Συνέχεια από Παρασκευή, 21 Αυγούστου 2020
HANS
JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
4.
«ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΗ» EΠΙΣΤΗΜΗ
ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ: ΑΥΤΟ-ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ Η ΕΡΕΥΝΑ;
( 2η συνέχεια )
Για να
προχωρήσουμε λίγα βήματα σ’ αυτό το προκαταρκτικό στάδιο, «διαλέγουμε» δυό
«πεποιθήσεις» απ’ την καθιερωμένη και σχεδόν «επίσημη» αυτοσυνειδησία τής
επιστήμης, που χρειάζεται ίσως να επανελεγχθούν. Η πρώτη είναι η «πεποίθηση» περί αμεροληψίας τής επιστήμης,
περί ανεξαρτησίας της δηλ. από κάθε «αξία», εξαιρουμένης βέβαια τής αξίας τής
αλήθειας καθεαυτής, καθώς και τής αναζήτησής της· και η δεύτερη, η «πεποίθηση» περί τού δικαιώματος απροϋπόθετης ελευθερίας σ’ αυτήν την αναζήτηση, δηλ. στην έρευνα. Διαθέτουν και οι δυό
πεποιθήσεις έναν σχεδόν ομολογιακό χαρακτήρα, στενά εξαρτημένες
η μια απ’ την άλλη, και το να συζητάμε γι’ αυτές είναι αρκετά σημαντικό, αν
θέλουμε να προσδιορίσουμε τί είναι μια
υπεύθυνη επιστήμη. Ας μιλήσουμε
λοιπόν κατ’ αρχάς για την επονομαζόμενη «αμεροληψία» τής επιστήμης, κι ας
αφιερώσουμε κατόπιν μιαν ιδιαίτερη συζήτηση για την «ελευθερία τής έρευνας».
Η
«θέση» περί αμεροληψίας τής επιστήμης μπορεί να εννοηθή με μια διπλή έννοια, όπου συνήθως, καθώς τις
εκφράζουμε, «διεισδύει» η μια έννοια μέσα στην άλλη. Πρόκειται για διαφορετικές
ωστόσο έννοιες, που «αξιολογούνται» κι αυτές οι ίδιες διαφορετικά. Γι’ αυτό και
είναι «απαραίτητο» να τις διακρίνουμε αναμεταξύ τους.
Με τη
μιαν έννοια, απευθύνεται ένα «Πρέπει» και μια προστακτική στον ίδιον τον
επιστήμονα: Κράτησε τις δικές σου, προσωπικές αξιολογήσεις ή προτιμήσεις έξω
απ’ την έρευνα του αντικειμένου σου, και να μην το βλέπης όπως εσύ ευχαρίστως
θα επιθυμούσες, αλλά όπως εκείνο «είναι»· να είσαι άρα ένας αμερόληπτος και
ουδέτερος παρατηρητής – και με μια λέξη: αντικειμενικός.
Με την
άλλην έννοια, διατυπώνεται κάτι για το ίδιο το γνωστικό αντικείμενο: ότι είναι
δηλ. και το ίδιο ουδέτερο, «αμερόληπτο» και αδιαφοροποίητο ως προς τις αξίες,
κι ότι πρέπει να το προσλαμβάνη κατ’ αυτόν τον τρόπο η επιστήμη. Πέρα λοιπόν
απ’ την «προειδοποίηση», να παραβλέπεται χάριν τής αντικειμενικότητας κάθε υποκειμενική αξιολόγηση, υπάρχει και μια
«κρίση» για τη φύση τών ίδιων τών πραγμάτων, μια γενική μάλιστα κρίση για τη φύση όλων τών πραγμάτων.
Με
τη μιαν έννοια «οικοδομείται» μια μεθοδολογική στάση, που ζητά να εκφράζεται η
αλήθεια και μόνον τού αντικειμένου· με την άλλην όμως έννοια βρισκόμαστε
μπροστά σε μιαν οντολογική ήδη θέση
για την ίδια την αλήθεια τού αντικειμένου, «η
οποία δεν (ανα)γνωρίζει καμμιά
διαφορά αξιών». Αυτή η οντολογική θέση περιλαμβάνει περαιτέρω και μιαν
επιστημολογικο-εννοιολογική θέση για την
«υπόσταση» γενικά τής αξίας, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην ανθρώπινη, υποκειμενική
αξιολόγηση, απ’ όπου και προβάλλεται στα
πράγματα, χωρίς καμμιά δυνατότητα να
στηριχθή στα ίδια τα πράγματα:
που «υπόκειται» δηλ. μόνο σ’ εμάς υποκειμενικά, και καθόλου στην υπόσταση (στο
«Είναι») τών πραγμάτων αντικειμενικά. Η επιστήμη «οφείλει» να είναι άρα μ’
αυτήν τη διπλή έννοια αμερόληπτη: μεθοδολογικά
και οντολογικά, όπου η «οντολογία» της περιλαμβάνει, εκτός απ’ την
«υπόσταση» των πραγμάτων, και την «υπόσταση» της αξίας, παρέχοντας άρα εξίσου
μια φυσική όσο και μιαν, εξ
αντανακλάσεως, αξιακή θεωρία.
Ας
ξεκινήσουμε λοιπόν με την αξιακή «διαφορά» στη φύση. Η φύση «δηλώνει», πως δεν
υφίσταται γι’ αυτήν η διαφορά «καλού» και «κακού», αλλά μόνο γεγονότα, που τα
κυβερνά μια αιτιώδης αναγκαιότητα. Η
οποία «λειτουργεί» χωρίς κανέναν σκοπό, «αποβλέποντας» μόνο στο εκάστοτε
αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, που οδηγεί σύμφωνα με τους ίδιους και σταθερούς
νόμους στο επόμενο αποτέλεσμα, κ.ο.κ. Σε
κανένα δε απ’ αυτά τα «αποτελέσματα» δεν ολοκληρώνεται ένα «γίγνεσθαι», δεν
φθάνουμε δηλ. σε ένα οριστικό Είναι: όλα τα «αποτελέσματα» δεν είναι παρά
«διαμετακομιστικά» σημεία μιας τυφλής γι’ αυτά τα ίδια και συνεχούς
«οδοιπορίας». Η μοναδική κατευθυντήρια έννοια που ενυπάρχει σ’ αυτή τη
«διαδικασία» είναι η εντροπία, που
μεγιστοποιούμενη τα οδηγεί όλα σε μια δυναμικά αδιαφοροποίητη «κατάσταση»,
στο αντίθετο κάθε συγκεκριμένου «πράγματος», στο Τίποτα τής γενικής εξουδετέρωσης. ((
Διαβάζουμε στη «Βικιπαίδεια»: «Στη θερμοδυναμική, εντροπία είναι η έννοια μέσω
τής οποίας μετράται η αταξία, τής οποίας η μέγιστη τιμή αντικατοπτρίζει την
πλήρη αποδιοργάνωση (ομογενοποίηση των πάντων) και ισοδυναμεί με την παύση τής ζωής…» ))
Η
«πραγματικότητα» αυτή προέκυψε όταν αποχωρίστηκε, στις αρχές τής σύγχρονης
φυσικής επιστήμης, τον 17ον αιώνα, η έννοια του τέλους και του
σκοπού, των causae
finales ή τελικών αιτίων, απ’ την ίδια την
παρατήρηση της φύσης. Η δε τελεολογία (Teleologie) «επικαλύφθηκε» με τυπικά δεσμά, τα οποία «πιστοποιούν» ότι κανένα προηγούμενο δεν
συντελείται προς χάριν κάποιου επόμενου, με το οποίο θα έφτανε και το
προηγούμενο στον σκοπό του, αλλ’ ότι κάθε επόμενο «πραγματοποιείται» μόνο μέσα απ’ τις συμπτώσεις ((συν – πτώσεις
!)) μιας
αδιαφοροποίητης αναγκαιότητας, από προϋποθέσεις μάλιστα που κατασκευάστηκαν
ακριβώς για την «περίπτωσή» του! Μπορεί να καθοριστή έτσι μόνο το «από πού», η vis a tergo
ή η φορά προς τα πίσω, και ποτέ το «προς τα πού». Οι φυσικοί νόμοι δεν
έχουν, ως τυπικοί και διαδικαστικοί νόμοι, καμμιάν απολύτως σχέση με κείνο που
προέρχεται (ωστόσο…), λόγω τού περιεχομένου του, απ’ την ισχύ τους (( Έτσι έφτασε να «μπορή» να ζήση ο σύγχρονος άνθρωπος και χωρίς κανένα περιεχόμενο,
άρα να πεθάνη ψυχικά και πνευματικά… )) . «Ελεύθερη»
από κάθε σκοπό, η ισχύς αυτή – και κάθε
τι που προέρχεται απ’ αυτήν – είναι «ελεύθερη» και από κάθε νόημα, το οποίο το
«εισάγουμε» κατ’ αρχάς εμείς. Μόνο σε μας υφίσταται άλλωστε μια
«παρότρυνση» προς το μέλλον, στη φύση υπάρχει μόνο μια «ώθηση» απ’ το παρελθόν.
Μη έχοντας όμως κανέναν σκοπό η φύση,
δεν μπορεί και να παραλείψη ή να
αστοχήση σε κάποιον σκοπό, δεν
υπάρχει δηλ. καμμιά διαφορά μεταξύ εκπλήρωσης και ματαίωσης, καλύτερου και
χειρότερου, ανώτερης και κατώτερης αξίας: ούτε καμμιά άρα διαφορά ανάμεσα σε
περισσότερο ή λιγότερο «αντάξια» αντικείμενα.
Από
εδώ προκύπτουν δύο σημαντικές τώρα συνέπειες. Η πρώτη, ότι δεν μπορεί κανείς να
αμαρτήση απέναντι σε μιαν αδιάφορη καθ’ εαυτή φύση, μπορεί, αντίθετα, να κάνη
τα πάντα τα μαζί της, να επιχειρήση τα πάντα, χωρίς να καταστή ένοχος απέναντί
της: ένα καλοδεχούμενο «προνόμιο» για την τεχνολογική ισχύ, που δεν χρειάζεται
να σεβαστή κανένα πλέον φυσικό δημιούργημα και καμμιά φυσική κατάσταση, «καθιερωμένα»
απ’ την ίδια τη φύση. Η δεύτερη συνέπεια είναι το αγεφύρωτο χάσμα που ανοίγεται μ’ αυτόν τον τρόπο ανάμεσα στο Είναι
και το Πρέπει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να «αποκτήση» κανέναν κανόνα
συμπεριφοράς απ’ τη φύση, το τέλειο και καθαρό «ούτως είναι», εκτός βέβαια από κανόνες ευφυίας, που δεν συνιστούν
ωστόσο πραγματική, δική μας υποχρέωση. Δεν μπορεί να θεμελιώση τις αξίες του σ’
ένα αντικειμενικό Είναι, αλλά πρέπει να τις «δημιουργήση» υποκειμενικά
και να τις «ενεργοποιήση» εθελούσια. Δεν πατάει σε κανένα έδαφος, λόγο ή αιτία,
αλλά πρέπει να «ανασυρθή» με την ίδια του τη «σχολαστικότητα» στην επινοημένη σφαίρα τών αξιών. Από πού
κατάγονται όμως τότε αυτές οι αξίες; Και πώς «κατορθώνει» να φτάση ο άνθρωπος
στους σκοπούς του; Με τα ένστικτα και τις ορμές του, παρόμοια με τα (άλογα…) ζώα,
«καλλιεργημένα» απ’ τη φυσική επιλογή, που αποτελεί και η ίδια μιαν ουδέτερη
αξιακά λειτουργία τής φύσης, που δεν την «ενδιαφέρει» παρά μόνο το εξωτερικό
αποτέλεσμα, και καθόλου βέβαια η «οποιαδήποτε» εσωτερική αξία: με την ορμή τής
αυτοσυντήρησης και με τον φόβο τού θανάτου, με τη σεξουαλική ορμή και την ορμή
τής αναπαραγωγής, με τις ορμές τής ηδονής, της δύναμης, του εξωτερικού
«στολισμού», με την κοινωνική ορμή και με όλες τις άλλες ορμές που ενδεχομένως
υπάρχουν – κι ανάμεσα σ’ αυτές, με την ορμή
τής γνώσης (( «Ο άνθρωπος φύσει τού
ειδέναι ορέγεται»… )) . Που τις «καθιερώνει» όμως όλες, η εξελικτική και
μόνο «επιτυχία» τής επιβίωσης. Εφ’
όσον ανάγονται κι αυτές στη «σύμπτωση και την αναγκαιότητα»: «είναι»,
«υπάρχουν», δεν περιέχουν κάποιο «οφείλειν», ένα «πρέπειν» καθεαυτές, παρ’ όλο
που μπορούμε να τις «εφοδιάσουμε», προκειμένου ν’ αποκτήσουν μεγαλύτερη
«ψυχολογική» ισχύ , με τον χαρακτήρα τού δέοντος – που δεν αποτελεί παρά ένα
ιδιαίτερο πάλι τέχνασμα του μηχανισμού επιλογής. Συμπεριλαμβάνεται και «εμπλέκεται» λοιπόν κι ο άνθρωπος, ως «προϊόν»
τής φύσης, στην επιστημονική αναγωγή σε ουδέτερο αξιακά αντικείμενο. Και μπορεί
έτσι να ασχολείται, όλο και πιο «ξέγνοιαστος», αποκλειστικά με τον εαυτό του.
(
συνεχίζεται )
1 σχόλιο:
Αποκαλύπτονται σιγά-σιγά όλες οι "τραγικές", αυτοκτονικές μάλλον συνέπειες, μιας ανθρωπότητας που επέλεξε να "ζήση", να νομίζη μάλλον ότι ζη ενώ πεθαίνει, πλήρως ΑΥΤΟΝΟΜΗΜΕΝΗ εσωτερικά (υποκείμενο, άτομο, πρόσωπο κ.τ.λ.) και δήθεν, με την μεγάλη αυτο-παγίδευση στη σύγχρονη τεχνολογία, εξωτερικά... Ίσως εξηγώντας τα πράγματα, πώς είναι στ' αλήθεια, να μας δίνεται και κάποια μικρή ελπίδα θεραπείας...
Δημοσίευση σχολίου