Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (22)

 Συνέχεια από: Πέμπτη, 17 Ιουνίου 2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22ο

Προς εκείνους που λέγουν, αν η ανάστασις είναι καλό και αγαθό, γιατί δεν έγινε ήδη αλλά ελπίζεται μετά παρέλευση χρόνων

Αλλά ας κρατήσουμε την ακολουθία των εξεταζομένων. Ίσως κάποιος, πετώντας με τη διάνοιά του προς τη γλυκύτητα της ελπίδος, θεωρεί άχθος και ζημιά την επιβράδυνση της αφίξεως στα αγαθά εκείνα, τα οποία είναι υπεράνω ανθρώπινης αισθήσεως και γνώσεως, και θεωρεί δεινή την παράταση του ενδιαμέσου χρόνου προς το ποθούμενο. Αλλά ας μη στενοχωρείται, σαν νήπιο που δυσανασχετεί για την προς ολίγον αναβολή των ευχάριστων πραγμάτων. Επειδή τα πάντα οικονομούνται από λόγο και σοφία, είναι ανάγκη να μη θεωρούμε τίποτε από τα γινόμενα άμοιρο του λόγου και της σοφίας του. Θα πεις λοιπόν ποιός είναι τούτος ο λόγος, για τον οποίο η μετάστασις του λυπηρού βίου δεν γίνεται ευθύς αμέσως προς το ποθούμενο, αλλά αυτή η βαριά και σωματώδης ζωή, αφού παραταθεί σε κάποιους ορισμένους χρόνους, αναμένει το πέρας της συμπληρώσεως του παντός, ώστε η ανθρώπινη ζωή, ελευθερουμένη τότε από ένα είδος χαλινού, να ξαναγυρίσει πάλι άνετη και ελεύθερη προς τον μακάριο και απαθή βίο;

Αλλά τώρα, αν ο λόγος προσεγγίζει την αλήθεια των ζητουμένων, η ίδια η Αλήθεια μπορεί να γνωρίζει. Εκείνο όμως που ήλθε στη δική μας διάνοια, είναι τούτο. Λέγω λοιπόν, επαναλαμβάνοντας πάλι τον πρώτο λόγο, «ας ποιήσουμε», λέγει ο Θεός, «άνθρωπο κατά τη δική μας εικόνα και ομοίωση. Και εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο· τον εποίησε κατ’ εικόνα Θεού». Η εικόνα του Θεού λοιπόν, η θεωρούμενη στην όλη ανθρώπινη φύση, πραγματοποιήθηκε. Ο Αδάμ όμως δεν είχε γίνει ακόμη· διότι το γήινο πλάσμα λέγεται Αδάμ με κάποια ετυμολογική ονομασία, όπως λέγουν οι γνώστες της εβραϊκής γλώσσας [στην εβραϊκή γλώσσα η λέξη Αδάμ παρουσιάζει παρήχηση που σημαίνει "γη", θυμίζοντας την ελληνική λέξη "χώμα" (adhama)]. Γι’ αυτό και ο απόστολος, καταρτισμένος επιμελώς στη μητρική γλώσσα των Ισραηλιτών ονομάζει χοϊκό τον άνθρωπο από τη γη, σαν να μετέβαλε την ονομασία του Αδάμ στην ελληνική γλώσσα.

Έγινε λοιπόν κατ’ εικόνα ο άνθρωπος, η καθόλου (καθολική) φύσις, το θεοειδές πράγμα. Έγινε δε με την παντοδύναμη σοφία όχι μέρος του όλου, αλλ’ ολόκληρο μαζί το πλήρωμα της ανθρώπινης φύσεως. Προέβλεπε εκείνος που κρατεί όλα τα πέρατα, όπως λέγει η Γραφή, που σημειώνει «στο χέρι του είναι τα πέρατα της γης», προέβλεπε «εκείνος που γνωρίζει τα πάντα και πριν την γενεσίν τους», και συμπεριέλαβε στη γνώσιν, πόσο θα είναι αριθμητικώς το ανθρώπινο γένος. Επειδή δε κατενόησε στο πλάσμα μας τη ροπή προς το κακό και εκατάλαβε ότι τούτο ξεπέφτοντας εκουσίως από την προς τους αγγέλους ομοτιμία θα μετάσχει της κοινωνίας προς το ταπεινό, γι’ αυτό ανέμιξε και κάτι από το άλογο στην εικόνα του. Διότι δεν υπάρχει στη θεία και μακαρία φύσιν η διαφορά κατά το άρρεν και το θήλυ· αλλά έχοντας μεταφέρει ο Θεός το ιδίωμα τούτο από την άλογη κατασκευή στον άνθρωπο, προσφέρει στο γένος τον πολλαπλασιασμό του κατά ένα σύστημα που δεν είναι σύμφωνο με το ύψος της κτίσεως μας. Πράγματι δεν προσέθεσε στον άνθρωπο τη λειτουργία της αυξήσεως και του πολλαπλασιασμού όταν έπλασε το κατ’ εικόνα· αλλά όταν έκαμε τη διάκρισιν σε άρρεν και θήλυ, τότε λέγει, «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσετε τη γη». Αυτή η λειτουργία δεν είναι ιδίωμα της θείας φύσεως, αλλά της άλογης, όπως παρασημαίνει η ιστορία που διηγήθηκε ότι αυτά πρώτα έχουν λεχθεί από τον Θεό για τα άλογα ζώα, σαν να εννοεί ότι, αν πριν επιβάλει στη φύσιν τη διαφορά κατά το άρρεν και το θήλυ δεν προσέθετε με αυτά τα λόγια στον άνθρωπο τη δύναμιν για το αυξάνεσθαι, δεν θα είχαμε ανάγκη τέτοιο είδος της γεννήσεως, δια του οποίου γεννούνται τα άλογα.

Δια της προγνωστικής ενεργείας ο Θεός προκατενόησε τούτο· ότι δηλαδή το πλήρωμα των ανθρώπων επρόκειτο να προχωρήσει προς τη ζωή δια ζωώδους γεννήσεως. Αυτός που διακυβερνά τα πάντα με κάποια τάξιν και ειρμό, επειδή κατ’ αρχήν τούτο το είδος της γεννήσεως κατέστησε αναγκαίο στην ανθρωπότητα η προς τα χαμηλά στροφή της φύσεως μας, την οποία είδε πριν από την γένεσίν της εκείνος που βλέπει το μέλλον εξ ίσου με το παρόν, γι’ αυτό προκατενόησε και τον κατάλληλο για την κατασκευή των ανθρώπων χρόνο· ώστε η παράτασις του χρόνου να προσαρμοσθεί με την πάροδο του περιορισμένου αριθμού των ψυχών, και τότε να σταματήσει η ροώδης κίνησις του χρόνου, όταν κατά την διάρκειά του δεν φυτρώνει το ανθρώπινο γένος· με το τέλος της γένεσις όλων των ανθρώπων να τελειώσει μαζί και ο χρόνος· κι’ έτσι να πραγματοποιηθεί η αναστοιχείωσις του παντός και με τη μεταβολή του όλου να αλλάξει και το ανθρώπινο από το φθαρτό και γεώδες προς το απαθές και αΐδιο.

Αυτό, νομίζω, αντιλήφθηκε και ο απόστολος, ώστε προείπε δια της επιστολής προς Κορινθίους την αιφνίδια στάσιν του χρόνου, και τη διάλυση των κινούμενων προς το αντίστροφο, με όσα λέγει· «ιδού, σας αποκαλύπτω ένα μυστήριο· δεν θ’ αποθάνουμε όλοι, αλλά θα μεταμορφωθούμε όλοι, σε μια στιγμή (ακαριαίως), σε μια ριπή οφθαλμού, όταν ηχήσει η σάλπιγγα η έσχατη». Πράγματι, εδίδαξε ότι η εναλλαγή των όντων θα γίνει σε ακαριαίο χρόνο, όταν, όπως νομίζω, το πλήρωμα της ανθρωπίνης φύσεως φθάσει στο τέλος κατά το προγνωρισμένο μέτρο, αφού δεν θ’ απομένει τίποτε, για ν’ αυξηθεί ο αριθμός των ψυχών. Άτομο (ακαριαίως) και ριπή οφθαλμού ονόμασε εκείνο το αμερές και αδιάστατο πέρας του χρόνου. Έτσι δεν θα είναι πλέον δυνατό σ’ εκείνον που ανέβηκε στο έσχατο και ακρότατο σημείο της ακμής του χρόνου, για το λόγο ότι δεν υπολείπεται κανένα μέρος στην ακρότητα, ν’ απαιτήσει αυτήν την περιοδική δια του θανάτου μεταβολή· αρκεί μόνο να ηχήσει η σάλπιγγα της αναστάσεως, που αφυπνίζει τους νεκρούς και μεταβάλλει αθρόως προς την αφθαρσία όσους απέμειναν στη ζωή κατά ομοιότητα εκείνων που αλλοιώνονται από την ανάσταση, ώστε το βάρος της σαρκός να μη σκύβει πλέον προς τα κάτω και να συγκρατεί τον όγκο στη γη, αλλά να κινείται μετάρσιο στον αέρα. Διότι, λέγει, «θ’ αρπαγουμε με νεφελες για να προυπάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο».

Επομένως, αυτός ας αναμείνει τον χρόνο που αναγκαίως συμπαρατείνεται με την ανθρώπινη αύξησιν. Διότι οι γύρω από τον Αβραάμ πατριάρχες είχαν την επιθυμία να δουν τα αγαθά και δεν έπαυσαν αναζητώντας την επουράνια πατρίδα, όπως λέγει ο απόστολος· αλλ’ όμως είναι ακόμα στο στάδιο ελπίδος της χάριτος, «διότι ο Θεός προσέβλεψε κάτι ανώτερο για μας», κατά το λόγο του Παύλου, «για να μην τελειωθούν χωρίς εμάς», όπως λέγει.

Αν λοιπόν υπομένουν την αναβολή εκείνοι οι απόμακροι, που είδαν κι’ εδέχθηκαν τα αγαθά μόνο με την πίστη και την ελπίδα και, όπως μαρτυρεί ο απόστολος, ετοποθέτησαν το ασφαλές της απολαύσεως των ελπιζομένων στο γεγονός ότι εθεώρησαν έμπιστο τον υποσχόμενο, τί πρέπει να κάμουμε εμείς οι πολλοί, που με βάση τις πράξεις του βίου μας δεν έχουμε ασφαλή ούτε την προς το καλύτερο ελπίδα; Και του προφήτη ακόμα η ψυχή έχει εκλείψει από την επιθυμία και δια της ψαλμωδίας ομολογεί τούτο το ερωτικό πάθος, λέγοντας ότι ποθεί και εκλείπει η ψυχή του να φθάσει τις αυλές του Κυρίου, έστω κι’ αν χρειασθεί να πεταχθεί στα έσχατα· διότι θεωρεί μεγαλύτερο και προτιμότερο να είναι τελευταίος ανάμεσα σ’ εκείνους, παρά πρώτος ανάμεσα στα αμαρτωλά σκηνώματα του βίου. Αλλ’ όμως ανεχόταν την αναβολή, μακαρίζοντας την εκεί διαγωγή και θεωρώντας προτιμότερη την ολιγόχρονη μετουσία από την χιλιόχρονη ζωή χωρίς κοινωνία. «Ανώτερο», λέγει, «είναι μια ήμερα μέσα στις αυλές σου, παρά χιλιάδες ήμερες αλλού». Όμως δεν δυσανασχετούσε γι’ αυτήν τη ρύθμιση των πραγμάτων, αλλά εθεωρούσε αρκετόν μακαρισμό για τους ανθρώπους και το να κρατούν με την ελπίδα απλώς τα αγαθά. Γι’ αυτό λέγει στο τέλος της ψαλμωδίας εκείνης· «Κύριε, Θεέ των δυνάμεων, μακάριος είναι ο άνθρωπος που ελπίζει σε σένα».

Δεν πρέπει λοιπόν ούτε εμείς να στενοχωρούμαστε για τη σύντομη αναβολή των ελπιζομένων, αλλά να φροντίζουμε ώστε να μην γίνουμε απόβλητοι από τα ελπιζόμενα. Αν πράγματι κανείς προείπη σε κάποιον από τους απειροτέρους, ότι κατά τον καιρό του θέρους θα γίνει η συλλογή των καρπών, οι αποθήκες θα πληρωθούν και η τράπεζα θα γεμίσει φαγώσιμα τον καιρό της αφθονίας, όποιος επισπεύδει την παρουσία του καιρού της ωριμάνσεως ματαιοπονεί, διότι πρέπει να καταβάλει τα σπέρματα και να προετοιμάσει τους καρπούς με την καλλιέργεια· διότι ο καιρός, είτε θέλει είτε όχι, θα έλθει οπωσδήποτε τον καθορισμένο χρόνο, αλλά δεν θα τον δουν παρομοίως εκείνος που προετοίμασε για τον εαυτό του την αφθονία των καρπών κι’ εκείνος που επιάσθηκε από την ώρα εντελώς έρημος παρασκευής. Έτσι πρέπει, νομίζω, αφού είναι ολοφάνερο σε όλους δια του θείου κηρύγματος ότι θα επέλθει ο καιρός της εναλλαγής, να μην πολυπραγμονούμε για τους χρόνους (διότι είπε ότι δεν είναι δική μας δουλειά να γνωρίζουμε καιρούς και χρόνους) ούτε να αναζητούμε λογισμούς, δια των οποίων θα καθαρίσει κανείς την ψυχή με την ελπίδα της αναστάσεως· αλλά στηριζόμενος στην πίστη των προσδοκωμένων να προκαταλαμβάνει τη μέλλουσα χάριν δια της αγαθής πολιτείας. 

Το πρωτότυπο κείμενο


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒʹ.

Πρὸς τοὺς λέγοντας, εἰ καλόν τι καὶ ἀγαθὸν ἡ ἀνάστασις, τί οὐχὶ ἤδη γέγονεν, ἀλλὰ χρόνων τισὶ περιόδοις ἐλπίζεται.


Ἀλλὰ τῆς ἀκολουθίας τῶν ἐξητασμένων ἐχώμεθα. Ἴσως γάρ τις πρὸς τὸ γλυκὺ τῆς ἐλπίδος πτερωθεὶς τὴν διάνοιαν, ἄχθος ἡγεῖται καὶ ζημίαν τὸ μὴ θᾶττον ἐν τοῖς ἀγαθοῖς ἐκείνοις γενέσθαι, ἂ ὑπὲρ αἴσθησίν τε καὶ γνῶσιν ἀνθρωπίνην ἐστὶ, καὶ δεινὴν ποιεῖται τὴν διὰ μέσου πρὸς τὸ ποθούμενον τοῦ χρόνου παράτασιν. Ἀλλὰ μὴ στενοχωρείσθω, καθάπερ τις τῶν νηπίων, τὴν πρὸς ὀλίγον ἀναβολὴν τῶν καθ' ἡδονὴν δυσχεραίνων. Ἐπειδὴ γὰρ ὑπὸ λόγου καὶ σοφίας τὰ πάντα οἰκονομεῖται, ἀνάγκη πᾶσα μηδὲν ἄμοιρον ἡγεῖσθαι τῶν γινομένων αὐτοῦ τε τοῦ λόγου, καὶ τῆς ἐν αὐτῷ σοφίας. Ἐρεῖς οὖν· Τίς οὗτος ὁ λόγος ἐστὶ, καθ' ὃν οὐκ εὐθὺς ἐπὶ τὸ ποθούμενον ἡ τοῦ λυπηροῦ βίου μετάστασις γίνεται, ἀλλ' εἰς χρόνους τινὰς ὡρι σμένους ἡ βαρεῖα καὶ σωματώδης αὕτη παραταθεῖσα ζωὴ, ἀναμένει τὸ πέρας τῆς τοῦ παντὸς συμπληρώ σεως, ἵνα τὸ τηνικαῦτα καθάπερ χαλινοῦ τινος ἐλευ θερωθεῖσα ἡ ἀνθρωπίνη ζωὴ, πάλιν ἄνετός τε καὶ ἐλευθέρα πρὸς τὸν μακάριον καὶ ἀπαθῆ βίον ἐπανα δράμοι·

Ἀλλ' εἰ μὲν ἐγγίζει τῇ ἀληθείᾳ τῶν ζητου μένων ὁ λόγος, αὐτὴ ἂν εἰδείη σαφῶς ἡ Ἀλήθεια, Ὃ δ' οὖν ἐπὶ τὴν ἡμετέραν ἦλθε διάνοιαν, τοιοῦτον ἐστί, Λέγω δὴ τὸν πρῶτον πάλιν ἐπαναλαβὼν λόγον· «Ποιήσωμεν,» φησὶν ὁ Θεὸς, «ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμετέραν. Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρω πον· κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν.» Ἡ μὲν οὖν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐν πάσῃ τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει θεω ρουμένη, τὸ τέλος ἔσχεν. Ὁ δὲ Ἀδὰμ οὔπω ἐγένετο· τὸ γὰρ γήϊνον πλάσμα κατά τινα ἐτυμολογικὴν ὀνομασίαν λέγεται Ἀδὰμ, καθώς φασιν οἱ τῆς Ἑβραίων φωνῆς ἐπιίστορες. Διὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος διαφερόντως τὴν πάτριον τῶν Ἰσραηλιτῶν πεπαιδευμένος φωνήν, τὸν ἐκ γῆς ἄνθρωπον χοϊκὸν ὀνομάζει, οἱονεὶ μεταβα λὼν τὴν τοῦ Ἀδὰμ κλῆσιν εἰς τὴν Ἐλλάδα φωνήν.

Γέγονεν οὖν κατ' εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος, ἡ καθόλου φύσις, τὸ θεοείκελον χρῆμα. Γέγονε δὲ τῇ παντοδυνάμῳ σοφίᾳ οὐχὶ μέρος τοῦ ὄλου, ἀλλ' ἄπαν ἀθρόως τὸ τῆς φύσεως πλήρωμα.

Εἶδεν ὁ πάντων τῶν περάτων πε ριδεδραγμένος, καθώς φησιν ἡ Γραφὴ, ἡ λέγουσα, «Ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς·» εἶδεν ὁ εἰδὼς τὰ πάντα καὶ πρὶν γενέσεως αὑτῶν, ἐμπεριλαθὼν τῇ γνώσει ὅσον κατ' ἀριθμὸν ἐν τοῖς καθ' ἕκαστον ἔσται τὸ ἀνθρώπινον. Ἐπεὶ δὲ κατενόησεν ἐν τῷ πλάσματι ἡμῶν τὴν πρὸς τὸ χεῖρον ῥοπὴν, καὶ ὅτι τῆς πρὸς τοὺς ἀγγέλους ὁμοτιμίας ἑκουσίως ἀποῤῥυὲν, τὴν πρὸς τὸ ταπεινὸν κοινωνίαν προσοικειώσε· διὰ ταῦτα κατέμιξέ τι καὶ τοῦ ἀλόγου τῇ ἰδίᾳ εἰκόνι. Οὐ γάρ ἐστιν ἐν τῇ θείᾳ τε καὶ μακαρίᾳ φύσει ἡ κατὰ τὸ ἄῤῥεν καὶ θῆλυ διαφορά· ἀλλὰ τῆς ἀλόγου κατασκευῆς ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον μετενεγκὼν τὸ ἰδίωμα, οὐ κατὰ τὸ ὑψηλὸν τῆς κτίσεως ἡμῶν τὸν πλεονα σμὸν τῷ γένει χαρίζεται. Οὐ γὰρ ὅτε τὸ κατ' εἰκόνα ἐποίησε, τότε τὴν τοῦ αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθαι δύναμιν τῷ ἀνθρώπῳ προσέθηκεν, ἀλλ' ὅτε διέκρινε τῇ κατὰ τὸ ἄῤῥεν καὶ θῆλυ διαφορᾷ, τότε φησίν· «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν.» Τὸ γὰρ τοιοῦτον οὐ τῆς θείας φύσεως ἴδιον, ἀλλὰ τῆς ἀλόγου ἐστὶ, καθὼς ἡ ἱστορία παρασημαίνεται πρότερον ἐπὶ τῶν ἀλόγων εἰρῆσθαι ταῦτα παρὰ τοῦ Θεοῦ διηγησαμένη, ὡς εἴ γε πρὸ τοῦ ἐπιβαλεῖν τῇ φύσει τὴν κατὰ τὸ ἄῤῥεν καὶ θῆλυ διαφορὰν, τὴν διὰ τῆς φωνῆς ταύτης δύναμιν εἰς τὸ αὐξάνεσθαι τῷ ἀνθρώ πῳ προσέθηκεν, οὐκ ἂν τοῦ τοιούτου τῆς γεννήσεως εἴδους προσεδεήθημεν, δι' οὗ γεννᾶται τὰ ἄλογα.

Τούτου τοίνυν προκατανοηθέντος διὰ τῆς προγνω στικῆς ἐνεργείας πληρώματος τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ζωωδεστέρας γενέσεως ἐπὶ τὴν ζωὴν μέλλοντος παριέ ναι, ὁ τάξει τινὶ καὶ εἱρμῷ διακυβερνῶν τὰ πάντα Θεὸς, ἐπειδὴ ὅλως τὸ τοιοῦτον τῇ ἀνθρωπότητι τῆς γεννήσεως εἶδος ἀναγκαῖον ἐποίησεν ἡ πρὸς τὸ ταπεινὸν τῆς φύσεως ἡμῶν ἐπίκλισις, ἣν εἶδε πρὶν γενέσθαι ὁ ἐπίσης τῷ ἐνεστῶτι τὸ μέλλον βλέπων, διὰ τοῦτο καὶ τὸν σύμμετρον τῇ κατασκευῇ τῶν ἀνθρώπων χρόνον προκατενόησεν· ὥστε τῇ παρόδῳ τῶν περιορισθεισῶν ψυχῶν συναπαρτισθῆναι τὴν τοῦ χρόνου παράτασιν, καὶ τότε στῆναι τὴν ῥοώδη τοῦ χρόνου κίνησιν, ὅταν μηκέτι φύηται δι' αὐτοῦ τὸ ἀνθρώπινον· τελεσθείσης δὲ τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως, τῷ τέλει ταύτης συγκαταλῆξαι τὸν χρόνον, καὶ οὕτω τὴν τοῦ παντὸς ἀναστοιχείωσιν γενέσθαι, καὶ τῇ μεταβολῇ τοῦ ὄλου συναμειφθῆναι καὶ τὸ ἀνθρώπινον, ἀπὸ τοῦ φθαρτοῦ καὶ γεώδους ἐπὶ τὸ ἀπαθὲς καὶ ἀΐδιον.

Ὅ μοι δοκεῖ καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος κατανοήσας, προειπεῖν διὰ τῆς πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς τὴν αἰφνίδιον τοῦ χρό νου στάσιν, καὶ τὴν εἰς τὸ ἔμπαλιν τῶν κινουμένων ἀνάλυσιν, ἐν οἷς φησιν· «Ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω; Πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλα γησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι.» Τοῦ γὰρ πληρώματος, ὡς οἶμαι, τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κατὰ τὸ προγνωσθὲν μέτρον εἰς πέρας ἐλθόντος, διὰ τὸ μηκέτι λείπειν τῷ τῶν ψυχῶν ἀριθμῷ μηδὲν εἰς ἐπαύξησιν, ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου γενήσεσθαι τὴν ἐναλλαγὴν τῶν ὄντων ἐδίδαξεν, ἄτο μον ὀνομάσας καὶ ῥιπὴν ὀφθαλμοῦ τὸ ἀμερὲς ἐκεῖνο τοῦ χρόνου καὶ ἀδιάστατον πέρας ὡς μηκέτι δυνα τὸν εἶναι τῷ κατὰ τὸ ἔσχατόν τε καὶ ἀκρότατον τῆς ἀκμῆς ἐπιβάντι τοῦ χρόνου, διὰ τὸ μηδὲν ὑπολείπεσθαι τῇ ἀκρότητι μέρος, τὴν περιοδικὴν ταύτην διὰ θανάτου μεταβολὴν κτήσασθαι, ἀλλ' εἰ μόνον ἠχή σειεν ἡ τῆς ἀναστάσεως σάλπιγξ, ἡ τὸ τεθνηκὸς ἀφυπνίζουσα, καὶ τοὺς ἐν τῇ ζωῇ καταλειφθέντας καθ' ὁμοιότητα τῶν ἐξ ἀναστάσεως ἀλλοιουμένων πρὸς ἀφθαρσίαν ἀθρόως μεταβάλλουσα, ὡς μηκέτι τὸ βάρος τῆς σαρκὸς ἐπὶ τὸ κάτω βρίθειν, καὶ τῇ γῇ παρακατέχειν τὸν ὄγκον· ἀλλὰ μετάρσιον δι' ἀέρος φοιτᾷν. «Ἁρπαγησόμεθα γὰρ, φησὶν, ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάν τησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτως πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα.»

Οὐκοῦν ἀναμεινάτω τὸν χρόνον τὸν ἀναγκαίως τῇ ἀνθρωπίνῃ αὐξήσει συμπαρατεί νοντα. Καὶ γὰρ οἱ περὶ τὸν Ἀβραὰμ πατριάρχαι, τοῦ μὲν ἰδεῖν τὰ ἀγαθὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἔσχον, καὶ οὐκ ἀνῆκαν ἐπιζητοῦντες τὴν ἐπουράνιον πατρίδα, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος· ἀλλ' ὅμως ἐν τῷ ἐλπίζειν ἔτι τὴν χάριν εἰσὶ, τοῦ Θεοῦ κρεῖττόν τι περὶ ἡμῶν προ βλεψαμένου, κατὰ τὴν τοῦ Παύλου φωνήν· «Ἵνα μὴ,» φησὶ, «χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν.»

Εἰ οὖν ἐκεῖνοι φέρουσι τὴν ἀναβολὴν οἱ πόῤῥωθεν, διὰ μόνης πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος ἰδόντες τὰ ἀγαθὰ, καὶ ἀσπασάμενοι, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ Ἀπόστολος, τὸ ἀσφαλὲς τῆς τῶν ἐλπισθέντων ἀπολαύσεως ἐν τῷ πιστὸν ἡγήσασθαι τὸν ἐπαγγειλάμενον θέμενοι· τί χρὴ πράττειν τοὺς πολλοὺς ἡμᾶς, οἷς τυχὸν οὐδὲ ἡ πρὸς τὸ κρεῖττον ἐλπὶς ἐκ τῶν βεβιωμένων ἐστίν; Ἐξέλιπε δι' ἐπιθυμίας καὶ ἡ τοῦ Προφήτου ψυχὴ, καὶ ὁμολογεῖ διὰ τῆς ψαλμῳδίας τὸ ἐρωτικὸν τοῦτο πάθος, ἐπιποθεῖν λέγων καὶ ἐκλείπειν αὐτοῦ τὴν ψυχὴν, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου γενέσθαι, κἂν ἐν τοῖς ἐσχάτοις δέῃ παραῤῥιπτεῖσθαι, ὡς μεῖζον ὃν καὶ προτιμότερον τὸ ἐν ἐκείνοις ἔσχατον εἶναι. τοῦ πρωτεύειν ἐν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τοῦ βίου σκηνώμασιν. Ἀλλ' ὅμως ἠνεί χετο τῆς ἀναβολῆς, μακαρίζων μὲν τὴν ἐκεῖ διαγωγὴν, καὶ τὴν ἐν βραχεῖ μετουσίαν χιλιάδων χρόνου προτι μοτέραν ποιούμενος· «Κρεῖσσον,» φησὶν, «ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου ὑπὲρ χιλιάδας·» ἀλλ' οὐκ ἐδυσχέραινε τῇ ἀναγκαίᾳ περὶ τῶν ὄντων οἰκονομίᾳ, ἱκανόν τε εἰς μακαρισμὸν ᾤετο τοῖς ἀνθρώποις καὶ τὸ δι' ἐλπίδος ἔχειν τὰ ἀγαθά. Διό φησιν ἐπὶ τέλει τῆς ψαλμῳδίας· «Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπὶ σέ.»

Οὐ τοίνυν οὐδὲ ἡμᾶς στενοχωρεῖσθαι χρὴ περὶ τῆς ἐν βραχεῖ τῶν ἐλπιζομένων ἀναβολῆς, ἀλλ' ὅπως ἂν μὴ ἀπόβλητοι τῶν ἐλπιζομένων γενοίμεθα, τὴν σπουδὴν ἔχειν. Ὥσπερ γὰρ εἴ τις προείποι τινὶ τῶν ἀπειροτέρων, ὅτι κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θέρους ἡ τῶν καρπῶν γενήσεται συλλογὴ, καὶ πλήρεις μὲν αἱ ἀποθῆκαι, μεστὴ δὲ τῶν ἐδωδίμων ἡ τράπεζα τῷ τῆς εὐθηνίας ἔσται καιρῷ· μάταιος ἂν εἴη ὁ ἐπισπεύδων τοῦ καιροῦ τὴν παρουσίαν, δέον σπέρματα καταβάλλειν καὶ δι' ἐπιμελείας ἑαυτῷ τοὺς καρποὺς ἑτοιμάζεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ και ρὸς καὶ βουλομένου, καὶ μὴ, πάντως κατὰ τὸν τεταγμένον ἐπιστήσεται χρόνον. Οὐχ ὁμοίως δὲ αὐτὸν ὄψονται, ὅ τε προετοιμάσας ἑαυτῷ τὴν τῶν καρπῶν ἀφθονίαν, καὶ ὁ πάσης παρασκευῆς ἔρημος κατα λειφθεὶς ὑπὸ τῆς ὥρας. Οὕτως οἶμαι δεῖν, προδήλου πᾶσι διὰ τοῦ θείου κηρύγματος ὄντος, ὅτι ἐνστήσεται τῆς ἐναλλαγῆς ὁ καιρὸς, μὴ χρόνους πολυπραγμο νεῖν (οὐδὲ γὰρ ἡμῶν εἶπεν εἶναι τὸ καιροὺς γνῶναι καὶ χρόνους), μηδὲ λογισμούς τινας ἀναζητεῖν, δι' ὧν σαθρώσει τις τὴν ψυχὴν περὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνα στάσεως; ἀλλὰ τῇ πίστει τῶν προσδοκωμένων ἐπ ερειδόμενον, διὰ τῆς ἀγαθῆς πολιτείας τὴν μέλλουσαν χάριν προεμπορεύεσθαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: