Ὁ Ζήσιμος Λορετζάτος ἄφησε τὸ ἔργο του, τὸ «τζιβαϊρικὸ πολυτίμητο» (Μακρυγιάννης) γιὰ πολλούς. Σὲ λίγους ποὺ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, ἄφησε τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο χαμόγελο, ἄφησε μίαν ἀκεραιοσύνη, νὰ τὴν πῶ ἔτσι, μία στιβαρὴ παρακαταθήκη σὰν τὶς κολῶνες ποὺ μποροῦν νὰ βαστάζουν τὸν Παρθενώνα καὶ τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.
Γιὰ νὰ καταστεῖ δάσκαλος τοῦ πνεύματος μαθήτευσε σὲ μεγάλους μαστόρους τῆς ζωῆς, ὅπως ἦσαν κυρίως ὁ Σολωμὸς καὶ ὁ Παπαδιαμάντης καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἄλλοι, ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἡράκλειτος, ὁ Θουκυδίδης, ὁ Μακρυγιάννης. Μαθήτεψε ἀκόμη σὲ μεγάλα κείμενα τοῦ πνεύματος, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, ἰδιαίτερα τοὺς μυστικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἰδιαίτερα ἀγάπησε τὸν ποιητὴ καὶ στοχαστὴ Γιῶργο Σαραντάρη, ὁ ὁποῖος σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν θυσιάστηκε γιὰ τὴν Πατρίδα στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, κατὰ τὸν Ἑλληνο – Ἰταλικὸ πόλεμο 1940-41.
[…] Το 1996 κυκλοφόρησε τὸ ἐκτεταμένο δοκίμιό του γιὰ τὸν Σαραντάρη, μαζὶ μὲ ἕνα μικρότερο γιὰ τὸν Δημ. Καπετανάκη. Τίτλος τοῦ βιβλίου, τῶν ἐκδόσεων «Δόμος» εἶναι «Διόσκουροι». Τὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Σαραντάρη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα ἔργα τοῦ Λορεντζάτου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ συγγραφὴ τῆς μελέτης του γιὰ τὸν Σαραντάρη ξεκίνησε τὸ 1962 καὶ κυοφορήθηκε 35 χρόνια μέχρι τὴν ὁλοκλήρωσή της. Συγχρόνως ἀποτελεῖ καὶ τὸ θεολογικότερο ἔργο τοῦ Λορεντζάτου. Σ’ αὐτὸ συνετέλεσε ἡ ἑλληνοπρεπὴς καὶ Χριστοκεντρικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη τοῦ Σαραντάρη, τὴν ὁποία πρῶτος ἐκτίμησε ὁ Λορεντζάτος, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ σημαντικὸ ποιητικό του ἔργο.
Λέει χαρακτηριστικά: «Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου, στὴν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν. Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴ γλώσσα τῶν πατέρων μου, στὴ γλώσσα τοῦ Ὁμήρου, τῶν Εὐαγγελίων καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν».
[…] Αὐτὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων του θέλησε νὰ τὴν κουβεντιάσει μὲ ἔμπειρους πνευματικοὺς καὶ νὰ ἀντλήσει ἐφόδια γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ διανύσει: Γνησίους, μᾶς λέγει ὁ Λορεντζάτος, γέροντες, ποὺ προσωπικὰ γνώρισα στὴ ζωή μου – Φιλόθεος τῆς Λογγοβάρδας (Πάρος), Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, Θεόδουλος τῆς Κορώνης, Ἱερώνυμος τῆς Αἴγινας, Πορφύριος τῆς Μαλακάσας […], Λεόντιος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, θαμμένος τώρα κοντὰ στὴ Βαρυμπόμπη, (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε καὶ τὸν βλέπαμε στὴν ταράτσα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸν Πειραιά, ὅπου ζοῦσε κυρτωμένος – δύο κάτια εἶχε γίνει – τὸν τελευταῖο καιρὸ προτοῦ πεθάνει). Χώρια ἀγγελικοὺς ἐξομολόγους, ὅπως ὁ Παπὰ Θανάσης τῆς Νεραντζιώτισσας στὸ Μαρούσι (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε συχνά).
Κοντὰ στοὺς δασκάλους γιὰ τὴ Λογοτεχνία ὁ Λορεντζάτος διδασκόταν ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς γέροντες, ποὺ εἶχε τὴν εὐλογία νὰ γνωρίσει, τὴν Ὀρθόδοξη βιωτή. Αὐτοὶ οἱ πνευματικοὶ δάσκαλοι τὸν βοήθησαν στὸ καταστάλαγμά του, ὡς ἐμπειρία ζωῆς:
«Ἀγαπάω τὸν Χριστό, γιατί εἶναι ὁ μόνος πού μοῦ δείχνει τὴν ἀθλιότητά μου. Ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς λογαριάζω τὴ φοβερὴ ἀπόσταση καὶ συντρίβομαι ἀποκαμωμένος στρατοκόπος – γυρεύω ἕνα χάνι στὸ δρόμο, νὰ κάνω ἕνα λουτρό, νὰ ἀλλάξω ροῦχα καὶ νὰ ξεκουραστῶ, νὰ ξεκουραστῶ. Μπροστὰ στὴ συχώρεση τοῦ Χριστοῦ ἡ προσπάθειά μου τίποτα. Ὅμως προσπαθῶ, προσπαθῶ. Ὅλα μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ συχωρέσει ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Πικιώνης, πὼς δὲν προσπαθήσαμε δὲν θὰ μᾶς τὸ συχωρέσει ποτέ».
[…] «Τὸ μέγιστο ποὺ μπορεῖς νὰ γίνεις, μία μέρα, γιὰ τὸν τόπο σου: μία καλὴ πυξίδα».
Ἔγινες καὶ εἶσαι, μακάριε Ζήσιμε, ζωογόνος πυξίδα – γιὰ ὅσους τὸ ξέρουμε καὶ γιὰ ὅσους δὲν τὸ ξέρουμε.
Δημήτρης Μαυρόπουλος
Αποσπάσματα από ομιλία σε εκδήλωση για τον Ζήσιμο Λορεντζάτο του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Δήμου Κηφισιάς το Φλεβάρη του 2015.
Σημείωση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου