Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ HEGEL (4)

Συνέχεια από Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ENRICO BERTI

2. Η «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΓΕΛΙΑΝΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ» του G. Gentile.(συνέχεια)
Η αναλυτικότης τής Εγελιανής ανάπτυξης είναι λοιπόν μόνο εξωτερική : στό εσωτερικό της αυτή η διαδικασία είναι αυθεντικά διαλεκτική, καί αυτό πού τήν κάνει διαλεκτική, είναι ακριβώς η λειτουργία τήν οποία διαδραματίζει σ’αυτή η άρνηση. Αυτή ακριβώς η λειτουργία ξέφυγε από τόν Τζεντίλε, καί κατά συνέπεια υπεχρεώθη νά μεταρρυθμίσει τήν διαλεκτική. Στόν Έγελο τό Είναι καί τό τίποτα γεννούν τό γίγνεσθαι διότι αναιρούνται καί αναιρούνται επειδή είναι άμεσα, δηλ. απολύτως απροσδιόριστα. Εάν παραβλέψουμε αυτήν τήν πλευρά, δηλ. τόν χαρακτήρα τής αμεσότητός των καί τής αναιρέσεως πού προκύπτει αναγκαίως δέν είναι δυνατόν νά εξηγηθεί πλέον ο τρόπος μέ τόν οποίο παράγεται τό γίγνεσθαι. Από εδώ προκύπτει καί η ανάγκη τοποθετήσεως στή θέση τού Είναι καί τού Τίποτα μιά διαφορετική αρχή, η οποία δέν θά είναι πλέον ένα άμεσο ξεκίνημα, καί επομένως προορισμένο νά αναιρεθεί, αλλά, ένα αληθινό θεμέλιο, μιάς αρχής η οποία γεννά όλη τήν πραγματικότητα, προορισμένης νά παραμείνει παρούσα σ’αυτή καί νά τήν συμπεριλάβει εξολοκλήρου στόν εαυτό της. Αυτή είναι η ενέργεια, μιά ενέργεια τής σκέψης η οποία δέν αρνείται, αλλά θέτει, δηλ. δημιουργεί καί επιπλέον εμφανίζεται αναγκαίως σάν απόλυτη.

Μ’ αυτόν τόν τρόπο ξεκαθαρίζει η αληθινή ρίζα τής ερμηνείας τής διαλεκτικής από τόν Τζεντίλε. Δηλ. η απολυτοποίηση τής προόδου τής σκέψεως, η οποία είναι ένα μέ την πρόοδο τής πραγματικότητος. Ο όρος απολυτοποίηση εδώ πρέπει νά κατανοηθεί μέ τήν μεταφυσικο-θεολογική σημασία, μέ αναφορά δηλ. στο απόλυτο τό οποίο συμπεριλαμβάνεται μέ τήν σειρά του σάν μιά πραγματικότης αυτάρκης, όπως ο Θεός. Περί τού απολύτου μπορούμε νά μιλήσουμε καί μέ άλλες σημασίες, όπως γιά παράδειγμα μέ τήν λογικο-διαλεκτική σημασία, σάν αυτό τό οποίο δέν έχει προϋποθέσεις, καί μάλιστα μ’ αυτή τή δεύτερη σημασία, μιλά πολύ συχνά ο Χέγκελ, γιά τήν λογική, ή γιά ολόκληρη τήν φιλοσοφία, σάν μιά απόλυτη γνώση. Στήν ερμηνεία όμως τού Τζεντίλε η λογική ή η φιλοσοφία, είναι απόλυτη γνώση όχι μόνο μέ τήν έννοια πώς δέν διαθέτει προϋποθέσεις, αλλά επίσης μέ τήν έννοια πώς είναι η πρόοδος μέσω τής οποίας αναπτύσσεται τό απόλυτο, δηλ. ο ίδιος ο Θεός.

Βεβαίως, αυτός ο τύπος απολυτοποιήσεως υπάρχει καί στόν Χέγκελ. Καί είναι γνωστά εκείνα τά χωρία τής επιστήμης τής λογικής καί τής εγκυκλοπαίδειας στά οποία βεβαιώνεται πώς τό περιεχόμενο τής λογικής είναι η έκθεση τού Θεού όπως είναι στήν αιώνια ουσία του πρίν από τή δημιουργία τής φύσεως καί τού πεπερασμένου πνεύματος» (Επιστήμη τής λογικής Ι σ.31). Όπως επίσης πως «το ίδιο το Είναι, καθώς και οι συνεχείς προσδιορισμοί -και όχι μόνον εκείνες του Είναι, αλλά όλοι οι λογικοί προσδιορισμοί- μπορούν να υπολογιστούν σαν ορισμοί του απολύτου, σαν τους μεταφυσικούς ορισμούς του θεού» (Εγκυκλοπαίδεια, παρ. 85). Ιδιαιτέρως δε, με ρητή αναφορά στις πρώτες κατηγορίες της λογικής, ο Χέγκελ αναφέρει πως τόσο το Είναι όσο και το Τίποτα, είναι οι πρώτοι ορισμοί του απολύτου εννοημένου σαν θεό, και παρουσιάζει το δόγμα των Ελεατών και του Σπινόζα σαν ένα παράδειγμα της πρώτης κατανοήσεως και εκείνη των Βουδιστών σαν παράδειγμα της δεύτερης (Επιστήμη τής λογικής Ι σ.68 και Εγκυκλοπαίδεια, παρ. 86).
Είναι αλήθεια πως αμέσως μετά κρίνει τους Ελεάτες και τον Σπινόζα διότι όρισαν το απόλυτο μόνον σαν Είναι και όχι και σαν μη-Είναι και σε αυτό διαβλέπει την ρίζα του πανθεϊσμού (Επιστήμη τής λογικής Ι σ.69), κάτι που σημαίνει πως η ενότης του Είναι και του Τίποτα, όπως την παρουσιάζει ο ίδιος πρέπει να κατανοηθεί σαν μια υπέρβαση του πανθεϊσμού. Αυτή όμως η βεβαίωση, διαψεύδεται από την ομολογία σύμφωνα με την οποία η ίδια η ενότης του Είναι και του Τίποτα, δηλαδή όπως την επαναπροσδιορίζει ο Χέγγελ, με τον αγαπημένο του τύπο, ήδη από τα πρώτα του κείμενα, «η ταυτότης της ταυτότητος με την μη-ταυτότητα» θα μπορούσε να αναφερθεί σαν η πρώτη και η πιο καθαρή (δηλαδή η πλέον αφηρημένη) λύση του απολύτου (Επιστήμη τής λογικής Ι σ.59). Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως σε αυτές τις διατυπώσεις, που γεννήθηκαν, όπως και οι ανάλογες αναφορές του απολύτου που περιέχονται στον πρόλογο της Φαινομενολογίας του πνεύματος, από την πολεμική εναντίον των οπαδών της νοητικής εμπνεύσεως του απολύτου, ο όρος λοιπόν, απόλυτο, έχει την ίδια σημασία όπως και στον Σέλλινγκ, η οποία δεν είναι παρά η Ουσία του Σπινόζα μεταλλαγμένη σε υποκείμενο.
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε σε αυτό το σημείο πως αυτή η απολυτοποίηση, που χαρακτηρίζει την ίδια την πρόοδο της σκέψεως και του Είναι, δηλαδή η μεσολάβηση, (Φαινομενολογία σ. 21), όπως και το ξεκίνημα αυτής της προόδου, δεν είναι καθόλου αναγκαία στον Χέγκελ, διότι η σύλληψη του ξεκινήματος σαν αμεσότης και η απόδειξη  πως αυτή η μεσολάβηση αναγκαίως αναιρείται, δίνει ήδη στην διαλεκτική τις απαραίτητες συνθήκες να την θέσουν σε κίνηση, χωρίς να υπάρχει ανάγκη τοποθετήσεως στο ξεκίνημά της μια δημιουργική ενέργεια.
Ακόμη περισσότερο μάλιστα, πρέπει να πούμε, πως μια τέτοια απολυτοποίηση όχι μόνο δεν είναι αναγκαία, αλλά είναι και αταίριαστη με την πρωταρχική σημασία που έχει η μεσολάβηση, η παρέμβαση, στον Χέγγελ. Διότι, εάν αποτελείται ουσιαστικώς από την άρνηση, όπως ήδη έχουμε δει, η απολυτοποίηση της μεσολαβήσεως σημαίνει να απολυτοποιήσουμε την άρνηση, που είναι μια καθαρή απουσία νοήματος, καθότι η άρνηση είναι άρνηση στο μέτρο που αρνείται κάτι, δηλαδή στο μέτρο που δεν είναι η ίδια η μοναδική πραγματικότης.
Έτσι όλες αυτές οι ερμηνείες που αναφέρθηκαν και έγιναν μάλιστα κλασσικές θέσεις της ιστοριογραφίας των μελετών του Χέγκελ, εμπόδισαν τον εντοπισμό τού αρνητικού χαρακτήρος της διαλεκτικής και τόνισαν αντιθέτως την απορητική πλευρά της θέσεως του Χέγκελ, δηλαδή την απολυτοποίηση της ίδιας της διαλεκτικής.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: