Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (2)

Συνέχεια από:Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
                                                          Ι
                            Τ Ο  Π Ε Π Λ Ο  Τ Ο Υ  Θ Α Ν Α Τ Ο Υ
1. Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ: Ο,ΤΙ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΤΕΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
Για να κατανοήσουμε τον αφορισμό τού Ηράκλειτου θα πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις τρείς λέξεις που τον απαρτίζουν. Μπορούμε κατ’ αρχήν να πούμε ότι αυτή η φράση που περιλαμβάνει τον όρο φιλείν (αγαπά, επιθυμεί, συνηθίζει), συναντάται συχνά στον Ηράκλειτο, αλλά επίσης και στους τραγικούς, και ακόμη και στον Ηρόδοτο, όπως για παράδειγμα στην έκφραση «Ο άνεμος “αγαπά” [έχει το ιδίωμα] να φυσά», ή στον Δημόκριτο: «Η επιμέλεια “αγαπά” να καλλιεργείται [συνήθως καλλιεργείται] μέσα απ’ αυτή την εξάσκηση [την προσπάθεια εκμάθησης της ανάγνωσης και της μουσικής]. Η λέξη «αγαπά» (φιλεί) δεν έχει εδώ την έννοια του συναισθήματος, αλλά μιας φυσικής ή συνήθους ροπής, μιας διαδικασίας που εξελίσσεται αναγκαία ή συχνά.
     Ποιο είναι όμως το υποκείμενο για το οποίο λέγεται ότι «έχει την τάση να κρύβεται», πού «συνήθως κρύβεται»; Είναι η φύσις, λέξη που στην εποχή του Ηράκλειτου έχει εξαιρετικά πλούσιο νόημα, αλλά δεν προσδιορίζει αναγκαία την Φύση ως σύνολο ή αρχή των φαινομένων.  Eκείνη  την εποχή έχει κυρίως ένα διπλό νόημα. Αφ’ ενός σημαίνει την σύσταση, την καθαυτό φύση κάθε πράγματος, και αφ’ ετέρου, την διαδικασία πραγμάτωσης, γένεσης, ανάδυσης και εξέλιξης κάποιου πράγματος.
    Το πρώτο νόημα διαπιστώνεται εμφανώς από τον ίδιο τον Ηράκλειτο. Για παράδειγμα, δηλώνει ότι η μέθοδός του συνίσταται στην διαίρεση κάθε πράγματος στα συστατικά τής φύσεώς του, κάτι που σύμφωνα με την προοπτική που δίνει ο Ηράκλειτος στην θεωρία του σημαίνει ενδεχομένως την διαίρεση κάθε πράγματος, προκειμένου να αναδειχθεί η σύμπτωση τών εναντίων που χαρακτηρίζει το κάθε πράγμα. Κατανοώντας την φύση με αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το «κρύπτεσθαι» αναφέρεται στην δυσχέρεια τής ανάδειξης τών συστατικών τής φύσεως κάθε πράγματος. Στον Ηράκλειτο οι λέξεις  κρύπτειν και κρύπτεσθαι θα μπορούσαν να έχουν το νόημα «απόκρυψης τής γνώσεως», όπως για παράδειγμα αναφέρεται για τους χρησμούς τού Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών: «Ο λόγος του ούτε αποκαλύπτει ούτε αποκρύπτει, αλλά υποδεικνύει». Θα ήταν επομένως λογικό να συμπεράνουμε ότι το νόημα τού αφορισμού μας είναι: « Η φύση (με την έννοια τής καθαυτό σύστασης, τής καθαυτό δύναμης και ζωής τού πράγματος) αγαπά να κρύβεται, να μην αναδεικνύεται». Η ερμηνεία αυτή εμπεριέχει εξ άλλου δύο αποχρώσεις· είτε: η φύση των πραγμάτων γνωρίζεται δύσκολα, είτε: η φύση των πραγμάτων επιδιώκει να κρύβεται, δηλαδή ο συνετός πρέπει να την αποκρύψει.
     Θα ήταν όμως ίσως ορθότερο να αποδώσουμε εδώ στο νόημα τής φύσεως την δεύτερη έννοια, αυτήν τής διαδικασίας, δηλαδή τής εμφάνισης, της γένεσης ενός πράγματος και των υπόλοιπων πραγμάτων. Το νόημα αυτό υπήρχε ήδη την εποχή τού Ηράκλειτου· το καλύτερο παράδειγμα βρίσκεται στον Εμπεδοκλή: «Σε όλα τα θνητά πράγματα δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο γέννηση (φύσις), ούτε τέλος στον μισητό θάνατο, παρά μονάχα μείξη και διάκριση τών μεμειγμένων πραγμάτων, και αυτό είναι που οι άνθρωποι αποκαλούν φύση». Ο Εμπεδοκλής εννοεί ότι εάν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η λέξη φύσις προσδιορίζει την διαδικασία χάρη στην οποία ένα πράγμα αρχίζει να υπάρχει, ασφαλώς πλανώνται: η φύσις είναι μια διαδικασία ανάμειξης και διάκρισης πραγμάτων που προϋπάρχουν. Ανεξάρτητα όμως από το πώς θέτει το ζήτημα ο Εμπεδοκλής, καθίσταται σαφές ότι φύσις σημαίνει την διαδικασία δια της οποίας αναδύονται τα πράγματα. Επομένως ο αφορισμός θα μπορούσε να έχει το ακόλουθο νόημα: «Η διαδικασία γέννησης και μορφοποίησης έχει την τάση να κρύβεται». Έτσι παραμένουμε στην καταγραφή τής δυσχέρειας τής γνώσης, και μπορούμε να συγκρίνουμε τον αφορισμό μας με έναν ακόμη αφορισμό τού Ηράκλειτου: «Τα όρια τής ψυχής, συνεχίζοντας στον δρόμο της αναζήτησης, δεν θα μπορέσεις να τα βρείς, ακόμη και αν εξερευνήσεις  όλες τις πιθανές κατευθύνσεις: στο πεδίο αυτό ο λόγος της είναι βαθύς». Συγκρίνοντας τα δύο αποσπάσματα θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η φύσις ταυτίζεται με τον λόγο, δηλαδή με την πνοή που συνδέει τα ενάντια.
     Έτσι καταλήγουμε στην υπόθεση ότι θα πρέπει να ερμηνεύσουμε το κρύπτεσθαι με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Πράγματι, το ρήμα κρύπτειν στην ενεργητική φωνή, όπως και στη μέση, κρύπτεσθαι, μπορεί να σημαίνει «ενταφιάζω», όπως και το ρήμα καλύπτειν «Καλυψώ», η διάσημη Καλυψώ που αιχμαλώτισε τον Οδυσσέα, είναι η θεά του θανάτου. Αυτό το νόημα έχει τόσο το γεγονός ότι η γη καλύπτει το νεκρό σώμα, όσο και το πέπλο με το οποίο καλύπτεται το κεφάλι των νεκρών. Στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη για παράδειγμα, η Φαίδρα τρομοκρατημένη από το πάθος που την συγκλονίζει, ζητάει από την τροφό της να της καλύψει το κεφάλι. Εκείνη υπακούει αλλά προσθέτει: «Σε καλύπτω, αλλά πότε ο θάνατος θα καλύψει το σώμα μου;». Εδώ ο θάνατος εμφανίζεται σαν ένα πέπλο, ένα σκοτείνιασμα, μια βαρειά συννεφιά. Αυτό το πιθανό νόημα τού κρύπτειν, κρύπτεσθαι, θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια τελείως διαφορετική ερμηνεία τού αποσπάσματος τού Ηράκλειτου. Είδαμε ότι η λέξη φύσις θα μπορούσε να σημαίνει την γέννηση, η λέξη κρύπτεσθαι από την πλευρά της θα μπορούσε να επικαλείται την εξαφάνιση, τον θάνατο. Επομένως εδώ θα υπήρχε αντιπαράθεση ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο, την εμφάνιση και την εξαφάνιση, και η πρόταση θα αποκτούσε επομένως μιαν αντιθετική μορφή, απόλυτα σύμφωνη με το γενικό πνεύμα του Ηράκλειτου.
     Δύο πιθανές μορφές αντίθεσης εμφανίζονται επίσης εδώ. Θα μπορούσαμε κατ’ αρχήν να υποθέσουμε ότι φύσις και κρύπτεσθαι (το ρήμα λαμβανόμενο στην μέση φωνή) εκφράζουν ένα θετικό νόημα, το ακόλουθο: «Αυτό που προκαλεί τη γέννηση τείνει να επιφέρει την εξαφάνιση». Δηλαδή: η δύναμη που γεννά είναι η ίδια με αυτήν που  εξαλείφει. Μπορούμε όμως επίσης να υποθέσουμε ότι και οι δύο λέξεις έχουν παθητικό νόημα. Η λέξη φύσις, είναι δυνατόν να σημαίνει, όπως στον Αριστοτέλη, το αποτέλεσμα τής διαδικασίας μορφοποίησης, και επομένως την μορφή που αναδύεται στο τέλος αυτής τής διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή ο αφορισμός  θα σήμαινε ότι: «Αυτό που απορρέει από την διαδικασία γέννησης τείνει να εξαφανιστεί, ή «Η μορφή που αναδύεται τείνει προς την εξάλειψή της».
    Καταλήξαμε λοιπόν στις ακόλουθες πέντε δυνατές ερμηνείες αυτού τού αινιγματικού αποφθέγματος – γεγονός που αποδεικνύει την δυσχέρεια κατανόησης τού Ηράκλειτου:
1. Η σύσταση κάθε πράγματος έχει την τάση να κρύβεται (= είναι δυσπρόσιτη στη γνώση).
2. Η σύσταση κάθε πράγματος επιθυμεί να κρύβεται (= δεν θέλει να αποκαλυφθεί).
3. Η προέλευση έχει την τάση να κρύβεται (= η προέλευση των πραγμάτων είναι δυσπρόσιτη στη γνώση).
4. Ό,τι προκαλεί την εμφάνιση τείνει να προκαλέσει και την εξαφάνιση (= αυτό που προκαλεί την γέννηση τείνει να προκαλέσει και τον θάνατο).
5. Η μορφή (εμφάνιση) τείνει προς την εξαφάνιση (= αυτό που γεννήθηκε επιθυμεί να πεθάνει).
          Πλησιέστερες πιθανώς σε αυτό που επιθυμούσε να εκφράσει ο Ηράκλειτος θα πρέπει να θεωρηθούν οι δύο τελευταίες ερμηνείες, διότι ανταποκρίνονται στον αντιθετικό χαρακτήρα που συνοδεύει τη σκέψη του. Η πραγματικότητα θέλει κάθε πράγμα να εμπεριέχει δύο όψεις, που αλληλοαναιρούνται· για παράδειγμα, ο θάνατος είναι ζωή, και η ζωή είναι θάνατος: «Αθάνατοι, θνητοί· θνητοί, αθάνατοι· διότι οι μεν ζουν τον θάνατο αυτών εδώ, οι δε θανατώνουν την ζωή αυτών εκεί». «Όταν γεννηθούν επιθυμούν να ζήσουν και έτσι να έχουν τον κλήρο τού θανάτου, αφήνουν δε πίσω τους παιδιά για να συνεχίσουν να παράγονται κλήροι θανάτου». «Το όνομα του τόξου είναι ζωή (βιός [ονομάζεται το τόξο στην αρχαία ελληνική γλώσσα] = βίος), αλλά έργο του ο θάνατος» (Ηράκλειτος, αποσπάσματα 62, 20 κι 48).
     Αυτή τη σχέση ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο, την εμφάνιση και την εξαφάνιση, την συναντούμε για παράδειγμα σε ένα διάσημο απόσπασμα από τον Αίαντα του Σοφοκλή, απόσπασμα στο οποίο έχει αποδωθεί συχνά η προσωνυμία «ο αποκρύπτων λόγος». Ο Αίας έχει προηγουμένως ανακοινώσει την πρόθεσή του να πεθάνει. Και ξαφνικά, την ώρα που ο χορός ήδη θρηνεί, εκφωνεί έναν μακροσκελή λόγο που δίνει την εντύπωση ότι άλλαξε γνώμη. Ο λόγος αυτός αρχίζει ως εξής:
              Ναι, ο χρόνος, ο μακρός και αναρίθμητος,
                    φανερώνει (φύει) όλα όσα δεν φανερώθηκαν (άδηλα)
                    και όσα φανερώθηκαν (φανέντα) τα κρύβει (κρύπτεται).
                    Τίποτα δεν είναι απροσδόκητο· λυγίζει
                    και ο φοβερός όρκος και η άκαμπτη θέληση.
                    Έτσι και εγώ, αισθάνομαι να μαλακώνει η σκληρή μου γλώσσα.
                                                 (στίχοι 646 κ.ε. από τον Αίαντα του Σοφοκλή)

     Η μορφή τού αποκαλύπτοντος Χρόνου θα παραμένει πάντοτε ζωντανή στο εξαιρετικά πλούσιο θέμα τής αποκεκαλυμμένης από τον χρόνο Αλήθειας. Όσο για τον  Χρόνο καταστροφέα, πρόκειται για έναν εξίσου πλούσιο κοινό τόπο, που θα διανθίσουμε με ένα μόνο παράδειγμα, τον στίχο που ο Σαίξπηρ απευθύνει στον Χρόνο: «Εκτρέφεις και θανατώνεις οτιδήποτε υπάρχει» (Ο βιασμός της Λουκρητίας).
     Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρθηκαν ήδη στην συγγένεια αυτού του αποσπάσματος του Σοφοκλή με τους αφορισμούς τού Ηράκλειτου, και ιδιαίτερα εκείνου που αναφέρεται στον Αιώνα (με την έννοια τής διάρκειας, τού χρόνου). «Ο Αιών είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια». Την συγγένεια αυτή στηρίζουν σε ένα κείμενο τού Λουκιανού, που συνοψίζει ολόκληρη την φιλοσοφία τού Ηράκλειτου ως εξής: η γνώση, η άγνοια, το ελάχιστον και το μέγα, το άνω και το κάτω, όλα αναμειγνύονται αλληλοδιεισδύοντας στο παιχνίδι του Χρόνου (Αιών). Είναι όντως δύσκολο να κατανοήσουμε το τι σημαίνει στον Ηράκλειτο Αιών: τον χρόνο της ζωής, τον κοσμικό χρόνο, το πεπρωμένο; Δεν είναι πάντως γνωστό αν ο Αιών είχε ήδη την εποχή τού Ηράκλειτου την δύναμη τού καλύπτειν και αποκαλύπτειν που του αποδίδουν ο Σοφοκλής και ο Λουκιανός. Είναι πάντως σαφές ότι το μοτίβο του παιχνιδιού με τα ζάρια δεν εμφανίζεται στον Σοφοκλή. Είναι επίσης πολύ λίγο πιθανό ο τραγικός συγγραφέας να γνώριζε το απόσπασμα 123 του Ηράκλειτου, διότι εδώ πρόκειται για τη φύση και όχι για τον χρόνο που καλύπτεται και αποκαλύπτεται.
     Αλλά οι στίχοι του Σοφοκλή αντιπαραθέτουν με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο για το θέμα μας τα δύο ρήματα φύει και κρύπτεται, δηλαδή το «εμφανίζειν» και «εξαφανίζειν». Και μας προτείνουν να διατηρήσουμε τις δύο ερμηνείες που προτείναμε, είτε με την ενεργητική σημασία: «αυτό που εμφανίζει αγαπά, τείνει να εξαφανίσει», «αυτό που γεννά τείνει να θανατώνει», «αυτό που αποκαλύπτει είναι επίσης αυτό που καλύπτει», ή με την παθητική: «αυτό που εμφανίζεται τείνει να εξαφανιστεί», «αυτό που γεννιέται θέλει να πεθάνει».
     Θα μπορούσε λοιπόν αυτός ο αφορισμός να εκφράζει το ξάφνιασμα που προκαλεί το μυστήριο τής μεταμόρφωσης, της βαθειάς ομοιότητας τής ζωής με τον θάνατο. Πώς γίνεται και τα πράγματα εμφανίζονται για να εξαφανιστούν; Πώς είναι δυνατόν στο εσωτερικό τής δομής τού κάθε πράγματος η διαδικασία τής δημιουργίας να συνδέεται άρρηκτα με την διαδικασία τής καταστροφής, η ίδια η παρόρμηση τής ζωής να είναι και παρόρμηση θανάτου, και έτσι η εξαφάνιση να υπάρχει σαν εγγεγραμμένη αναγκαιότητα τής εμφάνισής, στην ίδια την διαδικασία δημιουργίας των πραγμάτων; Λέει ο Μάρκος Αυρήλιος: «Διάλεξε μια μέθοδο για να εξετάσεις το πώς όλα τα πράγματα μεταμορφώνονται το ένα μέσα στο άλλο. Παρατήρησε κάθε πράγμα και φαντάσου ότι οδεύει προς διάλυση, βρίσκεται σε μια διαδικασία απόλυτης μεταμόρφωσης, οδηγείται στην αποσύνθεση και στην καταστροφή». Αρκετοί ποιητές θα τον μιμηθούν, όπως ο Ρίλκε απαγγέλλοντας «Γηραιά η μεταμόρφωση», ή η πριγκίπισσα Bibesco που στοχάζεται τον θάνατο κοιτάζοντας ένα μπουκέτο βιολέτες. Ο Montaigne κάνει μιαν εντυπωσιακή αναφορά σ’ αυτό το μυστήριο:
«Η πρώτη μέρα της γέννησης οδηγεί στον θάνατο, όπως και στη ζωή […] Συνεχές έργο της ζωής είναι η οικοδόμηση του θανάτου. Η ζωή είναι  πορεία θανάτου […] Ζούμε ως μελλοθάνατοι».
    Η ηρακλείτεια σκέψη εμφανίζεται επίσης – χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε για άμεση επίδραση – σε ορισμένες θεωρίες τής σύγχρονης βιολογίας. Ο Claude Bernard γράφει: «Υπάρχουν δύο είδη ζωτικών φαινομένων, που είναι εκ πρώτης όψεως αντίθετα· τα μεν αφορούν στην οργανική ανανέωση, η οποία είναι κατά κάποιον τρόπο αφανής, και τα δε στην οργανική αποσύνθεση, και εκδηλώνονται πάντοτε μέσα από τη λειτουργία και τη φθορά των οργάνων. Αυτή η δεύτερη κατηγορία συνήθως αποκαλείται φαινόμενα της ζωής, έτσι ώστε ό,τι αποκαλούμε ζωή να είναι στην πραγματικότητα θάνατος». Γι’ αυτόν τον λόγο μάς επιτρέπεται να λέμε ταυτόχρονα ότι «η ζωή είναι η δημιουργία», και ότι «η ζωή είναι ο θάνατος».
     Η σύγχρονη βιολογία καταγράφει ως άμεσα συνδεόμενες «τις δύο σημαντικές εφευρέσεις – όπως τις αποκαλεί – της εξέλιξης», το φύλο και τον θάνατο. Ο François Jacob έχει αποδείξει την στενή σχέση ανάμεσα στην αναπαραγωγή δια της σεξουαλικότητας και την αναγκαιότητα τής εξαφάνισης των ανθρωπίνων υπάρξεων. «Τίποτε δεν υποχρέωνε ένα βακτηρίδιο, γράφει, στην αναπαραγωγή δια της σεξουαλικότητας. Από την στιγμή που η σεξουαλικότητα καθίσταται υποχρεωτική, το κάθε γενετικό πρόγραμμα δεν αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός και μόνο προγράμματος, αλλά επανασυνδυασμό δύο διαφορετικών. Η προϋπόθεση που θεωρείται αναγκαία για την δυνατότητα εξέλιξης είναι ο θάνατος. Όχι όμως ένας θάνατος που προέρχεται από εξωτερική αιτία, όπως ένα δυστύχημα. Αλλά ο θάνατος που προκαλείται από εσωτερική αιτία, σαν προδιαγεγραμμένη αναγκαιότητα, ήδη από το ίδιο το ωάριο, και αποτελεί μέρος τού γενετικού προγράμματος». Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα Le Monde, ο Jean Claude Ameisen, υπογραμμίζοντας παράλληλα τόν ανθρωπομορφικό χαρακτήρα εκφράσεων όπως «κυτταρική αυτοκτονία», «προγραμματισμένος θάνατος», επισύρει την προσοχή στην σημασία τού γεγονότος ότι «τα κύτταρά μας διαθέτουν κάθε στιγμή την δυνατότητα να αυτοκαταστρέφονται μέσα σε μερικές ώρες».
     Καταλήγοντας, θα ανοίξουμε μια παρένθεση που αφορά σε μια παρανόηση τού Felix Ravaisson. Διαβάζοντας στη Φιλοσοφική διαθήκη του: «Κάθε φύσις, λέει ο Λεονάρδος ντα Βίντσι, προσβλέπει στον θάνατό της», έχουμε την εντύπωση ότι ο Λεονάρδος ντα Βίντσι επανέρχεται στην κοσμική θεώρηση του Ηράκλειτου. Όμως το σχόλιο που ο ίδιος παραθέτει αρκεί για να μας απαλλάξει από την πλάνη: «Τούτο αληθεύει κατά την ίδιαν έννοια που ο απόστολος Παύλος λέει: Επιθυμώ να αναλυθώ, – εννοώντας ότι κάθε ύπαρξη η οποία προσβλέπει κάθε μέρα στον ύπνο που ανανεώνει τις εξαντλημένες δυνάμεις της, προσβλέπει και στον τελικό ύπνο, αναγκαίο πέρασμα σε μια νέα ζωή». Η ερμηνεία αυτή δεν έχει ασφαλώς καμμιά σχέση με όσα αναφέρει ο Ηράκλειτος. Το σημαντικότερο είναι όμως ότι η διατύπωση του Ravaisson δεν έχει επίσης καμμιά σχέση με το ίδιο το κείμενο τού Λεονάρδου ντα Βίντσι. Κατ’ αρχήν ο Λεονάρδος ποτέ δεν έγραψε: «Η κάθε φύση προσβλέπει στον θάνατό της», αλλά: «Η δύναμη που σπεύδει με πάθος προς την αυτοκαταστροφή της». Διότι ο Λεονάρδος ντα Βίντσι, όταν αναφέρεται στον πόθο τού θανάτου δεν έχει κατά νου «κάθε φύση», αλλά την «δύναμη» που με την καθαρά πεζή έννοια του όρου είναι αναγκαία για την εκτόξευση βλημάτων. Και αναπτύσσει μιαν εντελώς πρωτότυπη θεωρία τής δύναμης, την οποίαν ορίζει ως «πνευματική ικανότητα, μιαν αόρατη δύναμη, την οποία τα αισθητά σώματα, από μιαν τυχαία (συμπτωματική) σφοδρότητα, γεννούν και εμφυτεύουν στα αναίσθητα σώματα, προσδίδοντάς τους κάποιο είδος ζωής, και αυτή η ζωή γίνεται θαυμαστή στις εκδηλώσεις της, παραβιάζοντας και τροποποιώντας τη θέση και τη μορφή κάθε δημιουργήματος, σπεύδοντας με πάθος προς την καταστροφή της, και προκαλώντας στην πορεία της διαφορετικές κατά περίσταση συνέπειες».
     Βλέπουμε ότι ο Ravaisson – όπως και αρκετοί σύγχρονοι φιλόσοφοι όταν παραθέτουν κείμενα – παραποίησε εντελώς το νόημα των λόγων τού Λεονάρδου ντα Βίντσι. Κλείνοντας την παρένθεση θα προσθέσουμε το εξής: η συγγραφή τής ιστορίας τής σκέψης γίνεται καμμιά φορά συγγραφή τής ιστορίας συνεχών παρανοήσεων.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: