Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ


Είναι άδικο να χαρακτηρίζονται ρατσιστές ή ξενόφοβοι αυτοί που υποφέρουν από το μεταναστευτικό πρόβλημα, σε συνδυασμό με την ανικανότητα της Πολιτείας να το επιλύσει – εκ μέρους εκείνων που δεν τους αγγίζει ή των άλλων που προσπαθούν να διατηρήσουν προσχηματικά την αριστερή τους ιδεολογία με την επίδειξη ευαισθησίας στο μεταναστευτικό, όταν την καταπατούν σε πολλά άλλα, κατά πολύ πιο σημαντικά θέματα. Επομένως, όταν τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, καθώς επίσης οι αρτηριοσκληρωτικά αριστεροί κατηγορούν ως ρατσιστές τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού που υποφέρει τα πάνδεινα από τη μαζική μετανάστευση, απλά λαϊκίζουν – εξυπηρετώντας είτε τους στόχους του τουρκικού καθεστώτος, είτε αυτούς των οπαδών της ασύμμετρής παγκοσμιοποίησης. Το μεταναστευτικό πάντως αποτελεί αναμφίβολα ένα μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης, ιδιαίτερα των αδύναμων οικονομιών του Νότου που είναι ταυτόχρονα χώρες υποδοχής – ένα πρόβλημα που εάν δεν επιλυθεί, θα οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση λόγω της πανδημίας ή/και των λανθασμένων οικονομικών πολιτικών. Σε κάθε περίπτωση, δεν βοηθάει να είναι κανείς ευαίσθητος, χωρίς να κάνει τίποτα για να το αντιμετωπίσει – ενώ είναι θρασύς λαϊκισμός το να κατηγορεί ως ρατσιστές και ξενόφοβους αυτούς που επιβαρύνονται περισσότερο: τις εισοδηματικά αδύναμες κοινωνικές τάξεις. Όπως δυστυχώς ως πατριδοκάπηλους αυτούς που ανησυχούν για τον προβλεπόμενο ακρωτηριασμό της (εδαφικής) εθνικής μας κυριαρχίας – ενώ η οικονομική έχει χαθεί προ πολλού. 

. Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Εισαγωγικά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι οι μετανάστες, παράνομοι, παράτυποι, χωρίς χαρτιά (πηγή), λαθραίοι ή όπως αλλιώς θέλει να τους ονομάσει κανείς, είναι δυστυχισμένοι άνθρωποι από φτωχές ή/και προβληματικές χώρες που χρησιμοποιούνται κυρίως ως εξής, με μεγάλα οικονομικά οφέλη για τους παράνομους διακινητές, για τις ΜΚΟ κοκ.:
(α) Ως όπλο εισβολής από το τουρκικό καθεστώς, στα πλαίσια του υβριδικού πολέμου που διεξάγει εναντίον μας – όπου μέσα σε αυτές τις δυστυχισμένες μάζες «φυτεύονται» φανατικοί ισλαμιστές πολεμιστές, με στόχο τη δημιουργία επιθετικών «πυρήνων» στα μετόπισθεν της χώρας μας, εις βάρος της ασφάλειας και της άμυνας μας.
(β)  Ως μέσον επιβολής πολυπολιτισμικών κοινωνιών, με στόχο την κατάλυση του εθνικού κράτους από τις ελίτ-οπαδούς της παγκοσμιοποίησης – αφενός μεν για να είναι ευκολότερα ελεγχόμενες οι κοινωνίες και να ληστεύεται η πλειοψηφία χωρίς αντίδραση, αφετέρου για να εξασφαλίζεται φθηνό εργατικό δυναμικό, παράλληλα με τη συμπίεση των μισθών του εγχωρίου πληθυσμού.


Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο, είναι οξύμωρο το ότι στηρίζεται αυτού του είδους η μετανάστευση από τα σοσιαλιστικά, τα κομμουνιστικά ή γενικότερα από τα αριστερά κόμματα, λόγω του «πεπαλαιωμένου» διεθνισμού τους – αφού είναι εις βάρος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που υποστηρίζουν. Θα πρέπει δε να εθελοτυφλεί κανείς για να μη βλέπει πως στις περισσότερες ελληνικές εταιρίες σήμερα, ιδίως σε αυτές που απασχολούν ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό (πρατήρια βενζίνης, διανομές, μαζική εστίαση, τουριστικά καταλύματα κοκ.), το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων τους είναι ξένοι μετανάστες.        
Επειδή τώρα η υποδοχή παράνομων μεταναστών θεωρείται ως δείγμα πολιτισμού, καθώς επίσης πως το αντίθετο δεν είναι ανθρωπιστικό, οφείλει να ξεκινήσει κανείς την ανάλυση του από το παράδειγμα της Σουηδίας – η οποία είχε ανέκαθεν μία γενναιόδωρη νομοθεσία, αποτελώντας ως εκ τούτου πόλο έλξης. Εν προκειμένω, οι μετανάστες έχουν δημιουργήσει στη χώρα τεράστια προβλήματα με την ραγδαία άνοδο της εγκληματικότητας, με τον πόλεμο συμμοριών, με την αύξηση των βιασμών, των απαγορευμένων ζωνών κοκ. –  ενώ δεν είναι η μοναδική χώρα, αφού ανάλογα γεγονότα διαπιστώνονται στην Ολλανδία, στο Βέλγιο (οι Βρυξέλλες θεωρούνται πρωτεύουσα των φανατικών ισλαμιστών, πηγή), στη Γαλλία, στη Γερμανία και αλλού.
Η βασική διαφορά δε αυτού του είδους της μετανάστευσης σε σχέση με το παρελθόν, είναι το γεγονός ότι, πρόκειται για ανθρώπους, στη συντριπτική πλειοψηφία τους άνδρες, οι οποίοι δεν θέλουν να αφομοιωθούν από τις κοινωνίες που τους φιλοξενούν, αλλά να τις αφομοιώσουν – να τις καταλάβουν δηλαδή εποικίζοντας τες, όπως το δηλώνουν επίσημα πλέον στη Σουηδία. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τους Έλληνες, με τους Πορτογάλους, με τους Ιταλούς κλπ. που επίσης μεταναστεύουν, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Δυστυχώς όμως, με το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν ασχολούνται οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις, αφού υπηρετούν έμμισθα τις ελίτ – με αποτέλεσμα να γίνεται το βασικό πολιτικό αντικείμενο, η κεντρική ιδεολογία ακραίων συνήθως κομμάτων, γραφικών ως επί το πλείστον, τα οποία ουσιαστικά προσφέρουν επιχειρήματα σε αυτούς που προωθούν τη μετανάστευση. Με απλά λόγια, τους δίνουν τη δυνατότητα να κατηγορούν όσους εύλογα αντιδρούν, προβλέποντας τις αρνητικές συνέπειες για το μέλλον τους ως ρατσιστές, ξενόφοβους, ακροδεξιούς, εθνικιστές κοκ. – διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τη συνέχιση της παράνομης μετανάστευσης.
Οφείλει λοιπόν να κατανοήσει κανείς κατ’ αρχήν πως ρατσισμός είναι η αντίληψη ότι, οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους – αλλά διαχωρίζονται σε  ανώτερους  και κατώτερους, διακρινόμενοι είτε από το χρώμα του δέρματος, την εθνικότητα, τη θρησκεία και το φύλο, είτε από το σεξουαλικό προσανατολισμό, είτε γενικά από τη διαφορετικότητα τους. Το πλέον συνηθισμένο είδος ρατσισμού δε είναι ο φυλετικός ρατσισμός, από τον οποίο άλλωστε προέρχεται η λέξη (ράτσα) – ενώ οι φυλετικοί ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων προσδιορίζονται σε ανώτερες και κατώτερες.
Ως εκ τούτου υποστηρίζουν πως η φυλή με τα συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό της ανώτερο από τις άλλες. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν αποτελεί τον κανόνα στις περισσότερες χώρες, ούτε βέβαια στην Ελλάδα, αλλά πρόκειται για ελάχιστες εξαιρέσεις που συναντώνται παντού – ενώ οι Έλληνες δεν ήταν ποτέ εθνικιστές, αφού δεν επιβουλεύονται άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα οι Γερμανοί ναζί, αλλά αγαπούν απλά την πατρίδα τους επιθυμώντας την ευημερία και την πρόοδο της.
Η υποδοχή τώρα μεταναστών από μία χώρα όπως η Ελλάδα, πόσο μάλλον όταν δεν έχει συμβάλλει καν στη σκόπιμη ή μη δημιουργία των μεταναστευτικών ροών μέσω της διεξαγωγής πολέμων όπως οι Η.Π.Α., η Γαλλία, η Βρετανία κλπ. (πρόσφατα στη Συρία και προηγουμένως στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη κλπ. ή γενικότερα οι βιομηχανικές χώρες στην Αφρική με τις επιδρομές λεηλασίας τους), δεν είναι εφικτή – αφού το σύστημα της δεν είναι σε θέση να τους ελέγξει, πόσο μάλλον να τους αφομοιώσει.
Εκτός αυτού, στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας, αδυνατώντας να κρατήσει τα δικά της παιδιά που φεύγουν μαζικά στο εξωτερικό, με υψηλή ανεργία και με υγειονομικές υποδομές που καταρρέουν (γεγονός που επιδεινώθηκε από την πανδημία), είναι αδύνατον να προσφέρει αυτά που πρέπει στους ξένους μετανάστες – ενώ ασφαλώς δεν είναι δείγμα αλληλεγγύης το να τους κλείνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως στη Μυτιλήνη. Πόσο μάλλον να τους εγκαταλείπει αβοήθητους στους δρόμους της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων, χωρίς να τους προσφέρει εργασία ή άδεια να εργαστούν – με αποτέλεσμα να αναγκάζονται είτε να ληστέψουν για να επιβιώσουν, είτε να πουλούν απαγορευμένες ουσίες, είτε να διαπράττουν άλλου είδους εγκλήματα.
Επί πλέον με δεδομένο το ότι, οι νόμιμοι μετανάστες αποτελούν ήδη το 20% του εργατικού μας δυναμικού (πηγή), όταν η ανεργία υπερβαίνει το 18% επίσημα, είναι αδιανόητη η είσοδος παραπάνω μεταναστών – ενώ φυσικά όλοι μας είμαστε υπέρ της τήρησης της σύμβασης του Ο.Η.Ε. για το καθεστώς των προσφύγων του 1951 (πηγή), απαιτώντας να τηρείται επακριβώς από τις κυβερνήσεις μας που είναι υποχρεωμένες να προστατεύουν τα σύνορα της χώρας μας από κάθε είδους παραβιάσεις.
Ως εκ τούτου, είναι λογικές οι ενστάσεις απέναντι στην παράνομη μετανάστευση, η οποία μπορεί εύκολα να καταστρέψει ολοσχερώς κράτη όπως η Ελλάδα – αποτελώντας μία ασύμμετρη απειλή, ειδικά όταν δεν μπορεί να ελεγχθεί ποιοι μετανάστες είναι μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων ή φανατικοί οπαδοί σκοτεινών θρησκευτικών αιρέσεων, εισβάλλοντας με στόχο να διασπείρουν τη βία και το φόβο στις δυτικές κοινωνίες, εποικίζοντας τες.
Συνεχίζοντας, οι μετανάστες δεν ενοχλούν προφανώς τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα που δεν έρχονται ποτέ σε επαφή μαζί τους – ούτε επηρεάζουν τα εισοδήματα τους. Αντίθετα, προβληματίζουν τις φτωχές ομάδες του πληθυσμού – αφενός μεν επειδή μειώνουν ακόμη περισσότερο τους μισθούς ή αυξάνουν την ανεργία τους, αφετέρου λόγω του ότι όλα όσα διαπιστώνονται (βιασμοί, ληστείες κλπ.) συμβαίνουν στις γειτονιές τους.
Στο σημείο αυτό είναι ίσως σωστό να τονίσει κανείς το θέμα των σχολείων, στα οποία πηγαίνουν τα παιδιά των μεταναστών – όπου δυστυχώς η Ελλάδα κατέχει τη χειρότερη θέση, συγκριτικά με τις άλλες χώρες που αναφέρονται στο παρακάτω γράφημα του Economist. Επιγραμματικά εδώ, το μεγαλύτερο πρόβλημα των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι το ότι, τα παιδιά των μεταναστών τείνουν να συγκεντρώνονται μεταξύ τους – ενώ πηγαίνουν σε σχολεία που βρίσκονται κοντά σε κέντρα μεταναστών ή σε αντίστοιχες γειτονιές. Για παράδειγμα, στη Νορβηγία, στη Δανία και στη Σουηδία το 70% των παιδιών των προσφύγων πηγαίνουν σε σχολεία που οι μαθητές είναι ήδη κατά 50% μετανάστες – οπότε μιλούν κυρίως τη γλώσσα τους και εμποδίζουν την εκπαίδευση των υπολοίπων.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, είναι άδικο να χαρακτηρίζονται ρατσιστές ή ακροδεξιοί αυτοί που υποφέρουν από το πρόβλημα, σε συνδυασμό με την ανικανότητα της Πολιτείας να το επιλύσει – εκ μέρους εκείνων που δεν τους αγγίζει ή των άλλων που προσπαθούν να διατηρήσουν προσχηματικά την αριστερή τους ιδεολογία με την επίδειξη ευαισθησίας στο μεταναστευτικό, όταν την καταπατούν σε πολλά άλλα, κατά πολύ πιο σημαντικά θέματα.
Επομένως, όταν τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, οι ελίτ, καθώς επίσης οι αρτηριοσκληρωτικά αριστεροί κατηγορούν ως ρατσιστές τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού που υποφέρει τα πάνδεινα από τη μαζική μετανάστευση, απλά λαϊκίζουν – εξυπηρετώντας είτε τους στόχους του τουρκικού καθεστώτος, είτε αυτούς των οπαδών της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.
Κλείνοντας, το μεταναστευτικό αποτελεί αναμφίβολα ένα μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης, ιδιαίτερα των αδύναμων οικονομιών του Νότου που είναι ταυτόχρονα χώρες υποδοχής – ένα πρόβλημα που εάν δεν επιλυθεί, θα οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση λόγω της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν βοηθάει να είναι κανείς ευαίσθητος χωρίς να κάνει τίποτα για να το αντιμετωπίσει – ενώ είναι θρασύς λαϊκισμός το να κατηγορεί ως ρατσιστές και ακροδεξιούς αυτούς που επιβαρύνονται περισσότερο.
Δυστυχώς όμως, υπάρχουν κινήματα που εμπλέκουν το μεταναστευτικό γραφικά με άλλου είδους φαινόμενα, για να εκμεταλλευθούν ορισμένες κοινωνικές ομάδες ψηφοθηρικά – όπως με το δίκτυο 5G που δήθεν προκαλεί κορωναϊό (αν και είναι γενικότερα επιβλαβή τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας για την υγεία), με τις μάσκες σήμερα (οι οποίες πράγματι στα μικρά παιδιά προκαλούν ψυχολογικά και βιολογικά προβλήματα, σύμφωνα με τον ΠΟΥ), με τα εμβόλια, όπου η σωστή θέση είναι να μην επιβάλλονται υποχρεωτικά (ο καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να αποφασίζει για την υγεία του) κοκ.
Όσον αφορά δε τα εκλεγμένα κόμματα, η ΝΔ υποστηρίζει τις κλειστές δομές με τη μεταφορά των παράνομων μεταναστών σε χωριά στην ενδοχώρα (κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού θα δημιουργηθούν απαγορευμένες περιοχές-χωριά όπως στη Σουηδία), το ΚΙΝΑΛ και το ΣΥΡΙΖΑ τις ανοιχτές δομές που είναι ακόμη πιο επικίνδυνες, το ΚΚΕ υπεκφεύγει στην ουσία, υποστηρίζοντας πως πρέπει να τους δοθούν διαβατήρια για να φύγουν στις χώρες που επιθυμούν (ουτοπικό, αφού έχουν κλείσει τα σύνορα τους), ενώ η Ελληνική Λύση τη μεταφορά τους σε ακατοίκητα νησιά, έως ότου κριθούν οι αιτήσεις ασυλίας τους – αφού προηγουμένως δημιουργηθούν οι κατάλληλες ανθρώπινες δομές, έχοντας ήδη εκπονήσει ένα σχέδιο με το κόστος κατασκευής τους. Ο πρωθυπουργός πάντως επιβεβαίωσε με δήλωση του πως μόλις το ένα στα δέκα άτομα στη Λέσβο είναι πρόσφυγας – γεγονός που σημαίνει πως ο σκοπός της παράνομης εισόδου τους στην Ελλάδα είναι κάποιος άλλος.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, αυτό που χρειάζεται είναι μία σωστή μεταναστευτική πολιτική τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη – η οποία να είναι ορθολογική, αλληλέγγυα και εφαρμόσιμη για κάθε χώρα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες και τις οικονομικές δυνατότητες της. Στα πλαίσια αυτά, οι κανονισμοί του Δουβλίνου μπορούν να χαρακτηρισθούν το λιγότερο ως κυνικοί – αφού αναφέρουν πως οι μετανάστες είναι θέμα της εκάστοτε χώρας, από τα σύνορα της οποίας εισέρχονται στην ΕΕ, οπότε κυρίως της Ελλάδας και της Ιταλίας που μεταφέρεται το πρόβλημα των υπολοίπων κρατών.
Ως εκ τούτου πρέπει να καταργηθούν εντελώς και όχι να γίνονται προσπάθειες πολύ πιο αυστηρής τήρησης τους από την Κομισιόν – έτσι ώστε να υπάρξει μια νέα συμφωνία που να είναι δίκαιη για όλα τα κράτη της ΕΕ, τα οποία οφείλουν να επιλύσουν από κοινού το πρόβλημα, στηρίζοντας εκείνα που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Διαφορετικά θα διαλυθεί η ΕΕ, όπως φάνηκε ήδη από την έξοδο της Μ. Βρετανίας – την οποία θέλει να ακολουθήσει το συντηρητικό κόμμα της Σουηδίας που ζητάει από καιρό τώρα δημοψήφισμα (πηγή), για τους ίδιους λόγους με τη Βρετανία.
Σε κάθε περίπτωση, οι διεθνιστικές υπερβολές κυβερνήσεων που δεν μπορούν να ελέγξουν τις μεταναστευτικές ροές και να είναι πραγματικά, ρεαλιστικά αλληλέγγυες απέναντι στους μετανάστες προσφέροντας τους αυτά που πρέπει, πόσο μάλλον όταν δεν είναι σε θέση να τα προσφέρουν ούτε καν στους Πολίτες τους, μεταφέροντας τους ουσιαστικά το πρόβλημα, είναι εντελώς ανεύθυνες – επίσης εκείνων των Πολιτών που τοποθετούν το συναίσθημα πριν από τη λογική, παραφράζοντας την έννοια της αλληλεγγύης που πράγματι οφείλει να διέπει όλους τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους.
Υστερόγραφο: Γενικά η Ελλάδα δεν είναι εχθρική απέναντι στους μετανάστες, πόσο μάλλον όταν πολλοί Έλληνες φιλοξενούνταν ανέκαθεν από ξένες χώρες – ειδικά σήμερα, όπου πάνω από 500.000 νέοι, έχουν αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό. Οφείλουν βέβαια, όπως οι Έλληνες μετανάστες, να διακρίνονται από τα εξής:
(α) να έχουν το ίδιο πολιτισμικό επίπεδο με το δικό μας, (β) να μπορεί να τους αφομοιώνει η οικονομία μας, κάτι που σήμερα είναι αδύνατον λόγω της ανεργίας και των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων, (γ) να θέλουν οι ίδιοι να αφομοιωθούν/ενσωματωθούν, (δ) να σέβονται το ελληνικό δίκαιο και τους νόμους καθώς επίσης (ε) να μην έχουν κανέναν θρησκευτικό/εθνικιστικό και άρα «ρατσιστικό» φανατισμό – αφού διαφορετικά δεν μπορεί να είναι αποδεκτοί, επειδή έτσι θα μετατρεπόταν η χώρα μας σε έναν αφιλόξενο για τους Έλληνες τόπο.
Περαιτέρω, υπάρχει μία σημαντική διαφορά μεταξύ των μεταναστών και των προσφύγων που έχει κατοχυρωθεί από τη Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. του 1951, έτσι όπως αυτή αναθεωρήθηκε από το πρωτόκολλο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ το 1967 (συνθήκη της Γενεύης, λεπτομέρειες στην πηγή) – την οποία οφείλει να γνωρίζει κανείς, τουλάχιστον στις εξής γενικές γραμμές:
(1) Πρόσφυγες: Σύμφωνα με το μεταναστευτικό κώδικα (Ν. 4251/2014), ο όρος «πρόσφυγας» συμπεριλαμβάνει άτομα, Πολίτες τρίτης χώρας ή «ανιθαγενείς» (=άνθρωποι που δεν θεωρούνται υπήκοοι κάποιου κράτους στα πλαίσια της νομοθεσίας του – άρθρο 1 της σύμβασης του 1954), τα οποία συνεπεία γεγονότων (όπως είναι ο πόλεμος) και δικαιολογημένου φόβου διώξεως (όπως είναι η φυλή, η θρησκεία, η εθνικότητα, οι πολιτικές διώξεις κοκ.), ευρίσκονται εκτός της χώρας, της οποίας έχουν την υπηκοότητα.
Τα άτομα αυτά κατά την παράνομη αλλά όχι παράτυπη (=χωρίς χαρτιά) συνήθως είσοδο τους σε ένα κράτος, υποβάλλουν αίτημα για χορήγηση ασύλου – δηλαδή, αναγνώρισης της διεθνούς προστασίας τους. Εάν το αίτημα τους γίνει δεκτό, τότε αποτελούν «αναγνωρισμένους πρόσφυγες» και τελούν υπό καθεστώς διεθνούς προστασίας – ενώ τους παρέχεται το δικαίωμα παραμονής στη χώρα για τρία χρόνια, καθώς επίσης πρόσβαση στη δημόσια υγεία, στην παιδεία και στην κοινωνική ασφάλιση.
Για εκείνο δε το χρονικό διάστημα που το αίτημα τους εκκρεμεί, δεν μπορούν να φύγουν από τη χώρα, επειδή θεωρείται πιθανόν να έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας – κάτι που εκμεταλλεύονται πολλοί μετανάστες που προσποιούνται τους πρόσφυγες.  Εκτός αυτού οι συγκεκριμένοι παράνομοι «μετανάστες», γνωρίζοντας πως δεν θα εγκριθεί το αίτημα τους, εξαφανίζονται – με την έννοια ότι κρύβονται κοκ.
Οι αναγνωρισμένοι τώρα πρόσφυγες εφοδιάζονται με ένα ειδικό διαβατήριο (NANSEN), με το οποίο μπορούν να μεταβούν σε οποιαδήποτε από τις 116 χώρες που έχουν υπογράψει τη Διακήρυξη του 1951 – ενώ φυσικά είναι νόμιμοι και δεν επιτρέπεται να εκδιωχθούν.
(2)  Μετανάστες: Εδώ συμπεριλαμβάνονται άτομα που για λόγους διαφορετικούς από ότι οι πρόσφυγες, οικονομικούς κυρίως αλλά όχι μόνο, εγκαταλείπουν οικιοθελώς τη χώρα τους, με στόχο να εγκατασταθούν νόμιμα κάπου αλλού – ενώ, σε αντίθεση με τους πρόσφυγες, μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους όποτε το θελήσουν, αφού δεν κινδυνεύουν. Φυσικά οι βασικές αιτίες, λόγω των οποίων τόσο οι πρόσφυγες, όσο και οι μετανάστες εγκαταλείπουν τη χώρα τους είναι ουσιαστικά οι ίδιες: οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και η ασφάλεια, υλική και ψυχική.
Τέλος, δεν αιτιολογείται ο ρατσισμός ή/και η βίαιη αντιμετώπιση των ξένων, αλλά δεν είναι εύκολο να αποφευχθούν – ιδιαίτερα από «πρωτόγονα» άτομα με σχετικά χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, από μακροχρόνιους ανέργους, από χρεοκοπημένους επιχειρηματίες, από νομοταγείς Πολίτες που υφίστανται εγκληματικές επιθέσεις από ορισμένους ξένους ή τον εθνικιστικό/θρησκευτικό τους φανατισμό, από κάποιους άλλους που δίκαια διαμαρτύρονται για την κατάληψη/βρωμιά των δρόμων από παράνομους ξένους μικροπωλητές και αστέγους κοκ. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν πολιτικά κόμματα που εκμεταλλεύονται όλους αυτούς τους Πολίτες των χωρών τους, για να αυξήσουν τους ψηφοφόρους τους– κλιμακώνοντας το πρόβλημα, το οποίο χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή, αντί να βοηθούν στην επίλυση του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: