Στέκομαι, ἀκόμα, στὸ «Εἰσαγωγικὸ κείμενο», ἀπὸ τὸ βιβλίο, μὲ τίτλο «Ὁ ἅγιος παπα ‐ Νικόλας Πλανᾶς, Ὁ ἁπλοϊκὸς ποιμὴν τῶν ἁπλῶν προβάτων», γραμμένο ἀπὸ τὸν Φώτη Κόντογλου, ποὺ μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη μνημονεύουμε ἀπόψε, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ Μωραϊτίδη.
«Μεγάλο καὶ ψυχοσωτήριο παράδειγμα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ζωὴ ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου τὸν σημερινὸν καιρὸ ποὺ φούντωσε ἡ ἁμαρτία, καὶ ποὺ τὴν κάθε λογῆς ἀκολασία τὴν ἔχουν συνηθίσει τόσο οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ ἔχουν γίνει ἀναίσθητοι. Στοὺς πλέον σκοτεινοὺς καιρούς, ποὺ κρύβεται τὸ λαμπερὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἡ φιλανθρωπία του φανερώνει ἀνάμεσά μας κάποιον ἀπεσταλμένο του, γιὰ νὰ μᾶς στερεώσῃ τὴν πίστη μὲ τὴν πολιτεία του, κι ἂς μὴ λέγη πολλὰ λόγια.
Τέτοιος ἀπεσταλμένος ἤτανε ὁ παπα ‐ Πλανᾶς, ποὺ μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε εἶχε τὴν εὐκολία στὰ λόγια ποὺ ἔχουν ἐκεῖνοι ὁποὺ συνηθίζει ὁ κόσμος νὰ τοὺς λέγη θεολόγους, καὶ ποὺ σπουδάζουν στὰ πανεπιστήμια καὶ στ ̓ ἄλλα σχολειὰ καὶ παίρνουν διπλώματα. Γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ φέρνει τὴν πίστη. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ κι ἀμετασάλευτη πίστη,φανερώνουνται ὅλα τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας ζῆ πνευματικὰ μὲ τὴ λειτουργικὴ ζωή, καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ θεωρίες καὶ φιλοσοφίες, ἀλλὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἁγιότητα. Ὁ πόθος του εἶναι νὰ βλέπη ἁγιασμένους κληρικοὐς, κι ἂς εἶναι πιὸ ἀγράμματοι κι ἀπ ̓ αὐτόν. Μάλιστα, ὅσο πιὸ ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ εἶναι, τόσο περισσότερο τοὺς σέβεται καὶ τοὺς ἀγαπᾶ, καὶ πηγαίνει κοντά τους σὰν σὲ καταφύγιο. Ὁ πόθος τοῦ λαοῦ νὰ δῆ ἕναν ἅγιο στὸν καιρό του, εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ φτάνει νὰ εἶναι ἕνας κληρικὸς μοναχὰ εὐλαβὴς κ ̓ ἐνάρετος, γιὰ νὰ τὸν πῆ ἅγιο». (σσ. 15‐ 16)
Ὁ «Ἐπίλογος» τοῦ βιβλίου γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ, γραμμένος ἀπὸ τὸν Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, μιὰ ἄλλη μεγάλη Γεροντικὴ μορφὴ τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μετέπειτα καθηγούμενο τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς Μονῆς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴ Λογγοβάρδα τῆς Πάρου, εἶναι ἐξίσου σημαντικὸς και στιβαρός, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικὸς τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα‐ Πλανᾶ, καθὼς καὶ τῶν κατανυκτικῶν ἀγρυπνιῶν, στὶς ὁποῖες μετεῖχαν Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης καὶ λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Νικόλαος παπα ‐ Πλανᾶς.
Γράφει, λοιπόν, ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος γιὰ τὶς ἀγρυπνίες στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ: «Κατὰ τὸ ἔτος 1905 ‐ 1907 ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐφοίτων εἰς τὴν Βυζαντινὴν Μουσικὴν Σχολὴν «Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνος… Ὁ συμπατριώτης μου Ἰωάννης Ἀλεξάκης… ἡμέράν τινα λέγει μοι: «Νὰ ἔλθης εἰς τὸν μικρὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, εἰς τὸν ὁποῖον γίνονται κατανυκτικαὶ ἀγρυπνίαι καὶ ψάλλουν βυζαντινὰ οἱ Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης καὶ ἄλλοι. Θὰ ὠφεληθῆς καὶ θὰ μάθης πολλὰ ἀναγκαῖα, χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα διὰ τὴν ἱερὰν ὑμνωδίαν.»
Μετέβην εἰς μίαν ἀγρυπνίαν καὶ τόσον πολὺ ηὐχαριστήθην καὶ κατενύγην, ὥστε συχνάκις καθ ̓ ὅλην τὴν ἑβδομάδα εἶχον εἰς τὸν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν∙ καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ποτίσω, δροσίσω καὶ εὐφράνω τὴν διψῶσαν μου ψυχήν. Καὶ πράγματι ᾐσθανόμην δρόσον, εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ μοὶ ἐφαινοντο εἰς τὸν λάρυγγά μου γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὕμνοι, αἱ δοξολογίαι, τὰ στιχηρά, τὰ ἰδιόμελα, οἱ κανόνες, τὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι καθηγηταὶ ἐξάδελφοι Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὲ φόβον καὶ τρόμον: «ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ».
Ὅταν ἔψαλλον οἱ δύο Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὁ εἷς δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά, ἔψαλλον μὲ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ποὺ ἐνόμιζες ὅτι προσηύχοντο, ὅτι ἵσταντο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως παρισταμένου καὶ πανταχοῦ παρόντος Παντοδυνάμου καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ τις ἠλαύνετο ὁ νοῦς του ὥσπερ ὑπὸ μαγνήτου, ἐπρόσεχε, ᾐσθάνετο τὰ δρώμενα καὶ ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸν Οὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός…
Εἰς τὰς ἀγρυπνίας ἐγνώρισα καὶ δύο ἱερεῖς τὸν παπα Ἀντώνιον, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, καὶ τὸν παπα ‐ Νικόλαον Πλανᾶ, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ∙ καὶ οἱ δύο ἀκούραστοι,πρόθυμοι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, καλόκαρδοι. Ἐξαιρέτως δὲ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος παπα‐ Νικόλας Πλανᾶς ἦτο ἁπλοῦς, ἄκακος, πρᾶος, ἀκέραιος, ἀπόνηρος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, πάντοτε ἱλαρός, χαροποιός, γελαστός.
Εἰς τὸν παπα‐ Νικόλαον, ἐπειδὴ ἦτο ταπεινός, ἐπέβλεψεν ἐπ ̓ αὐτὸν ὁ Κύριος, ὡς λέγει ὁ σοφὸς παροιμιαστής: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, λέγει Κύριος, εἰμὴ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους∙» καὶ πάλιν: « ἐν καρδίαις πραέων ἀναπαύσεται πνεῦμα Κυρίου»∙ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ. Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις μακαρίζει αὐτούς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν». (σσ. 115 ‐ 117)
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου