O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
[Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της σχέσεως των θείων προσώπων]
594. Και προσθέτει ο Θωμάς και λέει, ότι « απομένει λοιπόν να μην είναι αδύνατο να είναι αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος ». Αλλ’ είναι βέβαια και κατ’ εξοχήν (μάλιστα ) αδύνατο, εφ’ όσον είναι ψέμμα· αυτό που είναι λοιπόν ψέμμα εκεί, είναι επομένως και αδύνατο. Είναι ψέμμα το να βρίσκεται κάτω από διαφορετικήν αρχή ο Πατέρας, είναι λοιπόν και αδύνατο. Αν είναι λοιπόν ψέμμα σύμφωνα με τις διακηρύξεις ( αποφάσεις ) των αγίων το να είναι αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος, είναι άρα και αδύνατο. Κι αυτό που προσάπτει ( επιφέρει – ο Θωμάς… ) δεν είναι μόνον ψέμμα, αλλά και παντελώς ανόητο· « αυτό που δεν είναι » λέει « αδύνατο, είναι δυνατό. Και δεν διαφέρει σε τίποτα στα θεία το να είσαι και να μπορής ( το είναι και δύνασθαι ) ».. Αν είναι μεν το είναι του Θεού ένα και απλό, είναι δε αυτά που μπορεί ο Θεός πολλά και ποικίλα,, διαφέρει άρα στα θεία και κατά πολύ το είναι και δύνασθαι.
595. Κι ακόμα· το ότι μπορεί ο Θεός είναι ολοφάνερο απ’ τα δικά του έργα, το δε είναι του Θεού είναι κρυφό και ανεπινόητο σε κάθε γενητή ( δημιουργημένη, κτιστή… ) φύση. Διαφέρει άρα και κατά υπέρτερον τρόπο ( υπερκειμένως ) το είναι και το δύνασθαι στα θεία. Κι ακόμα· φανερώνουν και μετέχουν στη δύναμη και τη σοφία του δημιουργού τα ποιήματα, το δε είναι του είναι πάνω κι απ’ την αγγελική γνώση, ώστε διαφέρει άρα πολύ στους θείους τρόπους το είναι και ( το… ) δύνασθαι. Για δε το αδύνατο και δυνατό, τί να πη κανείς, που είναι τόσο γεμάτο απ’ το ψέμμα; Δεν είναι αδύνατο στον Θεό να κτίση και άλλου γένους ζώα λογικά εκτός απ’ τους ανθρώπους. Κι αν είναι αυτό που δεν είναι αδύνατο δυνατό, αυτό όμως που είναι δυνατό δεν υπάρχει (ούκ έστιν )· γιατί ούτε και συναντάται άλλο ζώο λογικό πάνω στη γη εκτός απ’ τον άνθρωπο, είναι άρα ήδη αναγκαστικά ψέμμα το ότι αυτό που δεν είναι αδύνατο είναι και δυνατό. Είναι απειροδύναμος ο Θεός, δεν υπάρχουν όμως ( σ’ αυτόν… ) άπειρα είναι. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ( ο Θωμάς… ), πως « δεν διαφέρει σε τίποτα στα θεία το είναι και ( το… ) δύνασθαι ».
596. Αδικεί έτσι άρα σε όλες τις ίδιες τις δικές του προτάσεις την αλήθεια και συμπεραίνει το ψέμμα και δεν αισχύνεται ( ντρέπεται… ). Αν θέλη λοιπόν κάποιος να μιμηθή σ’ αυτό τον Θωμά και να μεταθέση εδώ τις προτάσεις του Υιού στο Πνεύμα, νομίζει ( επινοεί… ) και το Πνεύμα αίτιο του Υιού, όπως αν έλεγε· « δεν είναι αντίθετο στον λόγο τού Πνεύματος το να είναι αρχή το Πνεύμα του Υιού, ούτε ως Θεού, αφού είναι κι ο Πατέρας αρχή του Υιού, ούτε ως Πνεύματος, αφού είναι διαφορετική η πρόοδος του Πνεύματος και διαφορετική η του Υιού· και δεν μάχεται αυτό που είναι από μιαν αρχή, και κατά μίαν πρόοδο, το να είναι αρχή της προόδου του άλλου. Απομένει λοιπόν να μην είναι αδύνατο να είναι αρχή το Πνεύμα το άγιο του Υιού, κι αυτό που δεν είναι αδύνατο, είναι δυνατό. Και δεν διαφέρει σε τίποτα το είναι και ( το… ) δύνασθαι στα θεία ».Είναι άρα αρχή το Πνεύμα το άγιο του Υιού. Βλέπεις τον γκρεμό τής αίρεσης, στον οποίον οδηγούνται οι προτάσεις του; Όπως είναι ακριβώς ο Υιός Θεός, έτσι είναι και το Πνεύμα Θεός· κι αυτό που συμπεραίνεις στον Υιό, αυτό θα συμπεράνης και στο άγιο Πνεύμα με ίσες τις προτάσεις, το οποίο είναι ακριβώς σφόδρα άτοπο και ασεβές.[ Η ρίζα τής συγχρόνου αιρέσεως τής οικονομίας τού Αγίου Πνεύματος]
597. « Συμπεραίνουν ( επάγουσιν ) »λέει « ότι, όντας απλό, δεν θα μπορούσε να είναι από δύο το Πνεύμα, κι ότι, αν προέρχεται ( πρόεισι ) τελείως απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα το άγιο, δεν θα μπορούσε να εκπορεύεται ( ουκ αν εκπορεύοιτο ) και απ’ τον Υιό, και άλλα τέτοια, τα οποία είναι εύκολο να τα λύνουν κι αυτοί που έχουν λίγο γυμνασθή στα θεολογικά. Γιατί ο Πατέρας και ο Υιός είναι μιά αρχή του αγίου Πνεύματος, λόγω της ενότητας της θείας δύναμης, και προάγουν με μιάν πρόοδο το Πνεύμα το άγιο, όπως είναι ακριβώς τα τρία πρόσωπα και μιά αρχή της κτίσης και παράγουν την κτίση με μιάν ενέργεια ».
598. Αυτά που προανέφερε ο Θωμάς για την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος, ως λόγους των Γραικών, λέει, ότι είναι εύκολο να τα λύνουν κι εκείνοι που έχουν γυμνασθή λίγο στα θεολογικά. Και ούτε επιστρέφει στις προτάσεις εκείνες, ούτε και αποδεικνύει πώς είναι ( προέρχεται… ), όντας απλό, από δύο το άγιο Πνεύμα και πώς, προπεμπόμενο ( προϊόν ) τελείως απ’ τον Πατέρα, εκπορεύεται και απ’ τον Υιό, και έχοντας αφήσει δεμένα και αναπόδεικτα τα εύκολα προς λύσιν, προχωρά ακατάπαυστα ( χωρεί ) σε αναισθησίες και βλασφημίες και δεν λέει τίποτα το άξιο λόγου ( ουδέν προς έπος ). «Γιατί είναι » λέει « μιά αρχή του αγίου Πνεύματος ο Πατέρας κι ο Υιός ». Κι η απόδειξη; « λόγω της ενότητας της θείας δύναμης » λέει μετά, χωρίς να κατανοή, ότι την ενότητα που έχει ο Υιός προς τον Πατέρα κατά τη θεία δύναμη , την ίδιαν και ίσην ενότητα έχει και το Πνεύμα το άγιο προς προς τον Πατέρα κατά τη θεία δύναμη· γιατί έναι μια η ουσία κι η δύναμη κι η ενέργεια στα τρία πρόσωπα.
595. Κι ακόμα· το ότι μπορεί ο Θεός είναι ολοφάνερο απ’ τα δικά του έργα, το δε είναι του Θεού είναι κρυφό και ανεπινόητο σε κάθε γενητή ( δημιουργημένη, κτιστή… ) φύση. Διαφέρει άρα και κατά υπέρτερον τρόπο ( υπερκειμένως ) το είναι και το δύνασθαι στα θεία. Κι ακόμα· φανερώνουν και μετέχουν στη δύναμη και τη σοφία του δημιουργού τα ποιήματα, το δε είναι του είναι πάνω κι απ’ την αγγελική γνώση, ώστε διαφέρει άρα πολύ στους θείους τρόπους το είναι και ( το… ) δύνασθαι. Για δε το αδύνατο και δυνατό, τί να πη κανείς, που είναι τόσο γεμάτο απ’ το ψέμμα; Δεν είναι αδύνατο στον Θεό να κτίση και άλλου γένους ζώα λογικά εκτός απ’ τους ανθρώπους. Κι αν είναι αυτό που δεν είναι αδύνατο δυνατό, αυτό όμως που είναι δυνατό δεν υπάρχει (ούκ έστιν )· γιατί ούτε και συναντάται άλλο ζώο λογικό πάνω στη γη εκτός απ’ τον άνθρωπο, είναι άρα ήδη αναγκαστικά ψέμμα το ότι αυτό που δεν είναι αδύνατο είναι και δυνατό. Είναι απειροδύναμος ο Θεός, δεν υπάρχουν όμως ( σ’ αυτόν… ) άπειρα είναι. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ( ο Θωμάς… ), πως « δεν διαφέρει σε τίποτα στα θεία το είναι και ( το… ) δύνασθαι ».
596. Αδικεί έτσι άρα σε όλες τις ίδιες τις δικές του προτάσεις την αλήθεια και συμπεραίνει το ψέμμα και δεν αισχύνεται ( ντρέπεται… ). Αν θέλη λοιπόν κάποιος να μιμηθή σ’ αυτό τον Θωμά και να μεταθέση εδώ τις προτάσεις του Υιού στο Πνεύμα, νομίζει ( επινοεί… ) και το Πνεύμα αίτιο του Υιού, όπως αν έλεγε· « δεν είναι αντίθετο στον λόγο τού Πνεύματος το να είναι αρχή το Πνεύμα του Υιού, ούτε ως Θεού, αφού είναι κι ο Πατέρας αρχή του Υιού, ούτε ως Πνεύματος, αφού είναι διαφορετική η πρόοδος του Πνεύματος και διαφορετική η του Υιού· και δεν μάχεται αυτό που είναι από μιαν αρχή, και κατά μίαν πρόοδο, το να είναι αρχή της προόδου του άλλου. Απομένει λοιπόν να μην είναι αδύνατο να είναι αρχή το Πνεύμα το άγιο του Υιού, κι αυτό που δεν είναι αδύνατο, είναι δυνατό. Και δεν διαφέρει σε τίποτα το είναι και ( το… ) δύνασθαι στα θεία ».Είναι άρα αρχή το Πνεύμα το άγιο του Υιού. Βλέπεις τον γκρεμό τής αίρεσης, στον οποίον οδηγούνται οι προτάσεις του; Όπως είναι ακριβώς ο Υιός Θεός, έτσι είναι και το Πνεύμα Θεός· κι αυτό που συμπεραίνεις στον Υιό, αυτό θα συμπεράνης και στο άγιο Πνεύμα με ίσες τις προτάσεις, το οποίο είναι ακριβώς σφόδρα άτοπο και ασεβές.[ Η ρίζα τής συγχρόνου αιρέσεως τής οικονομίας τού Αγίου Πνεύματος]
597. « Συμπεραίνουν ( επάγουσιν ) »λέει « ότι, όντας απλό, δεν θα μπορούσε να είναι από δύο το Πνεύμα, κι ότι, αν προέρχεται ( πρόεισι ) τελείως απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα το άγιο, δεν θα μπορούσε να εκπορεύεται ( ουκ αν εκπορεύοιτο ) και απ’ τον Υιό, και άλλα τέτοια, τα οποία είναι εύκολο να τα λύνουν κι αυτοί που έχουν λίγο γυμνασθή στα θεολογικά. Γιατί ο Πατέρας και ο Υιός είναι μιά αρχή του αγίου Πνεύματος, λόγω της ενότητας της θείας δύναμης, και προάγουν με μιάν πρόοδο το Πνεύμα το άγιο, όπως είναι ακριβώς τα τρία πρόσωπα και μιά αρχή της κτίσης και παράγουν την κτίση με μιάν ενέργεια ».
598. Αυτά που προανέφερε ο Θωμάς για την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος, ως λόγους των Γραικών, λέει, ότι είναι εύκολο να τα λύνουν κι εκείνοι που έχουν γυμνασθή λίγο στα θεολογικά. Και ούτε επιστρέφει στις προτάσεις εκείνες, ούτε και αποδεικνύει πώς είναι ( προέρχεται… ), όντας απλό, από δύο το άγιο Πνεύμα και πώς, προπεμπόμενο ( προϊόν ) τελείως απ’ τον Πατέρα, εκπορεύεται και απ’ τον Υιό, και έχοντας αφήσει δεμένα και αναπόδεικτα τα εύκολα προς λύσιν, προχωρά ακατάπαυστα ( χωρεί ) σε αναισθησίες και βλασφημίες και δεν λέει τίποτα το άξιο λόγου ( ουδέν προς έπος ). «Γιατί είναι » λέει « μιά αρχή του αγίου Πνεύματος ο Πατέρας κι ο Υιός ». Κι η απόδειξη; « λόγω της ενότητας της θείας δύναμης » λέει μετά, χωρίς να κατανοή, ότι την ενότητα που έχει ο Υιός προς τον Πατέρα κατά τη θεία δύναμη , την ίδιαν και ίσην ενότητα έχει και το Πνεύμα το άγιο προς προς τον Πατέρα κατά τη θεία δύναμη· γιατί έναι μια η ουσία κι η δύναμη κι η ενέργεια στα τρία πρόσωπα.
Συνεχίζεται καί ολοκληρώνεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου