Συνέχεια από: Σάββατο, 19 Ιουνίου 2021
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο
Ότι όποιος ομολογεί την αρχή της συστάσεως του κόσμου αναγκαίως θα συμφωνήσει και περί του τέλους
Αν κάποιος, βλέποντας την τωρινή φορά του κόσμου να διεξάγεται με κάποιο ειρμό, με την οποία φορά θεωρείται το χρονικό διάστημα, δεν θεωρεί δυνατό ότι θα γίνει η προαναφερθείσα στάσις των κινούμενων, αυτός είναι φανερό ότι δεν πιστεύει ότι ούτε στην αρχή έγινε από τον Θεό ο ουρανός και η γη. Διότι εκείνος που δέχεται αρχή της κινήσεως, δεν αμφιβάλλει πάντως ούτε περί του τέλους· και όποιος δεν παραδέχεται το τέλος, δεν παραδέχεται ούτε την αρχή. Αλλά, όπως νοούμε ότι οι αιώνες καταρτίσθηκαν με το λόγο του Θεού, πιστεύοντας, καθώς λέγει ο Απόστολος, ότι τα βλεπόμενα έγιναν από τα μη φαινόμενα, την ίδια πίστη θα χρησιμοποιήσομε για το λόγο του Θεού που προαγγέλλει την αναγκαία στάσιν των όντων. Το πώς θα συμβεί αυτό, ας το αφήσουμε έξω από την πολυπραγμοσύνη· διότι κι’ εκεί με την πίστη δεχθήκαμε οτι το βλεπόμενο καταρτίσθηκε από το μη φαινόμενο ακόμη, παραμερίζοντας την αναζήτηση των ανεφίκτων. Και όμως ο λόγος μάς υποβάλλει ν’ απορούμε για πολλά πράγματα, παρέχοντας όχι λίγες αφορμές για την αμφιβολία των πιστευομένων.
Πράγματι κι’ εκεί θα μπορούσαν οι εριστικοί να ανατρέψουν την πίστη με συλλογισμούς που φαίνονται εύλογοι, ώστε να μη νομίζουμε ότι είναι αληθινός ο λόγος περί της υλικής κτίσεως, τον οποίο πρεσβεύει η αγία Γραφή και διαβεβαιώνει ότι όλα τα όντα έχουν τη γένεσίν τους εκ του Θεού. Διότι εκείνοι που υποστηρίζουν τον αντίθετο λόγο, θεωρούν την ύλη συναΐδια με τον Θεό, χρησιμοποιώντας τα παρακάτω επιχειρήματα γι’ αυτήν την άποψη. Αν ο Θεός απλός κατά τη φύση και άυλος, άποιος και αμέγεθος και ασύνθετος και ξένος προς κάθε περιγραφή σχήματος, ενώ κάθε ύλη καταλαμβάνεται μέσα σε διαστηματική έκταση και δεν ξεφεύγει της συλλήψεως (κατανοήσεως) δια των αισθητηρίων, γνωριζομένη κατά το χρώμα, το σχήμα, τον όγκο, το μέγεθος, την παγιότητα και τα λοιπά ιδιώματά της, των οποίων δεν είναι δυνατό κανένα να παρατηρηθεί στη θεία φύση, ποιός τρόπος υπάρχει να γεννηθεί από το άυλο η ύλη; Από το αδιάστατο η διαστηματική φύσις; Αν πράγματι πιστεύεται ότι αυτά επήραν από εκεί υπόσταση, είναι φανερό ότι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτόν κατά τον άρρητο λόγο, και έπειτα ήλθαν σε γένεσιν. Αν όμως το υλώδες ήταν μέσα σ’ αυτόν, πώς θα ήταν άυλος αυτός που έχει μέσα του την ύλη; Κατά παρόμοιο τρόπο και όλα τα άλλα, δια των οποίων χαρακτηρίζεται η υλική φύσις. Αν υπάρχει μέσα στο Θεό η ποσότης, πώς θα είναι άποσος ο Θεός; Αν μέσα σ’ εκείνον υπάρχει το σύνθετο, πώς αυτός θα είναι απλός και αμερής και ασύνθετος; Ώστε ή ότι αυτός είναι κατ’ ανάγκην υλικός, αφού από εκεί πήρε υπόσταση η ύλη, ή, αν αποφύγει τούτο, αναγκαίως θα πιστεύσει ότι η ύλη υπεισήλθε σ’ αυτόν απ’ έξω για την κατασκευή του παντός.
Αν λοιπόν η ύλη ήταν έξω από τον Θεό, τότε οπωσδήποτε δίπλα στον Θεό θα υπήρχε κάτι άλλο πού θα υφίστατο αϊδίως μαζί με τον όντα αγεννήτως· ώστε θα υπήρχαν δύο άναρχα και αγέννητα, εννοούμενα κατά τον ίδιο μεταξύ τους λόγο, το ένα εκείνου πού ενεργεί τεχνικώς και το άλλο εκείνου πού δέχεται τούτη την επιστημονική (γνωστική) ενέργεια. Αν λοιπόν κανείς από αυτήν την ανάγκη υποθέσει ότι η ύλη υπόκειται αϊδίως στο Δημιουργό των όλων, πόση συνηγορία θα βρει για τα δόγματά του ο Μανιχαίος, ο οποίος την υλική αίτια ως προς το αγέννητο αντιπαραβάλλει με την αγαθή φύσιν;
Αλλ’ όμως εμείς πιστεύουμε ακούγοντας τη Γραφή που λέγει ότι τα πάντα προέρχονται από τον Θεό· αλλά πώς αυτά ήσαν στο Θεό, πού είναι επάνω από την αντίληψή μας, δεν αξιώνουμε να το εξετάσουμε, διότι πιστεύομε ότι όλα είναι εφικτά στην θεία δύναμιν, και στο μη ον να δώσει υπόσταση και στο ον να παράσχει κατά το δοκούν τις ποιότητες. Επομένως είναι εύλογο και νομίζομε ότι αρκεί η δύναμις του θείου θελήματος για την υπόσταση των όντων από το μη ον· έτσι, και αν αποδώσουμε την αναστοιχείωση των υπαρχόντων στην ίδια δύναμιν, δεν θα είναι έξω από τα πρέποντα η πίστη μας. Και όμως θα ήταν ίσως δυνατό με κάποια επιχειρήματα να πείσουμε εκείνους που περιεργάζονται την ύλη, να μη νομίζουν ότι παρατρέχουμε χωρίς συζήτηση το θέμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓʹ.
Ὅτι ὁ τὴν ἀρχὴν τῆς τοῦ κόσμου συστάσεως ὁμολογῶν, ἀναγκαίως καὶ περὶ τοῦ τέλους συνθήσεται.
Εἰ δέ τις τὴν νῦν τοῦ κόσμου φορὰν εἱρμῷ τινι διεξαγομένην βλέπων, δι' ἦς τὸ χρονικὸν θεωρεῖται διάστημα, μὴ ἐνδέχεσθαι λέγοι τὴν προαγγελθεῖσαν τῶν κινουμένων στάσιν γενήσεσθαι· δῆλος ὁ τοιοῦτός ἐστι, μηδὲ ἐν ἀρχῇ γεγενῆσθαι παρὰ τοῦ Θεοῦ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν πιστεύων. Ὁ γὰρ ἀρχὴν τῇ κινήσει διδοὺς, οὐκ ἀμφιβάλλει πάντως καὶ περὶ τέ λους; καὶ ὁ τὸ τέλος μὴ προσδεχόμενος, οὐδὲ τὴν ἀρχὴν παρεδέξατο. Ἀλλ' ὥσπερ κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας τῷ ῥήματι νοοῦμεν τοῦ Θεοῦ, πιστεύοντες, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ἐκ τῶν μὴ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι· τῇ αὐτῇ πίστει χρησόμεθα περὶ τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ, τοῦ τὴν ἀναγκαίαν τῶν ὄντων στάσιν προαγορεύσαντος. Τὸ δὲ πῶς, ἐξαιρετέον τῆς πολυπραγμοσύνης· καὶ γὰρ κἀκεῖ πίστει κατηρτίσθαι τὸ βλεπόμενον ἐκ τῶν μηδέπω φαινομένων κατεδεξάμεθα, παραδραμόντες τῶν ἀνεφίκτων τὴν ζήτησιν. Καίτοι περὶ πολλῶν ἡμῖν ὁ λόγος ἀπορεῖν ὑπετίθετο, οὐ μικρὰς παρέχων ἀφορμὰς πρὸς τὴν τῶν πεπιστευμένων ἀμφιβολίαν.
Ἐξῆν γὰρ κἀ κεῖ τοῖς ἐριστικοῖς ἐκ τῶν εὐλόγων κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἀνατρέπειν τὴν πίστιν, πρὸς τὸ μὴ νομίζειν ἀληθῆ τὸν περὶ τῆς ὑλικῆς κτίσεως εἶναι λόγον, ὃν ἡ ἁγία πρεσβεύει Γραφὴ, πάντων τῶν ὄντων ἐκ τοῦ Θεοῦ εἶναι διαβεβαιουμένη τὴν γένεσιν. Οἱ γὰρ τῷ ἐναντίῳ παριστάμενοι λόγῳ, συναΐδιον εἶναι τῷ Θεῷ τὴν ὕλην κατασκευάζουσι, τοιούτοις ἐπιχειρήμασι πρὸς τὸ δόγμα χρώμενοι· Εἰ ἁπλοῦς ὁ Θεὸς τῇ φύσει, καὶ ἄϋλος, ἀποιός τε καὶ ἀμεγέθης, καὶ ἀσύνθετος, καὶ τῆς κατὰ τὸ σχῆμα περιγραφῆς ἀλλοτρίως ἔχων πᾶσα δὲ ὕλη ἐν διαστηματικῇ παρατάσει καταλαμβά νεται, καὶ τὰς διὰ τῶν αἰσθητηρίων καταλήψεις οὐ διαπέφευγεν, ἐν χρώματι, καὶ σχήματι, καὶ ὄγκῳ, καὶ πη λικότητι, καὶ ἀντιτυπίᾳ, καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς περὶ αὐ τὴν θεωρουμένοις γινωσκομένη, ὧν οὐδὲν ἐν τῇ θεία φύσει δυνατόν ἐστι κατανοῆσαι· τίς μηχανὴ ἐκ τοῦ ἀῦλον τὴν ὕλην ἀποτεχθῆναι; ἐκ τοῦ ἀδιαστάτου τὴν διαστηματικὴν φύσιν; Εἰ γὰρ ἐκεῖθεν ὑποστῆναι ταῦτα πεπίστευται, δηλονότι ἐν αὐτῷ ὄντα κατὰ τὸν ἄῤῥητον λόγον οὕτω προῆλθεν εἰς γένεσιν. Εἰ δὲ ἐν ἐκείνῳ τὸ ὑλῶδες ἦν, πῶς ἄϋλος ὁ ἐν αὑτῷ τὴν ὕλην ἔχων; Ὡσαύτως δὲ καὶ τὰ ἄλλα πάντα, δι' ὧν ἡ ὑλικὴ φύσις χαρακτηρίζεται· εἰ ἐν τῷ Θεῷ ἡ ποσό της, πῶς ἄποσος ὁ Θεός; εἰ ἐν ἐκείνῳ τὸ σύνθετον, πῶς ἀπλοῦς καὶ ἀμερὴς καὶ ἀσύνθετος; ὥστε ἢ ὑλικὸν εἶναι κατ' ἀνάγκην αὐτὸν, διὰ τὸ ἐκεῖθεν ὑποστῆναι τὴν ὕλην, ὁ λόγος βιάζεται· ἢ εἰ τοῦτό τις φεύγοι, ἔξωθεν ἐπεισενεχθῆναι τὴν ὕλην αὐτῷ πρὸς τὴν κατασκευὴν τοῦ παντὸς ὑπολαμβάνειν ἐπάναγκες.
Εἰ οὖν ἔξω τοῦ Θεοῦ ἦν, ἄλλο τι παρὰ τὸν Θεὸν πάντως ἦν συνεπινοούμενον κατὰ τὸν τῆς ἀϊδιότητος λόγον τῷ ἀγεννήτως ὄντι· ὥστε δύο ἄν αρχα καὶ ἀγέννητα κατὰ ταὐτὸν ἀλλήλοις τῷ λόγῳ συγκαταλαμβάνεσθαι, τοῦ τεχνικῶς ἐνεργοῦντος, καὶ τοῦ δεχομένου τὴν ἐπιστημονικὴν ταύτην ἐνέργειαν. Καὶ εἴ τις ἐκ τῆς ἀνάγκης ταύτης ἀΐδιον ὑποτίθοιτο τῷ Δημιουργῷ τῶν ἁπάντων ὑποκεῖσθαι τὴν ὕλην, ὅσην ὁ Μανιχαῖος εὑρήσει τῶν ἰδίων δογμάτων τὴν συνηγορίαν, ὃς τὴν ὑλικὴν αἰτίαν κατὰ τὸ ἀγέννητον ἀντιπαρεξάγει τῇ ἀγαθῇ φύσει!
Ἀλλὰ μὴν καὶ ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ πάντα, τῆς Γραφῆς λεγούσης ἀκούον τες, πεπιστεύκαμεν· καὶ τὸ ὅπως ἦν ἐν τῷ Θεῷ, τὸ ὑπὲρ τὸν ἡμέτερον λόγον, οὐκ ἀξιοῦμεν περιεργάζε σθαι, πάντα τῇ θείᾳ δυνάμει χωρητὰ πεπιστευκότες· καὶ τὸ μὴ ὂν ὑποστήσασθαι, καὶ τῷ ὄντι πρὸς τὸ δοκοῦν ἐπιβαλεῖν τὰς ποιότητας. Οὐκοῦν ἀκολούθως, ὡς ἀρκεῖν ἡγούμεθα τοῖς οὖσι πρὸς τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑπόστασιν, τὴν τοῦ θείου θελήματος δύναμιν· οὕτω καὶ τὴν ἀναστοιχείωσιν τῶν συνεστώτων εἰς τὴν αὐτὴν ἀνάγοντες δύναμιν, εἰς οὐδὲν ἔξω τοῦ εἰκότος τὴν πίστιν παραληψόμεθα. Καίτοι γε δυνατὸν ἴσως ἦν, εὑρεσιλογίᾳ τινὶ τοὺς περὶ τῆς ὕλης ἐρε σχελοῦντας πεῖσαι, μὴ δοκεῖν ἐρήμην κατατρέχειν τοῦ λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου