Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ HEGEL. (5)

 Συνέχεια από:Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ HEGEL.  

3. Μία νέα ανάγνωση τού Hegel.

          Σ’αυτό το σημείο είναι νόμιμο να αναρωτηθούμε εάν είναι δυνατή μία διαφορετική ερμηνεία τής Εγελιανής σκέψης και εφόσον είναι, με ποια κριτήρια ερμηνευτικά και σε ποια θεωρητική κατεύθυνση πρέπει να πραγματοποιηθεί! Λοιπόν, μία νέα ερμηνεία, μάλιστα δε μία νέα “ανάγνωση” τού Hegelόπου για ανάγνωση δεν εννοείται μία ερμηνεία στηριγμένη σε μία προκατασκευασμένη θεωρητική θέση, αλλά ένας αναστοχασμός τού Εγελιανού κειμένου πραγματοποιημένος βάσει τών κριτικών παρατηρήσεων που προσέφερε ο ίδιος ο Hegel, δηλαδή εφαρμόζοντας την πρόοδο τού στοχασμού, τής αρνήσεως, τής μεσολαβήσεως, την οποία ανέπτυξε θεωρητικώς ο ίδιος ο Χέγκελ-πραγματοποιήθηκε από το βιβλίο τού G. R. Bacchin, “Το άμεσο και η άρνησή του”. Παρά την έλλειψη μίας άμεσης αναφοράς στον Χέγκελ, στον τίτλο, πρόκειται ακριβώς για ένα βιβλίο πάνω στον Χέγκελ, μάλιστα δε για ένα βιβλίο γραμμένο με τον τρόπο τού Χέγκελ, για ένα έργο θεωρητικής φιλοσοφίας, δηλαδή ανεπτυγμένο σύμφωνα με τις πιο χαρακτηριστικές προθέσεις τής φιλοσοφίας τού Χέγκελ. Αυτή η τοποθέτηση επιτρέπει στον συγγραφέα να διορθώσει την σκέψη τού Χέγκελ, εάν μπορούμε να πούμε τον Χέγκελ με τον Χέγκελ,να τής δώσει ακρίβεια, επαναπροσδιορίζοντας και φωτίζοντας όλες τις θεωρητικές προεκτάσεις τής σκέψης του!

          Η συζήτηση ξεκινά από το ίδιο πρόβλημα που σηματοδότησε, ιστορικά, το ξεκίνημα, το αυθεντικά φιλοσοφικό, τής σκέψης τού Χέγκελ και καθόρισε την πρωτοτυπία της απέναντι στα σύγχρονά του συστήματα, δηλαδή την πολεμική εναντίον τής αμέσου σκέψης και γνώσης, την οποία υπερασπίσθηκαν με διαφορετικούς αλλά συγκλίνοντες τρόπους στοχαστές όπως ο Γιακόμπι, ο Φίχτε, ο Σλαϊερμάχερ και ο Σέλλινγκ. Μία μεταφορά αυτής τής πολεμικής στην σημερινή κατάσταση καταλήγει σε μια αναίρεση εκείνων των μορφών τής αμέσου γνώσεως που είναι η φαινομενολογία, ο υπαρξισμός, ο επιστημονικός εμπειρισμός και ο μαθηματικός λογικισμός. Αλλά από μία πιο γενική οπτική γωνία, η οποία αγκαλιάζει ολόκληρη την ιστορία τής φιλοσοφίας, πρόκειται για μία καινούργια εκδοχή τής αιωνίου διαμάχης ανάμεσα στην φιλοσοφία και την κοινή γνώμη!

          Οι ιστορικές αναφορές, ιδιαιτέρως στον Γιακόμπι, παρουσιάζονται στην εισαγωγή, όπου στην βάση του Εγελιανού ορισμού της φιλοσοφίας σαν “σκεπτόμενος υπολογισμός των αντικειμένων” ή “συλλογιζόμενη σκέψη” ή “έννοια” στην οποία το πνεύμα διέρχεται και καταλήγει μέσω τών αναπαραστάσεων και “εργάζεται πάνω σ’αυτές”, αποκαλύπτοντας πώς “μία απλή αναπαράσταση και όχι μία έννοια, είναι τελικώς η αμεσότης η οποία προηγείται τής φιλοσόφησης και η οποία πράγματι προηγείται τής φιλοσόφησης, αλλά μόνον στην τάξη του χρόνου. Αναλόγως η υπέρβαση τής ιδιαίτερης θέσης τών ξεχωριστών επιστημών πραγματοποιείται μέσω τής παρατηρήσεως ότι “ο θεωρητικός λόγος είναι αυστηρός και όχι απλώς σαφής, εάν η πρόθεσή του δεν προϋποθέτει το αντικείμενο στον εαυτό του και πραγματοποιείται αφαιρώντας εκείνες τις προϋποθέσεις οι οποίες τοποθετημένες πριν από κάθε κρίση, τίθεται χωρίς δικαιολόγηση, αδικαιολόγητα”.

          Η απόρριψη της αμεσότητος βρίσκει την ακριβή της έκφραση στην δήλωση με την οποία ξεκινά το κείμενο, “τίποτε δεν μπορεί να είναι αυτονόητο στην φιλοσοφία”, από την οποία ακολουθεί η έκφραση, στην φιλοσοφία, “όλα όσα εμφανίζονται σαν αυτονόητα είναι τίποτα”, δηλαδή οφείλουμε να το απορρίψουμε, να το αρνηθούμε, μάλιστα δε αυτοαρνείται. Ο Χέγκελ υπερβαίνει την θέση τής αμέσου γνώσεως δείχνοντας ακριβώς ότι το άμεσο είναι η μεσολάβηση, δηλαδή η διαλεκτική, η ίδια η φιλοσοφία, η οποία αντιθέτως από την αμεσότητα, είναι αναντίρρητη και σ’αυτό συνίσταται η αλήθεια της. Για να το φανερώσει o Bacchin αναφέρεται στο Εγελιανό θέμα τού “ξεκινήματος” παρατηρώντας ότι η αμεσότης είναι ένα με την προϋπόθεση, και γι’αυτό η φιλοσοφία η οποία είναι η αφαίρεση κάθε προϋπόθεσης, αρχίζει ακριβώς με την άρνηση τής αμεσότητος, η οποία μ’αυτόν τον τρόπο απαιτείται από την αφαίρεσή της. [Η προϋπόθεση υπάρχει για την άρνησή της, αλλά ακριβώς επειδή πρέπει να την αρνηθούμε, είναι αναφαίρετη, διότι η αφαίρεσή της θα ήταν σαν να αφαιρούσαμε την ανάγκη να αφαιρεθεί (αφαιρώντας την άρνησή είναι πάλι άρνηση και η άρνηση είναι αναντίρρητη). Δεν μπορούμε να καταργήσουμε την προϋπόθεση, ακριβώς σαν προϋπόθεση (εάν δηλαδή την αρνούμαστε σαν αξία) πρέπει να ισχύει σαν πλαίσιο της αρνήσεώς της [πρέπει δηλαδή να έχει τουλάχιστον αυτή την σημασία, η άρνησή της]).

          Η ταυτότης τήν οποία καθορίζει ο Χέγκελ, τής φιλοσοφίας με την μεσολάβηση, δηλαδή με την άρνηση, επιτρέπει να εννοήσουμε και την διάσημη έκφραση του Χέγκελ, σύμφωνα με την οποία η “φιλοσοφία είναι ιδεαλισμός”. Εάν δηλαδή πράγματι η αλήθεια τού πράγματος είναι το αναντίρρητό του και η άρνηση την οποία βρίσκει, στην πραγματοποίησή της, το αναντίρρητο του πράγματος είναι σκέψη, η αλήθεια τού πράγματος είναι σκέψη.

          Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σκέψη πρέπει να απολυτοποιηθεί, όπως συμβαίνει στον ενεργεία ιδεαλισμό του Gentile. Η απολυτοποίηση τής σκέψης θα σήμαινε την απολυτοποίηση τής αρνήσεως, κάτι που είναι αδύνατον. “Η άρνηση η ίδια που είναι σκέψη-δηλώνει ο Bacchin- απαγορεύει να συνάγουμε τον ιδεαλισμό σε ένα μονιστικό όραμα, διότι,, ένα τέτοιο κλείσιμο θα ήταν ακόμη η πτώση σ’εκείνη την αμεσότητα της οποίας η σκέψη είναι η άρνηση! Γι’αυτό εάν δεν είμαστε ιδεαλιστές δεν είμαστε φιλόσοφοι, αλλά εάν απολυτοποιείται η σκέψη, παρά την αντίθετη άποψη, δεν είμαστε πλέον ιδεαλιστές”. Ο λόγος για τον οποίο η άρνηση δεν μπορεί να απολυτοποιηθεί είναι πως ακριβώς επειδή είναι άρνηση απαιτούνται από αυτή εκείνες οι προϋποθέσεις των οποίων είναι άρνηση: εάν αποδεχόταν προϋποθέσεις, θα εξαρτάτο από αυτές και σ’αυτές θα χανόταν, θα λυνόταν, κάτι που είναι μία ακριτική επιμήκυνση τής προϋπόθεσης. Εάν αρνούμενοι τις προϋποθέσεις, καθοριζόταν σαν απόλυτη, θα έπαυε να είναι άρνηση (μεσολάβηση) και θα γινόταν με την σειρά της άμεση, πίπτοντας με την σειρά της σ’εκείνο το προϋποθέτω του οποίου λέγαμε την κατάργηση! Επειδή λοιπόν η φιλοσοφία είναι πλήρης δικαιολόγηση, πρέπει να εμπλέξει το άλλο από αυτή σαν αυτό για το οποίο αυτή ορίζεται σαν δικαιολόγηση, το άλλο από αυτή, και επομένως η μη-απολυτοποίησή της!

Συνεχίζεται

Στήν συνέχεια θά φανεί καλύτερα η παθητικότης τής σημερινής κοινωνίας η οποία ούτε μπορεί νά σκεφθεί αρνούμενη τίς προυποθέσεις της (τήν άποψη καί τήν γνώμη, τήν μνήμη), ούτε νά  προχωρήσει σέ μιά έλλογη πράξη φωτισμένη από τόν Νού. 

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: