Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (57)

Συνέχεια από Σάββατο, 17 Οκτωβρίου 2020

                                           HANS URS VON BALTHASAR

                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)

                                                 Τρίτος Τόμος

             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)

        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )

                                      Johannes Verlag, 1987

                                  4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                            V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

         2.  ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ – CIVITAS DEI – ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                            γ) Για το πρόβλημα τού “Mεγάλου Εγώ”                                              

Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;

       Είναι αμφίβολο, αν η (ανθρωπολογική) κατηγορία «Μέγα ή Μεγάλο Εγώ» (H. Mühlen)  και οι παραλλαγές της ως «συσσωματωμένη προσωπικότητα» (“Corporate Personality” – H. Wheeler Robinson, J. De Fraine) προσθέτουν κάτι στην παρούσα αναζήτηση. Γιατί ο πρωταρχικός τους «τόπος» είναι αναμφίβολα μια συγκεκριμένη πολιτισμικο-ιστορική κατάσταση: η κοινωνιολογικά σαφώς διακρινόμενη κατ’ αρχάς στην Παλαιά Διαθήκη και διαφαινόμενη ως «απόηχος» στη μετέπειτα εξέλιξη «Μεγάλη Οικογένεια», που τα μέλη της αισθάνονται τον εαυτό τους, καθοδηγούμενα από την «κεφαλή» (ως ξεχωριστοί σίγουρα, και για πρώτη ίσως φορά αξιόλογοι, με όλη τους εδώ την αξία, άνθρωποι), ως μια πραγματική ενότητα απέναντι σ’ αυτόν που ζη  (και υπάρχει) απομονωμένος ή που έχει αποβληθή απ’ το γένος και τη φυλή του.  Οι ερευνητές αναφέρονται πάντα σε μια «ρευστότητα» (ελαστικότητα) που διακρίνει αυτήν τήν «φυλετική» εμπειρία: ο κάθε «ένας» δεν αποτελεί την προέκταση και μόνον τού κεντρικού προσώπου, το οποίο συγκρατεί και συνέχει το Όλον, αλλά είναι ταυτόχρονα «ένας καθαυτός», όχι όμως για τον εαυτό του, αλλά «εντός» και μαζί ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα μέλη. Αυτή η «ιδέα» μπορεί να χαρακτηρισθή αναμφίβολα ως μια συγκεκριμένη, πρώιμη, αν όχι και «πρωτόγονη» πολιτισμική βαθμίδα (πριν κι από την «ιδέα» μιας δημοκρατικής πόλης) - ( σ.σ.: «Το Εγώ τού πρωτόγονου ανθρώπου υφίσταται μόνον ως μέρος – ή για να το πούμε καλύτερα: ταυτισμένο με το «Μεγάλο Εγώ» τής κοινότητας. Ο απόβλητος περιέρχεται γι’ αυτό, όχι μόνον σε ηθική και ψυχική, αλλά και σε φυσική διάλυση και παρακμή. Δεν έχει πια κανένα Εγώ. Έχει χάσει το σταθερό του στήριγμα στην ζωή.»  S. Mowinckel, Psalmenstudien I , Kristiania 1921 ) .  Αν και η επαγγελία τού Θεού στον «αποβεβλημένο» Κάιν θα έπρεπε να μας προειδοποιή, να παραμερίζουμε αυτές τις σκέψεις (Γέν. 4, 15)   (( Γένεσις 4, 13-16: «…καί είπε Κάιν πρός Κύριον τόν Θεόν· μείζων η αιτία μου τού αφεθήναι με· ει εκβάλλεις με σήμερον από προσώπου τής γής καί από τού προσώπου σου κρυβήσομαι, καί έσομαι στένων καί τρέμων επί τής γής, καί έσται πάς ο ευρίσκων με, αποκτενεί με. και είπεν αυτώ Κύριος ο Θεός· ουχ ούτως, πάς ο αποκτείνας Κάιν επτά εκδικούμενα παραλύσει. καί έθετο Κύριος ο Θεός σημείον τώ Κάιν τού μή ανελείν αυτόν πάντα τόν ευρίσκοντα αυτόν. εξήλθε δέ Κάιν από προσώπου τού Θεού καί ώκησεν εν γή Ναίδ κατέναντι Εδέμ…» )) . Παραμένει ωστόσο σαφές, ότι η Παλαιά Διαθήκη εξυψώνει αυτό το κοινωνιολογικό δεδομένο στο «θρησκευτικό επίπεδο», εφ’ όσον το πραγματικό «Μέγα Εγώ» τού Ισραήλ είναι τελικά ο ίδιος ο Γιαχβέ, απ’ του οποίου τη «ζωτική δύναμη» (“vital power” – A.R.Johnson) υφίσταται, χάριτι, ο εκλεκτός λαός.

     Η ανθρωπολογική όμως αυτή «κατηγορία» καθίσταται αμφίβολη, όταν μεταφερθή, απαλλαγμένη απ’ το κοινωνιολογικό της θεμέλιο, στην Καινή Διαθήκη, και στη σχέση τού Χριστού προς το «σώμα» του, την Εκκλησία - ( σ.σ.: Βλ. το κείμενο του H. Mühlen: «Η παλαιοδιαθηκική ιδέα τού “Μεγάλου Εγώ” στη νεοδιαθηκική εκκλησιολογία», UMP 92-136 ) . O de Fraine το δικαιολογεί αυτό, καθώς βλέπει να «απηχούνται» (απλώς) κάποιες «αναμνήσεις» τής Παλαιάς στην Καινή Διαθήκη. Ο H. Mühlen θεωρεί, αναφερόμενος στον Schnackenburg, ότι η «κατηγορία» τού Μεγάλου Εγώ ήταν «σε κάθε περίπτωση» γνωστή στον «μαθητευόμενο Φαρισαίο» Παύλο, ότι ήταν μια «βασική κατηγορία τής σκέψης του»· θέλοντας να δείξη ότι τόσο η μεταφορά (Metapher) «Σώμα Χριστού» όσο και η μεταφορά «Λαός τού Θεού» βασίζονται στην παλαιοδιαθηκική ιδέα τού «Μεγάλου Εγώ». Ο δε Χριστός θα ήταν τότε (αναλογικά προς τον νεοδιαθηκικά εννοούμενο Αδάμ) μια «καθολική προσωπικότητα», ή «ο Χριστός διευρύνεται ωςπρωταρχικό Εγώ”, μέχρι την ίδια του τρόπον τινά την “πληρότητα” στην Εκκλησία». Μ’ αυτό φαίνεται να επικαλύπτεται όμως σε μεγάλο βαθμό η ασθενής αναλογία ανάμεσα σε κείνο που μπορεί να χαρακτηρισθή κοινωνιολογικο-θρησκευτικά ως «Μέγα Εγώ» στην Παλαιά Διαθήκη, και τον νεοδιαθηκικό «Όλον Χριστό» - Christus totus(που αναφέρει ο Αυγουστίνος). Μπορούμε μάλιστα να το δούμε αυτό σχηματικά στον O. Cullmann, σύμφωνα με τον οποίο «περιορίζεται» («στενεύει») όλο και περισσότερο, όπως σε μια «κλεψύδρα», δηλ. προσωποποιείται η ιστορία τής Σωτηρίας απ’ την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τον Χριστό, εωσότου συγκεντρωθεί ολόκληρη η παγκόσμια Διαθήκη τού Θεού με τον Νώε, τον Αβραάμ και τον Μωϋσή στο μοναδικό πρόσωπο του Ιησού, για να εξαπλωθή κατόπιν πάλι – μόνον όμως απ’ Αυτόν – στην καθολικότητα. Τα παλαιοδιαθηκικά «Μεγάλα Εγώ» δεν υπήρξαν, επιλεγμένα απ’ τον ίδιον τον Θεό, παρά αντιπρόσωποι πάντοτε του λαού ως του πραγματικού «εταίρου» τού Θεού, λαού ο οποίος «προπορευόταν» προς το  ένα και μοναδικό πρόσωπο του Μεσσία.  Ο Ιησούς δεν αντιπροσωπεύει βέβαια, λέγοντας  «Εγώ είμαι ο Μεσσίας», κατά κανέναν τρόπο ένα πλήθος· ως «πληρεξούσιος» συντροφεύεται από κάποιους που επιλέγει ως Μαθητές, αναλαμβάνοντας σύμφωνα με το θέλημα του Πατρός να αντιπροσωπεύση «τούς Πολλούς», που προσαρτώνται με εντελώς διαφορετικό τρόπο, με την ελεύθερη πρωτοβουλία του, στον «Έναν» (Γαλ. 3, 16. 28)    (( Προς Γαλάτες 3, 16: «…τώ δέ Αβραάμ ερρέθησαν αι επαγγελίαι καί τώ σπέρματι αυτού· ου λέγει, καί τοίς σπέρμασιν, ως επί πολλών, αλλ’ ως εφ’ ενός, καί τώ σπέρματί σου, ός έστι Χριστός…». Και 3, 28: «…ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν καί θήλυ· πάντες γάρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού…» )).

     O Μühlen προσπερνά ωστόσο αυτό το «σχήμα» (που το γνωρίζει), προχωρώντας προς τον δικό του «θεολογικό» σκοπό (Skopus)   (( Σημ. τ. μετ.: «Ωραία» αντίφαση· «δικός μου» και «θεολογικός»… )) : γιατί δεν θέλει να συγγράψη μια Χριστολογία αλλά μια Πνευματολογία. Γι’ αυτό και αποτρέπει συνεχώς από την ιδέα μιας ενσωμάτωσης του μεμονωμένου πιστού στο Σώμα τού Χριστού, εφ’ όσον «εννοείται μ’ αυτό, το σώμα τού ιστορικού και ατομικού Χριστού» - ( σ.σ.: Γι’ αυτό και η προειδοποίηση για έναν εκκλησιολογικό “μονοφυτισμό”, μιαν επικοινωνία ιδιωμάτων ανάμεσα στο πρόσωπο του Χριστού και στα δικά μας πρόσωπα… ) , γιατί δεν ενσωματωνόμαστε κατά κανέναν τρόπο στην υποστατική ένωση· και θεωρεί («βλέπει») πως την «εταιρική» ενότητα ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία (την οποία ονομάζει ο Παύλος ενότητα ανάμεσα στην «κεφαλή» και το «σώμα-νύμφη» στις επιστολές του από τη φυλακή) την παρέχει πρωταρχικά το Άγιο Πνεύμα τού Χριστού , το οποίο είναι ήδη ενδοτριαδικά – κι αυτό αποτελεί βασική θέση τού Mühlen – πρόσωπο σε δύο πρόσωπα (Πατέρα και Υιό) και γι’ αυτό (( ! )) μπορεί να είναι κατ’ οικονομίαν ένα Πνεύμα στο πρόσωπο του Χριστού και στα πολλά (υφιστάμενα ήδη εκ της Δημιουργίας) πρόσωπα των πιστών. Το Πνεύμα «μεσολαβεί ανάμεσα στον Χριστό και σε μας μέσα στο “Μεγάλο Εγώ”,… αποτελεί αρχή και βάση (Prinzip) τής ενότητας του Σώματος του Χριστού». Όπως αναπτύξαμε λεπτομερώς προηγουμένως, απορρίπτει ο Mühlen όλα όσα ονομάζαμε «τριαδική αναστροφή» εν σχέσει προς τη (θεία) Οικονομία, μέχρι το σημείο να προτάσση ενδοτριαδικά την «υιότητα» της «εκπνοής τού Πνεύματος», ερμηνεύοντας από εκεί την τελική (έσχατη) διαφορά μεταξύ Ενσάρκωσης και Εκκλησίας. Αντίστοιχα επενεργεί ο Χριστός (εν Αγίω Πνεύματι) το σωτηριώδες έργο του επί της γης, πριν «αποπνεύσει» Ανυψωθείς το άκτιστο Πνεύμα για τον σχηματισμό τής  Εκκλησίας του, το οποίο θα είναι ως άκτιστο το ίδιο στην Εκκλησία όπως και σ’ Αυτόν, «ενώ η κτιστή χάρη δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η ίδια στον Χριστό και σε μας, όπως ισχυρίζεται λανθασμένα ο λεγόμενος  Παν-χριστισμός».

     Tο σημαντικό ωστόσο για εμάς ερώτημα είναι, πώς «σχετίζεται» ο δεσπόζων σ’ ολόκληρο τον Κόσμο (Kosmos), «ανυψωθείς» Χριστός προς τη δομημένη από το Πνεύμα του Εκκλησία. Φαίνεται πως καθίσταται  σημαντική λοιπόν εδώ η προσπάθεια του Mühlen, να υπερβή (σε συνάρτηση προς την «Κοινή Συναίνεση» -“Unitatis Redintegratioτής Β’ Βατικάνειας Συνόδου) τις δομές τής «λατινο-καθολικής» Εκκλησίας, παραδεχόμενος την εγκατοίκηση του ενός Πνεύματος του Χριστού και στις «αποχωρισμένες  (( απ’ το Βατικανό! )) Εκκλησίες», στον βαθμό που δεν εξετάζουμε  μεμονωμένα μόνο στοιχεία σ’ αυτές, τα οποία και θα αποκτούσαν μόνο στη λατινο-καθολική Εκκλησία (Catholica) την ολοκληρωμένη τους πληρότητα, αλλά διαπιστώνουμε μιαν «περιεκτική, συνολική κατανόηση» του εκκλησιαστικού Είναι. Όπως η ολότητα της θεϊκής πραγματικότητας «εμφανίζεται πάντοτε μόνον αποσπασματικά» στη λατινο-καθολική Εκκλησία, έτσι θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, ότι και «η ενότητα της μιάς Εκκλησίας τού Χριστού συνεχίζει πρωταρχικά εκείνην την ενότητα, την οποία και είχε ήδη εκ των προτέρων (apriori) η Εκκλησία στο ένα Πνεύμα τού ιστορικού Ιησού, και όχι τη μεταγενέστερη μόνο συνένωση των διαχωρισμένων τώρα Εκκλησιών, κι ότι γι’ αυτόν τον λόγο το Πνεύμα «εισέρχεται» στην ιστορία τής ελευθερίας τών (ενόχων) ανθρώπων με τέτοιον τρόπο, «ώστε να συμβιβάζη ακόμα και τους ανθρώπους χωριστών ομολογιών προς τον Χριστό και αναμεταξύ τους» - ( σ.σ.: Ο Μühlen γνωρίζει εδώ, ότι η απάντηση στο ερώτημα περί αξιωμάτων  {περί τού πρωτείου δηλ. Πάπα και Πατριάρχη…} είναι εντελώς πρωτεύουσα στον οικουμενικό διάλογο, τονίζοντας όμως επίσης σωστά – ενστερνιζόμενος τη λατινο-καθολική άποψη - , ότι το αξίωμα δεν μπορεί να διαχωριστή κατά κανέναν τρόπο απ’ το Πνεύμα, και τη μετάδοση του Πνεύματος ). 

      Ως προς τη θέση που περιγράψαμε εδώ σε γενικές γραμμές, μπορούν να τεθούν δύο ερωτήματα εκ μέρους τής υφιστάμενης προβληματικής. Το ένα αφορά στη σχέση τού καθολικού και ανυψωθέντος στον Κύριο Χριστού, πάνω από ουρανό, γη και καταχθόνια (Φιλ. 2, 10) προς την ιδιαιτερότητα της δομημένης από το Πνεύμα Εκκλησίας του, η οποία επεκτάθηκε αργότερα σε Οικουμένη τής Εκκλησίας: Έχει εξετασθή (σταθμισθή) επαρκώς σ’ αυτήν την Πνευματολογία η σχέση τού «πνευματωθέντος» Χριστού, ο οποίος κατέστη έτσι «ζωοδότης πνευματική ουσία» (Α’ Κορ. 15, 45), προς την παρέχουσα το Πνεύμα Εκκλησία; Η βασικά προσηλυτιστική άρα, θεμελιώδης δομή τής «λατινο-καθολικής» και των υπολοίπων Εκκλησιών; Αυτή ακριβώς θα είναι και η εκτεταμένη αργότερα προβληματική για τη σχέση μεταξύ Αγίου Πνεύματος και καθολικού «κοσμικού πνεύματος» (Welt-Geist) - ( σ.σ.: Ο W. Kasper τονίζει σαφώς, ότι το Πνεύμα μπορεί να πνέη και έξω απ’ την εγκαθιδρυμένη Εκκλησία: η Εκκλησία ως μυστήριο του Πνεύματος στο: Kasper, Sauter, «Εκκλησία – Τόπος τού Πνεύματος», Herder 1976. Βλέποντας σ’ αυτό μιαν ουσιαστική διόρθωση της εκκλησιολογίας, που έχει ταυτίσει την Εκκλησία με το μυστικό Σώμα τού Χριστού (απ’ τον Αυγουστίνο ως το “Mystici Corporis”: 43). Καθώς ο Χριστός γίνεται «οικουμενικός» (“concretum universale”) δια του Πνεύματος, μπορεί να υπάρξη ένας πολυσήμαντος πρωτίστως διάλογος μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου … ) .

    (( Προς Φιλιππησίους, 2, 4-11: «…μή τά εαυτών σκοπείτε, αλλά καί τά ετέρων έκαστος. τούτο γάρ φρονείσθω εν υμίν ό καί εν Χριστώ Ιησού, ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο τό είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, καί σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυρού. διό καί ο Θεός αυτόν υπερύψωσε καί εχαρίσατο αυτώ όνομα τό υπέρ πάν όνομα, ίνα εν τώ ονόματι Ιησού πάν γόνυ κάμψη επουρανίων καί επιγείων καί καταχθονίων, καί πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός» … -  Προς Κορινθίους Α’ 15, 42-49: «…ούτω καί η ανάστασις τών νεκρών. σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν. ούτω καί γέγραπται· εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν· ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. αλλ’ ου πρώτον τό πνευματικόν, αλλά τό ψυχικόν, έπειτα τό πνευματικόν. ο πρώτος άνθρωπος εκ γής χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού. οίος ο χοϊκός, τοιούτοι καί οι χοϊκοί, καί οίος ο επουράνιος, τοιούτοι καί οι επουράνοιοι· καί καθώς εφορέσαμεν τήν εικόνα τού χοϊκού, φορέσομεν καί τήν εικόνα τού επουρανίου…». )) .

     Το δεύτερο ερώτημα προκύπτει απ’ το χωρίο Α’ Κορ. 10: Σταθμίστηκε επαρκώς ο ανυψωθείς και πνευματωθείς Χριστός στην ευχαριστιακή του, θυσιαστική μορφή, ή μήπως πνευματοποιήθηκε υπερβολικά, από φόβο για έναν «εκκλησιαστικό μυστικισμό», το μυστήριο της Ευχαριστίας; «Δεν συμμετέχουμε, πλησιάζοντας το Ποτήριο, στο αίμα τού Χριστού; Δεν συμμετέχουμε, κόβοντας τον Άρτο, στο σώμα Του;»  Ο φόβος να περιπέσουμε εδώ σε μια καταδικασμένη διδασκαλία, μπορεί να είναι δικαιολογημένος, και είναι επίσης σαφές, ότι ένας τέτοιος νατουραλισμός (φυσιοκρατία, «ρεαλισμός») ακυρώνει το ευχαριστιακό Μυστήριο. Το ερώτημα όμως παραμένει ανοιχτό και μας οδηγεί άμεσα στα επόμενα.

     (( Προς Κορινθίους Α’, 10, 14-22: «Διόπερ, αγαπητοί μου, φεύγετε από τής ειδωλολατρείας. κρίνατε υμείς ό φημι τό ποτήριον τής ευλογίας ό ευλογούμεν, ουχί κοινωνία τού αίματος τού Χριστού εστι; τόν άρτον όν κλώμεν, ουχί κοινωνία τού σώματος τού Χριστού εστιν; ότι είς άρτος, έν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γάρ πάντες εκ τού ενός άρτου μετέχομεν. βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα· ουχί οι εσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί τού θυσιαστηρίου εισί; τί ούν φημί; ότι είδωλόν τί εστιν; ή ότι ειδωλόθυτόν τί εστιν; αλλ’ ότι ά θύει τά έθνη, δαιμονίοις θύει καί ου Θεώ· ου θέλω δέ υμάς κοινωνούς τών δαιμονίων γίνεσθαι. ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων· ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων. ή παραζηλούμεν τόν Κύριον; μή ισχυρότεροι αυτού εσμεν;…» ))

     ( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Υιός και Πνεύμα στην Εκκλησία» )

ΑΥΤΟΣ Ο ΟΝΤΟΛΟΓΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΧΡΙΣΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΝΕΕΙ ΚΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ. 

ΔΕΝ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ Σ' ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΝΟΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗ Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΕΧΕΙ ΕΙΣΕΛΘΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΣΤΗΝ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΜΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: