Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (3)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 31 Μαίου 2021

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 

ΤΟΥ ENRICO BERTI.

    Όταν εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο “φιλοσοφία”, που είναι ελληνική λέξη και καμία άλλη γλώσσα δεν κατόρθωσε ποτέ να την αλλάξει, συνήθως ξεχνούμε την πρωτότυπη σημασία της και τής αποδίδουμε εκατοντάδες άλλες νεότερες, σύμφωνα με τις δικές μας ιδιαίτερες γνώμες ή ανάγκες. Συμβαίνει λοιπόν σε μερικές περιπτώσεις φιλοσοφία να σημαίνει γενικώς κάθε μορφή γνώσεως, όπως στα αγγλοσαξονικά κράτη, όπου ο δόκτωρ τής φιλοσοφίας είναι κάθε καθηγητής ανωτέρου βαθμού, ανεξαρτήτως τής ειδικότητος που φέρει. Συμβαίνει επίσης ο όρος να συνοδεύει οποιαδήποτε συνειδητή σκέψη γύρω από τα πιο ανόμοια επιχειρήματα, όπως όταν ακούμε να γίνεται λόγος ακόμη και για φιλοσοφία τής διακόσμησης. Αλλά εάν αναρωτηθούμε ποια σημασία, ποια αξία έχει η αρχαία φιλοσοφία, είναι υποχρέωσή μας να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πρώτα απ’όλα τί πράγμα εννοούσαν ιστορικά οι αρχαίοι σαν φιλοσοφία!

          Λοιπόν και για τους Έλληνες ο όρος είχε για μερικούς αιώνες, δηλαδή από τον VI, κατά τον οποίο εχρησιμοποιείτο ήδη, μέχρι τον IV, μία εντελώς γενική σημασία. Αρκεί να σκεφθούμε σαν παράδειγμα την δήλωση που βάζει στο στόμα τού Περικλή ο Θουκυδίδης στον λόγο του για τους πεσώντες, σύμφωνα με την οποία: “Εμείς-οι Αθηναίοι-φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ’ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας”, δηλαδή “αγαπάμε τα ωραία πράγματα, αλλά χωρίς κατάχρηση, και καλλιεργούμε τις νοητικές δραστηριότητες, αλλά χωρίς μαλθακότητα” (Ιστ. Θουκ. ΙΙ, 40). Την ίδια σημασία δηλαδή νοητικής ή διανοητικής δραστηριότητος ή και γενικής κουλτούρας έχει ο όρος φιλοσοφία τού Ισοκράτη, όπου γίνεται το σύμβολο ενός καθορισμένου ιδανικού τής παιδείας, το ρητορικό-λογοτεχνικό. (Jaeger, Παιδεία ΙΙΙ).

          Αλλά δεν είναι αυτή η φιλοσοφία την οποία παρέδωσαν οι Έλληνες στους αιώνες, παρά την φαινομενική αναλογία που μπορεί να έχει με μερικές μοντέρνες και σύγχρονες εννοιολογήσεις τού όρου. Όταν εμείς σκεπτόμαστε την φιλοσοφία των Ελλήνων, αναφερόμαστε σε μία άλλη σημασία, εκείνο το πιο συγκεκριμένο και πιο σημαντικό που προσέλαβε στο πλαίσιο τής πλατωνικής σχολής. Στον Πλάτωνα δεν υπάρχει ακόμη μία καθαρή τεχνική χρήση τού όρου φιλοσοφία, όπως και κανενός άλλου όρου: η σημασία του ταλαντεύεται ανάμεσα στον γενικό ακόμα όρο, έτσι ώστε μία κάποια φιλοσοφία μπορεί να αποδοθεί στον ίδιο τον Ισοκράτη, όπως λέει ξεκάθαρα ο Πλάτων στον Φαίδρο (279 α) και εκείνον τον ολότελα ιδιαίτερο, για τον οποίο η φιλοσοφία είναι η έρευνα και η απόκτηση τής σοφίας, η οποία βρίσκεται σε καθαρή αντίθεση με την ρητορική τού Ισοκράτη!

          Παρ’όλα αυτά, εάν στον Πλάτωνα η σημασία τού όρου δεν είναι ακόμη αποκλειστικώς τεχνικός, δηλαδή νέος σε σχέση με εκείνον που ήταν σε χρήση στα χρόνια του, είναι καινούργιο στα σίγουρα το περιεχόμενο που παρουσιάζει, δηλαδή η καθαυτή φιλοσοφία! Αυτής ο Πλάτων δείχνει για πρώτη φορά τους δύο βασικούς χαρακτήρες, εκείνον τής ερωτήσεως, δηλαδή έρευνα, προβληματισμός, και εκείνον της κάλυψης ολοκλήρου τής πραγματικότητος, δηλαδή ολοκληρωτική, ολική ερώτηση. Τί όνομα πρέπει να δοθεί ρωτά ο Πλάτων στον Φαίδρο, σ’εκείνον ο οποίος έχοντας συνείδηση τής αλήθειας, είναι εις θέσιν να την υπερασπιστεί μέσω αναιρέσεων; Εκείνο τού σοφού, φαίνεται πολύ μεγάλο και άξιο μόνον τού Θεού, ενώ πιο κατάλληλο και συμφέρον σ’εκείνον θα είναι εκείνο τού φιλοσόφου. (Φαίδρος, 278 cd). Η φιλοσοφία λοιπόν δεν είναι η κατοχή τής σοφίας, τής απόλυτης γνώσης, που ανήκει μόνον στον Θεό, αλλά η αγάπη γι’αυτή, δηλαδή η έρευνα, η ερώτηση για κείνη την γνώση!

          Η ανακάλυψη αυτής τής έννοιας τής φιλοσοφίας αποδόθηκε παραδοσιακά στον Πυθαγόρα, ο οποίος-σύμφωνα με τον Ηρακλείδη τον Πόντιο-ερωτώμενος σε ποια τέχνη ακριβώς αισθανόταν πιο σίγουρος, απάντησε ότι δεν κατείχε κάποια τέχνη, αλλά ήταν μόνον ένας φιλόσοφος. Παρότι όμως δεν υπάρχουν λόγοι να αρνηθούμε ότι ο Πυθαγόρας γνώριζε και χρησιμοποιούσε τον όρο φιλόσοφος, είναι μάλλον απίθανο να θεωρούσε τον εαυτό του χωρίς κάποια γνώση, δεδομένου της υψηλής ιδέας που είχε για τον εαυτό του σάν σοφού και Θείου σχεδόν ανθρώπου. Αυτός ο χαρακτήρας ταιριάζει όμως στην φιγούρα τού Σωκράτη, στον δάσκαλο του Πλάτωνος, και το σύμβολο το ίδιο τού δικού του ιδανικού τής φιλοσοφίας και τού φιλοσόφου και έχει σημασία ότι η πηγή τής παραδόσεως που αναφέραμε είναι ο Ηρακλείδης, ακριβώς ένας ακαδημαϊκός, μαθητής τού Πλάτωνος και ικανός να αποδώσει στον Πυθαγόρα έννοιες πλατωνικές!

          Στην πραγματικότητα ο χαρακτήρας τής προβληματικότητος δεν μοιάζει να ανήκει μ’έναν φανερό τρόπο στον προσωκρατικό στοχασμό, ο οποίος λόγω τού ότι ήταν ακόμη βαθιά ποτισμένος με τον μύθο, δεν κατέχει μία καθαρή διάκριση τής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα σε πρόβλημα και λύση, ανάμεσα σε ερώτηση και απάντηση. Μεγάλης σημασίας σ’αυτό το θέμα είναι η τάση τών προσωκρατικών να βρίσκουν την αρχή των πραγμάτων, δηλαδή την λύση, στο εσωτερικό τών ιδίων τών πραγμάτων, δηλαδή του προβλήματος, δημιουργώντας έτσι μία θεμελιώδη ενύπαρξη.

          Η σημασία τής φιλοσοφίας σαν προβληματισμός εμφανίζεται καθαρά μόνον με τον Σωκράτη και το “έν οίδα ότι ουδέν οίδα”. Αυτό αποτελεί τον ορισμό του Πλάτωνος, όπως είδαμε, και παραμένει στον Αριστοτέλη, όπως προκύπτει, εκτός από την δική του έννοια της ιστορίας, από τον ίδιο τον δικό του τρόπο να εννοεί την φιλοσοφία. Στην αρχή τής Μεταφυσικής, μιλώντας για την σοφία, δηλώνει ότι η κτήσις αυτής δεν είναι ανθρώπινο πράγμα, αλλά Θείο, ενώ στον άνθρωπο επιτρέπεται μόνον να την αναζητεί (ζητείν) [Μετφ. 982 b 28-983 a 10] και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει αξίως την αλήθεια, διότι η διάνοιά μας, η νόησή μας, βρίσκεται με τα πράγματα τα οποία είναι από την φύση τους τα πιο προφανή, στην ίδια σχέση με την οποία βρίσκονται τα μάτια των νυχτερίδων με το φως τής ημέρας (Μετφ. 993 b 9-11).

          Το δεύτερο χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας, όπως αναφέραμε πιο πάνω, για τον Πλάτωνα είναι η καθολική ερώτηση, αφορά το όλον, το ότι κάλυψε με την έρευνά του την ολότητα του πραγματικού, για να ερευνήσει την πρώτη αρχή και την απόλυτη. Μία αρχή η οποία θα είναι αληθινή εξήγηση του παντός και δεν μπορεί παρά να είναι απόλυτη, απροϋπόθετη. Αυτό λέγεται καθαρά στην Πολιτεία, όπου οι αρχές όλων των τεχνών και επιστημών επισημαίνονται σαν υποθετικές, δηλαδή εξαρτώμενες προϋποθέσεις ανίκανες να αυτοθεμελιωθούν, ενώ η αρχή στην οποία προσβλέπει η φιλοσοφία είναι αρχή ανυπόθετος, αυτοθεμελιωτική. (Πολιτεία VI, 510 b).

          Αυτή η έννοια επαναπροσλαμβάνεται από τον Αριστοτέλη στην διάσημη έρευνά του στην σημασία τής σοφίας, η οποία εκκινεί από την κοινή γνώμη σύμφωνα με την οποία ο σοφός είναι αυτός που γνωρίζει τα πάντα, για να φθάσει στο συμπέρασμα ότι η γνώση τών πάντων δεν σημαίνει γνωρίζω κάθε ξεχωριστό πράγμα, αλλά γνωρίζω την αρχή τών πάντων, δηλαδή τις αρχές και τις αιτίες τις πρώτες (Μετφ. 982 α 3- b 10).

          Έτσι ο μαθητής τού Πλάτωνος τυπώνει το πέρασμα από την κοινή έννοια τής φιλοσοφίας, σε χρήση στην εποχή του, στην κριτική έννοιά της την οποία έφερε στο φως ο δάσκαλος.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: