Συνέχεια από Κυριακή, 21 Ιουνίου 2020
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο
Χριστός και η αλήθεια
Το
Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
3ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ - Α Λ
Η Θ Ε Ι Α
ΙΙ. « Ἐγώ
εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιωάν. 14,6)
Α.
Παρουσίαση του Θέματος.
Ο στ. 14,6, στον οποίο ο Ιησούς αποκαλύπτει ότι αυτός
είναι η Αλήθεια, είναι ακόμη πιο ζωντανός και εντυπωσιακός από το εδάφιο του
προλόγου (1, 14.17) που εξετάσαμε προηγουμένως· διότι έχει το βαθύτερο νόημα από όλα τα άλλα εδάφια στα
οποία ο Ιωάννης αναφέρεται στην αλήθεια.
Είναι όμως ταυτόχρονα και εξαιρετικά δύσκολο να συλλάβει και να διατυπώσει κανείς
το ακριβές νόημά του. Έτσι δικαιολογούνται οι δισταγμοί και οι παλινωδίες όσο
και η πληθώρα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων του εν λόγω εδαφίου.
1.
Σύμφωνα με τον P.W.
Kepper
την μεγαλύτερη δυσκολία στην ερμηνεία του στίχου αποτελεί ο προσδιορισμός της
ακριβούς σχέσης ανάμεσα στην «οδό», την «αλήθεια» και την «ζωή».
α) Η πλειοψηφία των παλαιότερων απέδιδαν «στην ζωή», ή
καλύτερα στο σύνολο των δύο απεικονίσεων της πραγματικότητας που είναι «η
αλήθεια και η ζωή», το νόημα του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος επιτυγχάνεται δια της μεσολαβήσεως του Ιησού, που
είναι «η οδός», αυτός που μας οδηγεί· επομένως οι τρείς όροι, με την σειρά που
αναφέρονται, μας οδηγούν προοδευτικά από τον έναν στον άλλο. Αλλά και αυτή η εκδοχή επιδέχεται διαφορετικές
ερμηνείες: είτε ότι «από την οδό και την αλήθεια οδηγούμαστε στη ζωή» (που
είναι και η ορθότερη), είτε ότι «δια της οδού, οδηγούμεθα στην αλήθεια και την ζωή». Αυτή η δεύτερη
ερμηνεία που τοποθετεί την αλήθεια μαζί με την ζωή στην κατάληξη της οδού,
μοιάζει περισσότερο πλατωνικής εμπνεύσεως. Στους Έλληνες, όπως ήταν
αναμενόμενο, εκπροσωπείται από τον Κλήμεντα της Αλεξανδρείας και τον Ωριγένη:
κατ’ αυτούς Αλήθεια είναι ο επουράνιος Χριστός, ο Λόγος του Θεού· και είναι η Αλήθεια διότι αποτελεί τον νου ή την
ίδια την σκέψη του Θεού. Από την πλευρά των Λατίνων, μία παρόμοια ερμηνεία
συναντάται και στον αγ. Αυγουστίνο, την οποία υιοθετούν με μικρές παρεκκλίσεις
οι Bede
και Nicolas de Lyre και συνοψίζει ο Θωμάς Ακινάτης στο
έργο του Super evangelium S. Ioannis. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή ο Χριστός είναι η αλήθεια επειδή
είναι Θεός, ή ο Λόγος του Θεού. Η ερμηνεία αυτή της διατύπωσης «Εγώ ειμί η
Αλήθεια» μας παραπέμπει στον διάσημο μουσουλμάνο μυστικιστή Μανσούρ Αλ-Hallaj
ο οποίος την χρησιμοποίησε για τον εαυτό του, εννοώντας ότι ευρισκόμενος σε
μυστική ένωση ταυτίζεται με το θείο, «μετουσιώνεται».
Άλλοι συγγραφείς, όπως ο Maldonat, αποδίδοντας εβραϊκό
νόημα στην έννοια αλήθεια την
ερμηνεύουν σαν ένα απλό επίθετο: «Ego sum via vera et ad vitam ducens» (Εγώ είμαι η αληθινή ζωή και προς την ζωή οδηγός). Κατ’
αυτήν την ερμηνεία, όπως και κατά τις προηγούμενες, δεν είναι ο πρώτος όρος ο
σημαντικότερος αλλά ο τρίτος: πρόκειται κυρίως για «την ζωή» στην οποία
καταλήγει ο οδός· η ζωή είναι και εδώ ένας όρος καθαρά εσχατολογικός.
β) Αντίθετα, σε πολλούς από του σύγχρονους, η λέξη-κλειδί του στίχου είναι «η οδός»: «η αλήθεια και
η ζωή» δεν είναι παρά προσδιορισμοί της «οδού»· ο Ιησούς είναι η οδός, διότι
είναι η αλήθεια και η ζωή. Την ερμηνεία αυτή απορρίπτουν όλοι όσοι εμπνέονται
από τον συγκρητισμό και βρίσκονται υπό την επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας.
Οι συγγραφείς αυτοί υιοθετούν ερμηνείες προς την κατεύθυνση που εκπροσωπούν οι
Αλεξανδρινοί και ο Αυγουστίνος: η αλήθεια και η ζωή αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά
θείες πραγματικότητες, δηλ. τον σκοπό που βρίσκεται στο τέλος της οδού· η λέξη αλήθεια, αναφερόμενη στον Χριστό
σημαίνει εδώ την ουσιαστική και απόλυτη αλήθεια, αυτήν που κατέχει την θεία φύση. Μια παρόμοια ερμηνεία του
στ.14,6 αντιστοιχεί στην ελληνική (κυρίως πλατωνική) σκέψη, και στην
αυγουστίνεια. Ας θυμηθούμε ότι ο Πλάτων τοποθετούσε πράγματι την αλήθεια στον
κόσμο των Ιδεών, και ότι ένας από τους μαθητές του ο Αλβίνος ταύτισε ουσιαστικά
τον Θεό με την αλήθεια. Αντιλαμβανόμαστε τώρα τον ρόλο που το κείμενό μας
έπαιξε στην αντιπαράθεση κατά του αρειανισμού, σαν απόδειξη της θεϊκής
υπόστασης του Χριστού.
Οι Bauer,
Bultmann
και Dodd,
όπως άλλοτε ο Omodeo, θεωρούν ότι ο στ.14,6 του Ιωάννη εκφράζει την δυαλιστική
και γνωστική θεωρία της ανόδου των ψυχών στο βασίλειο του φωτός και της
αληθείας. Κατά τον ερμητικό γνωστικισμό, το πνεύμα που επιθυμεί να ανυψωθεί
προς τον Θεό, αναζητεί την προς τα άνω
οδόν (Κόρπ. Ερμ. IV,11): αυτή είναι η
προς αλήθειαν οδός (Αποσπ. Στοβαίου, ΙΙ, Β, 5). Ανάλογη είναι και η θεώρηση
των χριστιανών γνωστικών. Σ’ αυτές τις θεωρίες η αλήθεια ανήκει αποκλειστικά
στον ουράνιο κόσμο· αποτελεί την ύψιστη κατάληξη της διαδρομής των ψυχών προς
την πνευματική τελείωση. Κατά συνέπεια, ο Ιησούς, αυτοπροσδιοριζόμενος
ταυτόχρονα ως η οδός και η αλήθεια, στο πνεύμα της πλατωνικής και γνωστικής
σκέψης, θα ήταν ταυτόχρονα η οδός που
πρέπει να ακολουθήσουμε και ο επιδιωκόμενος
σκοπός. Αυτή ακριβώς είναι η άποψη του Bultmann ο
οποίος έχει δώσει στο απόσπασμα 14,5-14 τον τίτλο «die Einheit
von
Weg
und
Ziel»
(Η ενότητα οδού και σκοπού).
2.
Εάν ερμηνεύσουμε επομένως
τον στ. 14,6 υπό το φως των ελληνιστών και των γνωστικών η αλήθεια δεν θα είναι
παρά η θεία πραγματικότητα που βρίσκεται στο τέρμα του δρόμου.
Θα πρέπει όμως προηγουμένως να αναρωτηθούμε αν η αλήθεια στο κείμενο αυτό του Ιωάννη, μπορεί να υποδεικνύει έναν επιδιωκόμενο
σκοπό. Είναι άραγε δυνατόν, από φιλολογική άποψη, να στοιχειοθετήσουμε ανάμεσα
στους όρους «οδός» και «αλήθεια» την σχέση που υποδείκνυε το προαναφερθέν
ερμητικό κείμενο («η οδός προς την
«αλήθεια») σχέση που θα εξέφραζε την βασική προσδοκία του ελληνιστικού
μυστικισμού; Η ακριβής σχέση ανάμεσα στα δύο ουσιαστικά, έτσι όπως
τοποθετούνται – και μόνο γι’ αυτό τον λόγο – θα μας απέκλειε την δυνατότητα να
ερευνήσουμε το πρόβλημα της συγκριτικής παράθεσης και να αναζητήσουμε την
πραγματική προέλευση του στίχου.
Είναι γεγονός ότι συμπτωματικά, οι συγγραφείς που ανέλυσαν το
απόσπασμα καθεαυτό, χωρίς να ασχοληθούν με την προέλευσή του, κατέληξαν όλοι
στο ίδιο συμπέρασμα: κυρίαρχη έννοια στην πρόταση αυτή είναι η λέξη οδός· τα ουσιαστικά αλήθεια και ζωή την επεξηγούν· με άλλα
λόγια, οι λέξεις «η αλήθεια και η ζωή» χρησιμεύουν απλώς για να αντιληφθούμε με
ποια έννοια ο Ιησούς είναι «η οδός».
Μια επισταμένη
μελέτη του εδαφίου 14,1-6 θα αποδείξει ότι αυτή είναι πράγματι η σχέση των τριών ουσιαστικών. Μετά από αυτή την
φιλολογική ανάλυση του αποσπάσματος θα είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε το
ιστορικό της προέλευσης του στίχου· και τέλος να παραθέσουμε την λεπτομερή
ερμηνεία του.
Β.
Ανάλυση του αποσπάσματος 13,33 – 14,6
1. Ήδη από τον στ.
13,33 αρχίζει να διαφαίνεται η αναχώρηση
του Ιησού: η εντύπωση αυτή δημιουργείται από την αναχώρηση του Ιούδα που χάνεται μέσα στην νύχτα (13,30). Ο Ιησούς
βαδίζει προς την Δόξα του Πατρός (13,31-32). Μία από τις σημαντικότερες λέξεις
κλειδιά στην ανάπτυξη του κειμένου, από τον στ. 13,33 ως τον στ. 14,6, αποτελεί
η έκφραση πού υπάγεις (υπάγω). Ο
δάσκαλος αναγγέλλει ότι θα αποχωρισθεί σύντομα από τους μαθητές του, αλλά εκεί
όπου πηγαίνει (όπου εγώ υπάγω), δεν
μπορούν να τον ακολουθήσουν (ελθείν)
(13,33). Η δήλωση αυτή προκαλεί την έκπληξη του Πέτρου που ρωτά τον δάσκαλο: «Πού υπάγεις;» (13,36). Αντί άλλης
απαντήσεως ο Ιησούς επαναλαμβάνει την προηγούμενη δήλωσή του (13,33),
αλλάζοντας μόνο την τελευταία λέξη: «ου
δύνασαι … α κ ο λ ο υ θ ή σ α ι» (αντί του «ου δύνασθαι ε λ θ ε ί ν, (στ.33).
Η αντικατάσταση του ελθείν (συνώνυμο
του υπάγειν) από το «ακολουθήσαι» και η προσθήκη του
επιρρήματος νυν («δεν μπορείς να με
ακολουθήσεις τώρα»): (διακριτικός
υπαινιγμός σε μια μελλοντική πιθανότητα) αποτελούν μια σύντομη εισαγωγή στην
υπόθεση «ακολουθείν τον Ιησού». Με τις λέξεις αυτές ο Ιησούς διευκρινίζει
καλύτερα το είδος της αναχώρησης που
επαγγέλλεται: Ο Πέτρος είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει τον Ιησού ακόμη και
αν πρόκειται να θυσιάσει την ζωή του (στ.37)· αλλά ο Ιησούς αμφιβάλλει γι’ αυτό
(στ.38)· αργότερα μόνο, ο Δάσκαλος θα καλέσει τον μαθητή να τον «ακολουθήσει»
θυσιάζοντας ακόμα και την ζωή του (21,18-19). Για να «έλθει» λοιπόν κανείς εκεί
που υπάγει ο Ιησούς θα πρέπει να διαβεί από τον θάνατο. Η «αναχώρηση» του Ιησού
είναι χωρισμός θανάτου, αλλά ταυτόχρονα η επιστροφή στον Πατέρα.
Η έντονη σύγχυση που προκαλείται στους μαθητές από την
αναγγελία της «αναχώρησης» του Ιησού, ανοίγει τον δρόμο στον παρηγορητικό λόγο
του κεφ. 14. Κυρίαρχο θέμα του η πρόσκληση προς του μαθητές να μην ταράσσονται
(14,1.27) και να εδραιωθούν στην πίστη (14, 1.29).
Στα δύο πρώτα μέρη του λόγου του (14,2-6 και 7-14) ο Ιησούς
παρηγορεί του μαθητές του λέγοντας ότι όλοι, και πρώτος αυτός, θα συνέλθουν εις
την οικία του Πατρός, αλλά και ότι μπορούν από τώρα να γνωρίσουν τον Πατέρα,
δι’ αυτού, δηλ. του Ιησού. Ο πρώτος
κύκλος ολοκληρώνεται με την φράση που μελετούμε και διαρθρώνεται γύρω από τρείς
λέξεις-κλειδιά.
– ετοιμάσαι τ ό π ο ν υμίν (στ.2), ετοιμάσω τ ό π ο ν υμίν (στ.
3)
– ό π ο υ
ειμί εγώ (στ. 3), ό π ο υ…υπάγω (στ.4), π ο ῦ υπάγεις (στ. 5)
– την ο δ ό ν
(στ. 4 και 5), η ο δ ό ς (στ. 6).
Περιεχόμενο του
εδ. 14, 2-6 είναι λοιπόν «ο τόπος» όπου ο Ιησούς «υπάγει», και «η οδός» η
άγουσα σ’ αυτόν. Ο τόπος αυτός είναι ο οίκος
του Πατρός εις τον οποίον υπάρχουν πολλαί
μοναί (στ. 2)· είναι ο τόπος όπου
είναι ο Ιησούς (στ.3γ), παρά του Πατρός (στ. 6). Όλο αυτό το απόσπασμα, (ή
τουλάχιστον οι δύο πρώτοι στίχοι) εμπνέονται από το Δευτερονόμιο (1,29-33)
αναπαράγοντας σχηματικά ένα σημαντικό γεγονός της Εξόδου: ο Θεός προπορεύεται
του λαού του «για να εκλέξει έναν τόπο
εγκατάστασης», να του «ετοιμάσει μία θέση,
έναν τόπο κατοικίας»· παρομοίως ο
Ιησούς ηγείται μιας νέας Εξόδου, για να «ετοιμάσει έναν τόπο» στους μαθητές
του, εις «τον οίκον του Πατρός» με τις πολλές «μονές». Στους στ. 2-3 γίνεται
λόγος για τον τόπο άφιξης, την «οικία» του Πατρός. Από τον στ. όμως 4 το
κυρίαρχο ζήτημα μετατοπίζεται στην οδό·
το πέρασμα από το ένα θέμα στο άλλο είναι ευδιάκριτο: «ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε,
καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε». Η έννοια της οδού, που εισάγεται εδώ, γίνεται η λέξη
κλειδί των δύο επόμενων στίχων. Η νέα αινιγματική δήλωση του Δασκάλου (οίδατε την οδόν, στ.4) αυξάνει την
σύγχυση των μαθητών: « Κύριε δεν γνωρίζουμε πού υπάγεις. Πως μπορούμε να γνωρίσουμε την οδόν» (στ.5) . Η άγνοια του τόπου που υπάγει ο Ιησούς θα περάσει τώρα σε δεύτερο πλάνο· στην
δισταχτική του απάντηση ο Θωμάς αναδεικνύει κυρίως την επιθυμία να γνωρίσει την
οδό. Και η απάντηση του Ιησού στο
14,6 αφορά κυρίως στην μυστηριώδη «οδό» που μόλις ανέφερε.
2. Βρισκόμαστε στο επίμαχο σημείο. Είναι σαφές
ότι το κρίσιμο σημείο του στ. 14,6 βρίσκεται στην πρώτη αναφορά του Ιησού: «Εγώ ειμί, η οδός». Η συνέχεια
διευκρινίζει αυτήν την μεταφορά. Η ερμηνεία γίνεται σαφέστερη όταν προχωρήσουμε στην
μελέτη της δομής του στίχου. Σύμφωνα με τον νόμο του αντιθετικού παραλληλισμού
αποτελείται από δύο μέρη, ένα θετικό και ένα αρνητικό. Στο δεύτερο μέρος
αναφέρεται εν τάχει, το δευτερεύον θέμα του αποσπάσματος: ο επιδιωκόμενος
σκοπός (δηλ. ο Πατήρ: προς τον Πατέρα)·
αλλά το κυρίαρχο νόημα του στίχου επικεντρώνεται στον ρόλο του Ιησού· ένας
χιασμός και μια παρεμβολή το αναδεικνύουν:
στ. 6α
ε γ ώ ειμί…
στ. 6β … δι’ εμού
Ο στίχος προσδιορίζει δύο φορές αυτό που είναι ο Ιησούς για
τους μαθητές του: την πρώτη φορά με μια παρομοίωση (εγώ ειμί η ο δ ό
ς) και την δεύτερη με την πρόθεση (δι’
εμού).
Ας συγκρίνουμε τώρα την ερώτηση του Θωμά με την απάντηση του
Ιησού, για να παρατηρήσουμε την αυξανόμενη σημασία της έννοιας της «οδού» (β)
σε σχέση με την «οδό» (α):
14,5 (ερώτηση) 14,6
(απάντηση)
(α) ουκ οίδαμεν π ο ῦ
υ π ά γ ε ι ς (α) …π ρ ο ς
τ ο ν π α τ έ ρ α
(ανάμεσα στο β και β΄)
(β) πως δυνάμεθα τ η ν
ο δ ό ν (β) εγώ
ειμί η ο δ ό ς…
ειδέναι; (β΄) … δι’ εμού.
Το θέμα της οδού (β, β΄) στην απάντηση του Ιησού έχει
μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ότι στην ερώτηση. Αυτό που θέλει να τονίσει ο στ. 14,6
είναι ότι ο Χριστός είναι η Οδός, ο
Μεσάζων (δι’ εμού) προς τον Πατέρα.
Η αρνητική εισαγωγή (ουδείς), του στ. β΄ ενισχύει αυτήν την εντύπωση προσθέτοντας
και μια απόχρωση αποκλειστικότητας: ήδη από την αρχή ο Ιησούς έχει πει ότι
είναι η Οδός (δεν υπάρχει κανείς άλλος)· στον στ. β΄ επαναλαμβάνει: «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι' ἐμοῦ».
Σε όλες αυτές τις
παρατηρήσεις σχετικά με την δομή του στίχου δεν αναφερθήκαμε καθόλου στις
έννοιες η αλήθεια και η ζωή. Διότι
από την σκοπιά της φιλολογικής δομής δεν διαδραματίζουν κανέναν απολύτως ρόλο:
δεν υπάρχει καμιά αντιστοιχία με αυτές στο παράλληλο αρνητικό τμήμα (6β΄),
γεγονός που αποδεικνύει τον δευτερεύοντα χαρακτήρα τους σε σχέση με το νόημα
που εκφράζεται δια της οδού·
αποτελούν απλώς τον σχολιασμό της.
3.
Το συμπέρασμα είναι απλό: οι λέξεις η αλήθεια και η ζωή χρησιμεύουν στον
προσδιορισμό – διευκρινιστικά και χωρίς καμιά μεταφορά – του νοήματος της
μεταφοράς που χρησιμοποιεί ο Ιησούς στην αρχή του στίχου: εγώ ειμί η οδός. Ο πρώτος
όρος «η οδός» είναι ο σημαντικότερος. Είναι αλήθεια ότι τα τρία ουσιαστικά
παρατίθενται γραμματικά (με τον σύνδεσμο και)· όχι όμως ως προς το νόημά τους.
Όπως το είχαν παρατηρήσει μερικοί σχολιαστές παλαιότερα, το πρώτο και είναι απλώς επεξηγηματικό. Ο στίχος
δεν σημαίνει επομένως ότι ο Ιησούς είναι μια οδός προς την αλήθεια· το νόημά του φαίνεται να είναι ότι ο Ιησούς είναι
η οδός προς τον Πατέρα, ακριβώς επειδή
είναι η αλήθεια και η ζωή· η αλήθεια και η ζωή ερμηνεύουν τον ρόλο του ως μεσάζοντος: επειδή είναι η αλήθεια
και η ζωή, ο Ιησούς μπορεί να μας οδηγήσει στον Πατέρα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου