Συνέχεια από:Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020
Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque.
IV. ΟΙ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ.
ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ-Η ΜΟΡΦΩΣΗ-Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ.
"Οι αρετές είναι ποιότητες η απόκτηση των οποίων επιτρέπει στον άνθρωπο να φτάσει την ευτυχία και η έλλειψη τών οποίων τον εμποδίζει να φτάσει αυτό το τέλος" ( A. MC Intyre, After Virtue, σ. 148). Οι αρετές είναι λοιπόν φυσικές διαθέσεις κατά κάποιο τρόπο, διότι, εάν ήταν ενάντια στην Φύση, δέν θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην πραγματοποίηση αυτού του σύμφυτου τέλους στον άνθρωπο, που είναι η ευτυχία. Αυτό φτάνει για να διακρίνει ριζικά την θέση τού Αριστοτέλη απο εκείνη που υιοθετήθηκε, λίγο πολύ συνειδητά απο τους μοντέρνους, σύμφωνα με την οποία η αρετή είναι ένα τεχνητό μέσον-και γι'αυτό κοπιώδες και οδυνηρό-για να φρενάρει τις φυσικές επιθυμίες. Μία θέση ή οποία αποκορυφώνεται στην απόλυτη διάκριση, στο ξεχώρισμα, στην διαίρεση, την οποία θέτει ο Κάντ, ανάμεσα στο δέον απο το ένα μέρος και την φύση και την ευτυχία απο το άλλο.
Επειδή ο άνθρωπος έχει μία φυσική ροπή στην αναζήτηση της ευχαριστήσεως και στην αποφυγή του πόνου, η λειτουργία της ηθικής καλλιέργειας δέν έχει σκοπό να καταπιέσει αυτή την ροπή, την τάση, αλλά αντιθέτως να την χρησιμοποιήσει σαν αιτία απόκτησης ενάρετων συνηθειών. Ο Αριστοτέλης υιοθετεί μία παρατήρηση του Πλάτωνος, σύμφωνα με την οποία η ηθική καλλιέργεια συνίσταται στην απόκτηση της συνήθειας απο το μωρό να αισθάνεται ευχαρίστηση ή πόνο όπου είναι απαραίτητο να τα αισθάνεται (Πλ Νόμοι ΙΙ 653 AC Ηθ. Νικομ. ΙΙ 1104 b 12). Αλλά ενώ για τον Πλάτωνα εμπρόκειτο για μία απλή συνιστώσα της αρετής, ο Αριστοτέλης δέν διστάζει να διακρίνει σ'αυτό το σημείο έναν ουσιαστικό δεσμό: ο ενάρετος άνθρωπος είναι αυτός ο οποίος πραγματοποιεί ευχαρίστως πράξεις για τις οποίες τον προδιαθέτει η αρετή του. Εάν τις πραγματοποιεί με δυσφορία, δέν είναι παρά ένας καταναγκασμένος εμπαθής, υποχρεωμένος απο κάποια ανάγκη εξωτερική να υπακούσει σε κάποιον κανόνα τον οποίο δέν έχει εσωτερικεύσει, δέν έχει οικειοποιηθεί (ιδιοποιηθεί). Έτσι ο Αριστοτέλης δέν διστάζει στην συνέχεια να υποστηρίξει πώς ένας άνθρωπος που πραγματοποιεί με βαρειά καρδιά μία θαρραλέα πράξη, δέν είναι θαρραλέος στ'αλήθεια, αλλά δειλός (1104 b 8). Δέν είναι δυνατό να φαντασθούμε πιό ριζική αντίθεση στην ηθική του Kant. Γι'αυτόν τον φιλόσοφο είναι γνωστό, η αρετή δέν έχει καμμία σχέση με την κλίση του ανθρώπου, καθότι μία πράξη ακόμη και αν ειναι καλή, η οποία πραγματοποιείται με ευχαρίστηση είναι υποταγμένη σε μία διαφορετική σκοπιμότητα απο την απλή και καθαρή τήρηση του ηθικού νόμου. Επομένως δέν έχει πραγματοποιηθεί λόγω του δέοντος, ακόμη και αν συμμορφώνεται εξωτερικώς σ'αυτό.
Οι λόγοι αυτής της αντιθέσεως ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Kant προέρχονται ουσιαστικά, απο τις αντίθετες αντιλήψεις του τής σχέσεως ανάμεσα στο ήθος και την ευτυχία. Σχεδόν ταυτότης για τον Αριστοτέλη, ριζικός διαχωρισμός για τον Kant.Αυτή όμως η αντίθεση αντιστοιχεί και σε δύο διαφορετικά μεθοδολογικώς σχέδια. Για τον Kant, το πρόβλημα είναι ο καθορισμός της ηθικής ενέργειας στην καθαρότητά της, αποσπώντας την διά της αφαιρέσεως απο τις εμπειρικές της σκοπιμότητες, οι οποίες δυσκολεύονται πάντοτε να συγχρονισθούν, στον καθορισμό της, με την καθαρή έννοια της ηθικής, του δέοντος. Στον Αριστοτέλη όμως πρόκειται για τον ορισμό του ηθικού ανθρώπου, στην ενότητα της ζωής, όσο και αν είναι σύνθετη, γι'αυτό που κάθε φορά τον διαθέτει στο αγαθό. Η ενότης αυτής της διαθέσεως, αδιαρρήκτως νοερής και αισθηματικής εκφράζεται με την έννοια της αρετής.
ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ.
Πέραν της ανθρωπολογικής διαστάσεως, υποκειμενικής κατά κάποιο τρόπο, όπως αναφερθήκαμε προηγουμένως, η έννοια της ηθικής περιέχει και μία αντικειμενική διάσταση, η οποία γίνεται αντιληπτή στο γεγονός ότι δέν υπάρχει μία αρετή, αλλά πολλές. Γιατί αυτή η πολλαπλότης; Ο άνθρωπος, στην πρακτική του ζωή, αντιμετωπίζει μία ποικιλία καταστάσεων. Κάθε κατάσταση ενεργεί στην αισθηματικότητά μας και καθορίζει σε μας πάθη που είναι άμεσες αντιδράσεις στο περιβάλλον μας : επιθυμία, οργή, φόβος, ζήλεια, φιλία, μίσος, οίκτος κ.τ.λ. Αυτά τα πάθη δέν είναι μόνον φυσιολογικά φαινόμενα τα οποία μεταφράζονται π.χ. στο κοκκίνισμα ή στο κιτρίνισμα τού προσώπου, στο τρεμούλιασμα των άκρων κ.τ.λ. Αντιπροσωπεύουν λογικές συμπεριφορές, η σημασία των οποίων είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, στην συγκεκριμένη κατάσταση, απο αυτόν απέναντι στον οποίο αισθανόμαστε θυμό, ή λύπηση, για παράδειγμα απο τον θεατή ή ακόμη και απο τον φορέα τον ίδιον. Αλλά το γεγονός ότι τα πάθη είναι φορείς νοήματος ή λογικής δέν σημαίνει ότι η ενστικτώδης τους άσκηση κατευθύνεται πάντοτε πρός το αγαθό. Έτσι μία κίνηση θυμού μπορεί να είναι θανάσιμη για αυτόν που τον δέχεται, αλλά και για τον φορέα, ο οποίος ένα λεπτό αργότερα μπορεί να μετανοιώσει για την πράξη του. Εξ'άλλου ο Αριστοτέλης δέν θεωρεί ότι το πάθος καθαυτό είναι κακό, μόνον απο το γεγονός ότι δέν είναι μία λογική συμπεριφορά και ταράζει την ησυχία της ψυχής. Ο Αριστοτέλης απορρίπτει το σωκρατικό ιδανικό της απάθειας, δηλαδή της απουσίας πάθους: ούτε θα είχε αποδεχθεί εξίσου το στωϊκό ιδανικό της αταραξίας, δηλαδή της απουσίας ταραχής. Τα πάθη είναι οι κινήσεις της ψυχής (1106 α 4), δέν είναι "ασθένειες", όπως θα ισχυρισθεί αργότερα ο Χρύσιππος. Η άσκηση τους μπορεί να είναι κανονική και γόνιμη. Υπάρχουν δηλαδή νόμιμος θυμοί, δικαιολογημένοι φθόνοι, χρήσιμοι φόβοι, ακόμη και σκόπιμα μίση. Δέν πρέπει να εξαφανίσουμε τα πάθη, διότι χωρίς αυτά η ψυχή θα ήταν αδρανής, ανίκανη να αντιδράσει, και να δράσει. Αντιστρόφως, όμως, δέν πρέπει να παραδιδόμαστε σ'αυτά χωρίς μέτρο. Έτσι η πρόταση του Αριστοτέλη αντιστοιχεί σε μία μετριοπαθή χρήση των παθών, αυτό που ονομάζεται ακριβώς μετά απο αυτόν μετριοπάθεια! Για να αντιπαραθέσουμε αυτή την μετριοπαθή στάση τόσο στην ξέφρενη έξαρση του πάθους όσο και στην σωκρατική απάθεια, την οποία υιοθέτησαν οι στωϊκοί στην συνέχεια.
Εξ'αυτού γίνεται αμέσως κατανοητό πώς οι αρετές είναι πολλές, όσες και τα πάθη, των οποίων την λειτουργία έχουν χρέος να ρυθμίσουν, όπως και τους τύπους της καταστάσεως που προκαλούν αυτά τα πάθη και στις οποίες πρέπει να δράσουμε. Οι αρετές παρουσιάζονται στον Αριστοτέλη κάτω απο την μορφή ενός καταλόγου, ο οποίος προσπαθεί να αποδώσει δικαιοσύνη, στην διαφορετικότητά του και στον πλούτο του, τόσο στην ηθική υποκειμενική εμπειρία όσο και στην ανάλυση προβλέψιμων τύπων καταστάσεων. Όπως η πράξη θεμελιώνεται στο άτομο, έτσι δέν μπορούμε να περιμένουμε απο κάθε αρετή μία γενική αρχή καθορισμού των ενάρετων ενεργειών. Μας λέει δηλαδή ο Αριστοτέλης ότι δέν έχει τόση σημασία να ορίσουμε την αρετή και να φιλοσοφήσουμε σ'αυτόν τον ορισμό-όπως βρίσκουμε στους διαλόγους του Πλάτωνος ίσως- όση σημασία έχει να πραγματοποιήσουμε ενάρετες πράξεις (1105 b 12). Δέν γινόμαστε δίκαιοι ή θαρραλέοι συζητώντας για την δικαιοσύνη ή το θάρρος, αλλά κάνοντας πράξεις δίκαιες και θαρραλέες.
Αυτή η επιμονή τού Αριστοτέλη στην πρακτική ίσως φανεί ότι αφήνει λίγο χώρο για την θεωρία. Αλλά παρ'όλα αυτά πρέπει να μιλήσουμε για τις αρετές, να συστήσουμε μία αρετολογία, εάν θελουμε να σταθεροποιήσουμε για πρακτικούς σκοπούς, τα σχήματα τής ενέργειας τών συμπεριφορών που θεωρούνται κανονικές και παραδοσιακές ή που μπορούν να συνδυαστούν με αρετές που πρέπει ακόμη να ανακαλύψουμε. Δέν μπορούμε να παραβλέψουμε το γενικό πρόβλημα του κανόνος τής ενάρετης ενέργειας. Εάν η αρετή είναι η διάθεση να γίνει καλή χρήση κάποιου πάθους, τί πράγμα θα μας επιτρέψει κάθε φορά να βεβαιωθούμε ότι μία κάποια χρήση είναι καλή και ορθή; Ο Αριστοτέλης απαντά μόνον σταδιακά σ'αυτή την ερώτηση. Η απάντηση θα είναι το τελικό σημείο της αναλύσεως. Αρχίζει με την επεξεργασία σχημάτων τών οποίων το κοινό σημείο είναι ο σχεδιασμός των περιστάσεων χωρίς τις οποίες δέν μπορούμε να μιλήσουμε για ενάρετες πράξεις. Ενάρετη δράση είναι να δοκιμάσουμε ένα συγκεκριμένο πάθος "όταν είναι η στιγμή, για το συμφέρον, πρός τα σωστά πρόσωπα, για τον σκοπό και με τον τρόπο που πρέπει" (1106 b 21). Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, της καλής χρήσεως του θυμού (αυτή η καλή χρήση είναι μία αρετή, στην οποία ο Αριστοτέλης δίνει το παραδοσιακό όνομα της πραότητος, της γλυκύτητος), ή ακόμη είναι η περίπτωση εκείνων των αρετών που είναι η φιλελευθερία ή το μεγαλείο. "Είναι προσιτό σε ολους και εύκολο να αγανακτήσουμε, να χαρίσουμε χρήματα, να ξοδέψουμε. Αλλά να το κάνουμε με αυτόν που πρέπει, στο σωστό μέτρο, την κατάλληλη στιγμή, με τον σκοπό και τον τρόπο που συμφέρει, δέν ανήκει πλέον στους πολλούς, ούτε είναι εύκολο. Και γι'αυτό ακριβώς να το κάνουμε καλά και σωστά είναι πράγμα σπάνιο, και είναι άξιο θαυμασμού και είναι ωραίο (1109 α 26-29)".
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου