Συνέχεια από Τετάρτη, 23 Σεπτεμβρίου 2020
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
2. ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ – CIVITAS DEI – ΣΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
β) Η παραβολή τής ευγενούς ελαίας στον Παύλο
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο; |
O (απόστολος…)
Παύλος μάς παραπέμπει σε μιαν εντελώς άλλη «ιχνηλασία», συναρτώντας με τη
«θέση» και πράξη τού Χριστού («καί τά
πάντα εν αυτώ συνέστηκε», Κολ. 1, 17) το σύνολο του «Σώματος του Χριστού»,
στην ενότητά του από τη Διαθήκη τού Αβραάμ μέχρι την πεπληρωμένη Διαθήκη τού
Χριστού, η οποία και αποτελεί – ενώνοντας Ιουδαίους και Εθνικούς – το «πλήρωμα»
(“Pleroma”) τού τα πάντα
πληρούντος Χριστού (( Προς
Κολασσαείς 1, 16-18: «…τά πάντα δι’ αυτού καί εις αυτόν έκτισται·
καί αυτός εστι πρό πάντων, καί τά πάντα εν αυτώ συνέστηκε, καί αυτός εστιν η
κεφαλή τού σώματος, τής εκκλησίας…» )) .
Τόσο η ιστορική θεολογία τής προς
Ρωμαίους επιστολής (9-11), όσο και οι επιστολές από τη φυλακή «εμμένουν» σε μια
προνομιακότητα του Ισραήλ (ως «αγίας ρίζης», Ρωμ. 11, 16, και ως αρχικού
«κληρονόμου», Εφ. 1, 11), σε έναν θεμελιακό ρόλο τής πίστεως τού Αβραάμ για
Ιουδαίους και Εθνικούς, ο οποίος Αβραάμ έλαβε, έστω και «πριν την περιτομή», τη
δικαίωση: «…λέγομεν γάρ ότι ελογίσθη τώ
Αβραάμ η πίστις εις δικαιοσύνην. πώς ούν ελογίσθη; εν περιτομή όντι ή εν
ακροβυστία; ουκ εν περιτομή, αλλ’ εν
ακροβυστία· καί σημείον έλαβε περιτομής, σφραγίδα τής δικαιοσύνης τής πίστεως
τής εν τή ακροβυστία, εις τό είναι
αυτόν πατέρα πάντων τών πιστευόντων δι’ ακροβυστίας, εις τό λογισθήναι καί
αυτοίς τήν δικαιοσύνην, καί πατέρα περιτομής τοίς ουκ εκ περιτομής μόνον, αλλά
καί τοίς στοιχούσι τοίς ίχνεσι τής εν τή ακροβυστία πίστεως τού πατρός ημών
Αβραάμ…» (Ρωμ. 4, 10-13). Αυτή η πατρότητα προηγείται κατά πολύ κάθε
«επισυνάψεως» των Εθνικών, είναι τρόπον τινά η σφραγίδα καθολικότητας της Διαθήκης τού Αβραάμ, που επικυρώνεται
άλλη μια φορά με την αλληγορία τού ελαιόδενδρου: τα προερχόμενα «από μιαν
αγριελαία» εθνικά κλαδιά, έχουν μόνον εγκεντρισθή στο ευγενές ελαιόδενδρο, και
πρέπει γι’ αυτό να θυμούνται ότι: «δεν βαστάς
εσύ τη ρίζα, αλλ’ η ρίζα εσένα» (Ρωμ. 11, 18). Κι αν τα «αποκομμένα»
ιουδαϊκά κλαδιά φανερώνουν «την αυστηρότητα του Θεού», πρέπει τα εγκεντρισμένα
να αναλογίζονται με βαθύτερον φόβο «την αγαθότητά Του», που μπορεί ασφαλώς να
«τα εγκεντρίση πάλι στο δικό τους ελαιόδενδρο» (Ρωμ. 11, 24).
Εξετάζοντας με συνέπεια αυτήν την
παραβολή, μπορούμε να θέσουμε (μαζί με Ιουδαίους θεολόγους, αλλά και μαζί με
τον Karl
Barth) το ερώτημα, αν ο λόγος
για μια «Παλαιά» και μια «Καινή» Διαθήκη (σαν να υπήρχαν δυό διαφορετικές
«συμμαχίες» τού Θεού) καθιστά ασαφή την ενότητα της εκλογής τού λαού τού Θεού·
αν δεν προκύπτουν καινούργια συνεχώς «διαθηκικά» συμπεράσματα στην «Παλαιά» ήδη
Διαθήκη, τα οποία ολοκληρώνονται με την έλευση του υποσχεμένου Μεσσία, του
«ενός κληρονόμου» που προαναγγέλεται στον Αβραάμ (Γαλ. 3, 16), ο οποίος και
ποθούσε να δη τις μέρες Του· «και τον είδε και χάρηκε» (Ιωάν. 8, 56). Κανένας
δεν έχει τονίσει πιο εμφαντικά τη
μένουσα ουσία τού Ισραήλ στην Εκκλησία απ’ ό,τι ο καρδινάλιος Lustiger, αρχιεπίσκοπος Παρισίων, που
δεν διανοείται κατά κανέναν τρόπο ότι έπαψε ο ίδιος να είναι Ιουδαίος, επειδή
έγινε χριστιανός. Βλέπει μάλιστα πως εκπληρώνεται με την υποδοχή τού Ιησού ως
Μεσσία ο Ιουδαϊσμός του. «Καθολική ανθρωπότητα είναι, σύμφωνα με τον Θεό, ο
Ισραήλ και οι λαοί, που πρέπει τελικά να συνενωθούν σε ένα και μοναδικό
έθνος» (σ.σ.: “Nos
racines
juives”,
στο: “Osez croire, osez
vivre”
– «Οι ιουδαϊκές μας ρίζες», στο: «Τολμήστε να πιστέψετε, τολμήστε να ζήσετε» - Centurion Gallimard, 1986). Κι αυτό λέγεται, όπως
προσθέτει, εσχατολογικά. Όμως και «η
Καινή Διαθήκη είναι ακατανόητη, όταν δεν θεμελιώνεται στην κλήση τών Ιουδαίων,
στην κλήση τού Ισραήλ, την κλήση τού Χριστού προς τους Εθνικούς. Αυτό είναι το
θεμελιακό γεγονός τής χριστιανικής πίστης. «Ο χαρακτηρισμός “Υιός” έχει»,
σύμφωνα με το χωρίο Jes
53 , «τόσο συλλογική όσο και προσωπική έννοια»
(σ.σ.: “Antisémitisme: l’
irrationnel” – «Ο παραλογισμός τού αντι-σημιτισμού» - ό.π.).
Όλα αυτά είναι αναντίρρητα, (εφ’ όσον…)
«η σωτηρία προέρχεται απ’ τους Ιουδαίους» (Ιωάν. 4, 22) (( Σημ. τ. μετ.: Εκπληκτικό! Κατά Ιωάννην, 4, 21-24: «… Λέγει αυτή ο Ιησούς· γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε
εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τώ πατρί. υμείς προσκυνείτε
ό ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ό οίδαμεν· ότι η σωτηρία εκ τών Ιουδαίων
εστίν. αλλ’ έρχεται ώρα, καί νύν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί
προσκυνήσουσι τώ πατρί εν πνεύματι καί αληθεία· καί γάρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί
τούς προσκυνούντας αυτόν. πνεύμα ο Θεός, καί τούς προσκυνούντας αυτόν εν
πνεύματι καί αληθεία δεί προσκυνείν…» )) . Αλλά αυτή η «καθολικότητα», στην
οποία συμπεριλαμβάνεται το «πλήθος» τών αποδεχομένων τη Διαθήκη λαών, έχει μια
δεδηλωμένη κατεύθυνση (και «νόημα»
σημαίνει ακριβώς «κατεύθυνση»): όλα τα βιβλικά κείμενα μαρτυρούν από κοινού,
ότι ο Ισραήλ εκπληρώνεται μόνο, όταν το «ρεύμα» του κυλά στην κατεύθυνση προς
τον Μεσσία, ο οποίος θα είναι ανώτερος και μεγαλύτερος (( ! ))
απ’ ό,τι προσδοκά, σύμφωνα με τους πολυάριθμους και ασύνδετους αναμεταξύ
τους προεικονισμούς του, ο Ισραήλ: ολόκληρο το νόημα του Ισραήλ βρίσκεται σ’
αυτόν και μόνο τον Εκπληρωτή. Κι αυτό το καθιστούν σαφές δύο δεδομένα: εν
πρώτοις, ότι η σχέση τού Αβραάμ (ως
ρίζα που παραμένει) προς τον Χριστό
(ως γωνιακό λίθο, στον οποίο στηρίζονται όλα, για τον οποίο έχει γράψει ο
Μωϋσής, Ιωάν. 5, 46, «μείζονα πλούτον
ηγησάμενος τών Αιγύπτου θησαυρών τόν ονειδισμόν τού Χριστού», Εβρ. 11, 26) είναι αμετάτρεπτη. Κανείς δεν θα
μπορέση να πη ποτέ, ότι ο Χριστός εγκεντρίστηκε στον Αβραάμ, εφ’ όσον όλα, και
ο Αβραάμ, έχουν την υπόστασή τους στον Χριστό. Και κατά δεύτερον το γεγονός,
ότι η υπόσχεση του Αγίου Πνεύματος εκπληρώνεται μόνον όταν ο Ιησούς έχει ολοκληρώσει το επίγειο
έργο του. Ο καρδινάλιος Lustiger
το βλέπει αυτό με μεγάλη ακρίβεια: «Οι μαθητές το κατανοούν απ’ τη
στιγμή και μόνον που απο- ή υποδέχονται, τί έχουν να “μεταδώσουν” για το Πάθος
και την Ανάσταση του Χριστού σε όλη την ανθρωπότητα. Το υποσχεμένο χάρισμα
είναι το Άγιο Πνεύμα, που μεταβάλλει τις καρδιές τών ανθρώπων. Το Πνεύμα που
κάνει τις καρδιές να “φλέγονται”, και ζωοποιεί τις πέτρινες καρδιές, σύμφωνα με
την προφητεία τού Εζεκιήλ» (σ.σ.: ό.π.).
Το ότι θα έπρεπε πράγματι να υπάρχη
πάντοτε, δίπλα στην «εκκλησία
τών εθνών» - “ecclesia ex gentibus”,
ζωντανά και από κοινού η «εκκλησία
εκ περιτομής» - “ecclesia ex circumcision”, το δείχνει καλύτερα από κάθε τι ο “συμβολισμός”
τής Αποκαλύψεως, όπου τούς
εικοσιτέσσερις πρεσβύτερους συναποτελούν οι δώδεκα φυλές τής Παλαιάς και οι
δώδεκα μαθητές τής Καινής Διαθήκης, ενώ οι δώδεκα πύλες τής ουράνιας Ιερουσαλήμ
φέρουν τα ονόματα των δώδεκα φυλών τού Ισραήλ, και στους δώδεκα θεμέλιους
λίθους τους υπάρχουν «τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων τού Αρνίου» (Αποκ.
21, 12 κ.ε.)· τα οποία υπάρχουν στον “ουρανό” τών ναών και των θυσιαστικών
βωμών, ενώ ολόκληρο το βιβλίο τής παγκόσμιας ιστορίας το «ανοίγει» και το
αποκρυπτογραφεί μόνον το «εσφαγμένο Αρνίο», το οποίο και «αποστέλλει τα επτά
πνεύματα σ’ ολόκληρη τη γη» (ό.π. 5, 6)
(( Αποκ. 5, 6: «Καί είδον εν μέσω
τού θρόνου καί τών τεσσάρων ζώων καί εν μέσω τών πρεσβυτέρων αρνίον εστηκός ως
εσφαγμένον, έχον κέρατα επτά καί οφθαλμούς επτά, ά εισι τά επτά πνεύματα τού
Θεού αποστελλόμενα εις πάσαν τήν γήν»… )) .
Ο αριθμός επτά διατρέχει, ως ο αριθμός τού Αγίου Πνεύματος (( ;; )) , ολόκληρο το τελευταίο βιβλίο τής
Βίβλου, και είναι το Άγιο Πνεύμα που φωνάζει, ενωμένο με τη Νύμφη τού Αρνίου,
μαζί της το εσχατολογικό: «Έλα!» (ό.π. 22, 17)
((Αποκ. 22, 17: «Καί τό Πνεύμα καί
η νύμφη λέγουσιν· έρχου. καί ο ακούων ειπάτω· έρχου. καί ο διψών ερχέσθω, καί ο
θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν»… )) . Η ουράνια Ιερουσαλήμ είναι τριαδική.
Παρ’ όλα όσα ειπώθηκαν στα δύο αυτά
υποκεφάλαια α) και β), μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα για το πότε «προκύπτει»
με την πλήρη έννοια αυτού τού ορισμού η «Εκκλησία».
«Εγκαθίσταται» με την αρχή τής Διαθήκης (τού Θεού…) με τον Αβραάμ ή με τη
«σύναψη» της Διαθήκης στο όρος Σινά, όπου εκλέγεται να γίνη ένας «λαός ιερέων»
ο Ισραήλ, που πρέπει να είναι άγιος, «επειδή Εγώ άγιος ειμί»; Αρχίζει με τον
πνευματικό προικισμό τών προφητών ή με την κάθοδο του Πνεύματος στη Μαρία ή με
την εκλογή τών μαθητών απ’ τον Ιησού, με τον καθαγιασμό τους για τη γιορτή, την
τελετή τής Ευχαριστίας, και για την «επίσημη»– με την εμφύσηση του Πνεύματος
στην Ανατολή – άφεση των αμαρτιών; Ή μήπως πρέπει να θεωρήσουμε ως γενέθλια
γιορτή τής Εκκλησίας τη γιορτή τής Πεντηκοστής, όπου καθίσταται οριστικά
δυνατή, με την «άνωθεν δύναμη», η αποστολή (τών Μαθητών…) σε όλον τον κόσμο;
Πρέπει να θεωρήσουμε ότι «γίγνεται» αργά και βαθμιαία η Εκκλησία, παράλληλα
προς τις διάφορες, ολοένα εντατικώτερες
μορφές παρουσίας και ενύπαρξης του Αγίου Πνεύματος; Ενάντια σ’ αυτήν την
ιδέα, που «παραιτείται» από μια συγκεκριμένη χρονολογία, θα μπορούσε να ισχύση βέβαια
η διαπίστωση του τέταρτου Ευαγγελιστή, που λέει στο Ιωάν. 7, 37-39, πως το δώρο
του Πνεύματος, που πρέπει να «κυλήση ως ρεύματα ζωντανού ύδατος» απ’ το
ανθρώπινο και σταυρωμένο σώμα τού Ιησού, δεν είναι ακόμα παρόν (( Ιωάν. 7, 37-39: «Εν δέ τή εσχάτη ημέρα τή μεγάλη τής εορτής ειστήκει ο Ιησούς καί
έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με καί πινέτω. ο πιστεύων εις εμέ,
καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ τής κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος.
τούτο δέ είπε περί τού Πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν·
ούπω γάρ ήν Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη…» )) . Η Εκκλησία θα
είχε σύμφωνα μ’ αυτό την αρχή της (όπως προσπάθησε να το δείξη «εκτεταμένα» ο S. Tromp) στον Σταυρό, όπου «πνεύμα, ύδωρ και αίμα» συναποτελούν μιαν ενιαία μαρτυρία (( Σημ. τ. μετ.: «…και ευθέως εξήλθε ύδωρ και αίμα…», λέει το Ευαγγέλιο, για τη
στιγμή εκείνη όπου τρύπησαν με τη λόγχη το πλευρό τού εσταυρωμένου Ιησού… )) ·
κι αυτό που αποδόθηκε (που «απελευθερώθηκε»…) βασικά το Πάσχα στους Μαθητές
κατά τον Ιωάννη, θα ετελειούτο μετά ως μια κοινή σε όλους εμπειρία την
Πεντηκοστή. Μόνον ο Ιησούς (η «ύπαρξη» του Ιησού!...) είναι πλήρης Αγίου
Πνεύματος πριν απ’ το Πάσχα και τον Μυστικό Δείπνο, φέροντας τρόπον τινά, ως
«κεφαλή» τής Εκκλησίας, ήδη στον εαυτό του ολόκληρη την πληρότητα που μέλλει να
εκχυθή στην Εκκλησία, πληρότητα που θα τη φανερώση ωστόσο κατ’ αρχάς (θα τη
«γεννήση») κατά την τελείωση της δικής του αποστολής στο «Πασχάλιο Τριήμερο» - “Triduum
Pashale” (( Σημ. τ. μετ.: Oι τρεις μέρες, από το βράδυ τής
Μεγάλης Πέμπτης μέχρι και το βράδυ τής Κυριακής τού Πάσχα στους Λατίνους… ))
.
Η Εκκλησία υπάρχει σίγουρα, περιεκτικά
τουλάχιστον «σχεδιασμένη» στην πραγματοποιούμενη μέσω τού Πνεύματος ((μόνου; ))
Ενανθρώπηση του Λόγου, και μπορούμε να πούμε πως η Εκκλησία τελειούται
στον Σταυρό (και στο Μεγάλο Σάββατο), όπου ο Ιησούς υφίσταται
«αντιπροσωπεύοντάς» μας ολόκληρη την πραγματικότητα της αμαρτωλής ανθρώπινης
ύπαρξης, μέχρι «βαθειά» στην απώλεια του Άδη (το εβραϊκό Scheol).
Προϋποτίθεται ωστόσο το γεγονός τής ίδιας της Ενανθρώπησης, η επισκίαση της «ταπεινής» και πρόθυμης για
όλα κόρης από το Άγιο Πνεύμα, για όλα όσα ακολουθούν· η συγκατάθεση της
Μαρίας «στη θέση ολοκλήρου τού ανθρωπίνου γένους», ως μια αληθινή και αρχετυπική
άρα αντιπροσώπευση, είναι τόσο σημαντική, ώστε παραμένει ανυπέρβλητη ως πρώτη
πράξη τής τελείωσης της Διαθήκης (συμφωνίας…) τού Θεού με την ανθρωπότητα,
παρούσα ως πραγματικό σύμβολο ακόμα και στη «δημιουργία» τής Εκκλησίας (ως
«νύμφης» και «σώματος») από τον Χριστό. Η σκηνή που περιγράφεται στο Ιωάν. 19,
25-27 παραμένει εδώ σημαντική: η «μητέρα» ακριβώς «τού Ιησού», που ίσταται κάτω
απ’ τον Σταυρό, καθίσταται, καθώς ο Χριστός την «αναθέτει» στον Μαθητή του, το
αρχέτυπο και προσωπικό έτσι κέντρο τής Εκκλησίας ως «νύμφη»· για να το πούμε
αλλιώς: η Εκκλησία φέρει δυνάμει την εκ
του Αγίου Πνεύματος μητρότητα της
Μαρίας, όπως ο Ιησούς φέρει εν Αγίω Πνεύματι δυνάμει ως «κεφαλή»
(προικισμένος με κάθε «χάρη τής κεφαλής» - “gratia capitis” ) το «σώμα»
((Σημ. τ. μετ.: Νά λοιπόν μπροστά μας και η «έννοια» της Μητέρας Εκκλησίας, που τόσο «χαρούμενα»
χρησιμοποιεί πάντα για τον εαυτό του το υπό τον Βαρθολομαίο Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως… Για να ξεύρουμε πού πατάμε και πού βρισκόμαστε… )) .
Αυτή η ενότητα ανάμεσα στην «επισκίαση»
του Πνεύματος και την Ενσάρκωση του Λόγου φωτίζει την «απομακρυσμένη» ακόμα
σχέση τής Παλαιάς Διαθήκης προς την Εκκλησία. Παρ’ όλη την επαναλαμβανόμενη
ρήση τών Πατέρων (συμπεριλαμβανομένου και του Αυγουστίνου), ότι οι αληθινά
δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης (όπως και κάποιοι Εθνικοί) ήταν ήδη αληθινά μέλη
τής Καινής Διαθήκης, άρα και της Εκκλησίας, η «Συναγωγή» δεν μπορεί να
χαρακτηρισθή καθεαυτή ως «εναρκτήρια» Εκκλησία. Το ότι παρίστατο στη «Συναγωγή»
ο Λόγος τού Θεού και το Πνεύμα του το βεβαιώνει η φράση «τό λαλήσαν διά τών προφητών» - “qui locutus
est
per
prophetas” στο Σύμβολο της Πίστεως. Το ότι όμως αυτός ο
προφητικός λόγος παρέμεινε (ακόμα κι εκεί όπου ίσχυε για το εκάστοτε παρόν τού
Ισραήλ) «προοπτικός» στο σύνολό του,
το δείχνουν τα δύο αλληλοσυμπληρούμενα χωρία τών επιστολών τού αποστόλου
Πέτρου. Το χωρίο 1, 20 κ.ε. της Β’ Επιστολής «εμμένει» (με την έννοια ολόκληρης
της Καινής Διαθήκης: Μάρκ. 12, 36 – Απολ. 3, 21 – Β’ Τιμ. 3, 16) στο ότι «έχουν
μιλήσει εδώ άνθρωποι ελαυνόμενοι από το Άγιο Πνεύμα εκ μέρους τού Θεού» (( Επιστολή Β’ Πέτρου, 1, 19-21: «…καί έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν
λόγον, ώ καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ (=ξηρός,
άνυδρος, τραχύς) τόπω, έως ού ημέρα
διαυγάση καί φωσφόρος ανατείλη εν ταίς καρδίαις υμών, τούτο πρώτον γινώσκοντες,
ότι πάσα προφητεία γραφής ιδίας επιλύσεως ου γίνεται. ου γάρ θελήματι ανθρώπου
ηνέχθη ποτέ προφητεία, αλλ’ υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού
άνθρωποι» … )) . Η Α’ ωστόσο Επιστολή, 1, 10-12, τού Πέτρου συμπληρώνει με
δυό τρόπους αυτή τη ρήση: πρώτον με
το ότι το Πνεύμα που επενεργεί στους Προφήτες χαρακτηρίζεται εκ των προτέρων
ήδη ως «Πνεύμα Χριστού», και κατόπιν
με το ότι οι προφητικές ρήσεις εξερευνούσαν ασαφώς ακόμα το «αποφασιστικό»
μέλλον, «τα πάθη» δηλ. «του Χριστού και την επακόλουθη δόξα», δεν εξυπηρετούσαν
άρα τον καιρό τους, αλλά τούς (μελλοντικούς…) Χριστιανούς, «μ’ αυτό το οποίο οι
κήρυκες του Ευαγγελίου αναγγέλλουν τώρα, με τη δύναμη του αποσταλλέντος απ’ τον
ουρανό Αγίου Πνεύματος (της Πεντηκοστής), σε όλον τον κόσμο» (( Επιστολή Α’ Πέτρου, 1, 10-12: «… περί ής σωτηρίας εξεζήτησαν καί
εξηρεύνησαν προφήται οι περί τής εις υμάς χάριτος προφητεύσαντες, ερευνώντες
εις τίνα ή ποίον καιρόν εδήλου τό εν αυτοίς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρόμενον τά
εις Χριστόν παθήματα καί τάς μετά ταύτα δόξας·
οίς απεκαλύφθη ότι ουχ εαυτοίς, υμίν δέ διηκόνουν αυτά, ά νύν ανηγγέλη
υμίν διά τών ευαγγελισαμένων υμάς εν Πνεύματι Αγίω αποσταλέντι απ’ ουρανού, εις ά επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι»…)). To παλαιοδιαθηκικό
Πνεύμα είναι μεν, ταυτόχρονα με τον παλαιοδιαθηκικό Λόγο, γνήσιο Πνεύμα, που «προσβλέπει» ωστόσο στο αποκαλυπτόμενο στο
Ευαγγέλιο του Ενανθρωπήσαντος Θεού Άγιο
Πνεύμα, τον οριστικό «εξηγητή» κάθε
θείου λόγου για τους ανθρώπους. Η «Εκκλησία
που αρχίζει από τον Άβελ» - “Ecclesia ab Abel”
πρέπει λοιπόν να κατανοηθή με μιαν εντελώς δυναμική και «προοπτικήν»
έννοια.
Αυτή όμως ακριβώς η «πρόβλεψη» της Παλαιάς για την Καινή Διαθήκη, και του Αβραάμ για τον «έναν» απόγονό του, τον Χριστό (Γαλ. 3, 16), είναι μια πρόβλεψη για τον Λυτρωτή ολόκληρης – πέρα από κάθε ιδιαίτερη Διαθήκη-Συμφωνία – της ανθρωπότητας, έτσι ώστε να φανερώνεται στον «Έναν» (και τη συγκεκριμένη Εκκλησία του) μια αναδρομή ταυτόχρονα, «πίσω» απ’ τον Αβραάμ και την Παλαιά Διαθήκη που ξεκινά μαζί του, σε κείνη τη «συμμαχία» τού Θεού με σύμπασα την ανθρωπότητα στο πρόσωπο του Νώε, μια αναδρομή στην ίδια τη Δημιουργία, όπως μας το αποκαλύπτει ο ίδιος πάλι ο Χριστός (Κολ. 1, 15-20. Εβρ. 1, 1-3) (( Προς Γαλάτας 3, 15-18: «Αδελφοί, κατά άνθρωπον λέγω· όμως ανθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην ουδείς αθετεί ή επιδιατάσσεται. τώ δέ Αβραάμ ερρέθησαν αι επαγγελίαι και τώ σπέρματι αυτού· ου λέγει, καί τοίς σπέρμασιν, ως επί πολλών, αλλ’ ως εφ’ ενός, καί τώ σπέρματί σου, ός εστι Χριστός. τούτο δε λέγω· διαθήκην προκεκυρωμένην υπό τού Θεού εις Χριστόν ο μετά έτη τετρακόσια καί τριάκοντα γεγονώς νόμος ουκ ακυροί, εις τό καταργήσαι τήν επαγγελίαν. ει γάρ εκ νόμου η κληρονομία, ουκέτι εξ επαγγελίας· τώ δε Αβραάμ δι’ επαγγελίας κεχάρισται ο Θεός»… - Προς Εβραίους 1, 1-4: «Πολυμερώς καί πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοίς πατράσιν εν τοίς προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ, όν έθηκε κληρονόμον πάντων, δι’ ού και τους αιώνας εποίησεν· ός ών απαύγασμα τής δόξης καί χαρακτήρ τής υποστάσεως αυτού, φέρων τε τά πάντα τώ ρήματι τής δυνάμεως αυτού, δι’ εαυτού καθαρισμόν ποιησάμενος τών αμαρτιών ημών εκάθισεν εν δεξιά τής μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, τοσούτω κρίττων γενόμενος τών αγγέλων, όσο διαφορώτερον παρ’ αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα»… )) . Κάθε ιδιαίτερη Συμφωνία-Διαθήκη «διαρρηγνύεται» στην καθολικότητα της Δημιουργίας στο πρόσωπο του Χριστού, γι’ αυτό και το «μυστικό σώμα» του, η Εκκλησία, επεκτείνεται κι αυτή «καθολικά», αποστελλόμενη σε όλους τούς λαούς, ακόμα κι αν αυτή η «επέκταση» δεν συντελείται παρά με τα αρχικά, μονίμως, βήματα της αποστολής της, σ’ αυτόν τον «κοσμικό» καιρό. Κι όταν έρθη η τελείωση, η Εκκλησία δεν θα καταλήξη στην ολότητα της (σεσωσμένης) Δημιουργίας, αλλά η σεσωσμένη Δημιουργία θα εισέλθη στην Εκκλησία, που είναι ήδη πάντοτε de jure παγκόσμια και καθολική. (( Αποκάλυψη 22 κ.ε.: «…Καί ναόν ουκ είδον εν αυτή· ο γάρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστι, καί τό αρνίον. καί η πόλις ου χρείαν έχει τού ηλίου ουδέ τής σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή· η γάρ δόξα τού Θεού εφώτισεν αυτήν, καί ο λύχνος αυτής τό αρνίον.»... )) «καί περιπατήσουσι τά έθνη διά τού φωτός αυτής, καί οι βασιλείς τής γής φέρουσι τήν δόξαν καί τήν τιμήν αυτών εις αυτήν,»… (( «καί οι πυλώνες αυτής ου μή κλεισθώσιν ημέρας· νύξ γάρ ουκ έσται εκεί·»… )) «καί οίσουσι τήν δόξαν καί τήν τιμήν τών εθνών εις αυτήν.»… (( «καί ου μή εισέλθη εις αυτήν πάν κοινόν ( = ανόσιο, ακάθαρτο ) καί ο ποιών βδέλυγμα καί ψεύδος, ει μή οι γεγραμμένοι εν τώ βιβλίω τής ζωής τού αρνίου» )) (( Σημ. τ. μετ.: Ο συγγραφέας παραθέτει μόνον τις φράσεις που βρίσκονται εδώ έξω απ’ τη διπλή παρένθεση και είναι τονισμένες· εμείς παραθέτουμε ωστόσο όλο το σχετικό απόσπασμα από την Αποκάλυψη… )) . Και τότε θα μπορούμε να πούμε: «Spiritus Domini replet orbem terrarum – Το Πνεύμα τού Κυρίου (ανα)πληρώνει την Οικουμένη· κι Εκείνος που συνέχει όλα τα πράγματα, γνωρίζει τον κάθε λόγο» (Wh 1, 7).
( συνεχίζεται με το επόμενο υποκεφάλαιο:
«Για το πρόβλημα του “Mεγα-Εγώ”»
)
ΑΥΤΟΣ Ο ΔΙΑΣΤΡΟΦΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΒΙΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ, Ο ΔΙΑΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΤ'ΕΝΤΟΛΗΝ ΤΗΣ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου