Δρ. Νίκος Ορφανίδης, φιλόλογος – λογοτέχνης
Αὐτά, μεταξὺ ἄλλων, γράφει ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὸ σπουδαῖο κείμενό του «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων.» Δὲν εἶναι, λοιπόν, τυχαῖο, ποὺ αὐτὸς ὁ ταπεινὸς καὶ ἁπλοϊκὸς ἱερέας ὁδηγήθηκε στὴ χάρη καὶ στὸν ἁγιασμό. Γιὰ νὰ μυροβλύσουν τὰ λείψανά του καὶ νὰ σκεπάσουν, «ὡς ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς», ὄχι μόνο τὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ σύμπαντα τὸν ἑλληνισμό. Ἡ χάρη του καὶ ἡ εὐλογία του καὶ ἡ ἀγάπη του μᾶς ἀκολουθοῦν. Μᾶς σκέπουν. Τὸν αἰσθανόμαστε δίπλα μας,κοντά μας, αὐτὸ τὸν ταπεινὸ ἱερέα τοῦ δοκιμαζόμενου ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν,συνεχῶς. Ἔτσι τὸν συναντοῦμε καὶ σήμερα, μὲ ἕναν ἄλλο πιὰ τρόπο, μυστικῶς καὶ ἀοράτως, στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἐλισσαίου, ποὺ ἐσχάτως ἐχει ἀνοικοδομηθεῖ, γιὰ νὰ φιλοξενήσει καὶ πάλι τὶς παλιὲς ἐκεῖνες ἀγρυπνίες στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν.
Στο δεύτερο παπαδιαμαντικὸ κείμενό, στὸ διήγημα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔχει ὡς χῶρο αναφορᾶς τὸν ἅγιο Ἐλισσαῖο, εἰσέρχεται καὶ πάλι ἡ μορφὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα‐ Πλανᾶ, καθὼς διαβάζουμε τὰ σχετικὰ μὲ τὸ «θάνατο» καὶ τὴν «κηδεία» τῆς μικρῆς θυγατέρας τοῦ φίλου τοῦ Παπαδιαμάντη Νικόλαου Μπούκη, τῆς Ἀγελικούλας.
«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ ̓ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «Ἄμωμον ὁδὸν» ἕως τὸν «Τελευταῖον ἀσπασμόν.» Μόνος ὁ παπα‐ Νικόλας ἀπ ̓ τὸν Ἁϊ‐ Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ,ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
– Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
– Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ παπα‐ Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.» (Ἅπαντα, Δ ́, ἐκδ. δόμος, Ἀθήνα 1988, σελ.394)
Αὐτὸς ὑπῆρξε μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ παπα ‐ Πλανᾶς. Ἔτσι μὲ αὐτὸ τὸν ἁπαλὸ καὶ διακριτικὸ τρόπο τὸν προσλαμβάνει καὶ τὸν προβάλλει ὁ Παπαδιαμάτης, ἐπωνύμως. Αὐτὸν τὸν σύγχρονο ἅγιο τῆς ἁπαλότητος, τῆς πραότητος, τῆς ταπεινότητος καὶ τῆς χάριτος.
Στέκομαι, τέλος, στὸν Προφήτη Ἐλισσαῖο καὶ στὶς ἱστορικὲς ἐκεῖνες ἀγρυπνίες τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος, μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Μωραϊτίδη καὶ τὸν ἅγιο Νικόλαο παπα ‐ Πλανᾶ, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, μέχρι ποὺ ἡ ἀνθρώπινη πλεονεξία τὸν κατεδάφισε, γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ χάρη, ἐσχάτως νὰ ἀνοικοδομηθεῖ, μὲ τὰ ἴδια τὰ ὑλικά, ποὺ ἀπέμειναν ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ 1943. Γιὰ τὶς ἀγρυπνίες ἐκεῖνες εἴδαμε τὸ κείμενο τοῦ Γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου. Ἀλλὰ καὶ σὲ νεότερους, ἀφιερωματικοὺς στὸν Παπαδιαμάντη, τόμους συναντοῦμε νὰ ἀναδημοσεύονται παλαιότερα κείμενα, ποὺ φωτίζουν ὅλες αὐτὲς τὶς σχεδὸν μυθικὲς ὁλονυχτίες καὶ ἀγρυπνίες, στὶς ὁποῖες πρωταγωνιστοῦσαν Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν.
Στέκομαι, ἔτσι, σὲ ἕνα κείμενο τοῦ Γεράσιμου Βώκου, μὲ τίτλο «Ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον». Πρωτοδημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις»τῶν Ἀθηνῶν, στὶς 8 Μαρτίου τοῦ 1894, ἀνατυπώθηκε στὴ «Νέα Ἑστία»Χριστούγεννα 1934, ἀπ ̓ ὅπου ἀναδημοσιεύεται στὸν τόμο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Εἴκοσι κείμενα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του», Πρόλογος ‐ Ἐπιλογή: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Οἱ Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1979, σσ. 15 ‐ 23. Ἀλλὰ καὶ στὸν τόμο «Λεύκωμα Παπαδιαμάντη», ἐκδ. Ergo, Ἀθήνα 2001, ποὺ ἐπιμελήθηκε μὲ ἐπιστημονικὴ συνέπεια ὁ Φώτης Δημητρακόπουλος, συναντοῦμε μιὰ σειρὰ ἀπὸ κείμενα, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο, στὶς ἀγρυπνίες, ποὺ ἐγίνοντο ἐκεῖ, ἀλλὰ και στὴν τύχη ποὺ εἶχε ὁ ναός, τὸ 1943, ὅταν ὁ ἰδιοκτήτης του, μεσούσης τῆς κατοχῆς, καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις, τὸν κατεδάφισε.
Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων, στὸ Λεύκωμα ἔχουμε σχέδια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου στὴ σελ. 87, καὶ στὴν σελ. 88 τὴ γνωστὴ φωτογραφία τοῦ Γ. Βαλέτα τοῦ 1944, τὸ κείμενο στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινὴ» στὶς 4 Μαΐου 1944, μὲ τίτλο «Ὁ παλαιὸς ναὸς τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, ποὺ ὑπογράφει ὁ «Ἀρχαιόφιλος», «Οἱ ὁλονυχτίες», κείμενο τοῦ Γιάγκου Ἀργυροπούλου» στὴν «Κυριακὴ Ἐλευθέρου Βήματος», στὶς 24 Ἀπριλίου 1924, «Ὁ Παπαδιαμάντης Ψάλτης, Χριστούγεννα στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο» μὲ ὑπογραφὴ Φ. Γ. στὴν «Ἐθνική», στὶς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1938, «Ἅγιος Ἐλισσαῖος» στὴν «Πρωΐα», στὶς 25 Ἰουλίου 1943, δυὸ κείμενα τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ, τὸ 1960 καὶ 1963, μὲ τίτλο «Ἕνα πνευματικὸ φυτώριο» καὶ «Ἕνα μνημεῖο», καὶ ἄλλα πολλά, ποὺ ἀκολουθοῦν μέχρι τὶς μέρες μας. Ὅλα αὐτὰ παραπέμπουν στὸ φιλακόλουθο ἦθος τῶν ὀρθοδόξων, στὴν εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων, στὴν ἀνάδειξη τοῦ ἄλλου ἤθους, ποὺ μᾶς παραδίδει ἡ Ἁγιορείτικη παράδοση, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτος, σὲ ἐποχὲς ἀλλοτρίωσης καὶ ἐρημίας.
Δίνω, ὁλοκληρώνοντας, ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Γερ. Βώκου: «Ἔψαλλε δὲ ὁ συγγραφεὺς τῆς «Νοσταλγοῦ» μετὰ ζέσεως καὶ πάθους ἀληθινοῦ, ἐντείνων τὴν φωνήν, τηρῶν τὸν χρόνον διὰ βιαίας καταφορᾶς τῆς χειρός του ἐπὶ τοῦ ἐρείσματος τοῦ στασιδίου, τηρῶν τὴν τάξιν τοῦ ναοῦ… Ὁ ἄλλος ἀπέναντι, ὁ συγγραφεὺς τοῦ «Δεκατιστοῦ», εἶχε τὸ ἦθος ταπεινότερον καὶ ἐφαίνετο βυθισμένος εἰς ὄνειρον θρησκευτικῆς ἀφοσιώσεως καὶ λατρείας… Καὶ ἦτο τὸ θέαμα τῶν δύο αὐτῶν ἀπὸ Σκιάθου θεοπνεύστων συγγραφέων κατανυκτικώτατον καὶ ἐγὼ ἀπεθαύμαζον αὐτούς…».
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου