Συνέχεια από Τετάρτη,9 Σεπτεμβρίου 2020
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ
ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ
ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ (14η συνέχεια)
Η τελευταία άνοδος
O Πλάτων δεν μπορούσε να κλείση τον διάλογο με το πιο βαθύ σκαλοπάτι φθοράς και παρακμής, ακόμα κι αν η «υπολογιζόμενη ευτυχία» δεν υπενθύμιζε πια τον ύψιστο σκοπό. Η ισορροπία τού όλου «καλλιτεχνήματος» απαιτούσε εδώ, όπου έχει απαντηθή ο λόγος τού Γλαύκωνα από την αρχή τού ΙΙ. Βιβλίου, και έχει άρα ολοκληρωθή αυτός ο εξωτερικός κύκλος, να αντισταθμιστή συμμετρικά και το Πρώτο Βιβλίο, ο παλιός και εκ νέου τώρα «συγγενικός» και εντεταγμένος διάλογος του Θρασύμαχου· να αντισταθμιστή κατ’ αρχάς με «οτιδήποτε».
Η Πολιτεία προέκυψε απ’ τον Γοργία, ο οποίος αποκορυφωνόταν στον μύθο τού Επέκεινα. Αν εκείνος ο μύθος αποτελούσε πράγματι ένα οργανικό συστατικό εκείνου τού πρώιμου πλατωνικού έργου, δεν θα μπορούσε να λείπη και απ’ την καινούργια, υψηλότερη ανάπτυξη του τελικού μύθου. Εκείνος ο μύθος ήταν άρα το «οτιδήποτε».
Ό,τι συνάγεται όμως εδώ απ’ την «καλλιτεχνική» μορφή και την οργανική ανάπτυξη της Πολιτείας, μπορούμε να το θεωρήσουμε, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, ως τη «φιλοσοφική νομιμότητα» του έργου. Από τον λόγο ακόμα τού Γλαύκωνα στο ΙΙ. Βιβλίο, έχει μείνει αναπάντητο το ερώτημα για την ευδαιμονία τού δίκαιου και του άδικου ανθρώπου. Όσο διαφορετικά, ακόμα και αντίθετα νοήματα μπορεί να συναντώνται στη λέξη «ευδαιμονία» (Εudaimonia) – το τέλειο Είναι κι η τέλεια χαρά και ηδονή –, αυτός ο πόθος, η «απληστία» για την ευδαιμονία είναι απολύτως δικαιωμένα. Επειδή πρόκειται για μιαν ορμή τής ίδιας της ζωής. Ο «υπολογισμός τής ευτυχίας» μένει ωστόσο, με τον τρόπο που επιτελείται προς το τέλος τού ΙΧ. Βιβλίου, καθοδηγούμενος απ’ τη χαρά, την τέρψη, την ηδονή, ατελής και ανεπαρκής. Χωρίς να χρειάζεται να φτάσουμε μέσα από γενικότητες σ’ αυτό το συμπέρασμα. Εφ’ όσον μπορούμε να το εξηγήσουμε μέσα από ένα σημαντικό χωρίο τών Νόμων (V 732 D κ.ε.), όπου συγκρίνονται οι διάφορες «μορφές» τής ζωής, ανάλογα με το περιεχόμενό τους σε χαρά και πόνο· με το γενικό συμπέρασμα, ότι η ζωή τής αρετής δεν έχει μόνον όλα τα άλλα πλεονεκτήματα, συγκριτικά με την αντίθετη προς αυτήν «μορφή» ζωής, αλλά είναι και η πιο «χαρούμενη» και πιο «απολαυστική» (κρατεί τώ χαίρειν πλείω 733 Α, ηδίω είναι 734 D). Η θέση που καταλαμβάνει αυτή η συζήτηση, ως το τελευταίο προοίμιο πριν ξεκινήσει το καθεαυτό Βιβλίο τών Νόμων, αποδεικνύει και τη σημασία της, που βασίζεται στη διαπίστωση, ότι η ανθρώπινη ύπαρξη «εξαρτάται» πράγματι στον ύψιστο βαθμό απ’ την απόλαυση, τον πόνο και την επιθυμία (732 Ε). Πρόκειται άλλωστε για νόμους που τους «γράφουν» οι άνθρωποι – και όχι οι θεοί. Με τόσο «φυσικό» τρόπο σκέπτεται ακόμα ο γηραιός πλέον Πλάτων – ίσως και επειδή είναι πια «γηραιός». Τα υπόλοιπα «προοίμια», που προηγούνται τών Νόμων, μιλούν αντίθετα για τους θεούς, και γι’ αυτό «που είναι το πιο θεϊκό μετά τούς θεούς, την ψυχή» (726 Α). Για το πώς θά ’πρεπε να «διαφυλάττουμε» και να καλλιεργούμε αυτό το «πιο θεϊκό», κι ότι η συμμετοχή στο κακό καθιστά και το πιο θεϊκό σε μας, την ψυχή, κακή· αλλά και για τη φυσική σειρά και τάξη μεταξύ ψυχής, σώματος και αγαθών, και ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αγωγή και τη νομοθεσία. Διατυπωμένα όλα αυτά με «πανηγυρικά» λόγια, εφ’ όσον πρόκειται για τη «θεϊκή» όψη τών πραγμάτων, ακολουθούμενη κατόπιν απ’ την ανθρώπινη «όψη», καθώς υπολογίζεται και μετράται η «ηδονή». Αλληλοσυμπληρούμενα τα δύο υποχρεωτικά. Γιατί μόνη η ανθρώπινη όψη, θα αποτελούσε έναν ευτελή ηδονισμό, ενώ μόνη η θεϊκή, θα βρισκόταν πάρα πολύ «υψηλά» για τους ανθρώπους. Έτσι το είχε σκεφτή πάντοτε, ήδη απ’ τον Πρωταγόρα, ο Πλάτων. Και καθίσταται σαφές, γιατί ήταν αδύνατον να «ολοκληρώση» τον υπολογισμό τής ευτυχίας η Πολιτεία: γιατί η «ανθρώπινη» θεώρηση θα ήταν κι εδώ, όχι μόνον ατελής χωρίς τη «θεϊκή», αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και λανθασμένη. Αυτόν τον «ανώτερο» ωστόσο «υπολογισμό τής ευτυχίας» τον είχε τοποθετήσει ο συγγραφέας τής Πολιτείας στο επίπεδο (στη «σφαίρα») εκείνο, όπου η ψυχή αντικρίζει πρόσωπο με πρόσωπο αυτό που όντως υπάρχει.
Ας εξετάσουμε και κάτι τελευταίο. Ο Πλάτων έθεσε ως προ-οικοδόμημα της Πολιτείας του τον διάλογο Θρασύμαχος, απ’ τον οποίον και προήλθε εντέλει η Πολιτεία. Στην αρχή όμως αυτού τού πρώιμου διαλόγου ακούμε απ’ το στόμα τού γερο-Κέφαλου εκείνη τη λαϊκή και μη δεσμευτική «αναφορά» στο Επέκεινα, στις ανταμοιβές και τις τιμωρίες του, «αναφορά» που δεν μπορούσε να έχη βέβαια καμμιά περαιτέρω συνέπεια, εφ’ όσον προηγείτο τότε από κάθε σωκρατική έρευνα. Καθώς όμως αυτή η «αναφορά» δεν αναπτύχθηκε πουθενά περαιτέρω σ’ ολόκληρο το πλατωνικό έργο, «υποχρεώθηκε» η Πολιτεία να ανταποκριθή, απ’ τη στιγμή που κατέστη προ-οικοδόμημά της εκείνος ο πρώιμος διάλογος, σ’ αυτό που ήταν κατ’ αρχάς «προσωρινό», μ’ έναν γνήσια πλατωνικό μύθο για το Επέκεινα.
Μας καθοδήγησε προηγουμένως ο οργανικός σύνδεσμος μεταξύ Γοργία και Πολιτείας. Πρέπει όμως τώρα να πούμε, πως τα δυό αυτά έργα έχουν, παρ’ όλη τη συγγένεια στη δομή τους, μια χαρακτηριστική ανάμεσά τους διαφορά. Ο Γοργίας ανέρχεται σε μιαν ενιαία γραμμή μέχρις εκεί, όπου η σωκρατική δύναμη «επιβάλλεται» ολοένα και πιο ισχυρά και ο μύθος για το Επέκεινα «αυξάνεται» μέχρι τη φυσική του κορύφωση. Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει με την Πολιτεία: το ύψιστο σημείο της βρίσκεται αναγκαστικά στο μέσον, εκεί όπου θεμελιώνεται η ίδια η ιδανική δομή τής πόλης. Για να ακολουθήση όμως κατόπιν η κάθοδος λόγω τών αποτυχημένων πολιτευμάτων, που όσο κι αν τελειώνη με κείνον τον επίγειο «υπολογισμό τής ευτυχίας», και ξανάρχεται έτσι μπροστά μας η ύψιστη πολιτειακή μορφή, δεν θα μπορούσε ωστόσο να συμπεριλάβη σ’ αυτήν την «κάθοδο», άμεσα και οργανικά έναν μύθο για το Επέκεινα, αλλά θα χρειαζόταν για να φτάσουμε ως εκεί ένας μακρύς ακόμα δρόμος.
Ας ξεκινήσουμε απ’ την «παρατήρηση», την οποία υποστήριξε με συνεχώς καινούργιες «εφορμήσεις» ο Σωκράτης απέναντι στον Καλλικλή στο τελευταίο μέρος τού Γοργία (503 D κ.ε.): πρόκειται για την «παρατήρηση» στην ουσία τής τάξης (κόσμος, τάξις). Το «εν τάξει» είναι καλό, το «εκτός τάξεως» κακό και άσχημο. Κι αυτό συμβαίνει παντού: στο αντικείμενο που παράγει ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, αλλά και στο σώμα, και στην ψυχή. Τάξη τής ψυχής είναι όμως ο Νόμος και η Αρετή. Και μ’ αυτό αναγνωρίζεται ταυτόχρονα η σημασία τής τιμωρίας, του σωφρονισμού, της χαλιναγώγησης και του περιορισμού (κολάζειν), που αποκαθιστούν την παραβιασμένη τάξη και είναι γι’ αυτό καλύτερα από εκείνα που προτιμά το πλήθος: την απειθαρχία, το αχαλίνωτο (ακολασία) και την ατιμωρησία (505 Α κ.ε. 507 D). Στον αγώνα ενάντια στους μεγάλους πολιτικούς άνδρες, επισυνάπτεται όμως και η εικόνα τού ανθρώπου ως ενός οικιακού ζώου, που είναι μεν ήμερο όταν το αναλαμβάνη αυτός που θα το φροντίση, γίνεται ωστόσο στη συνέχεια πιο άγριο, λόγω λανθασμένης φροντίδας και έλλειψης πειθαρχίας, κι απ’ ό,τι ήταν αρχικά: έτοιμο να δαγκώνη, να κλωτσάη, και να τρυπάη με τα κέρατά του. Έργο τού γνήσιου και «παιδαγωγού» πολιτικού είναι να καταστήση, αντί γι’ αυτό, πιο «ήμερους», και για να το πούμε «ανεικονικά», πιο «δίκαιους» τους ανθρώπους (516 Α κ.ε.).
Στην Πολιτεία (588 Β κ.ε.) διαμορφώνεται, ακριβώς «πίσω» απ’ τον υπολογισμό τής ευτυχίας, μια φανταστική εικόνα τής ψυχής. Που συναποτελείται από έναν άνθρωπο, ένα λιοντάρι που το περιβάλλουν φίδια, κι από ένα τρίτο, πολυκέφαλο θηρίο, με τα κεφάλια ήμερων και άγριων θηρίων κυκλικά γύρω του, τα οποία μπορεί να αλλάζη, εμφανίζοντας καινούργια. Το δε σύνολο συμπεριλαμβάνεται μέσα σ’ έναν άλλον άνθρωπο, που συμβολίζει το σώμα. Μπορούμε πράγματι να δούμε όλες τις καταστάσεις τής ανθρώπινης ψυχής σ’ αυτήν την εικόνα: την κατάσταση της τάξης, όταν αυτές οι συνυπάρχουσες υπάρξεις είναι συμφιλιωμένες και κυριαρχεί ανάμεσά τους ο «εσωτερικός άνθρωπος»· τα ελαττώματα και τις κακές συνήθειες κάθε είδους, όταν έχη διαταραχθή αυτή η σχέση και επικρατεί η λιονταρίσια και φιδίσια ενέργεια ή οι πολυκέφαλες επιθυμίες· τον σωφρονισμό, όταν το θηριώδες έχη ειρηνεύσει, το δε ήμερο έχη αντίθετα «απελευθερωθή». Τί άλλο μπορεί άρα να σημαίνη η «άποψη» του πλήθους, ότι είναι προτιμώτερη η ατιμωρησία απ’ την τιμωρία, παρά την απελευθέρωση του πολυκέφαλου θηρίου εις βάρος τού «εσωτερικού ανθρώπου»; Το επίπεδο της σκέψης αντιστοιχεί εδώ με ακρίβεια σε κείνο τού Γοργία. Προετοιμάζει, όπως και στον Γοργία – και μέλλει να το δούμε αυτό –, τον μύθο τού Επέκεινα. Μήπως δεν προήλθε απ’ την απεικονιστική «ορμή» τού Γοργία η εικόνα τής Πολιτείας; Είναι η δημιουργική ορμή στον Πλάτωνα που επιδίωξε να παραστήση εδώ συμβολικά τη μορφή τής ψυχής, η ίδια ορμή που θα δημιουργήση αργότερα την εικόνα τού άρματος της ψυχής στον Φαίδρο, και την εικόνα τής «μαριονέττας» στους Νόμους. Μια «ορμή», που μοιάζει να «εκμεταλλεύεται» την αντίθεση ήμερων και άγριων θηρίων τού Γοργία, για να «σφυρηλατήση» τη φανταστικά μεγαλόπρεπη τωρινή εικόνα, απ’ την οποία θα διαφυλάξη πάλι ένα «ίχνος» η αρχή τού Φαίδρου (230 Α), με εκείνο το «τέρας, το πολύ πιο πολύπλοκο κι από τον γίγαντα Τυφώνα» (( Σημ. τ. μετ.: Είναι σαφές νομίζουμε, ότι οι φιλόσοφοί μας εντοπίζουν με πολλή ακρίβεια πολλά από τα πάθη τής ψυχής … )).
Δεν έχει ωστόσο τόση σημασία για μας η παραπομπή στον Φαίδρο, όσο το να γίνη σαφές, πόσο «ομολογεί» αυτό το τμήμα τής Πολιτείας με το αντίστοιχο του Γοργία, το οποίο και δημιούργησε ένα «προηγούμενο» ως προς την υπόθεσή μας, ότι η φανταστική εικόνα αποτελεί, κι εδώ όπως κι εκεί, μια βαθμίδα στη διαδρομή προς τον μύθο. Είναι παρ’ όλ’ αυτά αυτονόητο, ότι μόνον η «κίνηση» και η «διαδρομή» που παρατηρείται στην ίδια την Πολιτεία, μπορεί να μας βεβαιώση γι’ αυτό.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου