχον τον αυτοκρατορικό θώκο μεταξύ του τέλους 11ου αι. έως τα τέλη του 12ου αι.
Κατά την περίοδο των Παλαιολόγων η αυτοκρατορία ευρίσκετο σε
υποβαθμισμένη οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Η πνευματική όμως δραστηριότητα υπήρξε σημαντική ως μία μορφή αντίδρασης στην κατάπτωση του κράτους. Η καλλιέργεια του Ανθρωπισμού λειτούργησε ως αναμόρφωση της πνευματικής ζωής με βάση τις πολιτιστικές και πνευματικές αξίες της αρχαιότητας. Σε αυτές τις αρχές του Ανθρωπισμού αναπτύσσεται η παιδεία, οι επιστήμες, η φιλοσοφία και η φιλολογία. Η εν λόγω όμως πνευματική διαύγαση είναι ρητά στην κανονιστικότητά της.
Θέτει ως κέντρο, άξονα και αξιολογικό κριτήριο το θεανθρώπινο
πρόσωπο του Χριστού, και για τον λόγο αυτό ο Ανθρωπισμός είναι
θεανθρωποκεντρικός. Εξάλλου, ο Βυζαντινός Ανθρωπισμός βασίζεται στην αληθινή κοινωνία Θεού και ανθρώπου, η οποία είναι οντολογικό γεγονός και πραγματική υπαρκτική κατάσταση του ανθρώπου185.
Ο Βυζαντινός Ανθρωπισμός διαφέρει από τον μετέπειτα ευρωπαϊκό Ανθρωπισμό, ο οποίος θεωρείται κυρίως ως εκκοσμικευμένα
αυτονοηματοδοτούμενος και ως θέτων τον άνθρωπο σε απόσταση από τον Θεό. Επιπλέον, στις προτάσεις του κυριαρχεί ο ορθολογισμός, ο οποίος έχει θεοποιήσει την ανθρώπινη λογική και την γνώση, ενώ θέτει προς επεξεργασία τον μη καίριο προσδιορισμό της θεολογίας από την βιωματική εμπειρία της Εκκλησίας. Ο Ανθρωπισμός αυτός έθετε ως κέντρο, άξονα και μέτρο κρίσεως των αξιών τον άνθρωπο ως αυταξία. Απέβλεπε στη διαμόρφωση του ιδανικού ανθρώπινου τύπου με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την αρμονική εξέλιξη όλων
των πνευματικών δυνάμεων και δυνατοτήτων του κάθε ανθρώπου. Υπό την εν λόγω οπτική, αναγνωρίζεται πάντως σαφώς η αξία του ανθρώπου και η υπεροχή των πνευματικών αγαθών έναντι των υλικών και της ηθικής αρετής έναντι της σωματικής ανδρείας.
Η ανάπτυξη του Βυζαντινού Ουμανισμού στηρίζεται στη γέννηση
«της Βυζαντινής Φιλοσοφίας» εκείνη την περίοδο από τον 9ο αι. έως το 15ο αι. Ο Λίνος Πολίτης σχολιάζει ότι «Ο όρος Βυζαντινή Φιλοσοφία είναι απόλυτα νόμιμος για ο,τι καλύπτει την φιλοσοφική δραστηριότητα των Βυζαντινών: διδασκαλία, σχολιασμός των κλασικών κειμένων Λογικής και Φυσικής κυρίως, συγγραφές για τα μεγάλα θέματα της φύσης και του ανθρώπου, πολύ συχνά με αφετηρία την διδασκαλία των σημαντικότερων
φιλοσόφων της Ελληνικής Αρχαιότητας, είτε για ερμηνεία και σχολιασμό είτε για αντίκρουση και προώθηση των νέων θέσεων στο πλαίσιο της νέας κοσμοθεωρίας και πολλά άλλα, ... από τον Φώτιο δηλαδή και τον Αρέθα ... και τους άλλους σοφούς των Παλαιολόγειων χρόνων»186.
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η εποχή
του Γεωργίου Παχυμέρη, ο δεύτερος βυζαντινός Ουμανισμός, συνδέεται άμεσα με τον πρώτο, διότι υπάρχει διαδοχή και συνέχεια στην αξιοποίηση της παράδοσης της αρχαίας ελληνικής κληρονομίας. Παράλληλα, ότι η αναγέννηση και η μελέτη των αρχαίων κειμένων του 13ου -14ου αι. δεν θα είχε επιτευχθεί, αν οι φιλόλογοι και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 9ου και 10ου αι. δεν είχαν συγκεντρώσει, διασώσει και ερμηνεύσει την πνευματική κληρονομία της αρχαίας Ελλάδας.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
175. Ιωάννη Μαλαλά, Χρονογραφία, Ν, ΧΙV, CSHB (Corpus Scriptorum Historiae Byzantine) 32, Bonnae 1831, σ. 353-355.
176. A. Gardner, Theodore of Studium. His life and times, London 1905. G. Finlay, History of the Byzantine Empire from DCCXVI to MLVII, London 1908. Χρ. Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Η εικονομαχία εν τη Δύσει», Εκκλησιαστικός Φάρος 20 (1921) 387-409. Του ιδίου, «Αιτίαι και γενικός χαρακτήρ της εικονομαχίας», Θεολογία 8 (1930) 5-16. G. Ostrogorsky, Studien zur Geschichte des Byzantinischen Bilderstreites, Breslau 1929 (φωτοτυπική επανέκδοσηAmsterdam 1964).Τοῦ ἰδίου, History of the Byzantine State, μτφρ. J. Hussey, Oxford 1968. E. J. Martin, A History of the iconoclastic controversy, London 1930. Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αστήρ, Αθήναι 1948. P. Alexander, «The iconoclastic Council of St Sophia (815) and its definition (horos)» Dumbarton Oaks Papers 7 (1953) 35-66. Β. Αθ. Τσίγκος, Βίος, Συγγράμματα και ακολουθία- του Οσίου Πατρός και Ομολογητού Θεοδώρου του Στουδίτου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2001.
177. Βλ. Φειδά, «Φώτιος ο Α ο Μέγας», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τομ. 60, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005. Ν. Ζαχαρόπουλου, Επίτομο Ιστορικό - Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 446-448. Δ. Γ. Τσάμη, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 211-212. Β. Ν. Τωμαδάκη, «Φώτιος ο Α», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 12, εκδ. Αθ. Μαρτίνος, Αθήνα 1968, στ. 21 – 31.
178. J. Matula, «Arethas of Caesarea» in Encyclopedia of Medieval Philosophy. Philosophy between 500 and 1500, vol. I, H. Lagerlund (ed.), Springer Dordrecht, Heidelberg – London – New York 2011, 97-99. Additionally cf. Arethae archiepiscopi Caesariensis scripta minora vols 1-2, ed. Westerink L. G., Teubner, Leipzig 1968/1972, vol. I, p. 1-183, 186-294, 296-340; vol. 2, 1-139. Arethas, «Scholia in Aristotelis categorias, Arethas of Caesareas's Scholia on Porphyry's Isagoge and Aristotle's Categories (Codex Vaticanus Urbinas Graecus, 35)», Corpus philosophorum Medii Aevi. Commentaria in Aristotelem Byzantina 1, ed. M. Share. The Academy of Science, J. Vrin, editions Ousia, Athens- Paris- Bruxelles 1994, 131-229. Arethas, «Scholia in Porpyrii eisagogen
Arethas of Caesareas's Scholia on Porphyry's Isagoge and Aristotle's Categories (Codex Vaticanus Urbinas Graecus, 35)», Corpus philosophorum Medii Aevi. Commentaria in Aristotelem Byzantina 1, ed. M. Share. The Academy of Science, J. Vrin, editions Ousia, Athens- Paris- Bruxelles 1994, 1-130.
179. P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Αθήνα 1985, σ. 85.
180. Αυτόθι, σ. 46.
181. Το βιβλιογραφικό εργαστήριο της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη καθιέρωσε τη μικρογράμματη γραφή. Τα χαρακτηριστικά της «Στουδιτικής» γραφής είναι η κομψότητα, τα αισθητικώς τοποθετημένα γράμματα και η ελαφρά κλίση προς τα αριστερά. Τότε άρχισε και η μεταγραφή κειμένων από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή.
182. Στ. Γιαγκάζογλου, «Φιλοσοφία και Θεολογία στο Βυζάντιο με αναφορά στην ησυχαστική διαμάχη», στο users.sch.gr/polstrantz/philosophia.doc, σ. 7: ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2015.
183. Αυτόθι.
184. Αυτόθι.
185. Μ. Μπέγζου, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία της Θρησκείας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 19962, σ. 36- 37: «Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμεπροκειμένου να δείξουμε την εσώτερη και ενδόμυχη διαπλοκή της ανθρωπολογίας με τη θεολογία. Αφού το θείο και το ανθρώπινο συνιστούν τους δύο πόλους της πραγματικότητας, είναι το υπερβατικό ον και το ενδοκοσμικό ον,
τότε έπεται φυσιολογικά και αβίαστα η κατευθείαν αναφορά τους όπως και η ευνόητη υπαγωγή τους στη θεωρία των όντων (οντολογία). Όσο δικαιούμαστε να σχετίζουμε ανθρωπολογία και κοσμολογία, άλλο τόσο υποχρεούμαστε να αναφέρουμε την ανθρωπολογία στη θεολογία, αρκεί να τηρείται η απαράβατη ιεράρχηση της οντολογίας υπεράνω όλων των άλλων (θεότητας, ανθρωπότητας, κοσμικότητας)».
186. Λ. Γ. Μπενάκη, «Η Βυζαντινή Φιλοσοφία στην σύγχρονη έρευνα», από τό βιβλίο Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, εκδ. Παρουσία, Αθήναι 2000, http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/benakis_byz_erevna.html: ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2015
Συνέχεια από Κυριακή, 5 Φεβρουαρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:
2. Πνευματικό περιβάλλον της εποχής του Γεωργίου Παχυμέρη. (Βυζαντινός Ανθρωπισμός).
Ο Γεώργιος Παχυμέρης εδραστηριοποιήθη σε μία περίοδο κατά την οποία ο Βυζαντινός Ανθρωπισμός – Ουμανισμός ανθούσε. Στο
Βυζάντιο, κατά την διάρκεια της μακρόχρονης πορείας της Αυτοκρατορίας, εμφανίστηκαν δύο «Ουμανισμοί». Ο πρώτος ανεδείχθη μεταξύ του 9ου και 10ου αιώνα. Η συγκεκριμένη πολιτισμική αναγέννηση, η οποία είχε πρωτεργάτες τον Λεόντιο το Φιλόσοφο ή Μαθηματικό175, τον Θεόδωρο Στουδίτη176, τον Μέγα Φώτιο177 και τον Αρέθα επίσκοπο Καισαρείας178, δεν απεπειράθη να έλθει σε ρήξη ούτε με το μέχρι τότε καθιερωμένο μοντέλο της διανοήσεως που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, ενώ συγχρόνως δεν καταβάλλεται προσπάθεια για μία διαφορετική θεώρηση του κόσμου της αισθητής εμπειρίας. Σημαντικό ιστορικοθεωρητικό στοιχείο εκείνη την περίοδο ήταν η στροφή των διανοούμενων προς την αρχαιότητα. Σκοπός τους ήταν κυρίως η υιοθέτηση και η αναβίωση της πολιτιστικής, γλωσσικής εκφράσεως της αρχαιότητας και σε ελάσσονα -όχι όμως αμελητέον- βαθμό του περιεχομένου των έργων της. Επιπρόσθετα, παρατηρείται η τάση των Βυζαντινών να μιμηθούν τη γλώσσα και το ύφος της αρχαιότητας και ιδιαίτερα της κλασικής περιόδου. Οι Βυζαντινοί προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν την αρχαία γλώσσα παρά τη γλώσσα της εποχής τους, την οποία θεωρούσαν μάλλον άκομψη και ίσως ακαλλιέργητη. Δίκαια, λοιπόν, για εκείνη την εποχή χρησιμοποιείται ο όρος «πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός». Η συγκεκριμένη ονομασία της περιόδου αυτής οφείλεται στο γνωστό βυζαντινολόγο P. Lemerle179. Άλλωστε, ο ίδιος ο Lemerle παρατηρούσε ότι στο Βυζάντιο «δεν έπαψαν να μιλούν ποτέ ελληνικά και τα έργα της αρχαίας Ελλάδας δεν έπαψαν ποτέ να τροφοδοτούν τη διδασκαλία των γραμματικών και των ρητόρων. Βεβαίως, ακόμα και σήμερα παραμένει αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε πραγματική συνέχεια με τον ειδωλολατρικό ελληνισμό ή πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο επιβιώσεως που η έκτασή της μειωνόταν ολοένα καθώς πνιγόταν από τον στρατευμένο και αργότερα θριαμβευτή Χριστιανισμό;» 10.
Στο εγχείρημα αυτό σημαντική ήταν όχι μόνο η συγκέντρωση
αρχαίων χειρογράφων αλλά και η προσεκτική αντιγραφή αυτών. Στην περαίωσή μάλιστα συνέβαλε ένας νέος τρόπος γραφής, ο οποίος επινοήθηκε τον 9ο αι μ.Χ., η μικρογράμματη γραφή181. Χάρη, επομένως, στην αντιγραφή των κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατέστη εφικτό να σωθούν πλείστα σπουδαία πνευματικά πονήματα των των στοχαστών της αρχαιότητας. Σε αυτό βοήθησε και η μικρογράμματη, η οποία κατέστησε ευκολότερη την αντιγραφή.
Ο Ουμανισμός που δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή συνέχισε και
τόνισε τη σχέση των Βυζαντινών Πατέρων με τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Το ανθρωποείδωλο που είχε ως βάση ο βυζαντινός Ανθρωπισμός εβασίζετο σε μία επιλεκτική, δημιουργική και ισόρροπη εναρμόνιση της αρχαίας ελληνικής παραδόσεως με τη θεολογική πληρότητα της ορθόδοξης θεωρήσεως για τον κόσμο και τον άνθρωπο182. Οι Βυζαντινοί δεν αναπαρήγαγαν με στείρο τρόπο τα κείμενα και τη γλώσσα της αρχαίας ελληνικής κληρονομίας, αλλά οδηγήθηκαν σε μία γόνιμη επανεξέταση του περιεχομένου τους και μετουσίωσαν τη φιλοσοφία τους από το ανθρωποκεντρικό στοιχείο στο θεοκεντρικό, από το οποίο απορρέει ο εν λόγω Ανθρωπισμός183. Μέσω αυτής της επανερμηνείας απορρίπτεται από τους Έλληνες Πατέρες, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, η αρχαιοελληνική οντολογία, όπως το αιώνιον του κόσμου, η επικράτηση της μοίρας και του αναγκαίου, η ταύτιση Θεού και κόσμου, η αιώνια ανακύκληση της ιστορίας αλλά και των όντων, δηλαδή η περιοδική επάνοδός τους ύστερα από κυκλική πορεία, η εντροπία, κ.α. Αν
και απορρίπτουν τα ανωτέρω τα οποία δεν συνάδουν με τη χριστιανική διδασκαλία, δέχονται να εντρυφούν σε προκεχωρημένο βαθμό στην αρχαιοελληνική γνωσιολογία, «προεκτείνοντας δημιουργικά τον ίδιο ελληνικό φιλοσοφικό λόγο»184, με οντολογικές προκείμενες.
Η δεύτερη αναγεννητική περίοδος των κλασικών γραμμάτων και
των έργων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων εμφανίστηκε το 13ο αι.. Η περίοδος της λατινικής κατοχής (1204-1261) που ακολούθησε την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας επέφερε γενική παρακμή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από τα μέσα όμως του 13ου αι. άρχισε να ανθεί ο δεύτερος βυζαντινός Ουμανισμός. Συγκεκριμένα, εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας την περίοδο μεταξύ 13ου και 14ου αι., κατά την Παλαιολόγεια εποχή. Πνευματικό εφαλτήριο για τη γέννηση και άνθηση της εποχής του «δεύτερου Ουμανισμού» υπήρξε η περίοδος κατά την οποία οι Κομνηνοί κατείχον τον αυτοκρατορικό θώκο μεταξύ του τέλους 11ου αι. έως τα τέλη του 12ου αι.
Κατά την περίοδο των Παλαιολόγων η αυτοκρατορία ευρίσκετο σε
υποβαθμισμένη οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Η πνευματική όμως δραστηριότητα υπήρξε σημαντική ως μία μορφή αντίδρασης στην κατάπτωση του κράτους. Η καλλιέργεια του Ανθρωπισμού λειτούργησε ως αναμόρφωση της πνευματικής ζωής με βάση τις πολιτιστικές και πνευματικές αξίες της αρχαιότητας. Σε αυτές τις αρχές του Ανθρωπισμού αναπτύσσεται η παιδεία, οι επιστήμες, η φιλοσοφία και η φιλολογία. Η εν λόγω όμως πνευματική διαύγαση είναι ρητά στην κανονιστικότητά της.
Θέτει ως κέντρο, άξονα και αξιολογικό κριτήριο το θεανθρώπινο
πρόσωπο του Χριστού, και για τον λόγο αυτό ο Ανθρωπισμός είναι
θεανθρωποκεντρικός. Εξάλλου, ο Βυζαντινός Ανθρωπισμός βασίζεται στην αληθινή κοινωνία Θεού και ανθρώπου, η οποία είναι οντολογικό γεγονός και πραγματική υπαρκτική κατάσταση του ανθρώπου185.
Ο Βυζαντινός Ανθρωπισμός διαφέρει από τον μετέπειτα ευρωπαϊκό Ανθρωπισμό, ο οποίος θεωρείται κυρίως ως εκκοσμικευμένα
αυτονοηματοδοτούμενος και ως θέτων τον άνθρωπο σε απόσταση από τον Θεό. Επιπλέον, στις προτάσεις του κυριαρχεί ο ορθολογισμός, ο οποίος έχει θεοποιήσει την ανθρώπινη λογική και την γνώση, ενώ θέτει προς επεξεργασία τον μη καίριο προσδιορισμό της θεολογίας από την βιωματική εμπειρία της Εκκλησίας. Ο Ανθρωπισμός αυτός έθετε ως κέντρο, άξονα και μέτρο κρίσεως των αξιών τον άνθρωπο ως αυταξία. Απέβλεπε στη διαμόρφωση του ιδανικού ανθρώπινου τύπου με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την αρμονική εξέλιξη όλων
των πνευματικών δυνάμεων και δυνατοτήτων του κάθε ανθρώπου. Υπό την εν λόγω οπτική, αναγνωρίζεται πάντως σαφώς η αξία του ανθρώπου και η υπεροχή των πνευματικών αγαθών έναντι των υλικών και της ηθικής αρετής έναντι της σωματικής ανδρείας.
Η ανάπτυξη του Βυζαντινού Ουμανισμού στηρίζεται στη γέννηση
«της Βυζαντινής Φιλοσοφίας» εκείνη την περίοδο από τον 9ο αι. έως το 15ο αι. Ο Λίνος Πολίτης σχολιάζει ότι «Ο όρος Βυζαντινή Φιλοσοφία είναι απόλυτα νόμιμος για ο,τι καλύπτει την φιλοσοφική δραστηριότητα των Βυζαντινών: διδασκαλία, σχολιασμός των κλασικών κειμένων Λογικής και Φυσικής κυρίως, συγγραφές για τα μεγάλα θέματα της φύσης και του ανθρώπου, πολύ συχνά με αφετηρία την διδασκαλία των σημαντικότερων
φιλοσόφων της Ελληνικής Αρχαιότητας, είτε για ερμηνεία και σχολιασμό είτε για αντίκρουση και προώθηση των νέων θέσεων στο πλαίσιο της νέας κοσμοθεωρίας και πολλά άλλα, ... από τον Φώτιο δηλαδή και τον Αρέθα ... και τους άλλους σοφούς των Παλαιολόγειων χρόνων»186.
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η εποχή
του Γεωργίου Παχυμέρη, ο δεύτερος βυζαντινός Ουμανισμός, συνδέεται άμεσα με τον πρώτο, διότι υπάρχει διαδοχή και συνέχεια στην αξιοποίηση της παράδοσης της αρχαίας ελληνικής κληρονομίας. Παράλληλα, ότι η αναγέννηση και η μελέτη των αρχαίων κειμένων του 13ου -14ου αι. δεν θα είχε επιτευχθεί, αν οι φιλόλογοι και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 9ου και 10ου αι. δεν είχαν συγκεντρώσει, διασώσει και ερμηνεύσει την πνευματική κληρονομία της αρχαίας Ελλάδας.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
175. Ιωάννη Μαλαλά, Χρονογραφία, Ν, ΧΙV, CSHB (Corpus Scriptorum Historiae Byzantine) 32, Bonnae 1831, σ. 353-355.
176. A. Gardner, Theodore of Studium. His life and times, London 1905. G. Finlay, History of the Byzantine Empire from DCCXVI to MLVII, London 1908. Χρ. Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Η εικονομαχία εν τη Δύσει», Εκκλησιαστικός Φάρος 20 (1921) 387-409. Του ιδίου, «Αιτίαι και γενικός χαρακτήρ της εικονομαχίας», Θεολογία 8 (1930) 5-16. G. Ostrogorsky, Studien zur Geschichte des Byzantinischen Bilderstreites, Breslau 1929 (φωτοτυπική επανέκδοσηAmsterdam 1964).Τοῦ ἰδίου, History of the Byzantine State, μτφρ. J. Hussey, Oxford 1968. E. J. Martin, A History of the iconoclastic controversy, London 1930. Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αστήρ, Αθήναι 1948. P. Alexander, «The iconoclastic Council of St Sophia (815) and its definition (horos)» Dumbarton Oaks Papers 7 (1953) 35-66. Β. Αθ. Τσίγκος, Βίος, Συγγράμματα και ακολουθία- του Οσίου Πατρός και Ομολογητού Θεοδώρου του Στουδίτου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2001.
177. Βλ. Φειδά, «Φώτιος ο Α ο Μέγας», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τομ. 60, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005. Ν. Ζαχαρόπουλου, Επίτομο Ιστορικό - Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 446-448. Δ. Γ. Τσάμη, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 211-212. Β. Ν. Τωμαδάκη, «Φώτιος ο Α», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 12, εκδ. Αθ. Μαρτίνος, Αθήνα 1968, στ. 21 – 31.
178. J. Matula, «Arethas of Caesarea» in Encyclopedia of Medieval Philosophy. Philosophy between 500 and 1500, vol. I, H. Lagerlund (ed.), Springer Dordrecht, Heidelberg – London – New York 2011, 97-99. Additionally cf. Arethae archiepiscopi Caesariensis scripta minora vols 1-2, ed. Westerink L. G., Teubner, Leipzig 1968/1972, vol. I, p. 1-183, 186-294, 296-340; vol. 2, 1-139. Arethas, «Scholia in Aristotelis categorias, Arethas of Caesareas's Scholia on Porphyry's Isagoge and Aristotle's Categories (Codex Vaticanus Urbinas Graecus, 35)», Corpus philosophorum Medii Aevi. Commentaria in Aristotelem Byzantina 1, ed. M. Share. The Academy of Science, J. Vrin, editions Ousia, Athens- Paris- Bruxelles 1994, 131-229. Arethas, «Scholia in Porpyrii eisagogen
Arethas of Caesareas's Scholia on Porphyry's Isagoge and Aristotle's Categories (Codex Vaticanus Urbinas Graecus, 35)», Corpus philosophorum Medii Aevi. Commentaria in Aristotelem Byzantina 1, ed. M. Share. The Academy of Science, J. Vrin, editions Ousia, Athens- Paris- Bruxelles 1994, 1-130.
179. P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Αθήνα 1985, σ. 85.
180. Αυτόθι, σ. 46.
181. Το βιβλιογραφικό εργαστήριο της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη καθιέρωσε τη μικρογράμματη γραφή. Τα χαρακτηριστικά της «Στουδιτικής» γραφής είναι η κομψότητα, τα αισθητικώς τοποθετημένα γράμματα και η ελαφρά κλίση προς τα αριστερά. Τότε άρχισε και η μεταγραφή κειμένων από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή.
182. Στ. Γιαγκάζογλου, «Φιλοσοφία και Θεολογία στο Βυζάντιο με αναφορά στην ησυχαστική διαμάχη», στο users.sch.gr/polstrantz/philosophia.doc, σ. 7: ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2015.
183. Αυτόθι.
184. Αυτόθι.
185. Μ. Μπέγζου, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία της Θρησκείας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 19962, σ. 36- 37: «Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμεπροκειμένου να δείξουμε την εσώτερη και ενδόμυχη διαπλοκή της ανθρωπολογίας με τη θεολογία. Αφού το θείο και το ανθρώπινο συνιστούν τους δύο πόλους της πραγματικότητας, είναι το υπερβατικό ον και το ενδοκοσμικό ον,
τότε έπεται φυσιολογικά και αβίαστα η κατευθείαν αναφορά τους όπως και η ευνόητη υπαγωγή τους στη θεωρία των όντων (οντολογία). Όσο δικαιούμαστε να σχετίζουμε ανθρωπολογία και κοσμολογία, άλλο τόσο υποχρεούμαστε να αναφέρουμε την ανθρωπολογία στη θεολογία, αρκεί να τηρείται η απαράβατη ιεράρχηση της οντολογίας υπεράνω όλων των άλλων (θεότητας, ανθρωπότητας, κοσμικότητας)».
186. Λ. Γ. Μπενάκη, «Η Βυζαντινή Φιλοσοφία στην σύγχρονη έρευνα», από τό βιβλίο Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, εκδ. Παρουσία, Αθήναι 2000, http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/benakis_byz_erevna.html: ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου