Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (89)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Σάββατο, 5 Ιουνίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

 Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 33

     Εκτός από τη δημόσια λατρεία, υπήρχε και μεγάλος αριθμός μυστικών τελετών,  ή με πολύ περιορισμένη τουλάχιστον τη συμμετοχή τής κοινότητας, των οποίων η εξέλιξη και το νόημα θα παραμείνουν αμφιλεγόμενα. Το περιεχόμενό τους ήταν όμως, οπωσδήποτε, τόσο διαφορετικό, ώστε οι συνήθεις ονομασίες «μυήσεις» και «μυστήρια» να συμβάλουν ελάχιστα στην ερμηνεία τους.

     Θα πρέπει να διακρίνουμε αρχικά τις τριετήσιες εορτές τού Διόνυσου, για τις οποίες έχει γίνει ήδη λόγος. Πρόκειται για ένα άλυτο αίνιγμα, για το οποίο μπορούμε ίσως να εντοπίσουμε προς το παρόν μιαν ερμηνευτική οδό.

     Θα ξεκινήσουμε αναλύοντας ένα δεδομένο σχετικό με τη φυσιολογία, που συναντάται σε πολυάριθμα επιμέρους παραδείγματα από τούς μυθικούς ακόμα χρόνους, και παρατείνεται για αρκετά μεγάλο διάστημα στους ιστορικούς: την ενδημική φρενίτιδα που καταλάμβανε  κατά περιόδους τούς γυναικείους πληθυσμούς στην Ελλάδα. Μας διαφεύγει, μετά από χιλιετίες εξημέρωσης του ανθρωπίνου γένους, η κατανόηση αυτών τών φαινομένων, χωρίς να μπορούμε ασφαλώς να αρνηθούμε την ύπαρξή τους. Η μανία κατελάμβανε κατά την αρχαιότητα άτομα ή κοινωνικές ομάδες με την παρέμβαση κάποιας θεότητας, αποτελώντας μια τρομακτική συνήθως ποινή, ενώ εδώ πρόκειται αντίθετα για την υπέρτατη ευδαιμονία: το γεγονός ότι μαίνεται κανείς «για έναν θεό». Αιτία αυτής τής έκρηξης θα μπορούσε να είναι μια έντονη λατρευτική παράδοση, η οποία να συνδέεται πιθανότατα με τον φοβερό χαρακτήρα τών θεών· πρόκειται  για ένα παθολογικό μάλλον φαινόμενο, στο οποίο δεν μπορούμε να αποδώσουμε τον χαρακτήρα μιας προμελετημένης εκδήλωσης. Η μεταδοτικότητα ενός παραληρήματος, θεωρούμενου ως πρακτική τής θείας λατρείας, είναι ένα συχνό φαινόμενο, που εντοπίζεται σε όλες τις πρωτόγονες θρησκείες· οι μεσαιωνικοί χοροί τού αγίου Βίτου και του αγίου Ιωάννου μπορεί να είναι επίσης ο απόηχος μακρινών, παγανιστικών εορτών. Για τους Έλληνες αφορμή υπήρξε πάντως η εισβολή τού Διόνυσου και της παραληρηματικής συνοδείας του από τη Μικρά Ασία, που προκαλούσε καταστάσεις έκστασης στις γυναίκες· στο επίκεντρο αυτού τού παροξυσμού τοποθετείται η εορτή ενός πάσχοντος θεού, που συμβολίζει το πάσχον φυτικό βασίλειο, είτε καιόμενο από τον καύσωνα του θέρους, είτε αποθνήσκον από τον παγερό χειμώνα, και επανερχόμενο κατόπιν στη ζωή. Δίπλα στις άλλες ιαχές και τους αλαλαγμούς τών πιστών υψωνόταν τότε η φοβερή κραυγή τών εκστατικών γυναικών, που τις καλούσε σε περισυλλογή.

     Δεν πρόκειται ασφαλώς για μια θεσμοθετημένη εδώ τελετουργία, καθώς η διαδικασία ήταν εντελώς πρωτόγονη· αρκούσε να πιστεύει κανείς στην ανά δύο έτη επιφάνεια του θεού ανάμεσα στους  ανθρώπους. Ολόκληροι γυναικείοι πληθυσμοί, των οποίων αγνοούμε την πνευματική κατάσταση, παραμέριζαν ή μετέθεταν στη φαντασία τους την πραγματικότητα. Δεν γνωρίζουμε ποιο ήταν ακριβώς το ποσοστό τών κατειλημμένων ή παρασυρόμενων γυναικών τής κάθε περιοχής, που συναθροίζονταν ξαφνικά ως Θυιάδες ή Μαινάδες στη Μακεδονία, και ως Κλώδωνες ή Μιμαλλόνες στη Θράκη· μπορεί να άκουγαν ξαφνικά μια φωνή να τις καλεί. Για να αποσυρθούν τότε για μέρες, ακόμα και μέσα στον χειμώνα, στα βουνά, οργανώνοντας θυσίες, χορεύοντας, γλεντώντας, χειραγωγώντας φίδια και περιπλανώμενες – τις νύχτες, με πυρσούς – προς χάριν τού Διονύσου, που τον αποκαλούσαν «Ζαγρέα». Φαντάζονταν ότι διαμελίζουν ταύρους, των οποίων έτρωγαν τη σάρκα ωμή, κάτι που αποτελούσε μιαν άγρια ίσως αναπαράσταση του «πάθους» τού ίδιου του θεού· ο Διόνυσος είχε πράγματι διαμελισθεί, σύμφωνα με κάποιους θρύλους, από τούς Γίγαντες ή από τούς Τιτάνες. Οι Μαινάδες αναζητούσαν κατόπιν, μάταια όμως, τον θεό, ο οποίος αναβίωνε μόνο την ημέρα που τον ανακάλυπταν ως βρέφος στην κούνια, ως Διόνυσο Λικνίτη, και επανερχόταν στη ζωή. Οι Μαινάδες ζούσαν όλο αυτό το διάστημα ξεχωριστά από τούς άνδρες, και μπορούσαν να επιδίδονται στη συνήθη οχλαγωγία τους, όπως περιγράφεται σε ένα πλήρες φρενίτιδας απόσπασμα των Ηδώνων τού Αισχύλου.

      Ο ελληνικός λαός θεωρούσε επί αιώνες φυσικό αυτό το περιοδικό φαινόμενο, το οποίο η σύγχρονη κοινωνία δεν θα το είχε ποτέ αποδεχτεί. Το τί συνέβαινε στα μακρινά βουνά τού Κιθαιρώνα, του Ταΰγετου και στην κορυφή τού Παρνασσού ήταν γνωστό και αποδεκτό σαν κάτι ιερό· οι Δελφοί και τα γύρω βουνά ανήκαν εξάλλου τον χειμώνα στον Διόνυσο και όχι στον Απόλλωνα, και εκεί ψηλά μαίνονταν οι γυναίκες «αμφοτέρων τών θεών». Κατά τους μυθικούς χρόνους, Λέγεται ότι ο ιατρός Μελάμπους έσωσε κατά τους μυθικούς χρόνους τις Αργείες, στέλνοντας μιαν ομάδα νεαρών ανδρών, οι οποίοι έδιωξαν με τις φωνές και τους χορούς τους τις μαινόμενες κοπέλες και γυναίκες. Που παρέμεναν όμως συνήθως εκεί. Όλη αυτή η συμπεριφορά δεν εκδηλωνόταν μάλιστα κάποια, οποιαδήποτε στιγμή, αλλά σε τακτά χρονικά διαστήματα, ίσως επειδή οι μεγάλες τριετήσιες εορτές ήταν αναγκαίες για τις πόλεις, επιτρέποντας να καταλαμβάνονται όλες αυτές οι γυναίκες από μανία, και να τις εγκαταλείπουν.

     Αυτές οι συνοδείες περιορίστηκαν, αργότερα, σημαντικά, και στους χρόνους τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μόνον ο Παρνασσός τις υποδεχόταν πια τακτικά. Στον δρόμο από την Αθήνα για τους Δελφούς υπήρχαν μάλιστα «χορευτικοί σταθμοί» για τις Θυιάδες τής Αττικής, όπου εξασκούνταν στους ιερούς χορούς τους, μέχρι να συναντήσουν τις γυναίκες τών Δελφών, για να συνεορτάσουν. Αναφέρεται επίσης, ότι κατά την εποχή τού Πλούταρχου χρειαζόταν να στείλουν κάποιες φορές άνδρες από τούς Δελφούς, για να βοηθήσουν τις χαμένες μέσα στη χιονοθύελλα Θυιάδες. Οι οποίες εξακολουθούσαν ωστόσο να θεωρούνται αξιοσέβαστες και υπό την επήρεια της χάρητος. Η άποψη του Preller, ότι «οι πνευματικά και ηθικά παραγκωνισμένες γυναίκες ήταν περισσότερο εκτεθειμένες σ’ αυτόν τον εκφυλισμό τού θρησκευτικού αισθήματος», μπορεί μεν να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη νοοτροπία, είναι όμως απολύτως ξένη προς τις αντιλήψεις τών Ελλήνων. Οι Ελληνίδες είχαν  γενικά την τύχη, αλλά και την τιμή, να υπηρετούν ως και τους ύστερους χρόνους μερικούς ιδιαίτερους και ανεξάρτητους τρόπου λατρείας, και δεν πρέπει αυτές οι πρωτόγονες τελετές να εκλαμβάνονται ως εκφυλισμός, αλλά ως μια αρχέγονη, ανεξέλεγκτη μορφή έκφρασης του θρησκευτικού συναισθήματος. Όταν οι Δελφοί βρέθηκαν, στα χρόνια του ιερού πολέμου τού 4ου αιώνα,  υπό την δεσποτεία τών Φωκαέων και των μισθοφόρων τους, ένας όμιλος Θυιάδων πέρασε από την κοντινή Άμφισσα και κατέλυσε στην αγορά. Για να τις προστατέψουν από τούς στρατιώτες τών εισβολέων, οι ντόπιοι σχημάτισαν γύρω τους έναν προστατευτικό κλοιό ολόκληρη τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, τις περιποιήθηκαν και τους πρόσφεραν τροφή, καθώς και συνοδεία για την ασφάλειά τους.

     Αναγνωρίζουμε τη Μαινάδα μέσα από τη γλυπτική τέχνη (χάρη σε κάποιο αντίγραφο, μεταξύ άλλων, μιας περίφημης δημιουργίας τού Σκόπα) να προχωρεί ανάλαφρα στις μύτες των ποδιών, σαν να ίπταται· να στροβιλίζεται, χορεύοντας με χάρη, και να πέφτει κατόπιν κάτω από την εξάντληση· και να αναπηδά άλλοτε προς τα πίσω, σε έναν εκστατικό ίλιγγο, με μιαν έντονη κίνηση, όλο χάρη και Κάλλος. Μόνον το ένα από τα αετώματα του ναού τών Δελφών ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τη συνοδεία του, ενώ το άλλο το καταλάμβανε ο Διόνυσος και οι Θυιάδες. Η ποίηση μάς διασώζει επίσης τη θαυμαστή τραγωδία τού Ευριπίδη Βάκχες, όπου και διακρίνουμε με πόση ευδαιμονία αντικατοπτρίζεται η πραγματικότητα στη φαντασία τών Μαινάδων, ακόμη κι όταν το μυθικό γεγονός που έδωσε την αφορμή ήταν καθαυτό αποτρόπαιο. Το έργο αυτό αποδεικνύει, από ιστορική άποψη, ότι οι σύγχρονοι του τραγωδού εξακολουθούσαν να θεωρούν το βακχικό παραλήρημα σαν κάτι το εντελώς φυσικό και αυτονόητο, διότι ένα τόσο φορτισμένο και εμπαθές δράμα δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει με αποκλειστικό προορισμό την τέρψη τού λάτρη τής αισθητικής και της παράδοσης. Η εξύμνηση, σε ολόκληρο το έργο, μιας πρωτόγονης, κατά τη δική μας αντίληψη, έκστασης, με πολλές παρεκκλίσεις από τα συνήθη δεδομένα τής τραγωδίας, μαρτυρεί μια καθολική, πνευματική διάσταση.

     Είναι σημαντικό ωστόσο για την έρευνά μας, να διακρίνουμε αυτό το φαινόμενο από κάθε άλλο είδος διονυσιακής τελετουργίας: τις τελετές για τη συνδεδεμένη με τον Διόνυσο μητέρα τών θεών (την Κυβέλη), που  δεν ήταν καθαρά ελληνικής άλλωστε έμπνευσης, καθώς και τη διονυσιακή λατρεία τών Ορφικών, στην οποία θα αναφερθούμε άμεσα, και τις τελετές σε ορισμένους, τελικά, ναούς τού θεού. Η τριετηριακή αυτή παραφορά διακρίνεται άλλωστε από τις δύο τελευταίες κατηγορίες, καθώς δεν προϋπέθετε την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης λατρείας και δεν συνδεόταν με τις παραδόσεις κάποιου ιδιαίτερου τόπου.

     Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για μιαν άλλη, μετριοπαθέστερη θρηνητική λατρεία τών γυναικών, τα Θεσμοφόρια, προς τιμήν τής Δήμητρας. Ήταν και αυτά διαδεδομένα σε ευρύτερες περιοχές τής κυρίως Ελλάδας και της Πελοποννήσου, της Ιωνίας και της Σικελίας, γνωρίζουμε όμως μόνο, και εν μέρει, για τις τελετές στην Αττική, αγνοώντας ωστόσο και πάλι τα ουσιώδη. Από τις πέντε ημέρες τής εορτής, αφιερωμένες σε ταραχώδεις, εν μέρει, περιπλανήσεις και προσκυνήματα στα περίχωρα των Αθηνών, η τέταρτη αποτελούσε τη «σκοτεινή» ημέρα τής νηστείας, που θα πρέπει να ήταν αφιερωμένη στη συμμετοχή στα «πάθη» τής μεγάλης θεάς τής γονιμότητας της φύσης. Ο Ηρόδοτος υποστηρίζει την αιγυπτιακή προέλευση αυτής τής λατρείας, αποδίδοντάς την στις θυγατέρες τού Δαναού, και αναφέρεται σ’ αυτήν όταν κάνει λόγο για τα αιγυπτιακά μυστήρια, για τα οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Παρότι αυτή η εκτίμηση μάς φαίνεται εξαιρετικά απίθανη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς τη δυνατότητα ξένων επιδράσεων. Με τις μετακινήσεις από χώρα σε χώρα, στις οποίες συμμετείχαν ασφαλώς και γυναίκες, οι παραδόσεις αυτές μπορεί πράγματι να διαδόθηκαν, και από τη στιγμή που είχαν περάσει τα σύνορα της Ελλάδας, η μίμηση αναλάμβανε τα υπόλοιπα.

     Όσον αφορά στα Αδώνια των Ελληνίδων, είναι απολύτως εξακριβωμένο, ότι απορρέουν από την ορμητική διάδοση μιας μεγάλης εορτής τής Εγγύς Ανατολής, και ιδιαιτέρως τής Φοινίκης. Ο Άδωνις υπήρξε μια από τις πιο διαδεδομένες μορφές τού «πάσχοντος» θεού, και συνοδού εξαρχής τής Αστάρτης, της ελληνικής μετέπειτα Αφροδίτης. Ο θανατηφόρος κάπρος σημαίνει τον καύσωνα του θέρους κατά την ελληνική εκδοχή τού μύθου, που καταστρέφει την πρασινάδα και τα άνθη· οι «κήποι τού Άδωνι», δοχεία δηλαδή με φυτά ταχείας ανάπτυξης (όπως είναι σ’ εμάς το κάρδαμο), συμβόλιζαν τον πρόσκαιρο χαρακτήρα τής βλάστησης, ή και τη ραγδαία ανάπτυξή της. Την πρώτη ημέρα οι γυναίκες θρηνούσαν την «εξαφάνιση» του θεού, περιφέροντας πένθιμα ομοιώματά του στην πόλη, και χτυπώντας μ’ αυτά τα στήθη τους· τη δε δεύτερη ημέρα γιόρταζαν την «επανεύρεση». Ο Άδωνις θα έπρεπε να μοιραστεί ανάμεσα στις δύο θεές που τον ποθούσαν, περνώντας τον μισό χρόνο στο πλευρό τής Αφροδίτης και τον άλλο μισό στο πλευρό τής Περσεφόνης. Λέγεται ότι, όταν ρωτήθηκε την πρώτη φορά που κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για το ποιο ήταν το ωραιότερο πράγμα που άφησε πίσω του στη γη, απάντησε σαν ένας σωστός μικρός ποιμένας: «Ο ήλιος, η σελήνη, τα πεπόνια και τα μήλα».

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: