Κανένας δεν περιμένει πως τα τεχνοκρατικά παιχνίδια, στα οποία δαπανώνται τα περισσότερα χρήματα, θα αυξήσουν την παραγωγικότητα της ιταλικής οικονομίας – έτσι ώστε να μην έχει πια ανάγκη τις «χρηματοοικονομικές ενέσεις» της ΕΕ. Όταν δε εξαντληθεί ο εθνικός πλούτος της με το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων της, καθώς επίσης όταν πάψει να τη στηρίζει η ΕΕ, θα είναι ξανά μόνη της απέναντι στο ακόρεστο θηρίο του ευρώ που θα συνεχίζει να την καταβροχθίζει – αφού η Γερμανία δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει την πολιτική της, συνεχίζοντας τα πλεονάσματα της εις βάρος των εταίρων της. Πόσο μάλλον όταν, σε αντίθεση με τις γέφυρες και με τα αεροδρόμια, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια, οι δημόσιες συγκοινωνίες, οι υπόλοιπες κοινωνικές υποδομές, αλλά και οι φυσικές, δεν αποτελούν μία εφάπαξ υπόθεση – αφού πρέπει να ξοδεύονται χρήματα κάθε χρόνο. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, απαιτείται μία θεμελιώδης απόκλιση, μία διαφορετική αντιμετώπιση από τις διδασκαλίες της νεοφιλελεύθερης οικονομίας – να μην αποδίνεται φόρος τιμής στις χρηματαγορές και στους ιδιώτες επενδυτές, αντί για τους κρατικούς και δημόσιους οργανισμούς. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι ορατό ούτε στις Βρυξέλες, ούτε στη Ρώμη – ενώ το Βερολίνο έχει τα δικά του ύπουλα σχέδια που εξυπηρετούνται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, τα οποία είναι ξεκάθαρα η υποδούλωση των ευρωπαϊκών κρατών με οικονομικά όπλα.
Ανάλυση
Ο Οκτώβρης φτάνει στο τέλος του και τα άλυτα προβλήματα που συσσωρεύονται στην ΕΕ, στην οποία έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της η Ελλάδα για την οικονομία της, έχουν αυξηθεί σε συγκλονιστικό βαθμό. Η συμφωνία για το BREXIT, με στόχο την αποφυγή μίας «σκληρής εξόδου» της Μ. Βρετανίας ευρίσκεται στον αέρα, ενώ κανένας δεν γνωρίζει πότε θα συμβεί ή εάν θα συμβεί – αφού δεν υπάρχει ακόμη κάποιο σημάδι της επιλογής ενός τρόπου, ενός «modus vivendi», με τον οποίο η χώρα θα ανακτήσει την πλήρη οικονομική της κυριαρχία, όπως ψήφισαν οι Πολίτες της.
Όσον αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο, όλοι προσποιούνται πως περιμένουν να παρουσιάσει η Γερμανία ένα σχέδιο που είναι δυνατόν να αποδεχθούν όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών ψηφοφόρων – κάτι που όμως ούτε είναι ορατό, ούτε θα μπορούσε να είναι.
Σε σχέση δε με το «Ταμείο Ανάκτησης και Ανθεκτικότητας» (Recovery & Resilience Fund), γνωστό ως «Next Generation EU», το οποίο διαφημίζεται ως η ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση της Κορώνα, δεν έχει ψηφισθεί καν από το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – ενώ, εκτός αυτού, η νομιμότητα του, με κριτήριο τις ευρωπαϊκές συνθήκες, παραμένει νεφελώδης, χωρίς μία συγκεκριμένη απάντηση. Δεν έχει στην ουσία αποφασισθεί ούτε πώς θα συγκεντρωθούν τα χρήματα που απαιτούνται, ούτε πώς θα εξοφληθεί το νέο ευρωπαϊκό χρέος μετά το 2027 – αν και πιθανότατα με νέο χρέος.
Υπάρχουν βέβαια κινήσεις έκδοσης χρέους (πηγή), με κύριους χρηματοδότες ειδικά όσον αφορά το εικοσαετές τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες που δανείζονται με αρνητικά επιτόκια δανείζοντας την ΕΕ με υψηλότερα (36,7 μονάδες βάσης πάνω από το δεκαετές ομοσπονδιακό ομόλογο και 52,1 πάνω από το εικοσαετές – άρα με σίγουρα κέρδη), επιβάλλοντας ως εκ τούτου τους δικούς τους όρους στις άλλες, όσον αφορά το Κράτος Δικαίου (Ουγγαρία), το μοίρασμα των μεταναστών κλπ., αλλά είναι ακόμη περιορισμένες.
Το πλέον σημαντικό είναι όμως το ότι, παραμένει ασαφής ο τρόπος και από ποιόν πρέπει να ελεγχθούν τα έργα, για τα οποία τα κράτη-μέλη επιθυμούν να ξοδέψουν τις ποσοστώσεις τους – κυρίως το πότε θα φτάσουν τα χρήματα σε όλες τις χώρες. Το γεγονός αυτό είναι θέμα ζωής και θανάτου για την Ελλάδα, ειδικά μετά την αναθεώρηση των οικονομικών της μεγεθών από την ΕΛΣΤΑΤ – όπου, όσον αφορά το ΑΕΠ της, έχασε απροσδόκητα περί τα 4 δις € στην τετραετία 2015-2019 (γράφημα). Δημιούργησε βέβαια υποψίες πως οφείλεται σε μία ακόμη «σκοτεινή παρέμβαση» της Τρόικα Εξωτερικού, όπως το 2009 (ανάλυση) – έτσι ώστε να μη διανοηθεί η κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική στήριξης της οικονομίας μας.
Ειδικότερα, με το ΑΕΠ του 2019 στα 183,4 δις € και με την ύφεση του 2020 στο 10%, η πτώση του υπολογίζεται πλέον στα 165 δις € από 170 δις € προηγουμένως – οπότε, μετά την άνοδο του δημοσίου χρέους (Γενική Κυβέρνηση) στα 333,74 δις € στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 (πηγή), έχει υπερβεί ήδη το 200% του ΑΕΠ. Όσο για το κόκκινο ιδιωτικό χρέος των περίπου 234 δις € χωρίς τις επιβαρύνσεις, έχει ξεπεράσει το 140% του ΑΕΠ – φτάνοντας σε επίπεδα μοναδικά στην παγκόσμια ιστορία. Εν προκειμένω, υποθέτουμε πως δεν πρέπει να υπάρχουν πια Έλληνες που πιστεύουν πως τα μνημόνια και ειδικά το έγκλημα του PSI είχαν θετικά αποτελέσματα – παρά τις τεράστιες θυσίες του παρελθόντος, όσον αφορά τον ακρωτηριασμό των μισθών, των συντάξεων και του κοινωνικού κράτους.
Το πλέον εξοργιστικό είναι πως η ελληνική κυβέρνηση υποκρίνεται, προσποιείται καλύτερα πως έχει στη διάθεση της ένα «μαξιλάρι» της τάξης των 37 δις € – όταν γνωρίζει πολύ καλά πως αποτελείται από το 15,7 δις € του ESM από το τρίτο μνημόνιο/δανειακή σύμβαση που δεν μπορεί να αγγίξει, καθώς επίσης από τα 20 δις € των αποθεματικών, των αποταμιεύσεων δηλαδή των οργανισμών του δημοσίου που όμως ήδη χρησιμοποιεί στα repos. Επομένως πως δεν υπάρχει κανένα μαξιλάρι που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί – οπότε η Ελλάδα ευρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα, χωρίς καμία ρεζέρβα.
Ο οικονομικός Αρμαγεδδών
Συνεχίζοντας στην ΕΕ, επί πλέον σε όλα τα παραπάνω προβλήματα έχει εμφανισθεί η δεύτερη παραλλαγή του πρώτου κύματος της πανδημίας (ανάλυση) – με τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ισπανία να έχουν πληγεί περισσότερο, ακολουθούμενες από τη Γερμανία και την Τσεχία. Πώς θα μπορέσουν λοιπόν να σώσουν οι χώρες τις οικονομίες τους, ειδικά οι πιο αδύναμες, εάν η καταστροφή του πρώτου εξαμήνου του έτους επαναληφθεί το Χειμώνα, όταν οι ενισχύσεις της ΕΕ θα είναι διαθέσιμες μετά από ένα χρόνο το ενωρίτερο;
Οι προϋπολογισμοί τους, με εξαίρεση τη Γερμανία, είναι ήδη υπερβολικά διογκωμένοι, οπότε φαίνεται αδύνατον να υπάρξει ένα δεύτερο κύμα χρέους για να καταπολεμηθεί μία δεύτερη παραλλαγή της πανδημίας – ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί μία τρίτη παραλλαγή ή ένα πραγματικό δεύτερο κύμα το 2021. Σε κάθε περίπτωση, ένα δεύτερο κύμα κλειδώματος των οικονομιών θα ήταν τελικά δυνατόν να σπάσει τη «ραχοκοκαλιά» των δυτικών οικονομιών που στηρίζονται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στις υπηρεσίες – αυτών που προέκυψαν από τις βιομηχανικές κοινωνίες της δεκαετίας του 1970.
Οι χρεοκοπίες θα κλιμακώνονταν, οι ήδη αδύναμες τράπεζες θα κατέρρεαν υπό το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους και θα ακολουθούσε ένας οικονομικός Αρμαγεδδών. Ως εκ τούτου εύλογα αναρωτιέται κανείς τι σκοπεύουν να κάνουν οι κυβερνήσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα τεράστια κύματα διαμαρτυριών που θα ξεσπούσαν – εάν δεν θα είναι σε θέση να προστατεύσουν μεγάλα τμήματα των κοινωνιών τους από την καταστροφή. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, το να θεσμοθετεί έναν πτωχευτικό νόμο για τα νοικοκυριά (πηγή) σε μία τέτοια εποχή, είναι το λιγότερο εγκληματικό – τεκμηριώνοντας για μία ακόμη φορά πως διοικείται από κυβερνήσεις-υποχείρια των Γερμανών.
Η ιταλική τραγωδία
Περαιτέρω, διαβάζοντας κανείς μία συνέντευξη του πρωθυπουργού της Ιταλίας, του κ. Conte σε γερμανική εφημερίδα (πηγή), νοιώθει μία βαθιά απογοήτευση – σημειώνοντας δύο ιδιαίτερα ανησυχητικά σημεία της:
(α) Εν πρώτοις, θυμίζοντας πως η βόρεια Ιταλία έχει ήδη απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις της Γερμανίας μετά την κρίση χρέους της (ανάλυση), προσπαθεί να καθησυχάσει το γερμανικό ακροατήριο του – επικαλούμενος τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα του εθνικού έργου ανάκαμψης της χώρας του. Υπόσχεται λοιπόν πως η Ιταλία θα αποπληρώσει την εμπιστοσύνη που της δείχνει η ΕΕ, στηρίζοντας την μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και της ΕΚΤ, με τις ορθολογικές επενδύσεις και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται – λέγοντας πως εάν η Ιταλία γίνει πιο παραγωγική και πιο ανταγωνιστική, θα ωφεληθούν όλοι στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά!
Αφού πρότεινε τώρα μέρος των ευρωπαϊκών ενισχύσεων να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του παλαιού υψηλότοκου δημοσίου χρέους της Ιταλίας με ένα ευρωπαϊκό χαμηλού επιτοκίου υποσχέθηκε, ως αντάλλαγμα προφανώς, μία φορολογική μεταρρύθμιση – με τη μορφή της πλήρους ψηφιοποίησης και της απλοποίησης του δυσλειτουργικού φορολογικού συστήματος της χώρας του, η οποία θα συνοδεύεται από τη γενικότερη ψηφιοποίηση των συστημάτων πληρωμών και από την ολοκλήρωση των βάσεων δεδομένων του κράτους (στην Ελλάδα η ΑΑΔΕ, ο δεύτερος πυλώνας της ληστείας των Ελλήνων μαζί με το Υπερταμείο που ιδρύθηκε κατ’ επιταγή του τρίτου μνημονίου και των δανειστών, έχει ήδη αυτήν την αποστολή). Όπως είπε,
«Θα πρέπει να καλωδιώσουμε ολόκληρη τη χώρα – ενώ μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να τερματισθεί η σκιώδης, η μαύρη δηλαδή οικονομία, καθώς επίσης να καταπολεμηθούν η περιφερειακή και η κοινωνική ανισότητα. Θα πρέπει να επενδύσουμε στις υλικές υποδομές μας – στους αυτοκινητοδρόμους και στο σιδηροδρομικό μας δίκτυο».
Ο Ιταλός πρωθυπουργός δεν ανέφερε απολύτως τίποτα για το κατεστραμμένο από την πολιτική λιτότητας σύστημα υγείας της χώρας του – ως αποτέλεσμα των έμμεσων μνημονίων που της επιβλήθηκαν, μετά την ανατροπή του Berlusconi μέσω της ΕΚΤ. Ούτε για την ανεπαρκή δημόσια διοίκηση της, για τις ελλιπείς δεξιότητες των εργαζομένων της, για το είδος των επιχειρήσεων που απαιτούνται, για τις δημόσιες επενδύσεις που είναι απαραίτητες, για τη δημιουργία εγχώριων θέσεων εργασίας μετά την καταστροφή και τη μεταφορά τους στο εξωτερικό, ως συνέπεια της πολιτικής της φτωχοποίησης του γείτονα της Γερμανίας (ανάλυση) κοκ. – εύλογα, αφού ανήκει στην πέμπτη γερμανική φάλαγγα που κυβερνάει την Ιταλία, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης συνεργασίας των «5 Αστέρων» με τη «Λίγκα του Βορά».
Μόνο στο τέλος της συνέντευξης του ανέφερε τις «μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιταλικής οικονομίας» – οι οποίες, όπως παραδέχθηκε, «χρειάζονται στοχευμένα μέτρα προκειμένου να βελτιώσουν τη χρηματοοικονομική τους βάση», χωρίς όμως να τα προσδιορίσει. Η εντύπωση φυσικά που δόθηκε είναι πως πρόκειται για ένα ακόμη γερμανικό υποχείριο – το οποίο στην ουσία αδιαφορεί για τους Πολίτες της χώρας του.
(β) Το δεύτερο ανησυχητικό σημείο ήταν το ότι, ο Conte υπενθύμισε με υπερηφάνεια στο δημοσιογράφο πως το ιταλικό κράτος έχει πρωτογενή πλεονάσματα στο προϋπολογισμό του για είκοσι περίπου έτη – πως δαπανούσε δηλαδή λιγότερα από τα έσοδα του, με εξαίρεση τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους. Δεν ανέφερε βέβαια πως ο βασικός λόγος για τις χαμηλές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης (2% του ΑΕΠ χαμηλότερες από τη Γερμανία), ήταν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα λιτότητας που επέβαλλε στην Ιταλία η Γερμανία ουσιαστικά – τα οποία ήταν καταστροφικά, όσον αφορά τις συνέπειες του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αιτία που υπαγόρευσε τη λιτότητα ήταν το υψηλό δημόσιο χρέος της Ιταλίας – όχι η γερμανική πολιτική του αθέμιτου ανταγωνισμού, με τον οποίο η Γερμανία διατηρούσε σταθερά υποτιμημένο το δικό της ευρώ, ούτε η μη ύπαρξη ενός εθνικού νομίσματος, μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας και μίας νομισματικής πολιτικής, προσαρμοσμένης στις ανάγκες της χώρας, με αποτέλεσμα να ευρίσκεται στο έλεος των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Δεν ανέφερε καν πως η Ιταλία, με χρέος στο 130% του ΑΕΠ της όταν η Ιαπωνία στο 240%, παρά τα αντίστοιχα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της πριν την υιοθέτηση του ευρώ (γράφημα), αλλά και αυτά μετά το 2012, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να χρεοκοπήσει – απλά και μόνο επειδή δεν έχει το δικό της νόμισμα όπως η Ιαπωνία, ούτε τη δική της κεντρική τράπεζα.
Κατά τον Conte λοιπόν, η λύση είναι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη – ενώ, όπως είπε, η Ιταλία, με λιγότερες πληρωμές στους δανειστές της, με χαμηλότερους τόκους και με υψηλότερα έσοδα από την ψηφιοποιημένη είσπραξη των φόρων, παράλληλα με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, θα είναι σε θέση να δαπανήσει περισσότερα και να ανακάμψει η οικονομία της. Να δαπανήσει περισσότερα όχι μόνο για τα αεροδρόμια και για τα λιμάνια της – αλλά, επί πλέον, για την παιδεία, για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και για μία «διορατική οικογενειακή πολιτική που θα θέσει τέλος στη μείωση του πληθυσμού της».
Εν προκειμένω, η ερώτηση που τίθεται αυτόματα είναι το πότε θα συμβεί κάτι τέτοιο – εάν φυσικά συμβεί ποτέ. Είναι δυνατόν μία εφάπαξ επιχορήγηση, όσο μεγάλη και αν είναι, να στηρίξει την ιταλική οικονομία που λειτουργεί με ένα υπερτιμημένο νόμισμα εις βάρος της ανταγωνιστικότητας της; Μπορεί να είναι τόσο ανόητος ο πρωθυπουργός της, περιμένοντας πως οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» θα καταστήσουν τη χώρα περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική, έτσι ώστε να έχει την ίδια ισοτιμία το νόμισμα της με τις υπόλοιπες οικονομίες της βόρειας Ευρώπης και δη με τη Γερμανία;
Από πού φαίνεται η διαφορά των νομισματικών ισοτιμιών, παρά την ύπαρξη ενός κοινού νομίσματος; Προφανώς από το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος – το οποίο στη Γερμανία ήταν χαμηλότερο ανέκαθεν, συγκριτικά με τις άλλες χώρες (γράφημα).
Ακόμη όμως και το 2018, παρά τα μέτρα λιτότητας, οι διαφορές παραμένουν τόσο όσον αφορά την παραγωγικότητα της Γερμανίας που είναι 20% υψηλότερη της Ιταλίας, όσο και το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος – το οποίο τεκμηριώνει πως το ιταλικό ευρώ είναι υπερτιμημένο κατά 20% σε σχέση με το γερμανικό (γράφημα). Μπορεί επομένως η Ιταλία, με τα 209 δις € που περιμένει από το Ταμείο Ανάκτησης της ΕΕ που ένα μέρος του θα φτάσει στα τέλη του 2021, εάν όλα λειτουργήσουν θετικά (ήδη η Γερμανία αντιδράει), ενώ θα πρέπει να τα ξοδέψει με έργα που θα εγκριθούν προηγουμένως έως το 2027, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της; Το ποσόν αυτό ισοδυναμεί μόλις με το 1,9% ετησίως του συρρικνωμένου από την πανδημία ΑΕΠ της του 2020 – είναι χαμηλότερο δηλαδή από τα χρήματα που θα χρειάζονταν ετήσια, για να διατηρηθεί το σύστημα της υγείας της στα πρότυπα της βόρειας Ευρώπης.
Φυσικά κανένας δεν περιμένει πως τα τεχνοκρατικά παιχνίδια, στα οποία δαπανώνται τα περισσότερα χρήματα, θα αυξήσουν την παραγωγικότητα της ιταλικής οικονομίας – έτσι ώστε να μην έχει πια ανάγκη τις «χρηματοοικονομικές ενέσεις» της ΕΕ. Όταν δε εξαντληθεί ο εθνικός πλούτος της με το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων της, καθώς επίσης όταν πάψει να τη στηρίζει η ΕΕ, θα είναι ξανά μόνη της απέναντι στο ακόρεστο θηρίο του ευρώ που θα συνεχίζει να την καταβροχθίζει – αφού η Γερμανία δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει την πολιτική της, συνεχίζοντας τα πλεονάσματα της εις βάρος των εταίρων της.
Πόσο μάλλον όταν, σε αντίθεση με τις γέφυρες και με τα αεροδρόμια, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια, οι δημόσιες συγκοινωνίες, οι υπόλοιπες κοινωνικές υποδομές, αλλά και οι φυσικές, δεν αποτελούν μία εφάπαξ υπόθεση – αφού πρέπει να ξοδεύονται χρήματα κάθε χρόνο. Για να συμβεί όμως, απαιτείται μία θεμελιώδης απόκλιση, μία διαφορετική αντιμετώπιση από τις διδασκαλίες της νεοφιλελεύθερης οικονομίας – να μην αποδίνεται φόρος τιμής στις χρηματαγορές και στους ιδιώτες επενδυτές, αντί για τους κρατικούς και δημόσιους οργανισμούς.
Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι ορατό ούτε στις Βρυξέλες, ούτε στη Ρώμη – ενώ το Βερολίνο έχει τα δικά του ύπουλα σχέδια που εξυπηρετούνται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, τα οποία είναι ξεκάθαρα η υποδούλωση των ευρωπαϊκών κρατών με οικονομικά όπλα. Προφανώς δε όλα τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο την Ιταλία – αφού ισχύουν τα ίδια για την Ελλάδα που αφενός μεν ευρίσκεται σε τρισχειρότερη θέση συγκριτικά με την Ιταλία, αφετέρου η επιδότηση των 19,5 δις € (ουσιαστικά πολύ χαμηλότερη, αφού ένα μέρος της είναι δάνειο όπως φαίνεται από το γράφημα του προσχεδίου του προϋπολογισμού) δεν φτάνει καν για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2020 – ενώ το αντίστοιχο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, θα αυξήσει επικίνδυνα το ιδιωτικό εξωτερικό της χρέος.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας όπως όλα δείχνουν, είτε οι χώρες της Ευρωζώνης θα υποταχθούν η μία μετά την άλλη στη Γερμανία, αποδεχόμενες ένα συνεχώς χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και ξεπουλώντας παράλληλα τις επιχειρήσεις τους, είτε η νομισματική ένωση θα διαλυθεί – ενώ η Ελλάδα αποτελεί ήδη μία εξαθλιωμένη γερμανική αποικία χρέους, η οποία διακινδυνεύει πλέον ακόμη και την εδαφική της ακεραιότητα, όπως επίσης τη θαλάσσια μαζί με τα ενεργειακά της αποθέματα. Εν προκειμένω, αιχμή του δόρατος είναι η ανέκαθεν σύμμαχος της Γερμανίας, η Τουρκία – στην οποία η πρώτη έχει μεγάλα συμφέροντα.
Ένα επόμενο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα θα είναι η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού της, όταν θα σταματήσει να αγοράζει τα ομόλογα της η ΕΚΤ – ενώ η άνοδος των επιτοκίων γενικότερα των ομολόγων που δεν θα αργήσει να συμβεί, θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση κράτη και επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η μοναδική ελπίδα αντίδρασης της Ευρώπης απέναντι στη Γερμανία είναι η Γαλλία – ενώ μόνο η συμμαχία της Ελλάδας με τη Γαλλία, ενδεχομένως και με τη Ρωσία σε στρατιωτικό επίπεδο, χωρίς να εξαιρούνται οι Η.Π.Α., θα μπορούσε να την προστατεύσει αμυντικά. Φαίνεται πάντως πως η Γαλλία είναι η μοναδική χώρα που έχει καταλάβει τον τεράστιο γερμανικό (αλλά και τον τουρκικό-ισλαμικό) κίνδυνο – κατανοώντας πως δεν είναι μεν σε θέση να ανταγωνισθεί οικονομικά τη Γερμανία, αλλά στρατιωτικά σίγουρα.
Οι Τούρκοι ηδονίζονται να μας προκαλούν, για να απογυμνώνεται η παραλυτική ανημπόρια μας, η γύμνια από φίλους, συμ-μάχους. Το ερευνητικό σκάφος της Τουρκίας πλέει ανενόχλητο στις ελληνικές θάλασσες – εμείς «το παρακολουθούμε»! Σε κάθε πρόκληση τουρκική, η απάντηση είναι αοριστολογίες «φίλων» μας υπουργών της Ε.Ε. Ωσάν να μην έχουμε καταλάβει ότι χώρα της Ε.Ε. δεν θα έρθει ποτέ σε σύγκρουση με την...
Μία αποπληθωριστική «εκκαθάριση» του χρέους είναι ένας κύκλος του διαβόλου, ένας φαύλος κύκλος. Καμία δύναμη δεν μπορεί να οδηγήσει την οικονομία πίσω, στο σημείο ισορροπίας της. Το πλοίο θα γέρνει όλο και περισσότερο, μέχρι να ανατραπεί. Ο αποπληθωρισμός δεν είναι κάτι πολύ σοβαρό, όταν δεν εμφανίζεται σε εποχές που υπάρχει ταυτόχρονα ένας υψηλός όγκος απλήρωτων υποχρεώσεων. Μόνο σε συνδυασμό με...
Από την Αθήνα έως το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη τα ΜΜΕ αναφέρονται πολύ συχνά στα ίδια θέματα, χρησιμοποιώντας παρόμοιο ύφος – γεγονός που θυμίζει ελεγχόμενη ενημέρωση από απολυταρχικά κράτη, με απώτερο στόχο την προπαγάνδα και τη χειραγώγηση των «λαϊκών μαζών», προς όφελος μίας συνεχώς μικρότερης ελίτ. Μία από τις μεγαλύτερες δε παγίδες στις ειδή.σεις είναι η αναγραφή της πηγής της, έτσι ώστε να...
από Βασίλης Βιλιάρδος27 Οκτωβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου