Ας δούμε με συντομία πώς διαπραγματεύεται σήμερα το actus Purus, τον Θεό σαν καθαρή ενέργεια, η Νεο-Θωμιστική θεολογία, μέρος της οποίας αποτελεί και η θεολογία του Ζηζιούλα, η οποία πλασσάρει την οντολογική θεολογία, ορίζοντας τον Θεό σαν το υπέρτατο Είναι,Summum Bonnum. Ταυτίζοντας επομένως το Είναι με την ύπαρξη, που είναι η ουσία του υπαρξισμού, και κατάγεται απο τον Ακινάτη και τον Καρτέσιο, "Σκέφτομαι άρα υπάρχω". Προσφέροντας και την ουσία του διανοουμένου: Το σκέφτηκα άρα υπάρχει, έγινε.
Μία καλή διαπραγμάτευση του θέματος βρίσκεται στον δεύτερο συλλογικό τόμο των εκδόσεων Άρτος Ζωής και γράφτηκε απο τον μεταφραστή του βασικού κειμένου του Ζιλσόν, το όν και η ουσία, Θάνο Σαμαρτζή. Σαν παρένθεση: ο Ζιλσόν υπήρξε ο δάσκαλος του Λόσκι, κάτω απο την εποπτεία του οποίου έγραψε το βασικό κείμενο της Μετα-Πατερικής Θεολογίας «ο Μυστικισμός της Ανατολικής Εκκλησίας», στο οποίο όλοι οι διδάκτορες στηρίζουν την θεολογία τους. «Ο Θεός λοιπόν για τον Ακινάτη είναι καθαρή ενέργεια, δηλαδή καθαρή δραστηριότητα. Τί κάνει δηλαδή ο Θεός;
Η ερώτηση και η απάντηση ξεκίνησαν απο το φαινόμενο της μεταβολής των όντων. Το πρώτο κινούν ακίνητο, εισήχθη προκειμένου να εξηγηθεί η μεταβολή των όντων. Και η ύπαρξή του επίσης στηρίχθηκε στην μεταβλητότητα των όντων. Εάν τα όντα μεταβάλλονται, τότε πρέπει να υπάρχει ένα πρώτο κινούν ακίνητο, δηλαδή ένας Θεός.
Αυτό που κάνει ο Θεός είναι να ενεργεί με τέτοιον τρόπο ώστε τα όντα να γίνουν αυτό που μπορούν να γίνουν αλλά δέν είναι. Κατά τον Αριστοτέλη όμως ο Θεός είναι κλειστός στον εαυτό του. Κινεί τα όντα, ενεργεί πάνω σ’αυτά, δίχως να έρχεται σε επαφή με αυτά! Ο Αριστοτέλης απαντά πώς ο Θεός είναι αντικείμενο επιθυμίας, έλκει πρός αυτόν. Ένα αντικείμενο επιθυμίας μπορεί να κινεί πρός αυτό, να ασκεί αιτιώδη δράση δίχως το ίδιο να κάνει τίποτε (Ας θυμηθούμε εδώ τον Πατέρα σαν αιτιώδη Αρχή τών Ζηζιούλα και Γιανναρά). Επειδή είναι αυτό που είναι (ο ορισμός των προσώπων της Αγίας Τριάδας απο τον Ζηζιούλα) και επειδή το υποκείμενο της επιθυμίας αντιλαμβάνεται τί είναι, το αντικείμενο έλκει το υποκείμενο χωρίς να έρθει σε επαφή μαζί του. Μόνον που μ’αυτόν τον τρόπο το πρώτο κινούν ακίνητο δέν θα μπορεί να θεωρηθεί δημιουργός ή κτίστης των όντων.
Δύο ερωτήσεις προστίθενται: Σε τί συνίσταται η ενέργεια, η δραστηριότα του Θεού, ανεξάρτητα απο την ύπαρξη των όντων; Τί κάνει ο Θεός ακόμη και αν δέν υπάρχουν άλλα όντα πέρα απο τον ίδιο; Και δεύτερον: Πώς μπορώ να ενεργήσω πάνω σε κάτι, χωρίς αυτό να υποστεί καμία μεταβολή μέσω της ενέργειας μου αυτής;
ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΩ! Το νοείν είναι μία ενέργεια, μία δράση. Ο Θεός ενεργεί με το να νοεί. Ακόμη και αν δέν υπάρχει κανένα όν στο οποίο να ασκήσει την επενέργειά του, ο Θεός παραμένει δραστήριος με το να νοεί τον ίδιο του τον εαυτό. Και σαν αντικείμενο της σκέψης του ο Θεός δέν πάσχει.
Όντως αυτός που νοεί, ο Θεός, εμφανίζεται ως νούς, όντως αυτός που νοείται ο Θεός εμφανίζεται ταυτόχρονα ως νοούμενος. Επομένως η ενέργεια μέσω της οποίας ο Θεός νοεί τον εαυτό του είναι αυτό που είναι ο Θεός. Είναι νόησις νοήσεως.
Ο Θεός όμως σαν καθαρή ενέργεια είναι τελειότατος και συνεπώς αγαθότατος. Και επιπλέον γνωρίζει ότι είναι αγαθός, εφόσον νοεί τον εαυτό του και νοώντας τον, τον γνωρίζει. Όμως εάν γνωρίζεις ότι κάτι είναι αγαθό, τότε το θέλεις. Ο Θεός θέλει επειδή γνωρίζει ότι είναι αγαθός. Ο Θεός θέλει τον εαυτό του. Εάν όμως κάτι νοεί και θέλει, τότε ζεί. Η ζωή Του συνίσταται στην νόησή του και τη θέλησή του.
Οι ενέργειες ή δραστηριότητες αυτές δέν διαφέρουν μεταξύ τους. Γιατί διαφορετικά ο Θεός θα ήταν σύνθετος. Αυτή η διαφορά των θείων ενεργειών τόσο μεταξύ τους όσο και ώς πρός τον Θεό του οποίου αποτελούν ενέργειες, είναι το θέμα της διαμάχης περί Θείας ουσίας και θείων ενεργειών στην Βυζαντινή Θεολογία.
Ξεχάσαμε όμως ήδη σ’αυτό το σημείο ότι η διαπραγμάτευση του Θεού ξεκινά απο την μελέτη των φυσικών όντων.
ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ.
Και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, για να λύσουμε το πρόβλημα, την φιλοσοφία του Αυγουστίνου, ότι τα πρόσωπα είναι σχέσεις. Όμως έχουμε ήδη χάσει τις υποστάσεις του Θεού, και γνωρίζουμε την ουσία του Θεού, όπως και τις ενέργειες του διότι τα δύο ταυτίζονται. Και το ΕΝΑ του Πλωτίνου αναβαπτίζεται σαν ο Θεός των Χριστιανών. Και φυσικά φτάνουμε στο παρανοϊκό συμπέρασμα πώς ενσαρκώθηκαν και αποκαλύφθηκαν οι άκτιστες ενέργειες, και οι σχέσεις τους, η αναλογία τους με τον ενυπάρχοντα Θεό. «Ο Θεός όμως είναι και το Ipsum Esse, δηλαδή το ίδιο το Είναι ή το είναι καθαυτό. [Απο εδώ ξεκινά η οντολογία του Ζηζιούλα και του Γιανναρά. Επίδοξων Ορθοδόξων Θεολόγων, οι οποίοι γράφουν Μετα-Πατερική Θεολογία. Πλατωνική και Αριστοτελική, η οποία μάλλον είναι προ-Πατερική, διότι είχε ανακαλυφθεί ήδη τετρακόσια χρόνια πρίν την ενσάρκωση του Κυρίου].
Ο Ακινάτης επαναλαμβάνει ακατάπαυστα : Suum Esse est suum intelligere, δηλαδή το είναι του είναι το νοείν του. [Και επιστρέψαμε στον Παρμενίδη παρακαλώ και στον Χάιντεγκερ ο οποίος επηρέασε και την δική μας φουρνιά Θεολογούντων. Στην μονοσήμαντη σκέψη, όπως την ψέγει ο Αριστοτέλης. Πολύ μοντέρνα και εξελιγμένα πράγματα. Τουλάχιστον 2.500 ετών. Φυσιολογικά όμως για μία εποχή η οποία θεωρεί την αρχαιολογία σαν την αιχμή της επιστήμης. Σε όλα τα επίπεδα. Ακόμη και η αναζήτηση της μεγάλης έκρηξης απο τους Φυσικούς είναι στην πραγματικότητα αρχαιολογία. Τα Μυστήρια του Χρόνου]. «Όμως είναι, υπάρχει αυτό το πράγμα; Η ύπαρξη είναι και αυτή μία ενέργεια. Αυτή η ενέργεια της ύπαρξης (actus essendi) αποτελεί την πρωταρχική ενέργεια του Θεού, αυτή απο την οποία εκπορεύονται όλες οι άλλες». (Αυτή η οποία ενανθρώπησε. O Χριστός για τους καθολικούς είναι ακριβώς αυτή η υπαρκτική ενέργεια. Αυτή προσφέρει και την θέωση και όπως θα δούμε είναι το θεμέλιο της σχέσης). Απο εδώ υποτίθεται πώς ξεκινά η Χριστιανική φιλοσοφία και η υπέρβαση του Αριστοτέλη απο τον Ακινάτη. Το Είναι ταυτίζεται με την ύπαρξη. Στην πραγματικότητα υποχώρησε, οπισθοδρόμησε έναντι του Αριστοτέλη, πρός τον Παρμενίδη. Διότι η βασική αρχή του Παρμενίδη είναι: Ένα πράγμα είναι και δέν μπορεί να μήν είναι. Ό,τι δέν είναι είναι αναγκαίο να μήν είναι. Το Είναι ερμηνεύεται διττώς. Ή υπαρξιακώς, υπάρχει, ή κατηγορηματικώς, είναι αυτό ή εκείνο.
Μή ύπαρξη σημαίνει να μήν είναι κάτι τίποτε απολύτως (το μηδέν). Η αρχή του μηδενός ή η εκδοχή τής μή-υπάρξεως, μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε το Είναι και στις δύο εκδοχές του δηλαδή και στην κατηγορηματική και στην υπαρξιακή. Οι αρχαίοι υποχρεωμένοι απο την Σοφιστική πήραν τον κατηγορηματικό δρόμο και ανακάλυψαν τον Λόγο. Διότι οι Σοφιστές ισχυρίσθηκαν πώς εφόσον το μή-είναι δέν υπάρχει, ό,τι και να πούμε είναι αλήθεια. Οι Αρχαίοι αφιέρωσαν λοιπόν την ύπαρξη στον Λόγο, δηλαδή στο μέτρο. Η αλήθεια του Είναι είναι το μέτρο, δηλαδή το ήθος. Ο δαίμων του ανθρώπου. Ο Ακινάτης πήρε τον δρόμο της υπάρξεως διότι τον έβγαζε στην ενανθρώπιση και ταύτισε τον Λόγο με την πίστη.
Σ’αυτό το σημείο υπάρχει και η πρώτη μετατόπιση της φιλοσοφίας πρός την ανθρωπολογία, διότι στην θέση του πράγματος, του όντος, ο Ακινάτης χρησιμοποίησε τον όρο υπόσταση (substantia). Δηλαδή βεβαιώνοντας την ύπαρξη του πράγματος απλώς βεβαιώνουμε την υποστασιακότητα της υπόστασης, όχι μία πραγματική ιδιότητα την οποία μπορεί να έχει η υπόσταση. «Το όν και η ουσία» του Ζιλσόν, κεφ 2, πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
Ο Καρτέσιος και ο Κάντ ολοκλήρωσαν την μετατόπιση: Έθεσαν στην θέση τού πράγματος το ΕΓΩ, το σύγχρονο υποκείμενο «Όταν βεβαιώνω την ύπαρξη ενός πράγματος δέν λέω κάτι για το ίδιο το πράγμα, αλλά για την σχέση του μαζί μου. Δέν λέω κάτι για το πράγμα, αλλά για μένα. Βεβαιώνουμε έτσι την αίσθησή μας. Η ύπαρξη συγκαταλέγεται τελικώς σττις κατηγορίες του τρόπου. Βεβαίως ο Ακινάτης δέν επινόησε το υποκείμενο, ούτε απομακρύνθηκε απο την έννοια της ενέργειας. «Η ύπαρξη είναι ένα στοιχείο του πράγματος, το βαθύτερο του, το πιό μύχιο. Η ύπαρξη είναι μία ενέργεια η οποία συνέχει όλες τις ενέργειες του πράγματος (το τί είναι του πράγματος) και μόνον με αυτή το κάθε πράγμα αποκτά πραγματικότητα. [Εδώ στηρίζεται και η σύγχρονη φαινομενολογία]. Με το να υπάρχει δηλαδή κάτι, το πράγμα αυτό κάνει κάτι. Έτσι και ο Θεός, ώς ipsum Esse, πρωτευόντως υπάρχει. Αυτό σημαίνει και το Εγώ ειμί ο ών, της Εξόδου. (Αυτός που υπάρχει).
Αν προσθέσουμε και την Αναλογία έχουμε μπροστά μας τις φιλοσοφίες του Γιανναρά και του Ζηζιούλα.
Ο Ακινάτης λοιπόν εδραίωσε και την σχέση ανάμεσα στον Θεό και τα δημιουργήματα, ανάμεσα στο άπειρο και στο πεπερασμένο, με την Αναλογία. Το μεταφυσικό θεμέλιο τής αναλογίας βρίσκεται στο γεγονός πώς η αιτία προκαλώντας ή παράγοντας κοινωνεί κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό της. Η ομοιότης είναι ενυπάρχουσα και συνυπάρχουσα στην φύση του αποτελέσματος, του αιτιατού, στο επακόλουθο. [Εδώ στηρίζεται και η ταύτιση ενυπάρχουσας Τριάδος με την οικονομική Τριάδα του Ράνερ]. Είναι το εξωτερικό σημείο αυτής της ενυπάρχουσας ομοιότητος. Ο κόσμος λοιπόν είναι ιερός, διότι η σχέση τής εξαρτήσεως του απο τον Θεό είναι γραμμένη στο ίδιο του το Είναι.
Η υπερβατικότης όμως του Θεού, συνεπάγεται την πλήρη ταυτότητα του ΕΝΟΣ, του ΑΛΗΘΙΝΟΥ και του ΑΓΑΘΟΥ με το ΕΙΝΑΙ. Απο το οποίο είναι αδιαχώριστα. Έτσι να πούμε πώς το Ενα, το Αληθές και το Αγαθό είναι υπερβατικό (ώς πρός την λογική) τού Είναι, σημαίνει πώς το Είναι είναι Ένα, αληθινό και αγαθό.
Μήπως σκέφτηκε κάποιος ότι ομιλούμε τόσην ώρα για τον αληθινό Θεό; Φαίνεται δύσκολο. Μήπως νομίζουμε ότι είναι κατορθώματα του Ακινάτη; Και αυτό δύσκολα προκύπτει! Διότι είναι μία καθαρή διδασκαλία του Πορφυρίου του μαθητού του Πλωτίνου.
Σχόλιο στον Παρμενίδη XII 22-33!...Το έν το επέκεινα ουσίας και όντος όν μέν ούκ έστιν ουδέ ουσία ουδέ ενέργεια, ενεργεί δέ μάλλον και αυτό το ενεργείν καθαρόν, ώστε και αυτό το είναι το πρό του όντος...Ώστε διττόν το είναι, το μέν προϋπάρχει του όντος, το δέ ό επάγεται εκ του όντος του επέκεινα ενός του είναι όντος το απόλυτον και ώσπερ ιδέα του όντος. [Το έν που είναι επέκεινα της ουσίας.... δέν είναι ούτε ουσία, ούτε ενέργεια, αλλά ενεργεί μάλλον και αυτό το ενεργείν καθαρόν. (και είναι αυτό η ενέργεια)...] Και γνωρίζουμε λοιπόν πώς ο Πορφύριος ένωσε το δόγμα του Αριστοτέλη με το Ένα του Πλάτωνος και του Πλωτίνου. Γνωρίζουμε δέ πώς το Ένα αυτό είναι κτιστό, παρότι νοητό, και ουδεμία σχέση έχει με τον αληθινό Θεό. Και δυστυχώς δέν γνωρίζουμε πώς οι υπερσύγχρονοι θεολόγοι μας, οι νεωτεριστές, μας διδάσκουν αρχαίες αλήθειες. Και ναί μέν ποιός θα κατηγορήσει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για πλάνη. Έκαναν αναγκαίως λάθη. Αλλά οι σύγχρονοι Οικουμενιστές; Δέν είναι αναγκαίως πλανεμένοι;;
Συνεχίζεται
Αμεθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου