Μία αποπληθωριστική «εκκαθάριση» του χρέους είναι ένας κύκλος του διαβόλου, ένας φαύλος κύκλος. Καμία δύναμη δεν μπορεί να οδηγήσει την οικονομία πίσω, στο σημείο ισορροπίας της. Το πλοίο θα γέρνει όλο και περισσότερο, μέχρι να ανατραπεί. Ο αποπληθωρισμός δεν είναι κάτι πολύ σοβαρό, όταν δεν εμφανίζεται σε εποχές που υπάρχει ταυτόχρονα ένας υψηλός όγκος απλήρωτων υποχρεώσεων. Μόνο σε συνδυασμό με συνθήκες υπερχρέωσης, ο αποπληθωρισμός εξελίσσεται σε μία καταστροφική δύναμη, αφού αυξάνει συνεχώς τα χρέη. Εν προκειμένω υπάρχει μία μόνο λύση: delete and restart.
Ανάλυση
Ο παραπάνω Αμερικανός οικονομολόγος, ένας από τους κορυφαίους της εποχής του, είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε μαθηματικές μεθόδους για να τεκμηριώσει τη θεωρία της ισορροπίας – όπου η προσφορά και η ζήτηση, όταν οι τιμές φτάσουν σε ένα ορισμένο επίπεδο, εξισορροπούν μεταξύ τους.
Θεωρείται δε ως ο «πνευματικός πατέρας» του μονεταρισμού, έχοντας διατυπώσει πρώτος την «ποσοτική εξίσωση» – σύμφωνα με την οποία η ποσότητα χρήματος επί την ταχύτητα κυκλοφορίας, είναι ίση με το εθνικό προϊόν επί το επίπεδο των τιμών (M * V = Y *P).
Μέσα από τις μελέτες του πείσθηκε αρχικά απόλυτα ότι, η σταθερότητα των τιμών είναι η κεντρική προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας της Οικονομίας – κάτι που ακολούθησε πιστά αργότερα ο βασικός υποστηρικτής του μονεταρισμού, ο M. Friedman. Οφείλουμε να συμπληρώσουμε εδώ ότι, η βασική υποχρέωση της ΕΚΤ, «κατ’ επιταγή» της Γερμανίας, είναι η σταθερότητα των τιμών – ενώ για τη Fed είναι επίσης σημαντική η απασχόληση.
Συνεχίζοντας, στη δεκαετία του 1920 ο κ. Fisher, καθηγητής στο Yale, ήταν ο πρωταγωνιστής, ο σταρ καλύτερα μεταξύ των οικονομολόγων – ασχολούμενος επίσης με εφευρέσεις, όπως με τη δημιουργία ενός συστήματος αρχειοθέτησης, η πώληση της «πατέντας» του οποίου τον έκανε εκατομμυριούχο.
Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι βίωναν μία ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, χωρίς ιστορικό προηγούμενο – οπότε ο Fisher επένδυσε όλα τα χρήματα του στο χρηματιστήριο, αυξάνοντας σημαντικά τον πλούτο του. Προς τα τέλη της δεκαετίας δε ανήκε σε εκείνους τους ειδικούς των μετοχών, οι οποίοι καλούνταν συνεχώς από τα ΜΜΕ για να εκφράσουν τις απόψεις τους, σε σχέση με την εξέλιξη των δεικτών των χρηματιστηρίων.
Τελικά, στις 21 Οκτωβρίου του 1929 ανέφερε σε μία συνέντευξη του τις εξής δεκαέξι λέξεις, οι οποίες έμελλε να αλλάξουν για πάντα τη ζωή του: «Οι τιμές των μετοχών έφτασαν σε ένα σημείο, το οποίο μοιάζει με ένα μόνιμα υψηλό οροπέδιο». Τέθηκε λοιπόν υπέρ της άποψης πως οι τιμές θα παρέμεναν σταθερές ή υψηλότερες, για ένα μεγάλο (μόνιμο) χρονικό διάστημα, τρεις ημέρες ακριβώς πριν ξεκινήσει το μεγάλο κραχ του 1929 – κατά τη διάρκεια του οποίου ο βιομηχανικός δείκτης των Η.Π.Α. (Dow Jones) έχασε το 80% της αξίας του.
Κάτι σχετικά ανάλογο βιώνουμε σήμερα, αφού οι χρηματιστηριακοί δείκτες, ιδίως οι αμερικανικοί, σημειώνουν διαρκώς νέα υψηλά – ενώ αρκετοί ισχυρίζονται πως οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οπότε δεν πρόκειται για φούσκα. Την ίδια στιγμή τα χρέη αυξάνονται συνεχώς σε όλες σχεδόν τις χώρες – εκτός του δημοσίου, αυτά του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, των εταιριών δηλαδή, τα οποία αποτελούν βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας (γράφημα, πηγή).
Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, η εξέλιξη είναι δραματική – ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες (ΕΜ), στις οποίες οι επιχειρήσεις έχουν εκδώσει ομόλογα λαμβάνοντας ταυτόχρονα δάνεια από τις τράπεζες, σε τεράστια ποσά. Κάτι ανάλογο συμβαίνει τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στην Κίνα (γράφημα) – με την τελευταία να κάνει ότι μπορεί για να ελέγξει το εταιρικό της χρέος, το οποίο έχει γίνει εξαιρετικά επικίνδυνο μετά την έκρηξη της πανδημίας.
Στην Ευρώπη η κατάσταση δεν είναι λιγότερο προβληματική, κυρίως λόγω της τρομακτικής ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία – θυμίζοντας πως τα χρέη δεν είναι θανατηφόρα, όσο υπάρχει ανάπτυξη και ρευστότητα, αλλά καταστροφικά όταν μία οικονομία βυθίζεται στην ύφεση και στον αποπληθωρισμό.
Η μεγάλη πτώση
Περαιτέρω στο 1930, ο οικονομολόγος έχασε από το κραχ, καθώς επίσης από τη Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ολόκληρη την περιουσία του – ενώ για πολλές εβδομάδες έλεγε δημόσια ότι, το χρηματιστήριο είχε υποστεί μία χρονικά περιορισμένη διόρθωση, οπότε θα επανερχόταν γρήγορα στα προηγούμενα επίπεδα. Αργότερα βέβαια, αφού μετατράπηκε στη συμβολική φιγούρα εκείνου του κερδοσκόπου ο οποίος, τυφλωμένος από το πάθος του, οδηγείται στο γκρεμό, έχοντας απαξιωθεί εντελώς ως οικονομολόγος από την κοινή γνώμη και τους συναδέλφους του, είπε τα παρακάτω:
“Μία αποπληθωριστική εκκαθάριση του χρέους είναι ένας κύκλος του διαβόλου, ένας φαύλος κύκλος. Καμία δύναμη δεν μπορεί να οδηγήσει την οικονομία πίσω, στο σημείο ισορροπίας της. Το πλοίο θα γέρνει όλο και περισσότερο, μέχρι να ανατραπεί. Εάν πιστεύει κάποιος ότι, σε μία τέτοια κατάσταση θα πρέπει να αφήσουμε τη φύση να ακολουθήσει την πορεία της, χωρίς να κάνουμε τίποτα για να την αλλάξουμε, είναι τόσο ανόητος όσο εκείνος ο γιατρός, ο οποίος συμβουλεύει τον ασθενή του που πάσχει από βαριά πνευμονία να την αγνοήσει“.
Ειδικότερα, στα πιο σκοτεινά χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, έχοντας τις δικές του προσωπικές εμπειρίες, ο Fisher άλλαξε ριζικά τις θέσεις του για την Οικονομία – παύοντας να πιστεύει στη θεωρία της ισορροπίας, καθώς επίσης στις «ορθολογικές προσδοκίες». Απαρνούμενος τα μαθηματικά μοντέλα στο κείμενο του «Η θεωρία του αποπληθωρισμού και του χρέους» (Debt Deflation Theory), αναφέρθηκε στο θέμα τεκμηριώνοντας το εμπειρικά – χωρίς να το αποδεικνύει δηλαδή με μαθηματικές εξισώσεις, καλώντας παράλληλα τους συναδέλφους του να αποδείξουν το αντίθετο, εάν μπορούσαν φυσικά.
Η θεωρία
Ο Fisher περιγράφει αρχικά τη φυσιολογική άνοδο και κάθοδο των οικονομικών κύκλων, στους οποίους «ταλαντεύεται» μία Οικονομία, σε συνθήκες ισορροπίας – οι οποίοι φαίνονται στο γράφημα που ακολουθεί, με τις επιπτώσεις τους για τις αγορές (επιτόκια, ομόλογα, μετοχές, εμπορεύματα, ακίνητη περιουσία).
Εάν όμως συναντηθούν δύο απειλητικές δυνάμεις (τις αποκαλεί χαρακτηριστικά μεγάλους, κακούς ηθοποιούς – Big Bad Actors), τότε μπορεί να προκληθεί από μία ανώδυνη ύφεση ένας καταστροφικός αποπληθωρισμός (Depression) – από τον οποίο δεν μπορεί να εξέλθει μία οικονομία, ευρίσκοντας από μόνη της το σημείο ισορροπίας της.
Οι δύο αυτοί «μεγάλοι και κακοί ηθοποιοί» είναι ένας υπερχρεωμένος ιδιωτικός τομέας, καθώς επίσης μία επερχόμενη ύφεση – στους οποίους, εάν προστεθεί ένας επίσης υπερχρεωμένος δημόσιος τομέας, τότε προκαλείται κυριολεκτικά χάος (αυτό ακριβώς βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, ευρισκόμενοι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από το 2010, λόγω της τρομακτικής ανόδου του δημοσίου χρέους και των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών χρεών, παράλληλα με μία θηριώδη ύφεση και έναν καταστροφικό αποπληθωρισμό της τάξης του -2,3% – γεγονός που σημαίνει ότι, χωρίς «εξωγενή στήριξη» δεν υπάρχει δυνατότητα εξόδου από την κρίση).
Περαιτέρω, η Μεγάλη Ύφεση του 1930 εμπλούτισε τη θεωρία του με το τέλειο ενδεικτικό παράδειγμα. Αναλυτικότερα, όταν οι τιμές των μετοχών στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1920 αυξάνονταν ραγδαία, τροφοδοτούμενες από κερδοσκοπικές υπερβολές, ο ιδιωτικός τομέας των Η.Π.Α. είχε συσσωρεύσει ένα ιστορικά μοναδικό βουνό χρεών, το οποίο ήταν της τάξης του 260% του ΑΕΠ (της Κίνας το 2016 ήταν ήδη της τάξης του 230% – γράφημα).
Τα χρέη αυτά δεν φαινόταν προβληματικά, επειδή οι τιμές στις αγορές περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, μετοχές κλπ.), αυξάνονταν συνεχώς – όπως συνέβαινε πρόσφατα, λίγο πριν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Μετά το 1929 όμως και ιδιαίτερα μετά το 1931, όπου οι Η.Π.Α. βυθίστηκαν στον αποπληθωρισμό, η κατάσταση άλλαξε ραγδαία – αφού τέθηκε σε λειτουργία ο αποπληθωριστικός καθοδικός κύκλος. Ο Fisher περιγράφει τη διαδικασία που ακολούθησε τότε ως εξής:
“Οι οφειλέτες, οι οποίοι βρέθηκαν σε κακή οικονομική κατάσταση, έπρεπε να ρευστοποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, για να μπορέσουν να εξοφλήσουν τα δάνεια τους. Σαν αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, συρρικνώθηκε η ποσότητα χρήματος στην Οικονομία, καθώς επίσης η ταχύτητα κυκλοφορίας του“.
Στη συνέχεια κατέρρευσαν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων, λόγω των αναγκών και της μεγάλης προσφοράς – γεγονός που, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της ποσότητας χρήματος, οδήγησε στην ακόμη μεγαλύτερη μείωση του επιπέδου των τιμών.
Ακολούθησε αμέσως μετά ο αποπληθωρισμός – ενώ, στα επόμενα στάδια της κρίσης, η μειωμένη ζήτηση, καθώς επίσης οι χαμηλές τιμές, «αδυνάτισαν» τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου κορυφώθηκαν οι χρεοκοπίες, ενώ οι εναπομείναντες επιχειρήσεις μείωσαν την παραγωγή τους και απέλυσαν προσωπικό – με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανεργία, να μειωθεί περαιτέρω η ζήτηση, να κλείσουν περισσότερες επιχειρήσεις κοκ. Τέλος ο οικονομολόγος αναφέρει ότι, η κρίση εμπιστοσύνης, στην οποία ουσιαστικά στηρίζεται το σύστημα, διευρύνθηκε – οπότε μειώθηκαν οι δαπάνες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, επειδή προτιμούσαν να αποταμιεύουν τα χρήματα.
Το αποτέλεσμα ήταν να περιορίζεται συνεχώς περισσότερο η κυκλοφοριακή ταχύτητα των χρημάτων (παγίδα ρευστότητας), οπότε να επιδεινώνεται ο αποπληθωρισμός. Η διαδικασία αυτή αύξησε τα πραγματικά επιτόκια (ονομαστικά πλην τον πληθωρισμό ή συν τον αποπληθωρισμό), καθώς επίσης την πραγματική αξία των χρεών – οπότε ήταν αδύνατον πλέον να εξυπηρετηθούν.
Το παράδοξο του αποπληθωρισμού
Ο οικονομολόγος προειδοποίησε για τους μεγάλους κινδύνους, οι οποίοι απειλούν μία οικονομία που έχει βυθιστεί στον αποπληθωρισμό – εάν είναι ταυτόχρονα επιβαρυμένη με ένα υψηλό ιδιωτικό χρέος. Όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά προσπαθούν ταυτόχρονα να μειώσουν τα χρέη τους, με αποτέλεσμα να αδυνατίζει η οικονομία και να ενισχύεται συνεχώς η ύφεση (ανάλυση).
Στη χειρότερη των περιπτώσεων, ο ρυθμός του αποπληθωρισμού είναι υψηλότερος από το ρυθμό, με τον οποίο μειώνονται τα χρέη – οπότε συνεχίζει να αυξάνεται το ύψος των πραγματικών χρεών, παρά το ότι οι οφειλέτες πληρώνουν χρήματα, για να εξοφλήσουν (συμβαίνει επίσης στην Ελλάδα σήμερα). Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Fisher,
“Πρόκειται ουσιαστικά για το μεγάλο παράδοξο όλων των αποπληθωρισμών – το ότι οι οφειλέτες πληρώνουν τα χρέη τους, αλλά το ύψος των οφειλών τους αυξάνεται συνεχώς”.
Συνοψίζοντας, ο αποπληθωρισμός από μόνος του δεν είναι ιδιαίτερα απειλητικός – κάτι που αλλάζει, όταν εμφανίζεται σε μία οικονομία με υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα, όπως συνέβη στις Η.Π.Α. το 1837, το 1873 και το 1929. «Η ισορροπία δε αποκαθίσταται τότε μόνο, όταν μία καθολική χρεοκοπία σαρώσει ολόκληρο το οικονομικό σύστημα», αναφέρει ο οικονομολόγος στο σύγγραμμα του – προσθέτοντας όμως πως πρόκειται για έναν μη αναγκαίο, εξαιρετικά οδυνηρό δρόμο ολοκλήρωσης μίας αποπληθωριστικής περιόδου.
Με απλά λόγια, η μοναδική σωτηρία σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, όταν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα, είναι η χρεοκοπία – η οποία είναι μεν εξαιρετικά οδυνηρή, αλλά απολύτως απαραίτητη.
Η συνταγή του Fisher
Ο τρόπος, με τον οποίο καταπολεμάται αποτελεσματικά ένα τέτοιο φαινόμενο είναι απλός, κατά τον οικονομολόγο: Η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να υιοθετήσει πάση θυσία μία επεκτατική νομισματική πολιτική, έτσι ώστε να εμποδίσει μία υπερχρεωμένη οικονομία να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό. Οφείλει λοιπόν να λειτουργήσει από-αποπληθωριστικά, έτσι ώστε ο περιορισμός των χρεών να είναι ελεγχόμενος.
Με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο, είναι προφανές πως η «συνταγή» που επέβαλλαν στην Ελλάδα οι δανειστές της, ήταν και είναι αντίθετη – παρά το ότι γνώριζαν τι ακριβώς θα ακολουθούσε. Επομένως, ο στόχος τους ήταν εντελώς διαφορετικός από αυτόν που θα ήθελαν να πιστεύουμε – απλούστατα, η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Ελλήνων, η οποία απαιτούσε να τεθεί σε λειτουργία ο καθοδικός κύκλος των τιμών, έτσι ώστε να εκποιηθούν τα πάντα σε τιμές ευκαιρίας.
Συνεχίζοντας στη συνταγή του Fisher, ακόμη σημαντικότερη από την «κατασταλτική» μέθοδο είναι η πρόληψη: το να μην επιτραπεί δηλαδή η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα. Το κλειδί τώρα για τον έλεγχο της ευρίσκεται στο τραπεζικό σύστημα – όπου οι τράπεζες θα πρέπει να υπόκεινται στην αυστηρή επιτήρηση του κράτους, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, μέσω της παροχής δανείων.
Ως εκ τούτου, ο βασικός ένοχος της κατανάλωσης επί πιστώσει στην Ελλάδα πριν το 2008 ήταν αφενός μεν οι εμπορικές τράπεζες, αφετέρου η Τράπεζα της Ελλάδας που όφειλε να τις ελέγχει – κατ’ επέκταση η ΕΚΤ ως ο κεντρικός ελεγκτικός μηχανισμός της Ευρωζώνης, καθώς επίσης η νομισματική πολιτική της που, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της Γερμανίας, αδιαφορούσε εντελώς για όλες τις υπόλοιπες χώρες (ανάλυση).
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι δεν έφταιγαν οι τράπεζες, η ΤτΕ και η ΕΚΤ, αλλά οι Έλληνες – οι οποίοι όφειλαν να γνωρίζουν πως δεν πρέπει κανείς να δανείζεται για καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά μόνο για επενδυτικούς. Εν τούτοις το γεγονός ότι δεν ήταν οι μοναδικοί το 2008, αφού το ίδιο και χειρότερο συνέβαινε στις Η.Π.Α., στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στην Κύπρο κοκ., τεκμηριώνει πως ο ισχυρισμός αυτός είναι λάθος – επειδή δυστυχώς όλοι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται έτσι, όταν δεν ελέγχονται από τη μακροοικονομική πολιτική.
Περαιτέρω, ήδη το 1935 εξέδωσε ο Fisher το βιβλίο «Πλήρες Χρήμα», με το οποίο απαιτούσε την πλήρη κάλυψη των δανείων των τραπεζών, με δικά τους χρήματα. Εν τούτοις, κανένας δεν του έδωσε σημασία, με αποτέλεσμα να συσσωρευτούν στις Η.Π.Α. και αλλού, με αφετηρία το 1980, τα μεγαλύτερα χρέη όλων των εποχών – υψηλότερα ακόμη και από τη δεκαετία του 1930.
Όπως και τότε, έτσι και μέχρι πρόσφατα, κανένας δεν θεώρησε απειλητική την υπερχρέωση – έως ότου ξέσπασε η κρίση του 2008, όπου ο κεντρικός τραπεζίτης των Η.Π.Α. (Bernanke) εφάρμοσε κατά γράμμα τη συνταγή του, αγωνιζόμενος εναντίον του αποπληθωρισμού.
Δυστυχώς βέβαια δεν πρόβλεψε ότι, η μέθοδος αυτή θα οδηγούσε σε έναν πληθωρισμό των χρηματιστηριακών αξιών (μετοχές κλπ.), οπότε σε μία άλλου είδους ανεξέλεγκτη φούσκα – η οποία θα μας οδηγήσει πιθανότατα σε έναν καταστροφικό υπερπληθωρισμό, όταν η δημιουργία χρημάτων από τις κεντρικές τράπεζες (επεκτατική νομισματική πολιτική) συνοδευτεί ξαφνικά από την αντίστοιχη των εμπορικών τραπεζών, χωρίς να προλάβουν οι κεντρικές τράπεζες να απορροφήσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα.
Κλείνοντας, η αναφορά του Fisher στο «πλήρες χρήμα» οφείλει να μας απασχολήσει πολύ περισσότερο, συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα – αφού πρόκειται για ένα από τα καλύτερα μέτρα αναστολής οικονομικών κρίσεων. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία, στην Αυστρία και στην Ελβετία, έχουν δημιουργηθεί κινήσεις Πολιτών, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της συγκεκριμένης υποχρέωσης των τραπεζών, με στόχο την αποδυνάμωση της ισχύος τους – με σημαντικότερη ίσως αυτήν στην Ελβετία.
Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να σταματήσει η ανεξέλεγκτη επέκταση της ποσότητας χρήματος, καθώς επίσης να μειωθεί το ρίσκο των μελλοντικών υπερβολών (φούσκες) – οπότε να γίνει πολύ πιο ανθρώπινη η Οικονομία. Πόσο μάλλον όταν η ανάπτυξη έχει πάψει προ πολλού να είναι αειφόρος, ενώ χωρίς αυτήν δεν μπορεί να επιβιώσει το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα – επειδή εάν δεν αυξάνεται το ΑΕΠ, ο δείκτης Χρέος/ΑΕΠ επιδεινώνεται ραγδαία, οπότε προκαλούνται μαζικές χρεοκοπίες.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η εποχή του χαμηλού πληθωρισμού που ξεκίνησε με την παγκοσμιοποίηση, καθώς επίσης με την άνοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στη Δύση, φτάνει στο τέλος της – κρίνοντας από τη στροφή των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας προς τον οικονομικό εθνικισμό, καθώς επίσης από τα βουνά του χρέους που έχουν συσσωρευτεί και τα οποία μπορούν να μειωθούν μόνο πληθωριστικά (εναλλακτικά με τη χρηματοπιστωτική καταστολή ή/και με τις μαζικές διαγραφές, κάτι που όμως είναι πολύ δύσκολα εφικτό).
Αυτό σημαίνει πως θα αρχίσουν να αυξάνονται τα επιτόκια και ο πληθωρισμός, ενώ τα ομόλογα θα πάψουν να ακολουθούν την ίδια πορεία με τις μετοχές – οι τιμές των οποίων, μετά τις πρώτες συνεχείς αυξήσεις των βασικών επιτοκίων, θα αρχίσουν να μειώνονται, ελπίζοντας να μην καταρρεύσουν απότομα. Παράλληλα θα περιοριστεί σημαντικά η παγκοσμιοποίηση – μία διαδικασία που ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με οδηγό τις Η.Π.Α. Ας ελπίσουμε πάντως πως η δεύτερη αυτή εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν θα τελειώσει όπως η πρώτη – υπενθυμίζοντας πως το τέλος τότε σηματοδοτήθηκε από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο.
Για την Ελλάδα τώρα, τη μοναδική χώρα στον πλανήτη που με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (γράφημα, πηγή) συνεχίζει να είναι βυθισμένη στην ύφεση πάνω από δέκα χρόνια, σήμερα σε μία όμως ακόμη βαθύτερη, με τον αποπληθωρισμό στο -2,3%, με τα χρέη της, δημόσιο και ιδιωτικά, στη στρατόσφαιρα, καθώς επίσης με χρεοκοπημένες τράπεζες και επιχειρήσεις, «ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι» κατά τη λαϊκή παροιμία – κάτι που δυστυχώς αδυνατεί να καταλάβει η κυβέρνηση, μη συνειδητοποιώντας που οδηγεί την Ελλάδα.
Από την Αθήνα έως το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη τα ΜΜΕ αναφέρονται πολύ συχνά στα ίδια θέματα, χρησιμοποιώντας παρόμοιο ύφος – γεγονός που θυμίζει ελεγχόμενη ενημέρωση από απολυταρχικά κράτη, με απώτερο στόχο την προπαγάνδα και τη χειραγώγηση των «λαϊκών μαζών», προς όφελος μίας συνεχώς μικρότερης ελίτ. Μία από τις μεγαλύτερες δε παγίδες στις ειδήσεις είναι η αναγραφή της πηγής της, έτσι ώστε να...
Οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν εναλλακτική λύση από το να συνεχίσουν να πλημμυρίζουν τις αγορές με νέα χρήματα, ειδικά σε χώρες με δημοκρατικά και όχι με ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως της Κίνας – αφού είναι οι μοναδικές που μπορούν να αναχαιτίσουν την παλίρροια της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής καταστροφής. Η πανδημία άλλωστε τους έδωσε τη δικαιολογία που απαιτούταν για να το κάνουν – με το...
Από την πλευρά της οικονομίας, εμείς είμαστε φιλελεύθεροι, έχοντας όμως υιοθετήσει τις αρχές της μικτής οικονομίας που δεν έχει καμία σχέση με το νεοφιλελευθερισμό – δηλαδή, κάποιες οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να ανήκουν στο κράτος ή και στο κράτος, ενώ όλες οι υπόλοιπες στον ιδιωτικό τομέα. Η κατάσταση αυτή πρέπει να λειτουργεί σαν ζυγαριά, άλλοτε προς την πλευρά του κράτους και άλλοτε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου