Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ, Β ΜΕΡΟΣ (31) - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Συνέχεια από Παρασκευή, 25 Απριλίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj6uBOSHZqOP6oEmqy3PI0TqWiApn7RnSsSfkXsfrV6kkMh5qX9rLJU1Zy91IUtarXAWqAE0trZxWTx6eZQZtSGcab7hDHuXDivnQUqPI4jer5pTKKFaSEPdKNXYRBDsIJmCHboJvTGT-U/s1600/image.jpg
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει 
  το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας

490. Ακούστε, πώς θέτει ανακόλουθα προς τις προτάσεις τα συμπεράσματα ο Θωμάς˙ « ο Θεός » λέει « βλέπει τελειότατα τη δική του ουσία, καθώς είναι ο μόνος που την περιλαμβάνει˙ ώστε κι από κείνους που τον βλέπουν, βλέπει άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο την ουσία του ». Δεν συνδέεται με καμμιάν αναγκαιότητα η πρόταση προς το συμπέρασμα, γι’ αυτό και είναι ψεύτικο το συμπέρασμα˙ γιατί απ’ αυτούς που βλέπουν τον Θεό, τον γνωρίζει άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, επειδή γνωρίζεται απ’ όσα υπάρχουν γύρω του ο Θεός ( τα περί αυτόν ), που επιδέχονται το περισσότερο και λιγότερο˙ η δε ουσία του Θεού δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να γίνη γνωστή, όπως ακριβώς το έχουμε πή, και δεν δέχεται το περισσότερο και λιγότερο, επειδή είναι πάνω από κάθε απλότητα απλή. Πλανιέται άρα ο Θωμάς, που δέχεται το περισσότερο και λιγότερο στη θεία ουσία. 
491. Ω σκοτάδι, πήγαινέ τον στους κόρακες, αυτόν που τεχνολογεί στα υπερφυή, τον αλιτήριο και αντίπαλο του φωτός του Χριστού! Κι επειδή αξιώνει να μιλήση και για το φως ο γυιός του σκότους Θωμάς, για να μην το αφήση ούτε κι αυτό, παρ’ όλο που είναι γλυκύτατο πάνω απ’ όλα, ανενόχλητο, λέει˙ 
« η νοερή γνώση ονομάζεται όψη, κι επειδή δεν τελειώνεται η σωματική όψη, αν στερηθή το φως, γι’ αυτό και παίρνουν εκείνα με τα οποία τελειώνεται η νοερή γνώση το όνομα του φωτός. Εξ ου και απεικονίζει ο Αριστοτέλης στο Γ΄ του Περί ψυχής τον ενεργεία νου με το φως, καθότι ποιεί ο ενεργεία νους ενεργεία νοητά, όπως ακριβώς ποιεί κατά κάποιον τρόπο το φως ενεργεία ορατά. Η διάθεση λοιπόν, με την οποίαν αποδημεί προς τη νοερή θεωρία τής θείας ουσίας ο κτιστός νους, λέγεται ομόλογα φως της δόξας, όχι επειδή ποιεί κάτι ενεργεία νοητό, όπως ακριβώς το φως του ενεργεία νου, αλλ’ επειδή ποιεί τον δυνάμει νου ενεργητικά να νοή˙ κι αυτό είναι το φως, για το οποίο λέγεται στους ψαλμούς “ εν τω φωτί σου οψόμεθα φως ” ( Ψαλμ. λε΄ 10 ), δηλαδή το φως της θείας ουσίας. Κι από ΄δώ προέρχεται και το ότι ταυτίζεται στον Θεό το είναι και το νοείν κι ότι είναι αιτία σε όλα για να νοούν, το οποίο και λέγεται πως είναι φως, όπως στο Α΄ του κατά Ιωάννην˙ “ ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον ” ˙ και στο Α΄ της Α΄ επιστολής του Ιωάννη˙ “ ο Θεός φώς εστι ” ˙ και στους ψαλμούς˙ “ αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον ” ( Ψαλμ. ρε΄ 2 ) ». Δεν πλέκει άρα μύθους και δεν συνθέτει όνειρα λέγοντάς τα αυτά ο Θωμάς; Γιατί έχοντας ξεκινήσει και μη γνωρίζοντας αυτό το οποίο θέλει να πη, ματαιολογεί.
492. Γιατί έχοντας παρόρμηση να μιλήση για το ιερό φως, αυτός που βρίσκεται τόσο μακριά απ’ αυτό, δεν ρωτά τους αγίους και δεν μαθαίνει από κείνους που έχουν πείρα του πράγματος, ώστε και να φανή πως κάτι τέλος πάντων λέει, αλλ’ έχοντας εγκαταλειφθή λόγω της δυσπιστίας του, απ’ τον Θεό, είναι άρρωστος από ανοησία και μάλιστα τόσο μεγάλη, ώστε να δέχεται τον Αριστοτέλη σ’ αυτά – σε ποια θεία μυστικά! – δάσκαλο και βεβαιωτή. Γιατί ακούμε απ’ τους αγίους που μιλούν γι’ αυτό, ότι είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χάριτος και μόνον το να χαρίζεται κατ’ αναλογίαν η θέωση, που λαμπρύνει τη φύση με το πάνω απ’ τη φύση φως και την οδηγεί πέρα απ’ τους δικούς της όρους σύμφωνα με την υπερβολή της δόξας ( Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια θεολογικά και οικονομικά, Εκατοντάς Α΄ ). Και λέει κι ο Μέγας Βασίλειος˙ « είναι άθλος της αρετής να γίνης Θεός και να καταλαμπρυνθής με το ακραιφνέστατο φως τής ημέρας εκείνης έχοντας καταστή υιός, η οποία δεν διακόπτεται απ’ τον ζόφο˙ γιατί είναι άλλος ο ήλιος που τη δημιουργεί, αυτός που απαστράπτει το αληθινό φως, ο οποίος, όταν μια φορά μάς φωτίση, δεν κρύβεται πια στη δύση, αλλά έχοντάς τα αγκαλιάσει όλα με τη φωτιστική του δύναμη, προσφέρει συνεχές και χωρίς διαδοχή το φως στους άξιους, φτιάχνοντας και τους ίδιους εκείνους που μετέχουν σ’ αυτό το φως άλλους ήλιους ». Κι ο Θεολόγος Γρηγόριος˙ « γιατί σ’ αυτό με οδηγεί το μετρημένο εδώ φέγγος της αλήθειας, στο και να δω και να πάθω τη λαμπρότητα του Θεού, που είναι αντάξια εκείνου που και συνδύασε και έλυσε και πάλι συνδύασε πιο υψηλά ». Κι ο των Νυσσαέων Γρηγόριος˙ « το κάλλος που είναι πάνω απ’ όλα τα υπερκόσμια και ουράνια, το οποίο είπε πως θα βλέπουν οι καθαροί στην καρδιά ο αψευδής Λόγος, είναι μεγαλύτερο από κάθε ελπίδα και ανώτερο απ’ τη φαντασία των στοχασμών » ( Υπόμνημα εις Άσμα Ασμάτων ). 
493. Αλλ’ έχει κατακτηθή τόσο πολύ απ’ τον δαίμονα τού ψεύδους ο Θωμάς, ιερέ Γρηγόριε, ώστε να μη στρέφεται πια προς την ιερή σας διδασκαλία, αλλά να πείθεται απ’ τις αριστοτελικές εικασίες, κι αυτό σε τόσο μεγάλα πράγματα, τα οποία επιτυγχάνουν μόλις κάποιοι απ’ τους βεβαιωμένους στην πίστη. Γι’ αυτό και λέει˙ « ονομάζεται όψη η νοερή γνώση, κι επειδή δεν τελειώνεται η σωματική όψη ( θέα… ), αν στερηθή το φως ( δεν βλέπουμε δηλ. σωματικά χωρίς το φως… ), γι’ αυτό και παίρνουν εκείνα με τα οποία τελειώνεται η νοερή γνώση το όνομα του φωτός. Εξ ου και παρομοιάζει ο Αριστοτέλης στο Γ΄ του Περί ψυχής τον ενεργεία νου με φως ». Νά λοιπόν που αγαπά τις παρομοιώσεις ο Θωμάς και δεν θεωρεί ανώτερο απ’ τον κατ’ εικασίαν συλλογισμό τον φωτισμό, πιστεύοντας περισσότερο τον Αριστοτέλη απ’ ό,τι εσάς που έχετε τη θεία σοφία
 
494. Λέει πως παίρνουν το όνομα του φωτός, κι όχι πως είναι φως˙ και παραλληλίζει τον ενεργεία νου με φως, κι όχι ότι είναι φως. Κι ας πούμε πως είναι δήθεν αγαθή μέχρις εδώ η γνώμη του, που μιλά για παραλληλισμούς φωτός και όνομα φωτός, όχι όμως για φως. Κι επειδή το γνωρίζει κι αυτό απ’ τον Αριστοτέλη, ότι νοεί ο νους ένα πράγμα, το οποίο άλλοτε δεν το νοεί, λέει πως είναι σε ενέργεια ο νους, όταν νοή. Και πάλι˙ υπάρχουν κάποια νοητά, τα οποία δεν νοούνται πάντοτε απ’ τον νου, όποτε δε τα νοεί ο νους, λέγονται ενεργεία νοητά. Και είναι λοιπόν ενεργεία νους αυτός που νοεί κάτι, ενεργεία δε νοητό εκείνο που νοείται. Και παραλληλίζει από εδώ, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, τον μεν ενεργεία νου με φως, το δε ενεργεία νοητό με το φως της δόξης˙ και τα λέει αυτά με κακόδοξο και ελληνικό ( εθνικό… ) τρόπο.
 
495. Γιατί ήθελαν κι οι Έλληνες κι όλοι οι σοφοί να έχουν το όνομα του φωτός και να αποκαλούνται πεφωτισμένοι, και δεν το θέλησαν μέσα απ’ την πίστη στον Θεό και την υπακοή στις εντολές του Θεού, αλλά με την εξωτερική σοφία και την ιδιόρρυθμη γνώμη. Γι’ αυτό και μεταπίπτουν, αφού εξέπεσαν απ’ το αληθινό φως, στον ενεργεία νου απ’ τον δυνάμει και στα ενεργεία νοητά, σαν κάποιοι που δεν έχουν νου. Και συμπορεύονται, αφού εγκατέλειψαν την υπέρ φύσιν δωρεά και τρυφή του Θεού, με όσα είναι φυσικά, ξεπέφτοντας απ’ το σκοτάδι της απιστίας στο σκοτάδι της αδιακρισίας. Γιατί ο ενεργεία νους και το ενεργεία νοητό είναι φυσικό αγαθό στους ανθρώπους, που είναι νοεροί και λογικοί. Κι αυτό το φως, για το οποίο λέγεται στους ψαλμούς « εν τω φωτί σου οψόμεθα φως », της θείας δηλαδή ουσίας, είναι υπερφυές και το δωρίζει μόνον ο Θεός στους πιστούς, έστω κι αν απ’ τη μεγάλη αναισθησία, που την έχει λόγω δυσπιστίας, νομίζει ο Θωμάς πως ονομάζει το φως του ενεργεία νου κι εκείνο του ενεργεία νοητού « εν τω φωτί σου οψόμεθα φως » ο προφήτης˙ ο Θωμάς που εκτρέπεται ολοφάνερα σε τόπους χωρίς οδό κι ενασχολείται με τα φυσικά, τα οποία μπορούν να έχουν κι οι όσοι δεν πιστεύουν.
 
496. Το θεωρεί δε, προς μεγάλη του ντροπή, ως υπερφυές δώρο των πιστών μόνο και λέει η ιερή Εκκλησία του Θεού˙ « Στέφανος δε, πλήρης ων Πνεύματος αγίου, είδε την δόξαν του Θεού και τον Μονογενή του Θεού Υιόν ( Πράξ. Ζ΄ 55 ) ˙ γιατί δεν μπορεί να ιδωθή το φως, όπως λέει ο προφήτης, παρά μόνον αν καθοράται μέσα στο φως. “ Εν γαρ τω φωτί σου – λέει – οψόμεθα φως ”Γιατί πώς μπορεί να κοιτάξη κανείς στον ήλιο ευρισκόμενος έξω απ’ τις ακτίνες; Επειδή καθοράται λοιπόν στο φως του Πατρός, δηλαδή στο Πνεύμα το άγιο, που εκπορεύευται από εκεί, το μονογενές φως, γι’ αυτό, κι αφού καταυγάσθηκε προηγουμένως με τη δόξα του Πνεύματος, φτάνει να περινοήση τη δόξα του Πατέρα και του Υιού » ( Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτομάρτυρα ). Δεν είναι άρα ντροπή αυτό του Θωμά, που παραλληλίζει με το φως τον ενεργεία νου και που λέει πως παίρνει το όνομα τού φωτός το ενεργεία νοητό και πως οδηγεί εκεί το « εν τω φωτί σου οψόμεθα φως »; Είναι παιχνίδια των παιδιών, και μάλλον ασέβεια το να τα λές αυτά και να αναμιγνύης τα κάτω με τα άνω και να συγχέης την αλήθεια.
497. Δεν άκουσε ο δυστυχής, και μάλλον δεν πίστεψε, ότι χορηγείται υπερφυές φως στους πιστούς, και στρέφεται στα νοήματα, για ν’ αναδειχθή κατ’ εξοχήν δύσπιστος, κι αυτός και όλη η Εκκλησία των Λατίνων. Εξ ου και όντας άμοιρη της μετοχής του Πνεύματος, δεν δίδαξε στον Θωμά να πη αυτά που πρέπει για το θείο και υπερφυές φως˙ γι’ αυτό και είναι σκοτεινά και αιρετικά αυτά που λέει. Γιατί λέει˙ « η διάθεση λοιπόν, με την οποίαν αποδημεί προς τη νοερή θεωρία της θείας ουσίας ο κτιστός νους, λέγεται ομόφωνα φως της δόξης, κι είναι αυτό το φως, για το οποίο λέγεται στους ψαλμούς “ εν τω φωτί σου οψόμεθα φως ” , δηλαδή της θείας ουσίας ».
 
498. Δες, από πού σε τί έφτασε˙ παραλογίζεται απ’ τον ενεργεία νου και το ενεργεία νοητό τον φωτισμό του Πνεύματος και λέει, μεταβαίνοντας και σε άλλην ασέβεια˙ « από εδώ προέρχεται και το ότι ταυτίζεται στον Θεό το είναι και το νοείν και το ότι είναι σε όλα αιτία για να νοούν ». Πώς θα μπορούσε να πη κανείς, ανόητε, πως είναι αιτία σε όλα ο Θεός για να νοούν; Αν μεν ως αίτιος των πάντων, όπως του να περιπατούν και να ζουν και ν’ αναπνέουν, πώς ταυτίζεται η αιτία τού να νοούν με την ουσία του Θεού και είναι, όπως φαίνεται, κατ’ ουσίαν μεθεκτός σε όλα ο Θεός; Γιατί είναι αίτιος όλων των όντων ο Θεός και θα ταυτίζονται αυτά που είναι φυσικά στα όντα με το είναι του Θεού. Κι αν είναι άτοπο αυτό, πώς λες πως ταυτίζεται το είναι του Θεού με το ότι είναι ( αυτός… ) αιτία σε όλα για να νοούν;
 
499. Δεν φθάνει ποτέ να νοήση κανένας νους ούτε και χερουβικός το είναι του Θεού˙ πώς θα είναι λοιπόν αυτό το ίδιο το πάνω απ’ τον νου αιτία σε όλα για να νοούν; Είναι ένα ψέμμα ομολογουμένως αυτό. Γίνεται μόνον κατ’ ενέργειαν αιτία τού να νοούν τα νοήμονα, ο Θεός, και κατά κανέναν τρόπο σύμφωνα με το είναι του, σύμφωνα δηλαδή με την ουσία, όπως είναι ακριβώς και κατ’ ενέργειαν αίτιος όλων των όντων, και κατά κανέναν τρόπο κατ’ ουσίαν. Γι’ αυτό και λένε οι θεοφόροι πως υπολείπονται άπειρες των απείρων φορές οι μετοχές όλων των όντων απ’ τη θεία ουσία, αφού έχει υπερεξαιρεθή άπειρες των απείρων φορές απ’ όλες τις μετοχές, που μετέχονται απ’ όλα τα όντα. Είναι ψέμμα άρα και αιρετικό το να νομίζης πως ταυτίζεται στον Θεό το είναι και το να είναι ( αυτός… ) αιτία σε όλα για να νοούν.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: