Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (59)

                                    
                                   PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ

                                               ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΤΟΜΟΣ
                                   ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος
    ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ  -  Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
      
                                          11.  Θ Ε Α Γ Η Σ


    Συναντά τον Σωκράτη στην Αγορά τής Αθήνας ο Δημόδοκος με τον γυιό του Θεάγη, για να τον συμβουλευθή ως προς την παιδαγώγησή του. Και ξεκινά με μιαν ‘ξύλινα’ (επιτηδευμένα…) πανηγυρική προσφώνηση ο Δημόδοκος. Για να συνδυάση αμέσως μετά τις εμπειρίες του ως γεωργός και αγρότης μ’ αυτό που τον τρομάζει εκείνην ακριβώς τη στιγμή: τη γεμάτη πάθος επιθυμία τού γυιού του «να αποκτήση τη γνώση». Απαντά λοιπόν φιλικά κατ’ αρχάς ο Σωκράτης, για να γίνη αμέσως ύψιστα σοβαρός, καθώς παρακαλείται να τους συμβουλέψη: είναι κάτι το ιερό να συμβουλεύης, κάτι το θεϊκό η παιδαγωγία και πολυσήμαντο το όνομα του νεαρού, Θεάγης. Προς τον οποίον και στρέφεται κατόπιν ο Σωκράτης, ρωτώντας τον τί πραγματικά θέλει, και οδηγώντας τον γρήγορα στο να τον παρακαλέση, τον ίδιον τον Σωκράτη, να γίνη δάσκαλός του. «Αν έχης πράγματι την επιθυμία να είσαι μαζί μου, τότε αυτό αρκεί, και δεν ψάχνω κανέναν άλλον δάσκαλο για σένα», του λέει (127 Α). Τον παραπέμπει ωστόσο και σε άλλους δασκάλους που εκείνην τη στιγμή υπάρχουν. Καθώς όμως δεν παραιτείται απ’ την επιθυμία του ο νεαρός, δέχεται στο τέλος και ο Σωκράτης. Μόνο που δεν μπορεί να αποφασίση ο ίδιος, αλλά πρέπει να ρωτήση και το «δαιμόνιο». «Κι αν το θέλη ο Θεός», θα προχωρήση με γρήγορα βήματα στη γνώση ο Θεάγης (130 Ε).
   

  Έχει αλλάξει εδώ κατά ιδιαίτερον τρόπο η βασική μορφή τού «Χαρμίδη» και του «Λάχη». Αντιστοιχεί στον «Χαρμίδη» η τριάδα τών διαλεγομένων προσώπων, μόνον που υπάρχει εκεί ο ηλικιωμένος εξάδελφος Κριτίας αντί για τον πατέρα. Ενώ εμφανίζονται στον «Λάχη», που συγγενεύει ακόμα περισσότερο, παρ’ όλα τα περισσότερα πρόσωπα, με τον διάλογό μας, δυό πατεράδες, που αναζητούν διδάσκαλο για τους γυιούς τους και τους έχουν συμβουλέψει κάποιοι φίλοι, ότι θα ήταν ο Σωκράτης ο καλύτερος για να τους συμβουλεύση. Καθώς εξελίσσεται δε η συζήτηση, γίνεται τελικά σε όλους σαφές, πως θα ήταν πράγματι ο Σωκράτης και ο αληθινός δάσκαλος. «Αν ήθελε να ασχοληθή με τα αγόρια ο Σωκράτης», λέει με τα ίδια σχεδόν λόγια όπως και ο Θεάγης ο Νικίας (200 C), «δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε κανέναν άλλον». Συγκατατίθεται δε πάλι με την προϋπόθεση: «Αν το θέλη κι ο Θεός» (201 C) ο Σωκράτης. Παραμένει λοιπόν σκόπιμα μια αβεβαιότης, και δεν ήταν μάταια όσα είχε πη λίγο πρωτύτερα για τον δικό του γυιό ο Νικίας, ότι δεν ήθελε να τον διαπαιδαγωγήση ο Σωκράτης, αλλά τοΎ πρότεινε κάθε φορά που το συζητούσαν κάποιον άλλον ως διδάσκαλο (200 D). Αυτό που μένει εδώ κρυμμένο στο παρασκήνιο και το αγγίζει μόνον η αναφορά στη θέληση του Θεού, μας το φανερώνει το επεισόδιο (Episode) εκείνο στον «Θεαίτητο», στο οποίο και μιλά επεκτεινόμενος στη μαιευτική του τέχνη ο Σωκράτης (150 Β κ.ε.). Αναφέρεται δε εκεί ο ίδιος ακριβώς Αριστείδης, που τον φέρνουν ως νεαρό στον Σωκράτη στον «Λάχη», ως κάποιος στον οποίον δεν θα ‘ταίριαζε’ η διδασκαλία τού Σωκράτη. Ο οποίος και προσθέτει αμέσως μετά, ότι συμβουλεύει συχνά παρόμοιους που ζητούν σ’ αυτόν διδασκαλία, τον Πρόδικο και άλλους ως δασκάλους. Εκφράζεται λοιπόν στον «Θεαίτητο», αυτό που παρέμενε βασικά κρυμμένο στον «Λάχη»: είναι «το δαιμόνιο»  που είτε αρνείται είτε επιτρέπει τη συναναστροφή. Και προσθέτουμε επιστρέφοντας εμείς στον «Θεάγη», ότι παρουσιάζονται ακριβώς εκείνα τα δυό αγόρια που τα φέρνουν να τα φροντίση ο Σωκράτης στον «Λάχη», ο Αριστείδης κι ο Θουκυδίδης, ως τα χαρακτηριστικά παραδείγματα στον λόγο τού δασκάλου, για το πόσο λίγο θα μπορούσε να εγγυηθή την επιτυχία τής διδασκαλίας του η ίδια η δική του θέληση. Αποδεικνύεται λοιπόν να έχη την ίδια βασική διαλογική μορφή με τον «Λάχη» ο «Θεάγης». Ο οποίος και οδηγεί ωστόσο μ’ ένα σημαντικό ως προς το περιεχόμενό του θέμα, την ‘τύχη’ (τη μοίρα…) εκείνων τών αγοριών, περαιτέρω την πλοκή τού «Λάχη», κάτι που δεν είναι άλλωστε καθόλου συμπτωματικό, όπως μάς το δείχνει και ο «Θεαίτητος». Γιατί συνδέεται ακριβώς με το ουσιαστικό περιεχόμενο του «Θεάγη» εκείνη η ανθρώπινη ‘μοίρα’: με το πρόβλημα του ‘δαιμονίου’ και τη σημασία του στην παιδαγωγική επίδραση του Σωκράτη. Αυτό λοιπόν το πράγμα, αυτήν την πραγματικότητα, η οποία και εμφανίζεται άμεσα στο επεισόδιο εκείνο τού «Θεαίτητου» και φτάνει να αντιληφθή τον εαυτό της ως ‘μαιευτική’äeutik), και την οποία μόνον από μακριά επισημαίνει ο «Λάχης», την αναπτύσσει εδώ σε έναν ιδιαίτερον διάλογο ο Πλάτων, - αν είναι βέβαια ένα έργο τών χειρών του ο «Θεάγης».
     Στον «Λάχη» παραμένει το ερώτημα για την εκπαίδευση των νέων ‘περιθωριακό’, ενώ είναι κάτι το (φαινομενικά) εντελώς διαφορετικό ο πυρήνας τού διαλόγου, η αποσαφήνιση δηλ. της έννοιας της «ανδρείας». Δεν έχουμε όμως ένα παρόμοιο ‘πρόβλημα’ και στον «Θεάγη», όπου και πέφτει όλο το ‘βάρος’ σ’ αυτό που παραμένει, ή φαίνεται να παραμένη, απλώς περίβλημα στον «Λάχη». Δεν νοείται ωστόσο χωρίς έναν έστω και σύντομο ‘ελεγκτικό’ (elenktisch) διάλογο οποιαδήποτε επαφή ανάμεσα στον Σωκράτη και κάποιον μαθητή. Κι εδώ όπου πρόκειται μόνο και μόνο για την εκπαίδευση, κι όπου ΄ποθεί’ γεμάτος όρεξη για μάθηση ο νεαρός μας, δεν είναι πια το ‘ξεκαθάρισμα’ μιας έννοιας αντικείμενο του ‘ελεγκτικού’ διαλόγου, αλλά γίνεται εντελώς προσωπικό το ερώτημα: τί θέλεις (λοιπόν…) να γίνης; Υπάρχει και στην αρχή τού «Πρωταγόρα», ανάμεσα στον Σωκράτη και τον νεαρόν Ιπποκράτη ένας τέτοιος προσωπικός ελεγκτικός διάλογος, ο οποίος και θέλει να πάη να μαθητεύση στον Πρωταγόρα, όπως σκέφτεται κι εδώ να εμπιστευθή τον γυιό του σε κάποιον απ’ τους σοφιστές ο Δημόδοκος. Και είναι πολύ αστείο και τις δυό φορές, ότι διαλέγουν τον Σωκράτη να τους συμβουλεύση ως προς αυτόν τον σκοπό. Προκύπτει δε το εξής απ’ τον διάλογο: ότι θέλει και τις δυό φορές να αποκτήση «γνώση», χωρίς να μπορή και να προσδιορίση ωστόσο το αντικείμενο αυτής τής «γνώσης» ο νεαρός υποψήφιος μαθητής. Κάτι που αποτελεί ένα επιμέρους μάλιστα περιεχόμενο στον «Πρωταγόρα», αντιπαρατιθέμενο δε ειρωνικά στο κυρίως θέμα. Στον «Θεάγη» καλύπτει το αντίστοιχο κομμάτι τού διαλόγου όλο το μεσαίο μέρος, χωρίς να σταματά ωστόσο στην ομολογία τής άγνοιας όπως κι εκεί, αλλά οδηγώντας στο κεντρικό ερώτημα του συνόλου: όσον αφορά στην εκπαίδευση και στα όρια που θέτει ο ‘δαίμων’. Δεν έχει λοιπόν δώσει εδώ αυτήν την ιδιαίτερη και μόνο στροφή στο ‘περιφερειακό’ θέμα τού «Λάχη» ο Πλάτων, αλλά το συνέδεσε ταυτόχρονα με τον ‘προοιμιακό’ διάλογο του «Πρωταγόρα», και το οδήγησε προς την ίδιαν κατεύθυνση, προς το ‘δαιμόνιο’ (Daimonion) – αν είναι βέβαια ένα έργο τών χειρών του ο «Θεάγης».
     Και κάτι ακόμα, καθώς μιλάμε για τις συγγενικές μορφές εδώ: το ότι συγγενεύει πολύ με τον «Μεγάλο Αλκιβιάδη» ο «Θεάγης», το έχουμε αντιληφθή εδώ και καιρό, έστω κι αν συνηθίζεται να εννοείται περισσότερο ως μια απομίμηση αυτή η συγγένεια. Έχουν σχεδιαστή και τις δυό φορές πολύ παρόμοια οι νεαροί άνδρες, μόνο που περιγράφεται ως νεώτερος ο Θεάγης και με μεγαλύτερην οξύτητα ο Αλκιβιάδης. Έχουν διδαχθή τα συνηθισμένα: ανάγνωση και γραφή, το παίξιμο της λύρας, την πάλη (Θεάγ. 122 Ε, Αλκ. 106 Ε). Αποδεικνύεται δε και τις δυό φορές, ότι θέλουν να «κυβερνήσουν» (να εξουσιάσουν…), να «γίνουν τύραννοι (Tyrannen)», κι ακόμα καλύτερα να «γίνουν θεοί», όπως λέει με τη μέγιστη ‘αφέλεια’ ο Θεάγης. Και δεν υφίσταται εδώ μια μίμηση απλώς ή μια υπερβολή έστω του «Αλικιβιάδη», αλλά εκφράζεται αυτό που ‘ζούσε’ μέσα στην ψυχή τών περισσοτέρων διακεκριμένων νεαρών Αθηναίων – ονομάζεται Καλλικλής, όταν ‘ανδρωθή’, αυτός ο ανθρώπινος ‘τύπος’ (Typus) - , και ταιριάζει ακριβώς στον Θεάγη αυτό το αίτημα, για τον οποίον και γνωρίζουμε απ’ την «Πολιτεία» τού Πλάτωνα (496 BC), ότι μόνο μια φιλασθένεια τον εμπόδισε να περιπέση απ’ τη φιλοσοφία στην καθημερινή πολιτική. Και τις δυό φορές ρωτάει τούς νεαρούς και διαλέγεται μ’ αυτούς, επάνω σε ποιον θέλουν άραγες να κυριαρχήσουν, ο Σωκράτης, όπου και ‘δημιουργεί’ μιαν ανώτερη βαθμίδα κυριαρχίας πέρα απ’ τον «Θεάγη» ο «Αλκιβιάδης». Και τις δυό φορές φανερώνεται πως είναι ο Σωκράτης ο σωστός δάσκαλος, και τον παρακαλούν να γίνη ο παιδαγωγός τους. Και τις δυό φορές δείχνει εμπιστοσύνη ο μαθητής: «Αν το θέλης». Και τις δυό φορές ανταπαντά: «Αν το θέλη ο Θεός», ο Σωκράτης. Συνδέονται ωστόσο με τη συμφωνία ανάμεσα στους δυό διαλόγους άρρηκτα και οι διαφορές, μ’ έναν τρόπο ώστε να έχη το δικό του ειδικό βάρος ο κάθε διάλογος, και να αναγνωρίζεται πολύ περισσότερο ο μυστικός κάθε φορά νόμος μιας ‘ατομικής’ γενέσεως, παρά η μηχανική μίμηση ενός ‘ξένου’. Ο ελεγκτικός διάλογος είναι εντελώς σύντομος στον «Θεάγη». Καθίστανται δε τρεις τύποι κυριαρχίας ορατοί: ο τύραννος – που ένας τέτοιος επιθυμεί να γίνη κι ο Θεάγης (125 Ε) -, ο δίκαιος πολιτικός όπως ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων κι ο Περικλής – γνωρίζουμε όμως το πώς σκέφτεται γι’ αυτούς τούς άνδρες, τους οποίους και αναγνωρίζει ως πρότυπο εδώ ο Θεάγης (126 Α), ο Σωκράτης τού «Γοργία» - και ο ‘τύπος’ στο τέλος που ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη παραδοξότητα (Paradoxie) του εξής ποιητικού στίχου: «ο τύραννος που είναι, συναναστρεφόμενους με σοφούς, σοφός» (125 Β). Γίνεται βέβαια στον καθέναν, που έχει έστω και λίγο παρακολουθήσει τον Σωκράτη, σαφές, ότι αντιφάσκουν αναμεταξύ τους αυστηρά εννοιολογικά οι λέξεις «τύραννος» και «σοφός», κι ότι μπορούν μόνον τότε να συμβιβαστούν, είτε όταν ελαττωθή στο επίπεδο μιας πρακτικής ευφυίας η σοφία, ή όταν όμως εξυψωθή και συναντήση πραγματικά τη σοφία η κυριαρχία, εκεί δηλ. όπου διαφαίνεται εντελώς από μακριά ο «σοφός ηγεμόνας». Υποσημαίνονται δε όπως σ’ ένα ανάλαφρο παιχνίδι, σε συνδυασμό και με την παιδαγωγική όλα αυτά. Στον «Αλκιβιάδη» καταλαμβάνει έναν ευρύτερον χώρο η ‘ελεγκτική’ (Elenktik), και το θέμα «πολιτική και εκπαίδευση» είναι απολύτως κεντρικό. Απ’ την άλλη μεριά, επιδρά μεν με μεγάλην ισχύ το ‘δαιμόνιο’ στον «Αλικιβιάδη», ονομάζεται όμως μόνον, σαν κάτι που μόλις υπερνικήθηκε, στην αρχή. Ενώ παρουσιάζεται με ένα εντελώς διαφορετικό ειδικό βάρος, σαν ένας σκοπός όπου όλα κατατείνουν, στο τέλος τού «Θεάγη», φανερώνοντας πως στοχεύει ιδιαιτέρως εκεί , ακόμα και αναφορικά με τον «Αλκιβιάδη», ο Πλάτων – αν προέρχεται βέβαια απ’ τα δικά του χέρια ο «Θεάγης».
      Η ουσία τής σωκρατικής παιδαγωγικής: αυτό είναι το αντικείμενο που ‘καλύπτει’, με μιαν εντελώς ιδιαίτερη αποστροφή, τον «Θεάγη», ενώ φανερώνεται μόνο στο βάθος, ή φαίνεται να παραμένη στο βάθος, στους υπόλοιπους διαλόγους, όπου και επικρατεί ένα άλλο ιδιαίτερο διαλεκτικό πρόβλημα στο προσκήνιο. ‘Απαιτεί’ όμως, για να ξεχωρίση, τους άλλους παιδαγωγούς και μη-παιδαγωγούς, στους οποίους ούτως ή άλλως αντιπαρατίθεται στον Πλάτωνα, ο παιδαγωγός Σωκράτης. Κι αυτοί είναι πρώτ’ απ’ όλα οι πολιτικοί, τους οποίους και προτείνει στον νεαρό, που «θέλει να αποκτήση άλλωστε πολιτικές γνώσεις», ως δασκάλους. Του θυμίζει όμως τότε τούς ίδιους τους δικούς του λόγους ο νεαρός: πως δεν είναι σε τίποτα καλύτεροι απ’ τους γυιούς τών παπουτσήδων οι γυιοί τών πολιτικών! Εκφράζει δηλ. μ’ έναν νεανικά χονδροειδή τρόπο εκείνο που συνεχώς επανεμφανίζεται σε παραλλαγές στον «Πρωταγόρα», τον «Αλικιβιάδη», τον «Γοργία» και τον «Μένωνα» ο γυιός εδώ τού Δημόδοκου. Και αρκεί αυτή η σύντομη αναφορά, ώστε να αντιπαρατεθή ακόμα κι η πιο σπουδαία εκπαίδευση στην αληθινή παιδαγωγία. Το επόμενο πρότυπο που συστήνεται, αφού απορρίφθηκαν οι πολιτικοί, είναι βέβαια οι σοφιστές εκ μέρους τού Σωκράτη. Που τους ‘ζωγραφίζει’ με τα ίδια σχεδόν όπως και στην «Απολογία»  (19 Ε) λόγια, τον Γοργία, τον Πρόδικο και τον Ιππία – μόνο που συναντάμε τον Πώλο αντί για τον Ιππία εδώ στον «Θεάγη»: έρχονται στις ξένες πόλεις και τραβούν κοντά τους τούς νεαρούς ανθρώπους, ώστε ν’ αναζητούν αυτοί έναντι αμοιβής τη συντροφιά τους, αντί για τη συντροφιά τών ίδιων τους των συμπολιτών, που τους προσφέρεται μάλιστα αφιλοκερδώς (127 Ε κ.ε.). Και είναι τά ίδια  λόγια, επειδή υπάρχει η ίδια αντικειμενική εικόνα, προερχόμενη απ’ την ίδιαν αντίθεση, στο πνεύμα τού συγγραφέα. Δεν είναι παιδαγωγός, με την έννοια που μιλούν όλοι οι άλλοι, εκτός απ’ αυτόν μόνον τον ίδιον, περί παιδαγωγού ο Σωκράτης. Που θα ήθελε και θα επιθυμούσε να διαθέτη κι αυτός, όπως λέει ειρωνικά, μιαν τέτοιαν ωραία σοφία.
     Ξεχωρίζει και διακρίνεται όμως από τέτοιες αντιθέσεις η σωκρατική διαμόρφωση του ανθρώπου. Την οποίαν και προσδιορίζει – όπως το δείχνει, ακριβώς επειδή δεν ασχολείται με κανένα άλλο ιδιαίτερο πρόβλημα, ο διάλογός μας – το ότι είναι μια ‘αγαπητική’, ‘ερωτική’ διαπαιδαγώγηση. «Δεν κατέχω τα ωραία αντικείμενα γνώσης τών σοφιστών. Και δεν διαθέτω παρά μιαν και μόνο μικρή γνώση: τα ερωτικά», λέει, εκφραζόμενος όπως και στον «Λύση» (204 ΒC) και στο «Συμπόσιο» (177 D), ο Σωκράτης (128 Β). Διαισθάνεται δε την επίδραση αυτού τού αγαπώντος δασκάλου ακόμα και στον διάλογό μας ο νεαρός Θεάγης: που έλκεται προς τον Σωκράτη, έστω κι αν εκείνος επιθυμή να τον παραπέμψη σε άλλους δασκάλους. Και την ακούμε στο τέλος να αντηχή μέσα απ’ τα ίδια τα λόγια ενός απ’ αυτούς τούς νεαρούς: «Δεν έμαθα ποτέ τίποτα από σένα, όπως το γνωρίζεις και συ ο ίδιος, Σωκράτη. (Το οποίο και το ξανασυναντάμε σχεδόν κατά λέξη, με μια θετική μόνο συμπλήρωση στον «Θεαίτητο» - 150 D: δεν μαθαίνουν τίποτα από μένα, αλλά ανακαλύπτουν και γεννούν πολλά ωραία μέσα απ’ τον εαυτό τους. Ενώ υπάρχει και το αντίστοιχο που βεβαιώνει ο Σωκράτης στην «Απολογία» - 19 D κ.ε.: ότι δεν έχει ποτέ και τίποτα διδάξει.) Μου συνέβαινε όμως κάτι πάντοτε, όποτε ήμουνα μαζί σου, ακόμα κι αν βρισκόμουν απλώς στο ίδιο σπίτι με σένα… και μου συνέβαινε βέβαια προπάντων, όταν καθόμουν πολύ κοντά σου κι ακόμα και σε άγγιζα». Δεν υπάρχει πουθενά στον Πλάτωνα πιο ισχυρή έκφραση γι’ αυτήν την ‘αγαπητική’ διαπαιδαγώγηση, μια διαπαιδαγώγηση μέσα απ’ την άμεση παρουσία. Και δεν θα πρόκειται για ένα βουβό βέβαια – αν είναι δυνατόν με τον Σωκράτη! – πλησίασμα, καθώς συνυπάρχει ασφαλώς με τη σωκρατική παρουσία ο διάλογος. Δεν θα απαγορεύσουμε εδώ σε κανέναν να υποψιαστή μαγικές επιδράσεις και να τα θεωρήση έτσι όλα αυτά ως μη πλατωνικά. Εμείς δεν βλέπουμε απλώς καμμιά μαγεία (Magie), και καθόλου οπωσδήποτε εκείνην τη μαγεία που επιθυμούσε «να απομακρύνη απ’ το μονοπάτι του» τον Φάουστ – ίσως μόνο τη ‘μαγεία’ ενός μεγάλου ανθρώπου και παιδαγωγού. Και πιστεύουμε, πως δεν μπορούν να απαντηθούν μόνο μέσα από μια φιλοσοφική κριτική, αλλά πρέπει να ‘υπολογίζουμε’ και σε μιαν ευρύτητα της εμπειρίας για ερωτήματα αυτού τού είδους.
      Αν διαφέρη ως ‘αγαπητική’ (αγαπώσα…) παιδαγωγία απ’ την ανέραστη διδασκαλία τών σοφιστών η σωκρατική παιδαγωγία, αντιπαρατίθεται με την πιο μεγάλην ένταση στη σοφιστική ‘πώληση’ της γνώσης και ο σωκρατικός ‘δαίμων’, που ‘αφαρπάζει’ την παιδαγωγία του απ’ την ανθρώπινη θέληση και τον υπολογισμό  (( ! )) . Το ότι φωτίζεται έτσι το θέμα, που έμενε λανθάνον στον «Λάχη», το παρατηρήσαμε εξαρχής. Είναι δε αρκετό να πούμε εδώ, ότι οι παράξενες ιστορίες στις οποίες μιλά το ‘δαιμόνιο’ (Daimonion) – ή καλύτερα: «το δαιμονικό» (στοιχείο…) -, προετοιμάζουν προφανώς και μόνον τον δρόμο για να φανερωθή η επίδραση που έχει για τη σωκρατική παιδαγωγία αυτή η εσωτερική, προειδοποιητική φωνή. Δεν χρειάζεται να ξαναδιηγηθούμε εδώ τις ίδιες τις ιστορίες. Ας τις ξαναδιαβάσουμε κι ας αναρωτηθούμε στα σοβαρά, αν δεν κατανοείται κυρίως μέσα απ’ το σύγχρονο μέτρο τής «ολιγάρκειας» ή «μετριοφροσύνης» η καταγγελία περί ματαιοδοξίας που επιρρίπτουμε συχνά σ’ αυτόν τον Σωκράτη· κι ας αναρωτηθούμε περαιτέρω, αν κουβαλούν πράγματι μαζί τους κάτι το απίστευτο, το οποίο και επιρρίπτει σ’ αυτές η σύγχρονη εποχή, εκείνες οι ιστορίες. Διαβλέπει την αποτυχία στο ολυμπιακό αγώνισμα για τον νεαρό Χαρμίδη, τον «ωραίο Σάννιο», ο Σωκράτης, κι ότι θα σήμαινε έναν μεγάλον γι’ αυτόν κίνδυνο η συμμετοχή του στη μικρασιατική εκστρατεία τού στρατηγού Θρασύλλου (410/9), καθώς έχει τις πιο σοβαρές – και με το δίκιο του – ανησυχίες για την έκβαση αυτής τής εκστρατείας ο Σωκράτης. Και θα είχε άραγες διαισθανθή κάτι λιγότερο από όλους εκείνους τούς πολλούς για τη σικελική εκστρατεία ο Σωκράτης, στους οποίους και «επιβάλλονταν τη στιγμή της αναχωρήσεως πολύ περισσότερο ο κίνδυνος, καθώς είχαν συναποφασίσει στη συνέλευση του δήμου το ταξίδι» (κατά τον Θουκυδίδη), ή και από εκείνους, στους οποίους φαινόταν ως ένα κακό προμήνυμα για τους αναχωρούντες η ‘αδωνική’ κραυγή τών γυναικών (κατά τον Αριστοφάνη); Για να αντιληφθή κανείς οτιδήποτε το απειλητικό για ομοτράπεζους που προετοιμάζουν μια δολοφονία, γι’ αυτό δεν χρειάζεται ίσως ούτε καν η σωκρατική διαίσθηση. Δεν θα μπορέση άρα και κανείς να αμφισβητήση την πιθανότητα εκείνης τής ύψιστα ‘ατομικής’ ιστορίας. Η οποία κερδίζει και σε πειστικότητα όταν παρατηρήσουμε, πως λέγεται ότι είναι γυιός ενός ‘Ηρωοκάμανδρου’ το θύμα τής δολοφονικής επίθεσης, κάποιος Νικίας, κι ότι συναντάται, ίσως καθόλου συμπτωματικά, στις επιγραφές τού δήμου τής Αλωπεκής, πατρίδας και του Σωκράτη, αυτό το σπάνιο όνομα. Ό,τι όμως και να σκεφτούμε περί αυτών, ένα είναι το σίγουρο, καθώς ‘αφήνει’ να το πη ο ίδιος ο Σωκράτης ο Πλάτων: δεν γίνονται από κάποιον πόθο μεγαλαυχίας ή από ευχαρίστηση για το θαυμαστό εκείνες οι αφηγήσεις· αλλά απεικονίζουν το ‘δαιμονικό’ στον Σωκράτη, «επειδή σημαίνει ακριβώς τα πάντα για τη συνύπαρξη με κείνους που συνδέονται μαζί μου αυτή η δύναμη» (129 Ε). Είναι έτσι ‘υποδειγματικός’ απέναντι στον νεαρόν Αριστείδη και στον νεαρό Θουκυδίδη ο Σωκράτης, δυό νέους που ‘εντάσσονταν’ στον αντίστοιχο προβληματισμό όταν έγραφε τον «Λάχη» αλλά και τον «Θεαίτητο» ο Πλάτων.
     Όποιος εντάσση σήμερα, έστω και δοκιμαστικά, τον αξιοπρόσεχτο διάλογο «Θεάγης» στο συνολικό πλατωνικό έργο, πρέπει να υποστή τη μομφή τής ‘ακρισίας’. Χρονολογήθηκε ακόμα και στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια το μικρό αυτό κείμενο! Πριν όμως μιλήση κάποιος για τον «ιδιωτικό χρησμό», με τον οποίον και ‘εφοδιάζεται’ εδώ κατά εντελώς μη πλατωνικό τρόπο ο Σωκράτης, ας θυμηθή το τέλος τού «Φαίδρου» και την αρχή τού «Θεαίτητου»: Εκφράζει λοιπόν στον «Φαίδρο» μια «μαντεία», όπως την ονομάζει ο ίδιος (μαντεύομαι), για τον νεαρόν Ισοκράτη ο Σωκράτης. Ενώ έχει φέρει πίσω στην πατρίδα τον βαρειά πληγωμένο Θεαίτητο στον ομώνυμο διάλογο, και λέει τώρα κοιτάζοντας προς το παρελθόν ο Ευκλείδης απ’ τα Μέγαρα: σκέφτηκε πάρα πολλές φορές με θαυμασμό πόσο «καθαρά και προφητικά» (μαντικώς) εκφράστηκε για πολλά πράγματα, κι ακόμα και για τον νεαρό Θεαίτητο λίγο πριν αυτός πεθάνει ο Σωκράτης. «Καθαρά σε πολλά πράγματα» - δεν είναι αυτό ακριβώς, για το οποίο και μας μιλά με εντυπωσιακά παραδείγματα ο «Θεάγης»; Γιατί να εκπλησσόμαστε τότε – και να το θεωρούμε μη πλατωνικό – όταν συμπεριλαμβάνεται εκείνη η ‘καθαρή’ ματιά στο μέλλον υπό το όνομα του «δαιμονικού» στον «Θεάγη»; Μήπως δεν είναι η ενιαία βασική δύναμη της ίδιας μεγάλης ψυχής όλα αυτά;
     Για το αν προέρχεται απ’ τα ίδια τα χέρια τού Πλάτωνα ο διάλογος, γι’ αυτό μπορούμε να έχουμε τις πιο ποικίλες ακόμα απόψεις. Είναι πολύ μακριά η επιστήμη μας απ’ το να μπορή να διακρίνη με τη βεβαιότητα, που διαθέτει π.χ. η κριτική τής τέχνης, τα ιδιόχειρα έργα απ’ τα έργα τών μαθητών ή από εργασίες που παρέδωσε στους μαθητές του ο διδάσκαλος. Μας επιτρέπεται να διαπιστώσουμε με κάθε αυστηρότητα το εξής ωστόσο, ως προς τον χρόνο δημιουργίας τού διαλόγου απέναντι στους κριτικούς του: παραπέμπει στον χρόνο γύρω στο 400 π.Χ., κι όχι σε κείνον τού Ξενοκράτη ή και σ’ έναν οποιονδήποτε αργότερα, το ύφος με την πιο ευρεία του έννοια, η ανάπτυξη δηλ., η γλώσσα και το περιεχόμενο. (Σαν να ήθελε να χρονολογήση κανείς στα χρόνια τού Λυσίππου ή τού βωμού τής Περγάμου τον τάφο τής Ηγησούς!) Λαμβάνει χώρα το έτος 410/9 ο διάλογος, όπου βασιλεύει «εδώ και λίγον καιρό», απ’ το 413 δηλ., ο Αρχέλαος της Μακεδονίας (124 D). Δεν έχει δε αποφασισθή ακόμα η εκστρατεία που ανέλαβαν υπό τον Θράσυλλο ενάντια στην Έφεσο οι Αθηναίοι (410/9)· για την οποία δεν προβλέπει ωστόσο κάτι το καλό ο Σωκράτης (129 D). Δεν είναι λοιπόν το πιθανώτερο να γράφτηκε σ’ έναν καιρό, όπου ήταν ακόμα ζωντανά στην αίσθηση του συγγραφέα και των αναγνωστών του αυτά τα γεγονότα και οι διαθέσεις, ο διάλογος;

 ( τέλος κεφαλαίου – συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Απολογία» ) 

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο FRIEDLANDER ΓΝΗΣΙΟΣ ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΩΝ ΗΙGHLAMDERS ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ ΟΙ ΟΠΟIOI ΗΤΑΝ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ.

amethystos είπε...

Σού φαίνεται βαρύς; Προτιμάς τά αμελέτητα;