Είναι εντυπωσιακό καί ανεξήγητο το γεγονός πώς ενώ ο Ρωμανίδης έχει αντιμετωπίσει στά κείμενά του τίς αιρέσεις τού οικουμενισμού, δέν έχει καμία συνέχεια. Μάλιστα όπως μάς πληροφορεί στήν Δογματική του συνεκρούσθη κατά μέτωπο σχεδόν μέ τό σύνολο τής θεολογικής σχολής Θεσ/νίκης η οποία συμφώνησε με τίς κακοδοξίες τού Μαρτζέλου καί κάποιων άλλων καθηγητών υπεράνω πάσης υποψίας. Άς δούμε με συντομία μερικά θέματα. Κι άς ξεκινήσουμε με τήν σύγχρονη εσχατολογία η οποία έχει τόσο κυρίαρχο ρόλο στήν ψευτοεκκλησιολογία τού Ζηζιούλα.
«Η λήθη τής παραδόσεως, γράφει ο Ρωμανίδης, τής θεώσεως τών Αγίων ξεκινά με την υπό τού Αυγουστίνου καταβίβαση τής Βασιλείσας τού Θεού σε κτίσμα και ταύτιση αυτής με την εκκλησία ή με το λαό τού θεού. Διότι ταυτίζουν ανοήτως οι Δυτικοί και οι μαθητές τους τη Βασιλεία τού Θεού με κάποια αποκατάσταση τού λαού τού Θεού. Χωρίς να διακρίνουν μεταξύ τής αποκαταστάσεως και της Θείας δυνάμεως η οποία ενεργεί την αποκατάστασιν. Η έλευσις της βασιλείας δέν ταυτίζεται μέ την έλευσιν αποκαταστάσεως (όπως την κατάλαβε ο Ιούδας) αλλά δηλώνει την φανέρωση τής αιωνίως υπαρχούσης δυνάμεως και χάριτος τού Θεού και υπό των ανθρώπων μέθεξιν αυτής τής χάριτος.Άγιος Συμεών
Έτσι ο λόγος τού Χριστού «αμήν λέγω υμίν, ότι εισίν τινές τών ώδε εστηκότων οίτινες ού μή γεύσωνται θανάτου έως άν ίδωσιν την Βασιλείαν τού Θεού εληλυθείαν εν δυνάμει». Εξεπληρώθη αμέσως με την μεταμόρφωση τού Χριστού, όταν οι τρείς απόστολοι είδον την φυσικήν Δόξαν και Θεότητα τού Χριστού. Η μεγαλύτερη απόδειξις της αιρετικής διδασκαλίας τών Δυτικών και οικουμενιστών είναι και η καταβίβασις τής εορτής τής μεταμορφώσεως από Δεσποτική σε δευτερεύουσα εορτή υπό τού πάπα.
Άς συνεχίσουμε με την προσπάθεια της θεολογικής σχολής, ιδίως τού Μαρτζέλου και τής ακολουθίας του, να ανοίξει δρόμο στόν οικουμενισμό και στή θεολογία τής ετερότητος τού Ζηζιούλα. Λέει λοιπόν ο Ρωμανίδης «ολόκληρον το διδακτικόν προσωπικόν τού τμήματος θεολογίας τού Α.Π.Θ. κατήργησε το δόγμα περί τών κοινών και ακοινωνήτων τής Αγίας Τριάδος. Καί όμως «η διαφοροποίησις τών τριών προσώπων συνίσταται εις τόν τρόπον υπάρξεως αυτών, ουδόλως εις τήν ουσίαν και στίς ενέργειες αυτών, οι οποίες άνευ ουδεμιάς ελαττώσεως ή αλλοιώσεως ή παραλλαγής υπάρχουν αιωνίως και αϊδίως εκ τού Πατρός διά τού Υϊού εν Πνεύματι Αγίω. Δηλ. ο Πατήρ είναι η αιτία τής υπάρξεως τών υποστάσεων τού Υϊού και τού Αγίου Πνεύματος, αλλά όχι τής ουσίας και τών ενεργειών αυτών»
«Καί όμως οι καθηγητές Ματσούκας, Μαρτζέλος και Τσελεγγίδης υποστήριξαν το 1994 πώς ο πατήρ ειναι η Αιτία τής υπάρξεως και της δικής Του ουσίας και τών δικών Του φυσικών ενεργειών, εκτός τών υποστάσεων». ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ.
«Αυτές οι απόψεις όμως είναι σαφώς αιρετικές αφού καταργούνται τα κοινά τής Αγίας Τριάδος καί ταυτίζονται με τα ακοινώνητα. Τά κοινά δέν έχουν αιτίαν ή τρόπον υπάρξεώς τους από τον Πατέρα, αλλά είναι τα κοινά πού έχουν ο Υϊός καί το Άγιον Πνεύμα συναϊδίως από τον Πατέρα,αλλά και με τόν Πατέρα. Πώς είναι δυνατόν να έχει τρόπον και αιτίαν υπάρξεως το «ομοούσιον» τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος με τόν Πατέρα; Καταργείται το Σύμβολον τής Πίστεως και επιστρέφουμε στά ομοιούσια.»
Ο δέ κ.Ζηζιούλας γιά νά στηρίξει τη διδασκαλία του περί ετερότητος επικαλείται την διδασκαλία τού Μ.Αθανασίου, διότι τήν εποχή τού Μ.Αθανασίου επικρατούσε ακόμη η ταύτισις τών όρων ουσίας και υποστάσεως. Ο άνθρωπος πού πιστεύει στήν εξέλιξη τής θεολογίας.
Από εδώ όμως πηγάζουν καί οι νεώτερες θεολογικές αστοχίες πώς ευχαριστούμε τάχα γιά τά δώρα τόν Πατέρα όπως καί ο Κύριος , καταργώντας τοιουτοτρόπως την θεότητα τού Κυρίου ή πώς μέσω τού Αγίου Πνεύματος διά τού Υϊού ενωνόμαστε με τόν Πατέρα, όπως χαριτολογεί ασχέτως ο π.Βασίλειος Θερμός.
Τελειώνοντας άς δούμε και την θεολογία τού Γιανναρά, με την βοήθεια τού ελέγχου τής θεολογίας τού Ακινάτη εκ μέρους τού Κάλλιστου Αγγελικούδη.
Από την παράγραφο 532 και έπειτα τού κειμένου τού Αγγελικούδη, βρίσκουμε τόν Αγγελικούδη να καταγγέλλει τον Ακινάτη πώς λανθασμένα ισχυρίζεται ότι ο Θεός παρήγαγε τά όντα στό είναι με την βούλησή Του και λανθασμένα συνεχίζει πώς είναι η αγάπη με την οποία αγαπά την αγαθότητά Του, αιτία τής δημιουργίας τών πραγμάτων. Το πνεύμα το Άγιο λέει ο Ακινάτης, προβαίνει (πρόεισι) κατά τον τρόπο τής αγάπης.
[ Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της σχέσεως των θείων προσώπων]
ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ
532. « Η αγαθότητα του Θεού είναι το αίτιο τού να βούλεται να υπάρχουν ( είναι ) τα όντα ». Χρησιμοποιεί εδώ εκούσια έναν παραλογισμό και απλώς πλανάται ( ψεύδεται ). Γιατί δεν είναι μόνη η αγαθότητα αίτιο τού να βούλεται να υπάρχουν τα όντα, αλλά κι η θεία δύναμη και σοφία. Γιατί κανείς δεν φέρνει χωρίς δύναμη και σοφία τη βούληση εις πέρας, όσο αγαθός κι αν είναι. Και λέει ακόμα˙ « και παρήγαγε με τη βούλησή του τα όντα στο είναι ». Τί λέει ο παντελώς διεφθαρμένος ( εξωλέστατος ), με τη βούλησή του, κι όχι με τη δύναμη και τη σοφία προηγουμένως ; παρ’ όλο που λέει βέβαια κι ο ίδιος˙ « είναι δυνατό και να θαυμάζης και να θεωρής, όσο γίνεται, απ’ τη μελέτη των ποιημάτων τη θεία σοφία ». Κι ακόμα˙ « οδηγεί σε ύμνο της υψηλής δύναμης του Θεού η θεωρία των κτισμάτων ». « Γιατί είναι ανάγκη να νοείται υψηλότερη απ’ τα γενόμενα έργα η δύναμη αυτού που ποιεί, γι’ αυτό και λέγεται στην προς Ρωμαίους˙ “ τα αόρατα του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης ” » Ρωμ. α΄20 ). Κι αν ισχύουν αυτά, είναι άρα ψέμμα το να λες μονομερώς, ότι είναι η αγαθότητα του Θεού αίτιο τού να βούλεται να υπάρχουν ( είναι ) τα όντα˙ γιατί είναι πριν απ’ την αγαθότητα η δύναμη κι η σοφία του Θεού αιτία των κτισμάτων.
533. Αλλά μεταβαίνει από μόνη τη βούληση, χωρίς κάποιαν ανάγκη, στη θεία αγάπη και λέει ο Θωμάς˙ « είναι η αγάπη λοιπόν, με την οποίαν αγαπά την αγαθότητά του, αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων ». Είναι ψεύτης ο Θωμάς, που εκτρέπεται σ’ αυτά και αντιλέγει στα δικά του˙ γιατί αποκαλύπτεται ( αναφαίνεται ) προφανώς και καινοφανώς ( πρωτοφανώς ) η δύναμη κι η θεία σοφία στα όντα. Έπρεπε λοιπόν να πή, πως αρχική μεν αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων είναι η θεία γνώση κι η δύναμη κι η σοφία μέσα απ’ τη θέληση ( δια θελήσεως ), τελική δε αιτία η θεία αγαθότητα και η εξ αυτής αγάπη˙ και όπως λέει ακριβώς για τον Θεό ο Δαβίδ, ότι « πάντα εν σοφία εποίησεν » ( Ψαλμ. ργ΄24 ), έτσι λέει και « πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν » ( Ψαλμ. ριγ΄11 ). Εξ ου και αποφαίνονται ( διακηρύττουν ) έργο της θείας θέλησης την κτίση οι θεοφόροι. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας πως είναι μόνη η θεία αγάπη αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων ο Θωμάς.
534. « Το Πνεύμα » λέει « το άγιο προβαίνει ( πρόεισι ) κατά τον τρόπο της αγάπης ». Και είναι ψέμμα και ολοφάνερο αυτό, γιατί είναι ανεπινόητος ο τρόπος, κατά τον οποίον γεννάται ο Υιός απ’ τον Πατέρα και εκπορεύεται το Πνεύμα το άγιο, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Ο δε μέγας Διονύσιος απορεί τελείως ( διαπορείται ) και λέει ˙ « πώς φύτρωσαν ( εξέφυ ) τα εγκάρδια φώτα απ’ τον άυλο και αδιαίρετο Πατέρα ; » ( Ψευδο-Διονυσίου, Περί μυστικής θεολογίας ). Και όλοι δε οι θεοφόροι απαγορεύουν επίσης τη γνώση της θείας ουσίας και τη γέννηση του Υιού απ’ τον Πατέρα και την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος σε όλη τη γενητή ( δημιουργημένη… ) κτίση. Κι αν είπαν κάποιοι γιά την αιτία και τον σύμφωνα μ’ αυτήν τρόπο του Υιού και του Πνεύματος, δεν το είπαν θεολογικά, αλλ’ όσο για να εικονίσουν, πώς είναι ο Θεός, η μονάδα, και τριάδα. Και δεν πρέπει να θέτουμε αυτά που λέγονται με εικονικό και τυπικό τρόπο στα θεολογικά και σ’ αυτά που είναι πέρα από κάθε απόδειξη˙ γιατί είναι γνωστή μόνο στη θεία Τριάδα η θεία ουσία κι ο τρόπος τής σύμφωνα μ’ αυτήν την ίδια γέννησης και εκπόρευσης, και ποιος είναι ο Πατέρας κι ο Υιός και το Πνεύμα το άγιο, και πώς ο μεν Πατήρ γεννά και εκπορεύει, ο δε Υιός γεννάται και το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται˙ είναι πέρα από κάθε πατρότητα και υιότητα οι σχέσεις ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και δεν είναι ούτε και Πνεύμα, όσα μας επιτρέπει να γνωρίζουμε το Πνεύμα το άγιο κατά τον μέγα Διονύσιο.
535. Κι αν λέγεται και κάτι γι’ αυτά, έχει γίνει ( ευρέθη ) για την παραμυθία ( παρηγοριά…) της δικής μας νόησης, αυτά δε είναι στ’ αλήθεια πέρα απ’ τη νόηση και τον λόγο κάθε νοερής και λογικής φύσης. Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα ο Θωμάς, προβάλλοντάς τα αυτά προς απόδειξη, και τον ντροπιάζει καταφανώς κι ο λόγος του Μεγάλου Διονυσίου, που λέει˙ « το ότι είναι μεν πηγαία θεότητα ο Πατήρ, ο δε Υιός και το Πνεύμα βλαστοί θεόφυτοι και όπως άνθη και υπερούσια φώτα, αν πρέπη έτσι να φανερωθή, το έχουμε παραλάβει απ’ τις ιερές παραδόσεις˙ το πώς δε είναι αυτά, δεν είναι δυνατόν ούτε να το πης ούτε να το εννοήσης » ( ψευδο-Διονυσίου, Περί θείων ονομάτων ).
536. Και οι μεν θεοφόροι καταφεύγουν στο απόρρητο αυτής της υπόθεσης, ενώ ο Θωμάς, που έθεσε όλα τα πέρα απ’ τον νου υπερφυή θεία υπό απόδειξη, δεν έχει αφήσει, απαίδευτα και τολμηρά, ούτε κι αυτό έξω απ’ την απόδειξη, γι’ αυτό και λέει˙ « προβαίνει ( πρόεισι ) το Πνεύμα το άγιο σύμφωνα με τον τρόπο της αγάπης, με την οποίαν αγαπά ο Θεός τον εαυτό του ». Και βγάζει μετά από τέτοιες ανοίκειες προτάσεις ψεύτικο συμπέρασμα, που λέει˙ « είναι άρα αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων το Πνεύμα το άγιο ». Αν προβαίνη κατά τον τρόπο της αγάπης απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα το άγιο, με την οποίαν αγαπά ο Θεός τον εαυτό του, είναι φανερό, ότι δεν είναι αγάπη το Πνεύμα το άγιο˙ γιατί αυτά που λέγεται πως προβαίνουν κατά τον ίδιον τρόπο δηλώνουν ομοιότητα κι όχι ταυτότητα αναμεταξύ τους˙ όπως όταν λέμε για το χρυσάφι, ότι προέρχεται σύμφωνα με τον τρόπο του σιδήρου απ’ το ποτάμι, κι όταν λέμε, ότι προέρχεται σύμφωνα με τον τρόπο του σιταριού το κριθάρι όταν σπέρνεται απ’ τα χέρια του γεωργού, και λέμε τότε προφανώς ότι είναι διαφορετικό το σίδερο απ’ το χρυσάφι και το κριθάρι απ’ το στάρι. Και δεν το λέμε αυτό γι’ αυτά που ταυτίζονται, γιατί και κανείς δεν λέει, ότι προέρχεται κατά τον τρόπο του αλευριού του σίτου το αλεύρι του σίτου.
533. Αλλά μεταβαίνει από μόνη τη βούληση, χωρίς κάποιαν ανάγκη, στη θεία αγάπη και λέει ο Θωμάς˙ « είναι η αγάπη λοιπόν, με την οποίαν αγαπά την αγαθότητά του, αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων ». Είναι ψεύτης ο Θωμάς, που εκτρέπεται σ’ αυτά και αντιλέγει στα δικά του˙ γιατί αποκαλύπτεται ( αναφαίνεται ) προφανώς και καινοφανώς ( πρωτοφανώς ) η δύναμη κι η θεία σοφία στα όντα. Έπρεπε λοιπόν να πή, πως αρχική μεν αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων είναι η θεία γνώση κι η δύναμη κι η σοφία μέσα απ’ τη θέληση ( δια θελήσεως ), τελική δε αιτία η θεία αγαθότητα και η εξ αυτής αγάπη˙ και όπως λέει ακριβώς για τον Θεό ο Δαβίδ, ότι « πάντα εν σοφία εποίησεν » ( Ψαλμ. ργ΄24 ), έτσι λέει και « πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν » ( Ψαλμ. ριγ΄11 ). Εξ ου και αποφαίνονται ( διακηρύττουν ) έργο της θείας θέλησης την κτίση οι θεοφόροι. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας πως είναι μόνη η θεία αγάπη αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων ο Θωμάς.
534. « Το Πνεύμα » λέει « το άγιο προβαίνει ( πρόεισι ) κατά τον τρόπο της αγάπης ». Και είναι ψέμμα και ολοφάνερο αυτό, γιατί είναι ανεπινόητος ο τρόπος, κατά τον οποίον γεννάται ο Υιός απ’ τον Πατέρα και εκπορεύεται το Πνεύμα το άγιο, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Ο δε μέγας Διονύσιος απορεί τελείως ( διαπορείται ) και λέει ˙ « πώς φύτρωσαν ( εξέφυ ) τα εγκάρδια φώτα απ’ τον άυλο και αδιαίρετο Πατέρα ; » ( Ψευδο-Διονυσίου, Περί μυστικής θεολογίας ). Και όλοι δε οι θεοφόροι απαγορεύουν επίσης τη γνώση της θείας ουσίας και τη γέννηση του Υιού απ’ τον Πατέρα και την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος σε όλη τη γενητή ( δημιουργημένη… ) κτίση. Κι αν είπαν κάποιοι γιά την αιτία και τον σύμφωνα μ’ αυτήν τρόπο του Υιού και του Πνεύματος, δεν το είπαν θεολογικά, αλλ’ όσο για να εικονίσουν, πώς είναι ο Θεός, η μονάδα, και τριάδα. Και δεν πρέπει να θέτουμε αυτά που λέγονται με εικονικό και τυπικό τρόπο στα θεολογικά και σ’ αυτά που είναι πέρα από κάθε απόδειξη˙ γιατί είναι γνωστή μόνο στη θεία Τριάδα η θεία ουσία κι ο τρόπος τής σύμφωνα μ’ αυτήν την ίδια γέννησης και εκπόρευσης, και ποιος είναι ο Πατέρας κι ο Υιός και το Πνεύμα το άγιο, και πώς ο μεν Πατήρ γεννά και εκπορεύει, ο δε Υιός γεννάται και το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται˙ είναι πέρα από κάθε πατρότητα και υιότητα οι σχέσεις ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και δεν είναι ούτε και Πνεύμα, όσα μας επιτρέπει να γνωρίζουμε το Πνεύμα το άγιο κατά τον μέγα Διονύσιο.
535. Κι αν λέγεται και κάτι γι’ αυτά, έχει γίνει ( ευρέθη ) για την παραμυθία ( παρηγοριά…) της δικής μας νόησης, αυτά δε είναι στ’ αλήθεια πέρα απ’ τη νόηση και τον λόγο κάθε νοερής και λογικής φύσης. Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα ο Θωμάς, προβάλλοντάς τα αυτά προς απόδειξη, και τον ντροπιάζει καταφανώς κι ο λόγος του Μεγάλου Διονυσίου, που λέει˙ « το ότι είναι μεν πηγαία θεότητα ο Πατήρ, ο δε Υιός και το Πνεύμα βλαστοί θεόφυτοι και όπως άνθη και υπερούσια φώτα, αν πρέπη έτσι να φανερωθή, το έχουμε παραλάβει απ’ τις ιερές παραδόσεις˙ το πώς δε είναι αυτά, δεν είναι δυνατόν ούτε να το πης ούτε να το εννοήσης » ( ψευδο-Διονυσίου, Περί θείων ονομάτων ).
536. Και οι μεν θεοφόροι καταφεύγουν στο απόρρητο αυτής της υπόθεσης, ενώ ο Θωμάς, που έθεσε όλα τα πέρα απ’ τον νου υπερφυή θεία υπό απόδειξη, δεν έχει αφήσει, απαίδευτα και τολμηρά, ούτε κι αυτό έξω απ’ την απόδειξη, γι’ αυτό και λέει˙ « προβαίνει ( πρόεισι ) το Πνεύμα το άγιο σύμφωνα με τον τρόπο της αγάπης, με την οποίαν αγαπά ο Θεός τον εαυτό του ». Και βγάζει μετά από τέτοιες ανοίκειες προτάσεις ψεύτικο συμπέρασμα, που λέει˙ « είναι άρα αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων το Πνεύμα το άγιο ». Αν προβαίνη κατά τον τρόπο της αγάπης απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα το άγιο, με την οποίαν αγαπά ο Θεός τον εαυτό του, είναι φανερό, ότι δεν είναι αγάπη το Πνεύμα το άγιο˙ γιατί αυτά που λέγεται πως προβαίνουν κατά τον ίδιον τρόπο δηλώνουν ομοιότητα κι όχι ταυτότητα αναμεταξύ τους˙ όπως όταν λέμε για το χρυσάφι, ότι προέρχεται σύμφωνα με τον τρόπο του σιδήρου απ’ το ποτάμι, κι όταν λέμε, ότι προέρχεται σύμφωνα με τον τρόπο του σιταριού το κριθάρι όταν σπέρνεται απ’ τα χέρια του γεωργού, και λέμε τότε προφανώς ότι είναι διαφορετικό το σίδερο απ’ το χρυσάφι και το κριθάρι απ’ το στάρι. Και δεν το λέμε αυτό γι’ αυτά που ταυτίζονται, γιατί και κανείς δεν λέει, ότι προέρχεται κατά τον τρόπο του αλευριού του σίτου το αλεύρι του σίτου.
Ο κ.Γιανναράς χειροτερεύοντας ακόμη περισσότερο τά πράγματα μεταφέρει τίς αιτίες πού εφευρίσκει ο Ακινάτης γιά τη Δημιουργία, στή Γένεση και την εκπόρευση.
Απαντά όμως ο Αγγελικούδης ότι εκτός τού ότι δέν έχουμε καμμία απολύτως γνώση τής ουσίας και γενήσεως και εκπορεύσεως , οτιδήποτα αναφέρεται από τούς Πατέρες γιά να παρηγορήσουν την νόησή μας, γιά αιτία, ειπώθηκε γιά να εικονιστεί πώς είναι ο Θεός, η μονάδα και η τριάδα, δέν ειπώθηκε θεολογικά. «Προβαίνει λοιπόν το Πνεύμα το Άγιο με τον τρόπο τής αγάπης με την οποία αγαπά ο Θεός τόν εαυτό του ισχυρίζεται ο Ακινάτης και συμπεραίνει : άρα είναι αρχή της δημιουργίας τών πραγμάτων το Πνεύμα το Άγιο»
Καί μάς καθιστά φανερό λοιπόν ο Ακινάτης πώς το Άγιο Πνεύμα δέν είναι αγάπη, γιατί αυτά πού λέγεται πώς προβαίνουν κατά τον ίδιο τρόπο, δηλώνουν ομοιότητα όχι ταυτότητα μεταξύ τους. Όπως ακριβώς όταν λέμε ότι το χρυσάφι προέρχεται από το ποτάμι σύμφωνα με τον τρόπο τού σιδήρου. Αλλά προφανώς καταλαβαίνουμε ότι το σίδερο είναι διαφορετικό από το χρυσάφι.
Απαντά όμως ο Αγγελικούδης ότι εκτός τού ότι δέν έχουμε καμμία απολύτως γνώση τής ουσίας και γενήσεως και εκπορεύσεως , οτιδήποτα αναφέρεται από τούς Πατέρες γιά να παρηγορήσουν την νόησή μας, γιά αιτία, ειπώθηκε γιά να εικονιστεί πώς είναι ο Θεός, η μονάδα και η τριάδα, δέν ειπώθηκε θεολογικά. «Προβαίνει λοιπόν το Πνεύμα το Άγιο με τον τρόπο τής αγάπης με την οποία αγαπά ο Θεός τόν εαυτό του ισχυρίζεται ο Ακινάτης και συμπεραίνει : άρα είναι αρχή της δημιουργίας τών πραγμάτων το Πνεύμα το Άγιο»
Καί μάς καθιστά φανερό λοιπόν ο Ακινάτης πώς το Άγιο Πνεύμα δέν είναι αγάπη, γιατί αυτά πού λέγεται πώς προβαίνουν κατά τον ίδιο τρόπο, δηλώνουν ομοιότητα όχι ταυτότητα μεταξύ τους. Όπως ακριβώς όταν λέμε ότι το χρυσάφι προέρχεται από το ποτάμι σύμφωνα με τον τρόπο τού σιδήρου. Αλλά προφανώς καταλαβαίνουμε ότι το σίδερο είναι διαφορετικό από το χρυσάφι.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου