Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (15)-Η ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΗ

Συνέχεια από  Σάββατο,3 Ιουνίου 2017

                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987
                                                        
4.  ΠΡΟΟΡΑΣΗ
     
Mια σύντομη ματιά στην εποχή τών Πατέρων θα ήταν αρκετή εδώ, καθώς αποδεικνύουν ή μαρτυρούν απλώς για το ότι η επιχειρούμενη ερμηνεία τού ρόλου τού Πνεύματος δεν είναι παρά ένας ‘άξονας’ των πολυάριθμων απόψεών τους για την ιωάννεια έννοια της ‘εξήγησης’ όλων τών «κρυμμένων στον Χριστό θησαυρών σοφίας και κρίσεως» (Κολ. 2, 3 – «Θέλω γαρ υμάς ειδέναι ηλίκον αγώνα έχω περί υμών και των εν Λαοδικεία και όσοι ουχ εωράκασι το πρόσωπόν μου εν σαρκί, ίνα παρακληθώσιν αι καρδίαι αυτών, συμβιβασθέντων εν αγάπη και εις πάντα πλούτον τής πληροφορίας τής συνέσεως, εις επίγνωσιν του μυστηρίου τού Θεού και πατρός και του Χριστού, εν ώ εισι πάντες οι θησαυροί τής σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι. Τούτο δε λέγω ίνα μή τις υμάς παραλογίζηται εν πιθανολογία· ει γαρ και τη σαρκί άπειμι, αλλά τω πνεύματι συν υμίν ειμι, χαίρων και βλέπων υμών την τάξιν και το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως υμών»…). Και θα προσέξουμε δύο πράγματα εδώ: τη δυσκολία απ’ τη μια των πρώτων θεολόγων, να διαμορφώσουν γενικώς μια διδασκαλία για το Άγιο Πνεύμα, εν όψει τών πολλαπλών του εκδηλώσεων αλλά και της εγγύτητάς του προς το έργο τού Χριστού, απ’ τον οποίον ωστόσο και διακρίνεται· και την αναγκαιότητα απ’ την άλλη, να μείνουν ανοιχτοί μπροστά σ’ αυτήν ακριβώς την πολλαπλότητα, ώστε να φτάσουν από εκεί σε μια θεωρία που να δικαιώνη όλες τις λειτουργίες τού Πνεύματος   (( Σημ. τ. μετ.: Άνθρωποι ‘σκληροί’ ή ‘σκληρόκαρδοι’, που με επιμονή επιχειρούν να διαστρεβλώσουν τα πάντα μέσα στην Εκκλησία, χωρίς έλεος ούτε για τους εαυτούς τους ούτε για όσους γύρω τους ‘πνευματικά’ παρασύρουν προς την καταστροφή…)). 
     Για τους πρώτους Πατέρες, που δεν διέθεταν ακόμα κάποιον Κανόνα (Kanon) τής Καινής Διαθήκης, έπρεπε να είναι η σχέση μεταξύ τού προφητικού Πνεύματος στη «Γραφή» (δηλ. στην Παλαιά Διαθήκη) και του Πνεύματος που μιλά και ενεργεί στον Ιησού και την πρώιμη Εκκλησία ένα σημαντικό ερώτημα: γνώριζαν (και είναι κι αυτό μια ιωάννεια σκέψη, επιβεβαιωμένη απ’ την Α’ επιστολή τού Πέτρου 1, 11, και τη Β’ 1, 19-20), ότι είχε μιλήσει προ-ορώντας τον Ιησού το προφητικό Πνεύμα τής Παλαιάς Διαθήκης: εμφαντικά η επιστολή τού Βαρνάβα (10,2 – 12, 8 – 9, 7 – 13, 5), επίσης ο Ειρηναίος, στον οποίον και οφείλονται τόσα πολλά ως προς την ανάδειξη της ενότητας των δύο Διαθηκών (1, 10, 1 – 3, 21, 4 – 4, 10, 8 – 4, 33, 1 – 4, 36, 2), και ακολουθώντας τον Ειρηναίο ο Nοβατιανός (De trin. 29). Το ίδιο αργότερα και ο Δίδυμος (σαφέστερα απ’ ό,τι ο Αθανάσιος) στο βιβλίο του για το Άγιο Πνεύμα (33-37). Θα βρη δε μιαν ‘ευφυή’ διαφορά ο Θεόδωρος Μοψουεστίας: δεν γνώριζαν βέβαια καθόλου για το Άγιο Πνεύμα ως ένα διαμένον στον Θεό ιδιαίτερο πρόσωπο οι άνθρωποι της Παλιάς Διαθήκης, ξεκίνησε ωστόσο πολύ ήδη πριν την Ενσάρκωση του Υιού η ενέργεια τού Πνεύματος. Πολύ φωτισμένα μιλά ο Κύριλλος Ιεροσολύμων για την προφητική έμπνευση ως προς τον Χριστό (Κατ. 16, 4), ενώ είναι και για τον (πάπα…) Λέοντα τον Μεγάλο γεμάτη απ’ το Πνεύμα ολόκληρη η Παλιά Διαθήκη (Ομιλία 76).
     Eξίσου σημαντικό είναι δε ότι ονομάζονται ακριβώς οι πρώτοι Πατέρες, ακολουθώντας τούς Αποστόλους και το εκκεχυμμένο τώρα πια «σε κάθε σάρκα» Πνεύμα (Πράξ. 2, 17 – «…αλλά τούτό εστι το ειρημένον δια του προφήτου Ιωήλ· και έσται εν ταις εσχάταις ημέραις, λέγει ο Θεός, εκχεώ από τού πνεύματός μου επί πάσαν σάρκαν, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται· και γε επί τούς δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις εκχεώ από τού πνεύματός μου, και προφητεύσουσι»…), οι ίδιοι ως ‘δεδηλωμένα’ πνευματοφόροι μάρτυρες της αληθείας, προπάντων ο Ιγνάτιος, αλλά και ο Κλήμης, «ο Ποιμένας», διάφοροι Απολογητές (Apologete), και φυσικά ο Τερτυλλιανός.
      Η ‘αποφασιστική’ όμως διατύπωση, κατά την οποίαν θα προσανατολισθούν και οι μετά τη Σύνοδο της Νικαίας θεολόγοι στην ανοικοδόμηση μιας θεολογίας τού Αγίου Πνεύματος, παραμένει η διατύπωση του Ειρηναίου: «Ο Θεός μπορεί τα πάντα. Κι αν ‘εμφανίσθηκε’ κάποτε με τη μεσολάβηση του Πνεύματος προφητικά, και ‘γνωρίσθηκε’ κατόπιν με τη μεσολάβηση του Υιού σύμφωνα με την υιοθεσία, τότε θα ‘φανερωθή’ κάποτε στη Βασιλεία τού Θεού σύμφωνα με την πατρότητά του. Το Πνεύμα προετοιμάζει τον άνθρωπο προς τον Υιό, ο Υιός τον οδηγεί προς τον Πατέρα, κι αυτός τού παρέχει την αφθαρσία και την αιώνια ζωή» (Adv. Haer. 4, 20, 5). Εδώ αναγνωρίζεται ως ‘εισαγωγέας’ και ερμηνευτής τού Υιού το Πνεύμα, όπως είναι και ο Υιός ‘εισαγωγέας’ και ερμηνευτής προς τον Πατέρα. Επαναλαμβάνεται μάλιστα αυτή η σκέψη (Adv. Haer. 5, 36, 2 – Epid. 7), με δυό ωστόσο σημαντικές συμπληρώσεις: παρέχεται πρωταρχικά, όχι στον καθέναν ξεχωριστά, αλλά στην Εκκλησία, και μέσα απ’ την Εκκλησία στον καθέναν ξεχωριστά το Πνεύμα (Adv. Haer. 4, 33, 9 – 3, 24, 1)· και ολοκληρώνει έτσι το έργο που ξεκίνησε ο Ιησούς το Πνεύμα (5, 8, 1).
       O Τερτυλλιανός θα ριζοσπαστικοποιήση βέβαια ως Μοντανιστής   (( φρικαλέα αίρεση… ))  αυτήν την ‘εισαγωγή’ λέγοντας, ότι αναπτύσσει το Πνεύμα στην ερμηνεία του, πράγματα, που υποδηλώθηκαν κατ’ αρχάς απ’ τον Ιησού (De monog. 2, 4), διαφυλάσσοντας ασφαλώς τούς προ-ισχύοντες κανόνες πίστεως, μ’ έναν τρόπο ωστόσο ώστε «να προοδεύουν» οι Γραφές, απ’ την παιδικήν ηλικία τών παλαιών προφητών στη νεανική τού Ευαγγελίου, και να φθάνουν στην πλήρη ωριμότητα με τον Παράκλητο (Paraklet). Αυτό επισημαίνουν κατά τον Τερτυλλιανό και τα λόγια τού Ιησού, ότι «Έχω πολλά ακόμα να σας πω, δεν μπορείτε όμως ακόμα να τα αντέξετε· όταν όμως έρθη το Πνεύμα τής Αληθείας, θα σας εισαγάγη σε όλην την αλήθεια» (De virg. vel.1)», μια σκέψη που ‘προαναγγέλλει’ ήδη τον Ιωακείμ τής Φιόρα. ‘Επιμένει΄’ όμως πάντοτε ο Τερτυλλιανός στο ότι δεν ανατρέπει τον αμετάβλητο κανόνα τής πίστεως η ‘ερμηνεία’ μέσω τού Πνεύματος, και στο ότι δεν ‘μαρτυρεί’ παρά τον Ιησού το Πνεύμα, που δεν είναι τελικά παρά «ο ερμηνευτής τής Οικονομίας (Oekonomie)» στο σύνολό της, κι «αυτός που εισάγει σε κάθε αλήθεια, που υφίσταται βέβαια στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία» (Adv. Prax. 30). Είναι (μάλιστα…) ο vicarius (τοποτηρητής, αντί γι’ αυτόν…) τού Υιού (Praesc. 13 – De virg. vel. 1), όπως είναι και ο Υιός vicarious τού Πατρός (Adv. Marc. 3, 6).
     (( Σημ. τ. μετ.: Ένα ολόκληρο ‘σύστημα’ αυταρχικό και εξουσιαστικό τυλίγεται γύρω απ’ την Εκκλησία τού Κυρίου, που δεν υποχωρεί σε τίποτα ως προς την ‘ουσία’ και το περιεχόμενό του, αλλά αντίθετα ‘εξελίσσεται’ όπως επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος – «το κακό εξελίσσεται, το αγαθό είναι πάντα το ίδιο…» -, και όπως φαίνεται απ’ την ‘ευθεία’ ήδη εδώ αναφορά στον Ιωακείμ τής Φιόρα και την αίρεσή του περί ‘τριών εποχών’ τής Θείας Οικονομίας… Εδώ είναι και όλη η σύγχρονη αίρεση την οποίαν ακολουθούν ‘πιστά’ οι καθ’ ημάς επονομαζόμενοι Οικουμενιστές… Όσο για τον Μοντανισμό, που τόσο ‘άνετα’ αναφέρεται κι εδώ ο ‘εκπρόσωπός’ τους Τερτυλλιανός, διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια: «Ο Μ. είχε έντονα μυστικιστικά και εκστασιακά στοιχεία προερχόμενα απ’τη λατρεία τής Κυβέλης και του Άττιος, στα οποία και δόθηκε (sic) χριστιανικό περιεχόμενο…                                          Οι ‘πιστοί’ του υπόκεινται σε ‘πνεύμα κατοχής’…»… ))
      Αποφεύγοντας την ‘τόλμη’ τού Τερτυλλιανού, περιγράφει το Πνεύμα απλά ως διδάσκαλο της αλήθειας της Γραφής ο Ποιμήν τού Ερμά (Sim. 9, 25 – Mand. 3, 1 κ.ε.). Ενώ έχει την εξής διατύπωση ο Ιππόλυτος: ο Πατέρας διατάζει (εντέλλεται…), ο Υιός υπακούει, το Πνεύμα δίνει την αντίληψη (Adv. Noet. 14). Αλλά είναι και για τον Νοβατιανό ο δάσκαλος όλης τής αλήθειας το Πνεύμα, όχι ωστόσο καθαρά θεωρητικά, αλλά καθώς παρέχει την αιώνια ζωή (De Trin. 29). Περιγράφει δε ζωηρά και ο Κυπριανός, πώς τού άνοιξε κλεισμένες θύρες το Πνεύμα, και του έφερε φως, και πώς αποδείχτηκε αυτό που του φαινόταν προηγουμένως (πριν βαπτισθή) αδύνατο, εύκολο μετά το βάπτισμα· και δεν θέλει να μεγαλαυχήση μ’ αυτό, αλλά να εκφράση μόνον την ευγνωμοσύνη του στον Θεό (Ad Donat. 4). Στους Αλεξανδρινούς γίνεται κατ’ αρχάς ο ‘εισαγωγέας’ στη «γνώση τής αλήθειας» το Πνεύμα (Κλήμης, Παιδ. 2, 2, 20 – Στρωμ. 7, 7, 44), στον Ωριγένη ο πραγματικός ερμηνευτής τής Γραφής που το Ίδιο ενέπνευσε (Επ. εις Γρηγ. 3). Για τον Κύριλλο Ιεροσολύμων «κατήλθε» το Πνεύμα, «που ανήγγειλε μέσα απ’ τους Προφήτες τον Μεσσία, μετά τη φανέρωση του Χριστού, για να μαρτυρήση γι’ αυτόν» (Κατ. 16, 3 – «Έν εστι μόνον το Άγιον Πνεύμα, ο Παράκλητος. Και ώσπερ είς εστιν ο Θεός ο Πατήρ και ουκ έστι δεύτερος πατήρ και ώσπερ είς εστιν ο Μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού και αδελφόν ουκ έχει, ούτως έν εστι το Άγιον Πνεύμα μόνον και δεύτερον ουκ έστι πνεύμα ισότιμον αυτώ. ‘Εστιν ουν το Άγιον Πνεύμα μεγίστη δύναμις, θείόν τι και ανεξιχνίαστον. Ζη γαρ και λογικόν εστιν, αγιαστικόν τών υπό Θεού δια Χριστού γενομένων απάντων. Τούτο φωτίζει τας ψυχάς τών δικαίων, τούτο και εν Προφήταις, τούτο και εν Αποστόλοις εν τη Καινή Διαθήκη. Μισείσθωσαν οι χωρίζειν τολμώντες τού Αγίου Πνεύματος την ενέργειαν. Εις Θεός, ο Πατήρ, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης Δεσπότης, και είς Κύριος Ιησούς Χριστός, ο εν Παλαιά προφητευθείς και εν Καινή παραγενόμενος, και έν Πνεύμα Άγιον, δια Προφητών μεν περί τού Χριστού κηρύξαν, ελθόντος δε του Χριστού καταβάν και επιδείξαν αυτόν. – Μηδείς ουν χωριζέτω την Παλαιάν από τής Καινής Διαθήκης. Μηδείς λεγέτω ότι άλλο το Πνεύμα εκεί και άλλο ώδε· επεί προσκρούει αυτώ τώ Αγίω Πνεύματι, τω μετά Πατρός και Υιού τετιμημένω και εν τω καιρώ τού Αγίου Βαπτίσματος εν τη Αγία Τριάδι συμπεριλαμβανομένω. Ο γαρ του Θεού Μονογενής Υιός τοίς Αποστόλοις είρηκε σαφώς: “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”»…)  (( Σημ. τ. μετ.: Παραθέτουμε ολόκληρο το πρωτότυπο κείμενο της ‘παραπομπής’, για να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια την παραποίηση που συμβαίνει, που γίνεται. Όχι μόνον παραποιείται βλάσφημα και πρόστυχα αυτό που πράγματι λέγεται απ’ τον άγιό μας Πατέρα, αλλά χάνεται ταυτόχρονα και όλη η αλήθεια και η χάρις που μπορεί να θρέψη κυριολεκτικά τις ψυχές τών αγωνιζομένων και πιστών ανθρώπων… Μεγάλο το έγκλημα… )) .   Οι πολλές μαρτυρίες τής Γραφής για το Πνεύμα και τα πνεύματα δεν πρέπει να ‘ταράξουν’ τούς πιστούς, που πρέπει να παραμείνουν στον Χριστό, ο οποίος και είπε: «Τα λόγια που σας έχω πη, είναι πνεύμα και ζωή»· γιατί Εκείνο που μας μιλά χωρίς ασάφεια απ’ τον Χριστό είναι το Άγιο Πνεύμα (ό.π. 14). Σε αντίθεση δε προς τα βίαια και απάνθρωπα δαιμονικά πνεύματα, που επισκοτίζουν και εκστασιάζουν (υπνωττίζουν…) τούς ανθρώπους, αποβλέπει μόνον προς το αγαθό και ιαματικό και σωτήριο το Άγιο Πνεύμα: διαδίδοντας «ακτίνες τού φωτός και της γνώσης»· κι όπως όταν ανατέλη ο ήλιος, έτσι «βλέπει κι αυτός που αξιώθηκε απ’ το Άγιο Πνεύμα, φωτισμένα μέσα στην ψυχή του, κατά υπεράνθρωπον τρόπο, όσα δεν είχε γνωρίσει μέχρι τώρα» (ό.π. 16). Αντιστρέφοντας τη διατύπωση του Ειρηναίου, αλλά με την ίδιαν έννοια, διατυπώνει και ο Κύριλλος: «Ο Πατήρ δίδει στον Υιό, και ο Υιός μεταβιβάζει στο Πνεύμα όλες τις χάριτες… Ο Πατήρ δωρίζει μέσω τού Υιού σε σύνδεσμο με το Άγιο Πνεύμα όλες τις χάριτες. Και δεν είναι άλλες οι χάριτες του Πατρός από εκείνες τού Υιού και εκείνες τού Πνεύματος» (ό.π. 24).  (σ.σ.: Πρβλ. εδώ και το κείμενο του H.B. Swete, The Holy Spirit in the Ancient Church – London 1912. Κλείνοντας, παραθέτουμε και κάποια λόγια τού Ακινάτη: «Γιατί δεν θα μιλήση απ’ τον εαυτό του το Πνεύμα, αλλά από Εμένα, γιατί από Εμένα θα εξέλθη-εκπορευθή. Γαιτί όπως δεν ενεργεί απ’ τον εαυτό του ο Υιός, αλλά απ’ τον Πατέρα, έτσι δεν θα μιλήση απ’ τον εαυτό του, καθώς εξέρχεται-εκπορεύεται από άλλους, απ’ τον Πατέρα δηλ. και τον Υιό, το Πνεύμα, αλλά θα μιλήση μόνον όλα όσα ακούει: διατηρώντας ωστόσο τη σοφία του καθώς και την αιώνια ύπαρξή του, και είναι αυτή η ‘διατηρημένη’ σοφία την οποίαν και ‘μιλά’, όχι σωματικά, αλλά φωτίζοντας εσωτερικά τη διάνοια, το πνεύμα, τη συνείδηση των πιστών» - Lectura in Joh., 2103).
    Μ’ αυτήν τη ‘μαρτυρία’ τού Κυρίλλου βρισκόμαστε ήδη στην εποχή, όπου συμπληρώνουν, τελειοποιούν και επεκτείνουν οι Θεολόγοι (Theologen) τη θεολογική Πνευματολογία. Δεν θα αλλάξουν βέβαια οι ‘μαρτυρίες’ τους για το Πνεύμα ως ‘εισαγωγέα’ και ερμηνευτή, προκύπτει ωστόσο ένα άλλο πλέον πρόβλημα μπροστά μας: αυτό τής θεότητας και της «προσωπικότητας» του Αγίου Πνεύματος. Και βρισκόμαστε και μεις, με όσα μέχρι τώρα παραθέσαμε, μπροστά στο ίδιο ερώτημα, με το οποίο και πρέπει να απασχοληθούμε πριν μιλήσουμε περαιτέρω για τη λειτουργία τού Πνεύματος στην (επονομαζόμενη…) Θεο-λογική ( Theologik).


     ( συνεχίζεται, με το επόμενο κεφάλαιο: «Το Άγιο Πνεύμα ως Πρόσωπο» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: