Συνέχεια από Δευτέρα, 13 Φεβρουαρίου 2017
Μια νέα
ερμηνεία του πλατωνισμού
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΙΙΙ.Η
ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΜΙΑΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ
1. H ριζοσπαστικοποίηση της θεωρίας
του F.D.E. Schleiermacher από τον H.
Cherniss
«Ανασταίνοντας όμως τα φαντάσματα μπορεί να ξυπνήσουμε και τους
εξορκιστές». Σε τρείς διαλέξεις του που δημοσιεύτηκαν το 1945, στο σύντομο έργο
του με τίτλο Το Αίνιγμα της Πρώιμης Ακαδημίας, ο H.
Cherniss εκθέτει τα
βασικά σημεία μιας θεωρίας τής οποίας τα λεπτομερή επιχειρήματα περιλαμβάνονται
στο έργο του Κριτική του Πλάτωνα και της
Ακαδημίας από τον Αριστοτέλη. Η θεωρία αυτή διαρθρώνεται σε δύο μέρη: στο
πρώτο μέρος ο H. Cherniss εκτιμά ότι στο
τέλος του Φαίδρου ο Πλάτων εξαιρεί
του δικούς του Διαλόγους από την
καταδίκη του γραπτού λόγου, και δεδομένου ότι η αυθεντικότητα της 7ης
Επιστολής αμφισβητείται, είναι μάταιο να την επικαλεστούμε ως απόδειξη της
ύπαρξης προφορικής διδασκαλίας στον Πλάτωνα. Στη συνέχεια ο H.
Cherniss κατηγορεί τον L. Robin ότι δεν ολοκλήρωσε ποτέ το δεύτερο μέρος του προγράμματός του, δηλαδή
την σύγκριση των αριστοτελικών θέσεων με τα γραπτά του Πλάτωνα, και δεν έλαβε
υπόψη στις μελέτες του παρά μόνο την θεωρία των Ιδεών και των Αριθμών. Διότι,
λέει, ο τρόπος με τον οποίο ο Αριστοτέλης χειρίζεται, τόσο την φυσική, όσο και
την ψυχολογία, την ηθική και την πολιτική του Πλάτωνα, μας διαφωτίζει για τον
τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την θεωρία των Ιδεών. Για να καλύψει αυτό το κενό
ο H. Cherniss ανέλαβε το έργο
τής αντιπαράθεσης, όποτε αυτό ήταν δυνατό, ανάμεσα στην μαρτυρία και την
ερμηνεία του Αριστοτέλη αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου τα αντίστοιχα αποσπάσματα των Διαλόγων του Πλάτωνα, τα διασωθέντα
αποσπάσματα των γραπτών των μαθητών του, και όλες τις πληροφορίες της εποχής
που διαθέτουμε για τις θεωρίες τους. Κατά την διάρκεια των ερευνών του ο H.
Cherniss δεν παύει
να εντοπίζει στις αριστοτελικές θεωρίες, σοβαρές ιστορικές ελλείψεις. Ο
Αριστοτέλης δεν είναι δοξογράφος: είναι ένας φιλόσοφος που κατασκευάζει κάποιο
σύστημα, και σμιλεύει τις θεωρίες τών προκατόχων του χρησιμοποιώντας τις ως
κατασκευαστικό υλικό. Και επιπλέον είναι πεπεισμένος ότι αυτές οι θεωρίες
αποτελούν ψελλίσματα, που μάταια προσπάθησαν να μαντέψουν ή να εκφράσουν κάποια
στοιχεία από τις δικές του θεωρίες, δηλαδή από την οριστική αλήθεια. Το
συμπέρασμα είναι επομένως σαφές: ο Σταγειρίτης δεν διέθετε καμία πηγή
πληροφοριών σχετικά με την σκέψη του Πλάτωνα, εκτός από τους Διαλόγους· η παραποιημένη εικόνα του
δασκάλου του, που μας προτείνει ο Αριστοτέλης, βασίζεται είτε σε αμφισβητήσιμες
υποθέσεις προερχόμενες από τους Διαλόγους,
είτε σε αναδρομικές προβολές στον πλατωνισμό του Πλάτωνα, θεωριών που
εμφανίστηκαν αργότερα από τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη. Η μαρτυρία του
επομένως δεν παρουσιάζει καμιά βιβλιογραφική αξία.
Στην επιμονή του να αποδείξει την έλλειψη αυθεντικότητας της έμμεσης
διδασκαλίας και να δικαιώσει δι’ αυτής την αποκλειστική μονοπώληση του γραπτού
έργου, ο H. Cherniss θεωρήθηκε ως ο πραγματικός αποδομητής των προθέσεων του F. Schleiermacher.
2. Η απόρριψη της έμμεσης διδασκαλίας στους σύγχρονους ερευνητές
Στα έργα των σύγχρονων ερευνητών, όπως οι Γρ. Βλαστός, E. Dönt, M. Iisnardi Parente, F.W. Niewöhner, G. Watson, E.N. Tigerstedt, R. Turnher, και H. Meissner, οι απόψεις του Schleiermacher εκφράζονται με έναν τρόπο λιγότερο ακραίο.
α)
Γρ. Βλαστός
Όπως και ο H. Cherniss, o Γρ. Βλαστός πιστεύει ότι ο
Πλάτων δεν παρέδωσε ποτέ μια εσωτερική διδασκαλία στους μαθητές του. Η
αποκαλούμενης έμμεση διδασκαλία, η οποία κατά τα λεγόμενά του είναι
αμφισβητήσιμη, αναφέρεται σε συμπεράσματα που προέκυψαν κατά την διάρκεια
συζητήσεων στην Ακαδημία ανάμεσα στον δάσκαλο και τους μαθητές του, και όχι σε
θέσεις που υιοθετήθηκαν οριστικά, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο
Πλάτων απέφυγε να δημοσιεύσει το περιερχόμενό τους.
β) E.
Dönt
Σε αντίθεση με τον H. Cherniss και τον Γρ. Βλαστό, που αρνούνται την αυθεντικότητα της 7ης
Επιστολής, ο E. Dönt την χρησιμοποιεί
ως μαρτυρία κατά της ύπαρξης μιας εσωτερικής θεωρίας του Πλάτωνα. Κατ’ αυτόν,
το απόσπασμα 340b-345 της 7ης Επιστολής παραπέμπει αφ’
ενός σε ένα άρρητο και αφ’ ετέρου στα όρια του λόγου. Δεν αποδίδει κατά κανένα
τρόπο προτεραιότητα στον προφορικό λόγο: η προφορική και η γραπτή διδασκαλία
τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο. Δεν υπάρχει επομένως καμία ένδειξη της υπάρξεως
μιας πλατωνικής διδασκαλίας που παραδόθηκε μόνο προφορικά.
γ) M.
Isnardi Parente
Από την 7η Επιστολή αντλεί και ο M. Isnardi Parente τα
επιχειρήματά του για να υποστηρίξει την θεωρία του F.D.E.
Schleiermacher. Κατά την άποψή του πράγματι η πλατωνική
καταδίκη του γραπτού λόγου αφορά στις συστηματικές πραγματείες και όχι στους Διαλόγους, οι οποίοι επομένως έχουν την
ίδια αξία με τις ζωντανές συνομιλίες.
δ) R.
Turnher
Ο R. Turnher παραδέχεται την προτεραιότητα του προφορικού
λόγου έναντι του γραπτού, αλλά εκτιμά ότι ο δογματικός χαρακτήρας της έμμεσης
διδασκαλίας είναι ασυμβίβαστος με την διαλεκτική μέθοδο που χαρακτηρίζει την
διδακτική θεωρία όπως εκτίθεται στην 7η Επιστολή. Εξ άλλου, κατά τη
γνώμη του, η έμμεση διδασκαλία δεν αποτελεί αξιόπιστη πηγή διότι υπόκειται στις
πιθανές παρερμηνείες αυτών που την μετέφεραν.
ε) G.
Watson
Κατά τα λεγόμενα του G. Watson, όχι μόνο η μορφή του γραπτού
διαλόγου υποκαθιστά πλήρως μια ζωντανή συνομιλία, αλλά επίσης η φιλοσοφική
δημιουργικότητα του Πλάτωνα ολοκληρώθηκε αποκλειστικά δια του γραπτού λόγου.
Μια τόσο μεγάλη όμως υποτίμηση της γραπτής έκφρασης επισύρει και την υποτίμηση
της γραπτής διδασκαλίας. Και όντως κατά τον G. Watson, ο Πλάτων δεν διατύπωσε
οριστικά συμπεράσματα στην πραγματεία του Περί
του Αγαθού.
ζ) F.W.
Niewöhner
Σύμφωνα με την κεντρική τοποθέτηση του F.W.
Niewöhner στο έργο του Διάλογος και Διαλεκτική στον «Παρμενίδη»
του Πλάτωνα, ο Πλάτων αμφισβητεί στον Παρμενίδη
τα ίδια του τα φιλοσοφικά αξιώματα, αναδεικνύοντας την αποτυχία της διαλεκτικής
να καταστήσει το Ένα-Αγαθό ύψιστο θεμέλιο του σύμπαντος, και μας παραπέμπει σε
κάποιο συλλογισμό σχετικό με το πεπερασμένο του ανθρώπινου όντος. Το γεγονός
ότι το κύριο τμήμα αυτού του Διαλόγου αποκαλείται
«παίγνιο» υποδεικνύει σαφώς ότι η αναζήτηση των έσχατων αρχών του πραγματικού,
δεν αποτελεί κατά τον Πλάτωνα σοβαρό αντικείμενο της φιλοσοφικής αναζήτησης,
διότι ξεπερνά τα όριά της. Δεδομένης επομένως της συνάφειας του Παρμενίδη με την θεωρία των αρχών, ο
Πλάτων ώρισε ασφαλώς αυτή την θεωρία ως «εξωτερική», δηλαδή, σύμφωνα με την
αριστοτελική αντίληψη του όρου, ως «μη αναγόμενη στην καθαυτό φιλοσοφία».
Αντιθέτως, στον βαθμό που εκφράζουν την ιδέα του πεπερασμένου της ανθρώπινης
ύπαρξης, οι Διάλογοι αποπνέουν έναν
εσωτερικό χαρακτήρα.
η) H.
Meissner
Όπως και ο F.W. Niewöhner, ο H. Meissner θεωρεί ότι τα πλατωνικά γραπτά
κείμενα έχουν μεγαλύτερη φιλοσοφική βαρύτητα από την θεωρία των αρχών. Έτσι,
κατά την άποψη του, ενώ η θεωρία αυτή έχει μόνο προτρεπτική αξία, οι Διάλογοι προσφέρουν δύο επίπεδα
ανάγνωσης: το επίπεδο του καθαρού διαλόγου και το επίπεδο του αλληγορικού
διαλόγου, στο οποίο έχει πρόσβαση μόνον ένας περιορισμένος αριθμός αναγνωστών.
Η θεωρία του διαλόγου του H. Meissner υπερθεματίζει επομένως την
άποψη του F. Schleiermacher, o οποίος είχε απορρίψει την αλληγορικότητα στην ερμηνεία του
πλατωνισμού.
θ) E.N.
Tigerstedt
Μεταξύ των πλέον πρόσφατων ερευνητών είναι αυτός που προσφέρει την πιο
ένθερμη και στρατευμένη υποστήριξη στον F. Schleiermacher. Έχοντας την απόλυτη βεβαιότητα ότι μόνο το γραπτό έργο αποδίδει το
φιλοσοφικό μήνυμα του Πλάτωνα, ο E.N. Tigerstedt πιστεύει ότι ο ρόλος που απέδωσαν ορισμένοι ερμηνευτές στην προφορική
φιλοσοφία βασίζεται σε μια εφεύρεση του W.G.
Tennemann, και ότι οι «εσωτεριστές», οι οποίοι δεν έχουν
καμιά αρχαία καταβολή, είναι κληρονόμοι μιας λαθεμένης διαδρομής της έρευνας
κατά τον 18ο αιώνα. Στο βιβλίο του με τίτλο Ερμηνεύοντας τον Πλάτωνα κρίνει εξ άλλου αντιφατικά τα δεδομένα της
έμμεσης διδασκαλίας και τις υποδείξεις της 7ης
Επιστολής περί του αρρήτου των «πολύ υψηλών πραγμάτων», και περί της
λειτουργίας του Διαλόγου στην
μετάδοση του αληθούς. Τέλος ο E.N. Tigerstedt βρίσκει παράδοξο το γεγονός ότι διδασκαλίες που παραδόθηκαν κατ’
αρχήν μόνο προφορικά, αποτυπώθηκαν κάποια στιγμή στον γραπτό λόγο και έτσι
διασώθηκαν.
ι) W.
Wieland
Στο βιβλίο του με τίτλο Πλάτων και
οι μορφές της Γνώσης, ο W. Wieland στηρίζεται σε ορισμένες απόψεις προερχόμενες από την αναλυτική
φιλοσοφία (L. Wittgenstein), την
φαινομενολογία και την φιλοσοφική ερμηνευτική (H.G.
Gadamer),
προκειμένου να ‘επανασωκρατικοποιήσει’ τον Πλάτωνα. Έτσι, σύμφωνα με τον
W. Wieland η κριτική του
γραπτού λόγου από τον Πλάτωνα αποδίδεται στους περιορισμούς που συνεπάγεται ο
λόγος. Γι’ αυτό ακριβώς μόνο ο διάλογος επιτρέπει την μετάδοση του άρρητου. Η
άποψη αυτή τον οδήγησε στην απόρριψη της σύστασης μιας θεωρίας των
Ιδεών-Αριθμών στον Πλάτωνα και στην παραγνώριση της έμμεσης διδασκαλίας η οποία
δεν παρουσιάζει επομένως κανένα φιλοσοφικό ενδιαφέρον.
κ) G.
Patriz
Τέλος, σύμφωνα με τον G.
Patriz,
«εκπρόσωπο του νέο-θετικισμού και της αναλυτικής φιλοσοφίας», οι
ερμηνευτές του Πλάτωνα είναι αυτοί που θα όφειλαν να αποδείξουν ότι η μη γραπτή
διδασκαλία είναι μια διδασκαλία καρποφόρα, ικανή να επιλύσει σημαντικά
φιλοσοφικά προβλήματα. Αλλά οι υποστηρικτές του πλατωνικού εσωτερισμού
αποδείχθηκαν απολύτως ανεπαρκείς.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι θεωρίες που επεξεργάστηκαν οι
σύγχρονοι ιστορικοί, οι οποίοι ακολουθώντας το παράδειγμα του H.
Cherniss, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν στην έμμεση
διδασκαλία την έκφραση ενός πλατωνικού εσωτερισμού.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου