Συνέχεια από Παρασκευή, 23 Οκτωβρίου 2020
HANS JONAS
- TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
5. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΛΟ
Η «ελευθερία τής έρευνας» είναι ένα απ’ τα μεγάλα «συνθήματα» του δυτικού κόσμου, καταλαμβάνοντας, λόγω τής υψηλής εκτίμησης της ελευθερίας γενικώς, μιαν εξέχουσα θέση. Γιατί η εξάσκηση αυτής ακριβώς, της μεγαλύτερης από κάθε άλλην ελευθερίας, όχι μόνον έχει εξυψώσει τον δυτικό κόσμο στην περίοπτη θέση του μέσα στην ανθρωπότητα, αλλά είναι και η μόνη που τα δικαιώματά της μοιάζουν απόλυτα, χωρίς να περιορίζονται δηλ. από οποιαδήποτε σύγκρουση με άλλα δικαιώματα. Αν κοιτάξουμε όμως πιο προσεχτικά αυτές τις προτάσεις, θα δούμε πως υπάρχει μια κρυμμένη αντίφαση ανάμεσα στα δυό τους μέρη. Γιατί η ιδιαίτερη θέση που αποκτήθηκε με την ελευθερία τής έρευνας, συνοδεύτηκε από μιαν εξωτερική και ιδιαίτερη επίσης θέση δύναμης και κατοχής, με τη μετατροπή τής αποκτημένης γνώσης σε «εμπορική συναλλαγή», τη στιγμή μάλιστα που το αίτημα για μιαν απολύτως ελεύθερη έρευνα βασίζεται, και πρέπει να βασίζεται, στο γεγονός ότι όλη η δράση της, συμπεριλαμβανομένου και του εσωτερικού σκοπού της, που είναι η γνώση, διακρίνεται καθαρά απ’ το πεδίο κάθε «εμπορικής» πράξης. Εφ’ όσον κάθε ελευθερία περιορίζεται, όπως είναι φυσικό, σε κείνο το πεδίο από την ευθύνη, τον νόμο και τον κοινωνικό σεβασμό , και δεν είναι άρα ποτέ «απόλυτη». Η αλήθεια είναι όμως, είτε ωφέλιμη είτε ανωφελής, καθεαυτή ένα ύψιστο δικαίωμα, ένα καθήκον μάλιστα, χωρίς κανέναν (εκτός από «εσωτερικές» και προσωπικές περιπτώσεις) περιορισμό (είναι απολύτως «ελεύθερη»), εφ’ όσον η παρουσία της στη «σκέψη» κάποιου δεν βλάπτει κανέναν, ενώ και η συμμετοχή κάποιου στην αλήθεια δεν ελαττώνει την – πραγματική ή πιθανή – συμμετοχή κανενός άλλου. Με τη συμμετοχή μάλιστα κάποιου στην αλήθεια ανυψώνεται, λόγω τής μεταδοτικότητας, και η δυνητική συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου. Που σημαίνει ότι και η προσπάθεια για την ανεύρεση και την απόκτησή της – κι αυτό είναι ακριβώς η «έρευνα» - δεν παρεμβαίνει στα δικαιώματα των άλλων (εκτός απ’ τα δικαιώματα προσωπικών και πάλι «μυστικών») έτσι, ώστε η ελευθερία τής έρευνας μπορεί πραγματικά να είναι απόλυτη, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Η προϋπόθεση γι’ αυτό το αίτημα απόλυτης ελευθερίας είναι εν συντομία, ότι η έρευνα δεν θέτει κανένα ηθικό πρόβλημα καθεαυτή – , κάτι που θα μπορούσε να ισχύη και στην περίπτωση μιας απλής, ηθικής ουδετερότητας, αν «η αλήθεια» δεν αποτελούσε βέβαια ένα ηθικό αγαθό, αλλά ένα υποκειμενικό και μόνο πάθος. Το ίδιο το αίτημα της απολυτότητας εξαρτάται ωστόσο από την προϋπόθεση, ότι αποκλείονται αυτά που εδώ «προστατεύονται» – καθώς και κάθε ερώτημα, στοχασμός και σκέψη – από τις (ενδεχόμενες) πρακτικές τους συνάφειες, όπου η (δι)ανθρώπινη ηθική συνεχίζει να εξασκή το δικαίωμά της να κρίνη και να αποφαίνεται. Ας κοιτάξουμε λοιπόν πιο συγκεκριμένα αυτήν την «κρίσιμη» προϋπόθεση, συσχετίζοντάς την ιδιαιτέρως με τη διερεύνηση της φύσεως έτσι, ώστε «επιστήμη» να σημαίνη από εδώ και πέρα, σύμφωνα με την αγγλο-αμερικανική σημασία τής λέξης “science”, ολόκληρο το σύμπλεγμα των φυσικών επιστημών.
Συναντώνται («τέμνονται») η επιστήμη και η ηθική;
Θα
μπορούσαμε να πούμε με μια πρώτη ματιά, ότι δεν συναντάται καθόλου η επιστήμη
με την ηθική, αν εξαιρέσουμε την εσωτερική ηθικότητα της πίστης στις προσταγές
τής ίδιας της επιστήμης, δηλ. στην «επιστημονικότητα».
Η μοναδική αξία τής επιστήμης είναι η
γνώση, κι η μοναδική ασχολία της η απόκτησή της. Κάτι που συνοδεύεται απ’
τους δικούς του κανόνες συμπεριφοράς, που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε «εντοπισμένη ηθική τού επιστημονικού πεδίου»:
να τηρής τούς μεθοδικούς και αποδεικτικούς κανόνες, να μην εξαπατάς, να μην
ξεγελάς δηλ. ούτε τον εαυτό σου ούτε τους άλλους, με επιπόλαια π.χ.
συμπεράσματα ή «πρόχειρα» («ακατάστατα») πειράματα, αποσιωπώντας την παραποίηση
των αποτελεσμάτων τους – με δυό λόγια: να σε διακρίνη διανοητική (δια του νοός) εντιμότητα και ακρίβεια. Ηθικά αυτό δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στην εντολή, να
είσαι ένας καλός και όχι ένας κακός επιστήμων («αν θες να είσαι επιστήμων, να
είσαι “επιστημονικός” επιστήμων!»), χωρίς να δημιουργή καμμιάν υποχρέωση της
επιστήμης απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Το ίδιο ισχύει δε και για τις προσωπικές αρετές τής αφοσίωσης, της
επιμονής, της πειθαρχίας και της δύναμης να αντιστέκεσαι στις δικές σου
προκαταλήψεις: αρετές που δεν αποτελούν παρά απλές πάλι προϋποθέσεις επιτυχίας
στο ίδιο το επάγγελμα, αν και αξιέπαινες πέρα κι απ’ αυτό. Το χρέος τελικά τού
ερευνητή, να ανακοινώνη τα συμπεράσματά του και την αιτιολόγησή τους στην
επιστημονική κοινότητα, φαίνεται μεν να προσδίδη κάποια κοινωνική και δημόσια
διάσταση στην ενδοεπιστημονική ηθική, αλλά η «εσωτερική» αυτή επικοινωνία
ανήκει στην πραγματικότητα, καθώς αυξάνει συνεχώς ο συλλογικός χαρακτήρας τού
επιστημονικού εγχειρήματος, ακόμα και για τον μεμονωμένο ερευνητή, στις τεχνικές προϋποθέσεις τής καλής
επιστημονικής απόδοσης. Η επιστημονική ηθική μένει άρα ακόμα και έτσι αυστηρά
«εντοπισμένη» και η επιστημονική «φιλότης» υποχρεωμένη απέναντι μόνο στον εαυτό
της. Η επιστήμη διαμορφώνει, αν τη δούμε έτσι, μιαν ηθική «νησίδα» για τον εαυτό της.
Αισθάνεται βέβαια κανείς αμέσως, ότι αυτή η αυτο-προσωπογραφία τής
επιστήμης δεν συνιστά ολόκληρη την αλήθεια. Και κάτι τέτοιο μπορεί ασφαλώς να
ίσχυε, για όσο διάστημα η ερευνητική
και η πρακτική «σφαίρα» ήταν σαφώς
διαχωρισμένες αναμεταξύ τους, όπως συνέβαινε στους προ-μοντέρνους καιρούς,
και η καθαρή θεωρία δεν παρενέβαινε στις πρακτικές, καθημερινές ανάγκες. Η
γνώση μπορεί να θεωρείτο τότε ένα ιδιωτικό αγαθό αυτού που την κατείχε, και δεν
μπορούσε να βλάψη, «εσωτερικά περιορισμένη», κανέναν άλλον. Έργο τής γνώσης ήταν να κατανοήση, και όχι να αλλάξη τα πράγματα. Η ίδια η γνώση,
αλλά και όσα αποκτούσε με την παρατήρηση και τη σκέψη, αποτελούσαν πνευματικές
«καταστάσεις», που μπορούσαν βέβαια να «μεταδίδονται» ως γνώσεις, αποκτώντας
έτσι μια «παγκόσμια» και αντικειμενική εμβέλεια, χωρίς να παρεμβαίνουν ωστόσο
στα ίδια τα αντικείμενά τους. Η διάδοση της γνώσης είχε θεωρηθή ασφαλώς κάποιες
φορές επικίνδυνη, απ’ τη μεριά δημοσίων εξουσιών (όπως π.χ. της Εκκλησίας,
μερικές φορές και του κράτους), για την ευημερία τών πολλών, υποσκάπτοντας π.χ.
την πίστη τους. Μια αυτόματη τρόπον τινά προφύλαξη απέναντι σ’ αυτόν τον
κίνδυνο υπήρχε ωστόσο ήδη στον εσωτερικό
χαρακτήρα τής ανώτερης ευρυμάθειας ή σοφίας καθ’ εαυτής, που
περιοριζόταν σε λίγους, οι οποίοι είχαν ως επί το πλείστον το δικαίωμα να
υπερασπιστούν την ίδια τους τη σκέψη
απέναντι σε απαιτήσεις κηδεμονίας τών ψυχών τους, εφ’ όσον η σκέψη αυτή δεν
επενέβαινε στα πράγματα του εξωτερικού κόσμου. Οι δε Ιδέες (Ideen) διαθέτουν, ακόμα κι όταν
διαδίδονται πλατειά τριγύρω, μιαν ύψιστα πειστική και καθόλου καταναγκαστική
ισχύ.
Η συγχώνευση θεωρίας και πράξης
στη σύγχρονη επιστήμη
Ολόκληρη αυτή η κληρονομιά μιας κλασσικής παράδοσης της σκέψης χάθηκε σιγά-σιγά στο παρελθόν, με την προαγωγή τών φυσικών επιστημών στην αρχή τής σύγχρονης εποχής (τον 17ον αιώνα). Με τις φυσικές επιστήμες άλλαξε ριζικά η σχέση θεωρίας και πράξης, προς μιαν ολοένα και «οικειότερη» συγχώνευση. Επιβίωνε ωστόσο ακόμα και τότε η πλασματική επινόηση μιας «καθαρής θεωρίας», καθώς και της ουσιαστικής «αθωότητάς» της. Μέσα στο γενικό «σύνθημα» ελευθερίας σκέψης και λόγου, και με την αντίστοιχη αναφορά στη διαφορά λόγου και πράξης, καθώς και στην υπερβάλλουσα έτσι αξία τής «αλήθειας», μπορούσε και η επιστημονική έρευνα να απαιτήση απεριόριστη ελευθερία για τον εαυτό της – σε μια παράξενη πολυφωνία (Polyphonie) με την καινούργια («μοντέρνα») υπόσχεση μιας προφανέστατης τελικά χρησιμότητας (από τον Francis Bacon), που αντιφάσκει βέβαια στον ισχυρισμό μιας θεωρητικής αυτοτέλειας. Η υπόσχεση της χρησιμότητας θα πραγματοποιείτο αργότερα κατ’ αρχάς, με τη βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα. H κοινωνική «ελευθερία» τής επιστήμης τρεφόταν μέχρι τότε απ’ το κληρονομημένο αξίωμα της «γνώσης για τη γνώση» και την «ευγένεια» της αναζήτησής της, συνδυασμένα μάλιστα τώρα με την ανεκτικότητα για κάθε σκέψη και πίστη (συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος του λάθους). Αυτός ο διπλός σεβασμός είναι τόσο βαθειά εμφυτευμένος στο σύγχρονο πνεύμα, ώστε λίγα πράγματα να «αντηχούν», ακόμα και στη σημερινή, παραλλαγμένη πραγματικότητα, τόσο παράφωνα στα «δυτικά» αυτιά, όσο μια «παρέμβαση στην ελευθερία τής επιστήμης».
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου