Τον "Θρίαμβο και την κατάρρευση του αφηγήματος της ανεξαρτησίας" αναλύει σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα La Vanguardia.
Στην καρδιά της πολιτικής δραστηριότητας βρίσκεται η δράση. Χωρίς λέξεις δεν γίνεται πολιτική, αλλάεκείνο που χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα έναν πολιτικό είναι όσα πράττει. Όπως συνόψιζε ο Ντανιέλ Ινεράριτι, «είναι οι πράξεις εκείνες που επικυρώνουν τις ιδέες, κι όχι το αντίθετο».
Χρειάζεται να επανεξετάσουμε ορισμένα βασικά δεδομένα, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε που βρισκόμαστε και, ταυτόχρονα, να χύσουμε λίγο φως πάνω στο άμεσο μέλλον. Χρειάζεται γι’ αυτό να μη συγχέουμε τη διάγνωσή μας με τις επιθυμίες μας. Όλος ο κόσμος συμφωνεί στην παρατήρηση—κι εγώ επίσης—πως το νέο κίνημα της ανεξαρτησίας είχε κερδίσει τη μάχη μέσα από την αφήγηση: το έγραψαν αναλυτές με διαφορετική ιδεολογία, ακόμη και οι πλέον διαπρύσιοι πολέμιοι της αποσκίρτησης. Είναι αναντίρρητο.
Το κίνημα της ανεξαρτησίας κατόρθωσε να προσφέρει ένα ελκυστικό αφήγημα, όταν οι υπέρμαχοι της παραμονής της Καταλωνίας στην Ισπανία δεν είχαν—και δεν έχουν—ένα εναλλακτικό αφήγημα που να είναι πειστικό. Μολαταύτα, η επιτυχία του μηνύματος για μία νέα χώρα συνοδεύθηκε από μία εκκωφαντική αποτυχία στη δράση. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση κατά τη λήψη της τελικής απόφασης που θα δικαίωνε όλη τη διαδικασία, που ονομάσθηκε Procés. Η αγωνία πήρε τη θέση του έπους, κι εκείνο που επέπρωτο να είναι κατανυκτικό και χαρούμενο, κατάντησε μία πορεία θλιβερή, αβέβαια και έμπλεη απαισιοδοξίας.
Το γεγονός ότι τα αυτονομιστικά κόμματα θα κατέλθουν στις εκλογές που προκήρυξε ο Ραχόι αποτελεί την πιο σαφή απόδειξη πως το αφήγημα της ανεξαρτησίας έχει ξεφτίσει, καίτοι ορισμένοι εξακολουθούν σπασμωδικά να το κρατήσουν ζωντανό. Δεν υπάρχει ανεξαρτησία, δεν υπάρχει Καταλανική Δημοκρατία, βιώνουμε μία επιτηρούμενη αυτονομία πάνω στην οποία έχει επέμβει η Μαδρίτη, στο έλεος κάποιων δικαστικών και πολιτικών αποφάσεων που υπαγορεύονται από το μίσος και τον ρεβανσισμό ενός ισπανικού κατεστημένου, που αρνήθηκε να χειρισθεί πολιτικά ένα πολιτικό ζήτημα ιστορικών διαστάσεων.
Σήμερα κιόλας ορισμένοι από τους ‘Συμβούλους’ (υπουργούς) πρέπει να παρουσιασθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως οφείλουν να πράξουν και ορισμένοι άλλοι βουλευτές. Η εφαρμογή του Άρθρου 155 του Συντάγματος—που είναι σύντομη, αλλά όχι χαλαρή—προβάλλει τον τρομερό φενακισμό ορισμένων ελίτ που υποστηρίζουν την ενότητα της Ισπανίας σάμπως να αποτελούσε ένα πρόβλημα διασάλευσης της δημόσιας τάξης.
Πλάι στην αυταπάτη των ισπανικών ελίτ, που κατέστησε αδύνατη τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος όπως στη Σκωτία (την πλέον συναινετική λύση που θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στην Καταλωνία) συναντούμε τον φενακισμό της αυτονομιστικής ηγεσίας, έναν μηχανισμό που καθοσίωσε την πράξη της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας με κάθε κόστος, την ώρα που περιφρονούσε την εγγενή πολυπλοκότητα της διαδικασίας μετατροπής του ισχύοντος status quo και της οικοδόμησης μίας νέας κρατικής υπόστασης. Και υποβάθμιζε επίσης τον ρόλο που μπορεί να παίξει η θεσμική βία, αλλά επίσης και τους περιορισμούς των εκλογικών αποτελεσμάτων, που ναι μεν προσέδιδαν μία απίστευτη ώθηση στο κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας, δεν νομιμοποιούσαν όμως τον Κάρλες Πουτζντεμόν για ο,τιδήποτε.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των αυτονομιστών, που προέκυψε από τις εκλογές της 27ης Σεπτεμβρίου 2015 είχε αναγάγει ως κύριο σκοπό της την εφαρμογή ενός οδικού χάρτη και ορισμένοι χρονικοί στόχοι είχαν ορισθεί με γνώμονα μία ευρύτερη νίκη. Ανίκανοι να επικαιροποιήσουν τα χρονικά όρια και τις στρατηγικές (είτε για κομματικούς λόγους, είτε φοβούμενοι μη δημιουργήσουν αναστάτωση), οι Μας και Τζουνκέρας πάτησαν γκάζι. Επίσης φοβούμενοι μην τους χαρακτηρίσουν «προδότες». Έπειτα από τα τελεσίγραφα των αντικαπιταλιστών της CUP, ο Μας εξαναγάσθηκε να φύγει από το προσκήνιο επιλέγοντας τη λύση Πουτζντεμόν, που μήτε κι αυτή στάθηκε ικανή για να διορθωθεί το αφήγημα.
Το ηρωϊκό δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου περιέβαλε με έναν μανδύα ηθικής ανωτερότητας την πλευρά της ανεξαρτησίας εξαιτίας της καταστολής, όμως το επιτευχθέν ρεύμα συμπάθειας δεν προκάλεσε την ίδια αναγνώριση στο εξωτερικό, ούτε άλλαξε τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Η φυλάκιση των Σάντσεθ και Κισάρτ (των δύο Τζόρδις) κατέδειξε τα αυταρχικά ορμέμφυτα στην ψυχή της Ισπανίας, αλλά δεν ενίσχυσε την αυτονομιστική παράταξη. Το αφήγημα έπιασε πάτο, όμως η αγανάκτηση δεν βοηθούσε να δει κανείς καθαρά. Ο Πουτζντεμόν θέλησε να τετραγωνίσει τον κύκλο: και να τηρήσει την υπόσχεσή του και να μην κλείσει διαύλους εξόδου. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Οι εκλογές της 21ης Δεκεμβρίου έχουν—το θέλουμε, ή όχι—δημοψηφικό χαρακτήρα που το Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ), οι καταλανοί Σοσιαλιστές (PSC) και οι Ciudatans θέλουν πάσει θυσία να κερδίσουν. Στο ίδιο πνεύμα, είναι κι ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την αυτονομιστική πτέρυγα. Πέραν του εάν θα υπάρξει ενιαίο ψηφοδέλτιο, πέραν του τι λένε οι δημοσκοπήσεις, η πτέρυγα της ανεξαρτησίας έχει τώρα την ευκαιρία να ξαναγράψει το αφήγημά του. Να το ξαναγράψει, προκειμένου να το απελευθερώσει από τη μαγική σκέψη του «βιαζόμαστε» (tenim pressa), τις υπερβολές, την ψυχόρμητη τακτική, και της υπεραπλουστεύσεις που καταλήγουν σε αυτογκόλ.
Τούτο το νέο αφήγημα για την ανεξαρτησία οφείλει να διδαχθεί από τα λάθη του και για τούτο θα πρέπει να κάνει μία αυτοκριτική, δίχως την οποία ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραταθεί το σενάριο της πολιορκίας. Επίσης αναρωτιέμαι εάν οι ίδιοι που είχαν τεθεί επικεφαλής των κομμάτων και των θεσμών κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για να οδηγήσουν σε νέα προοπτικά αναπτύγματα τον νόμιμο σκοπό μιας ανεξάρτητης Καταλωνίας και εάν –σε περίπτωση που αυτό επιτευχθεί—είναι και οι κατάλληλοι να την κυβερνήσουν.
Κάποιος βέβαια θα μου πει πως δεν υπάρχει χρόνος για μία τέτοια αναθεώρηση και ανανέωση, πως οι επιτακτικές εκλογές αναγκαιότητες επιβάλλουν κινητοποίηση και να μην κοιτάζουμε πίσω. Όμως η απάντησή μου είναι σαφής: θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τους αυτοσχεδιασμούς, ιδού ποια πρέπει να είναι η πρώτιστη υποχρέωση μίας υπεύθυνης πολιτικής. Και να το ξανασκεφτόμαστε καλά, προτού υποσχεθούμε ξανά κάτι.
Πηγή: ridder.co
Στην καρδιά της πολιτικής δραστηριότητας βρίσκεται η δράση. Χωρίς λέξεις δεν γίνεται πολιτική, αλλάεκείνο που χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα έναν πολιτικό είναι όσα πράττει. Όπως συνόψιζε ο Ντανιέλ Ινεράριτι, «είναι οι πράξεις εκείνες που επικυρώνουν τις ιδέες, κι όχι το αντίθετο».
Χρειάζεται να επανεξετάσουμε ορισμένα βασικά δεδομένα, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε που βρισκόμαστε και, ταυτόχρονα, να χύσουμε λίγο φως πάνω στο άμεσο μέλλον. Χρειάζεται γι’ αυτό να μη συγχέουμε τη διάγνωσή μας με τις επιθυμίες μας. Όλος ο κόσμος συμφωνεί στην παρατήρηση—κι εγώ επίσης—πως το νέο κίνημα της ανεξαρτησίας είχε κερδίσει τη μάχη μέσα από την αφήγηση: το έγραψαν αναλυτές με διαφορετική ιδεολογία, ακόμη και οι πλέον διαπρύσιοι πολέμιοι της αποσκίρτησης. Είναι αναντίρρητο.
Το κίνημα της ανεξαρτησίας κατόρθωσε να προσφέρει ένα ελκυστικό αφήγημα, όταν οι υπέρμαχοι της παραμονής της Καταλωνίας στην Ισπανία δεν είχαν—και δεν έχουν—ένα εναλλακτικό αφήγημα που να είναι πειστικό. Μολαταύτα, η επιτυχία του μηνύματος για μία νέα χώρα συνοδεύθηκε από μία εκκωφαντική αποτυχία στη δράση. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση κατά τη λήψη της τελικής απόφασης που θα δικαίωνε όλη τη διαδικασία, που ονομάσθηκε Procés. Η αγωνία πήρε τη θέση του έπους, κι εκείνο που επέπρωτο να είναι κατανυκτικό και χαρούμενο, κατάντησε μία πορεία θλιβερή, αβέβαια και έμπλεη απαισιοδοξίας.
Το γεγονός ότι τα αυτονομιστικά κόμματα θα κατέλθουν στις εκλογές που προκήρυξε ο Ραχόι αποτελεί την πιο σαφή απόδειξη πως το αφήγημα της ανεξαρτησίας έχει ξεφτίσει, καίτοι ορισμένοι εξακολουθούν σπασμωδικά να το κρατήσουν ζωντανό. Δεν υπάρχει ανεξαρτησία, δεν υπάρχει Καταλανική Δημοκρατία, βιώνουμε μία επιτηρούμενη αυτονομία πάνω στην οποία έχει επέμβει η Μαδρίτη, στο έλεος κάποιων δικαστικών και πολιτικών αποφάσεων που υπαγορεύονται από το μίσος και τον ρεβανσισμό ενός ισπανικού κατεστημένου, που αρνήθηκε να χειρισθεί πολιτικά ένα πολιτικό ζήτημα ιστορικών διαστάσεων.
Σήμερα κιόλας ορισμένοι από τους ‘Συμβούλους’ (υπουργούς) πρέπει να παρουσιασθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως οφείλουν να πράξουν και ορισμένοι άλλοι βουλευτές. Η εφαρμογή του Άρθρου 155 του Συντάγματος—που είναι σύντομη, αλλά όχι χαλαρή—προβάλλει τον τρομερό φενακισμό ορισμένων ελίτ που υποστηρίζουν την ενότητα της Ισπανίας σάμπως να αποτελούσε ένα πρόβλημα διασάλευσης της δημόσιας τάξης.
Πλάι στην αυταπάτη των ισπανικών ελίτ, που κατέστησε αδύνατη τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος όπως στη Σκωτία (την πλέον συναινετική λύση που θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στην Καταλωνία) συναντούμε τον φενακισμό της αυτονομιστικής ηγεσίας, έναν μηχανισμό που καθοσίωσε την πράξη της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας με κάθε κόστος, την ώρα που περιφρονούσε την εγγενή πολυπλοκότητα της διαδικασίας μετατροπής του ισχύοντος status quo και της οικοδόμησης μίας νέας κρατικής υπόστασης. Και υποβάθμιζε επίσης τον ρόλο που μπορεί να παίξει η θεσμική βία, αλλά επίσης και τους περιορισμούς των εκλογικών αποτελεσμάτων, που ναι μεν προσέδιδαν μία απίστευτη ώθηση στο κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας, δεν νομιμοποιούσαν όμως τον Κάρλες Πουτζντεμόν για ο,τιδήποτε.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των αυτονομιστών, που προέκυψε από τις εκλογές της 27ης Σεπτεμβρίου 2015 είχε αναγάγει ως κύριο σκοπό της την εφαρμογή ενός οδικού χάρτη και ορισμένοι χρονικοί στόχοι είχαν ορισθεί με γνώμονα μία ευρύτερη νίκη. Ανίκανοι να επικαιροποιήσουν τα χρονικά όρια και τις στρατηγικές (είτε για κομματικούς λόγους, είτε φοβούμενοι μη δημιουργήσουν αναστάτωση), οι Μας και Τζουνκέρας πάτησαν γκάζι. Επίσης φοβούμενοι μην τους χαρακτηρίσουν «προδότες». Έπειτα από τα τελεσίγραφα των αντικαπιταλιστών της CUP, ο Μας εξαναγάσθηκε να φύγει από το προσκήνιο επιλέγοντας τη λύση Πουτζντεμόν, που μήτε κι αυτή στάθηκε ικανή για να διορθωθεί το αφήγημα.
Το ηρωϊκό δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου περιέβαλε με έναν μανδύα ηθικής ανωτερότητας την πλευρά της ανεξαρτησίας εξαιτίας της καταστολής, όμως το επιτευχθέν ρεύμα συμπάθειας δεν προκάλεσε την ίδια αναγνώριση στο εξωτερικό, ούτε άλλαξε τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Η φυλάκιση των Σάντσεθ και Κισάρτ (των δύο Τζόρδις) κατέδειξε τα αυταρχικά ορμέμφυτα στην ψυχή της Ισπανίας, αλλά δεν ενίσχυσε την αυτονομιστική παράταξη. Το αφήγημα έπιασε πάτο, όμως η αγανάκτηση δεν βοηθούσε να δει κανείς καθαρά. Ο Πουτζντεμόν θέλησε να τετραγωνίσει τον κύκλο: και να τηρήσει την υπόσχεσή του και να μην κλείσει διαύλους εξόδου. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Οι εκλογές της 21ης Δεκεμβρίου έχουν—το θέλουμε, ή όχι—δημοψηφικό χαρακτήρα που το Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ), οι καταλανοί Σοσιαλιστές (PSC) και οι Ciudatans θέλουν πάσει θυσία να κερδίσουν. Στο ίδιο πνεύμα, είναι κι ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την αυτονομιστική πτέρυγα. Πέραν του εάν θα υπάρξει ενιαίο ψηφοδέλτιο, πέραν του τι λένε οι δημοσκοπήσεις, η πτέρυγα της ανεξαρτησίας έχει τώρα την ευκαιρία να ξαναγράψει το αφήγημά του. Να το ξαναγράψει, προκειμένου να το απελευθερώσει από τη μαγική σκέψη του «βιαζόμαστε» (tenim pressa), τις υπερβολές, την ψυχόρμητη τακτική, και της υπεραπλουστεύσεις που καταλήγουν σε αυτογκόλ.
Τούτο το νέο αφήγημα για την ανεξαρτησία οφείλει να διδαχθεί από τα λάθη του και για τούτο θα πρέπει να κάνει μία αυτοκριτική, δίχως την οποία ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραταθεί το σενάριο της πολιορκίας. Επίσης αναρωτιέμαι εάν οι ίδιοι που είχαν τεθεί επικεφαλής των κομμάτων και των θεσμών κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για να οδηγήσουν σε νέα προοπτικά αναπτύγματα τον νόμιμο σκοπό μιας ανεξάρτητης Καταλωνίας και εάν –σε περίπτωση που αυτό επιτευχθεί—είναι και οι κατάλληλοι να την κυβερνήσουν.
Κάποιος βέβαια θα μου πει πως δεν υπάρχει χρόνος για μία τέτοια αναθεώρηση και ανανέωση, πως οι επιτακτικές εκλογές αναγκαιότητες επιβάλλουν κινητοποίηση και να μην κοιτάζουμε πίσω. Όμως η απάντησή μου είναι σαφής: θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τους αυτοσχεδιασμούς, ιδού ποια πρέπει να είναι η πρώτιστη υποχρέωση μίας υπεύθυνης πολιτικής. Και να το ξανασκεφτόμαστε καλά, προτού υποσχεθούμε ξανά κάτι.
Πηγή: ridder.co
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου