Συνέχεια από: Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020
Η καταστροφή καί η ερήμωση
Έτσι λοιπόν για να είναι αποδεκτή και
υποστηριζόμενη η προτεινόμενη λύση, είναι αναγκαίο οι αντιφάσεις τής σκέψης,
εκείνες δηλαδή οι οποίες παραβιάζουν την α.τ.μ.α. και οφείλουν να απορριφθούν
από την έκθεσή της, να είναι διαφορετικές από τις αντιφάσεις τής
πραγματικότητος. Αυτή είναι εξ’άλλου η κατεύθυνση στήν οποία βαδίζουν οι
φιλόσοφοι τής Ακαδημίας. “Οι αντιφάσεις τής γνώσεως-γράφουν-οι οποίες
αντανακλούν τις αντιφάσεις τού αντικειμενικού κόσμου, τον αντιφατικό χαρακτήρα
τής προόδου και την αντανάκλασή του (δηλαδή τις αντιφάσεις τής διαλεκτικής),
δεν μπορούν να ανακατευθούν με τις λογικο-τυπικές αντιφάσεις οι οποίες
αναδύονται λόγω ανακρίβειας και συγχύσεως τής σκέψης τού ενός και τού άλλου
ανθρώπου. Οι πρώτες είναι κανονικές, απαραίτητες για μία περιεκτική γνώση τού κόσμου σ’όλη του την πολυπλοκότητα με όλες του τίς αντιφάσεις. Οι δεύτερες
καθιστούν δύσκολη την κίνησή μας προς την αλήθεια, δεν αντικατοπτρίζουν τις
αντικειμενικές αντιφάσεις. Γι’αυτό πρέπει να διαγράψουμε τις λογικές αντιφάσεις
με την συνέπεια και την καθαρότητα τής σκέψης”.
Αλλά αυτό σημαίνει ότι και οι
αντιφάσεις τού καπιταλισμού, για παράδειγμα εκείνη ανάμεσα στην ανάπτυξη τών
παραγωγικών δυνάμεων και την μορφή τών σχέσεων παραγωγής, δεν είναι σε αντίθεση
με την αρχή τής μή-αντιφάσεως και είναι επαναφερόμενες σε απλές πολικότητες
όπως εκεινες τού μαγνητισμού, του ηλεκτρισμού, των αλγεβρικών μεγεθών θετικών
και αρνητικών κ.τ.λ. Εάν λοιπόν οι πραγματικές αντιφάσεις είναι αυτές οι
τελευταίες οι οποίες δεν καταργούν την α.τ.μ.α. ποιός λόγος υπάρχει για να
σκεφθούμε ότι αυτές πρεπει αναγκαίως να καταργηθούν από την πραγματικότητα, για
παράδειγμα από την αστική κοινωνία, δηλαδή ότι ο καπιταλισμός, καθότι
αντιφατικός, πρέπει να εκλείψει αναγκαίως;
Έπειτα ποια θα ήταν η διαφορά ανάμεσα στις λογικές αντιφάσεις οι οποίες παραβιάζουν την α.τ.μ.α. και τις διαλεκτικές αντιφάσεις οι οποίες δεν την παραβιάζουν; Το κείμενο δεν το λέει: η μοναδική διαφορά η οποία αναγνωρίζεται ανάμεσα στην τυπική λογική και και τήν διαλεκτική είναι ότι η πρώτη υπολογίζει τις σταθερές πλευρές των αντικειμένων, αφαιρούμενη από την κίνησή τους, ενώ η δεύτερη υπολογίζει ακριβώς αυτή την τελευταία, δηλαδή την ανάπτυξη. Θα έμοιαζε σαν η διαλεκτική αντίφαση να ήταν λοιπόν, ακριβώς αυτή η ανάπτυξη. Το κείμενο πράγματι επιβεβαιώνει: “Η διαλεκτική λογική έχει σαν περιεχόμενο την μελέτη τών σχέσεων, τών περασμάτων, τις αντιφάσεις τών φαινομένων τού αντικειμενικού κόσμου… η διαλεκτική λογική απαιτεί το αντικείμενο και η αντανάκλασή του (το είδωλό του) στην συνείδηση τών ανθρώπων να εξετασθούν κάτω από όλες τις όψεις: στην ανάπτυξη, στην αυτοκίνηση, στους ουσιώδεις δεσμούς με τα άλλα αντικείμενα, μέσω της ανάδυσης και της λύσεως τών αντιφάσεων, στις ποιοτικές και ποσοτικές μεταλλάξεις κ.τ.λ.”. Εδώ η ανάπτυξη, η αυτοκίνηση δομείται στην ανάδυση και στην λύση τών αντιφάσεων. Εάν αυτή η τελευταία έκφραση πρέπει να γίνει κατανοητή με την Εγελιανή σημασία, όπως υπονοεί ο όρος αυτοκίνηση, τότε οι διαλεκτικές αντιφάσεις είναι η ίδια η κίνηση και αμοιβαίως η κίνηση είναι αντιφατική. Σ’αυτή την περίπτωση όμως αυτές μπορούν άνετα να συνεχίσουν να υπάρχουν, όπως συνεχίζει να υπάρχει η κίνηση και δεν κατανοείται για ποια αιτία λογικής τάξεως μία πραγματικότης, όπως ο καπιταλισμός, ο οποίος τις περιέχει, πρέπει να χαθεί να δύσει αναγκαίως. Εάν αντιθέτως η λύση των αντιφάσεων σημαίνει ότι αυτές αναιρούνται, όπως φαίνεται να ισχύει για τον Μαρξ, δεν γίνεται κατανοητό για ποιο λόγο πρέπει να αποκλειστούν, δηλαδή να λυθούν, εάν δεν παραβιάζουν την αρχή τής μή αντιφάσεως. Προηγουμένως όμως είχε λεχθεί ότι οι διαλεκτικές αντιφάσεις είναι διαφορετικές από εκείνες οι οποίες παραβιάζουν την α.τ.μ.α.. Ή μήπως αυτές αποκλείονται απλώς επειδή η πραγματικότης είναι ανάπτυξη. Τότε όμως δεν υπάρχει ανάγκη να δεχθούμε σ’αυτή τις αντιφάσεις: φτάνει να πούμε ότι αυτή είναι ανάπτυξη! Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε ότι η ανάπτυξη με την σειρά της, δεν είναι δυνατή χωρίς τις αντιφάσεις. Αλλά οι αντιφάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος όπως είδαμε δεν είναι εκείνες οι οποίες παραβιάζουν την α.τ.μ.α., αλλά είναι απλώς η ανάπτυξη, ώστε να πούμε ότι η ανάπτυξη δεν είναι δυνατή χωρίς αυτές τις αντιφάσεις ισούται με το να πούμε ότι η ανάπτυξη δεν είναι δυνατή χωρίς την ανάπτυξη, δηλαδή να εκφράσουμε μία ταυτολογία. Εάν στην συνέχεια η ανάπτυξη εννοείται σαν μία αναγκαία λύση, παρά μία διατήρηση των αντιφάσεων, τότε οι αντιφάσεις αναιρούνται χάρη στην ίδια την ανάπτυξη, όχι επειδή είναι αντιφάσεις, και έτσι δεν υπάρχει ξανά ανάγκη να μιλήσουμε για αντιφάσεις, αλλά αρκεί να μιλήσουμε για ανάπτυξη!
Ο διαλεκτικός υλισμός λοιπόν
φαίνεται να αντιπροσωπεύει την προσπάθεια ένωσης τής Εγελιανής διαλεκτικής με
την τυπική λογική, δηλαδή να εκμεταλλευθεί την ανάγκη, η οποία στην πρώτη
χρησιμεύει για να αποδείξει την επιστημονικότητα από την φιλοσοφία και η οποία
τις εξάγει ακριβώς κατανοώντας τίς αντιφάσεις με την σημασία που απαγορεύει η
α.τ.μ.α. για να αποδείξει την ανάγκη τής εξάλειψης του καπιταλισμού, χωρίς όμως
να συλλάβει τις αντιφάσεις του σαν απαγορευμένες από την α.τ.μ.α. [Η εντύπωση
ότι ο διαλεκτικός υλισμός θέλει να εκμεταλλευθεί την α.τ.μ.α. για να εξηγήσει
την ανάγκη να ξεπεραστούν οι διαλεκτικές αντιφάσεις, επιβεβαιώνεται από όσα
ισχυρίζεται ένας αντιπρόσωπος αυτού του ρεύματος Ι Narsky, Διαλεκτικές, The Hague,
1957 σ. 78-91, σύμφωνα με τον
οποίο οι δύο τύποι της αντιφάσεως (τυπική λογική και διαλεκτική) μερικές
φορές συγχωνεύονται και η λύση των διαλεκτικών αντιφάσεων είναι στενά δεμένη με
το μπλοκάρισμα, τον αποκλεισμό των λογικο-τυπικών αντιφάσεων].
Σε καλύτερα όμως αποτελέσματα
μοιάζει να φτάνει η προσπάθεια επαναδιατύπωσης τής αντιφάσεως την οποία
δοκίμασε ο Μάο. Αυτός, στο γραπτό “Πάνω στην αντίφαση” τού 1937, αναφέρεται
καθαρά, εκτός τού Μαρξ και στον Engels και στον Λένιν,
δηλαδή στον “διαλεκτικό υλισμό”, από τους οποίους επαναφέρει την θέση τής
καθολικότητος τής αντιφάσεως. “η αντίφαση υπάρχει σε όλες τις προόδους, τις
διαδικασίες οι οποίες επαληθεύονται στα αντικειμενικά πράγματα και στην
υποκειμενική σκέψη” και αναφέρει τα γνωστά παραδείγματα : + και -, πράξη και
αντίδραση, ηλεκτρισμός θετικός και αρνητικός κ.τ.λ.. Σ’αυτό το σημείο ο Μάο
προσθέτει, σαν δική του πρωτότυπη συμμετοχή, την θέση τής ιδιαιτερότητος των
αντιφάσεων : “κάθε αντίφαση και κάθε μία από τις όψεις της έχουν τα δικά τους
χαρακτηριστικά. “Υπάρχουν αντιφάσεις πρωτογενείς και δευτερογενείς και σε κάθε
αντίφαση υπάρχει μία κύρια πλευρά και μία δευτερεύουσα ή και περισσότερες. Αλλά
η διάκριση η οποία μετρά περισσότερο, σ’αυτό το πλαίσιο, είναι εκείνη ανάμεσα
σε αντίφαση και ανταγωνισμό. Η αντίφαση είναι για τον Μάο κάθε μορφή
αντιθέσεως, από τις φυσικές πολικότητες στις αντιφάσεις τών ιδεών. Μερικές από
αυτές τις αντιφάσεις, παρουσία καθορισμένων συνθηκών, οξύνονται μέχρι να γίνουν
ανταγωνιστικές. Με την σειρά του ο ανταγωνισμός μπορεί να αναπτυχθεί σε
επανάσταση, εάν επαληθευθούν καθορισμένες συνθήκες, και σ’αυτή την περίπτωση η
αντίφαση που έλαβε χώρα, εξαφανίζεται, ενώ οι άλλες παραμένουν. Δεν οδηγεί
λοιπόν στην επανάσταση κάθε αντίφαση, αλλά μόνον εκείνες οι οποίες
αναπτύσσονται σε ανοιχτό ανταγωνισμό: Αυτό δεν μας οδηγεί στην σκέψη μιας
ανάγκης λογικής τάξεως αλλά μάλλον σε μία ευθύνη πρακτικής τάξεως η οποία
συνίσταται δηλαδή από μαχητική βούληση και ικανότητα οργάνωσης.
Ανάλογους χαρακτήρες
παρουσιάζουν άλλες προσπάθειες επαναδιατύπωσης της μαρξιστικής διαλεκτικής στο
πλαίσιο τού λεγόμενου “δυτικού μαρξισμού”: για παράδειγμα εκείνου τού πρώτου Lukacs (τού συγγραφέως της ιστορίας και της συνειδήσεως
τής τάξεως, του 1922) ο οποίος απορρίπτει τόσο τον αντικατοπτρισμό, όσο και την
διαλεκτική τής φύσεως, που ανήκουν στον διαλεκτικό υλισμό και αφήνει την
δυνατότητα λύσεως τών αντιφάσεων τού καπιταλισμού μέσω τής επαναστάσεως τής
συνειδήσεως και στην πράξη τής εργατικής τάξης. Ή όπως τού Bloch, ο οποίος αναπτύσσει τον μαρξισμό με την έννοια
μιας συγκεκριμένης διαλεκτικής ουτοπίας, στηριζόμενης στην “αρχή τής ελπίδος”.
Ή εκείνη του Μαρκούζε ο οποίος βλέπει να πλησιάζει το “τέλος της ουτοπίας” χάρη
στην ανάδυση ενός “νέου επαναστατικού υποκειμένου” ικανού να θέσει ένα τέλος
στον καπιταλισμό.
Αλλά αυτό που παραμένει σταθερό
σε όλον τον μαρξισμό είναι η έννοια τής διαλεκτικής σαν εγγυήσεως τού τέλους
τού καπιταλισμού καθότι καταγγελία των αντιφάσεών του. Ε λοιπόν είναι ακριβώς
αυτή η έννοια τής διαλεκτικής και τής αντιφάσεως η οποία φαίνεται να είναι από
απόψεως θεωρητικής ανεπαρκώς αυστηρή, καθότι από το ένα μέρος απαιτεί να
ξεχωρίσει από την διαλεκτική και την αντίφαση με την κλασσική τους σημασία,
αλλά από το άλλο τις μιμείται και κατά κάποιο τρόπο προσπαθεί να αντλήσει από
αυτές την αναγκαιότητα τής προόδου. Το πιο ενδιαφέρον σημείο που προσφέρουν
ακόμη και αυτές οι θέσεις, βάσει τού προβλήματος που μας απασχολεί, είναι το
προνόμιο τής διαλεκτικής, ακόμη και αν εννοείται με την μοντέρνα σημασία,
δηλαδή Εγελιανά, σαν λογική δομή μίας συλλήψεως τού κόσμου η οποία θέλει να
είναι ολοκληρωτική και ισχύουσα ταυτοχρόνως, δηλαδή όπως θα λεγόταν στην
παραδοσιακή γλώσσα, “φιλοσοφική”.
Τέλος κεφαλαίου!
Συνεχίζουμε με
την ανάλυση τής σημερινής λογικής!
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΥΠΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ, ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΣΑΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου