Αρχιμανδρίτης Βασίλειος, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[…] Ο θεσμός της Εκκλησίας δεν είναι ανθρώπινο αλλά θεανθρώπινο καθίδρυμα.
Και ο τρόπος που λειτουργεί είναι μια πιστοποίησι και φανέρωσι της διαρκούς μεθ’ ημών παρουσίας του Κυρίου.
Οι ανθρώπινοι και κοσμικοί θεσμοί (ή οι πνευματικοί θεσμοί που διοργανώνονται με κοσμικό τρόπο) έχουν ως σκοπό να προωθήσουν τα σχέδια των υπευθύνων τους. Να αυξήσουν τη δύναμι και επιρροή τους. Να επιβάλουν τη θέλησί τους και να υποδουλώσουν, όσο γίνεται, περισσότερους· ίσως και με τον σκοπό να τους σώσουν.
Γιατί αυτοί που σκέφτονται μηχανικά είναι ικανοί να φανταστούν και σωτηρία του ανθρώπου με καταργημένη την ελευθερία, δηλαδή με καταργημένο τον άνθρωπο.
Σ’ αυτούς τους θεσμούς, που λειτουργούν με κοσμικό τρόπο, σαν μηχανές, ο άνθρωπος ή υποτάσσεται και καταντά άβουλο ον, ως μισθοφόρος ή εξάρτημα μηχανής. Ή αντιδρά διασπαστικά.
Αποχωρίζεται από τον θεσμό. Και δεσμεύεται στον ατομικό του λογισμό, ρυθμίζοντας μ’ αυτόν τη ζωή του και τη ζωή των ανθρώπων, που ίσως τον ακολουθούν.
Αλλά όταν ο άνθρωπος χάση την ενότητά του με την Εκκλησία, που συγκροτείται διά του Τριαδικού «καθώς», χάνει την ελευθερία του. Γιατί χάνει τον εαυτό του τον αληθινό, που είναι όλοι οι άλλοι.
Κανείς θεσμός ανθρώπινος, ούτε και αν ονομάζεται εκκλησιαστικός, δεν μπορεί να χωρέση, να ανεχθή και να ικανοποιήση τον άνθρωπο που έχει την πνοή του Θεού μέσα του, επιποθεί το «πορρωτέρω» [περαιτέρω, πιο πέρα], την επέκτασι, τον Χριστό.
Και δεν είναι δυνατόν να αναπαυθή ο άνθρωπος με καμιά υπόσχεσι ή ενδοκοσμική προοπτική, γιατί διψά το ασύλληπτο και ανθρωπίνως ανέφικτο. Λέει όλη του η ύπαρξι «όχι» στον κοσμικά οργανωμένο θεσμό, που θέλει δήθεν να τον χειραγωγήση στο μυστήριο της ζωής και της σωτηρίας.
Για τον άνθρωπο, καλός πνευματικός θεσμός, που λειτουργεί μηχανικά, είναι μόνο ο ετοιμόρροπος, ο διαλυμένος και ανύπαρχτος.
Γι’ αυτό και ο Κύριος, που τα ξέρει όλα αυτά, ήλθε διέλυσε τις φυλακές.
Κατέστρεψε την απάτη. Ανέτρεψε τις τράπεζες των κολλυβιστών και τις καθέδρες των εμπόρων, που μετέτρεψαν τον ναό του Θεού σε οίκο εμπορίου.
Μας απήλλαξε από την κατάρα του Νόμου.
Και με την κάθοδό Του στον Άδη «μοχλοί συνετρίβησαν, εθλάσθησαν πύλαι, μνήματα ηνοίχθησαν, νεκροί ανίσταντο». Και βγήκαν όλοι οι νεκροί έξω, στο φως. «Και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».
Και συνεκρότησε την Εκκλησία, που δεν είναι φυλακή (έστω με χρυσά κάγκελα), αλλά είναι ελευθερία, και κραταιά ως ο θάνατος αγάπη.
Και είναι η μήτρα μιας άλλης μάνας, ευρυχωροτέρας των ουρανών, που γεννά τον άνθρωπο.
Και είμαστε παιδιά της ελευθέρας, παιδιά της ελευθερίας, που την κερδίζομε με την υπακοή στην Αλήθεια του Θεού, που είναι Αγάπη.
Και εάν οι ανθρώπινοι θεσμοί φοβούνται την ελευθερία του ανθρώπου, και γι’ αυτό την κουτσουρεύουν ή την καταργούν, ο θεσμός της Εκκλησίας γεννά τους ελευθέρους εν Πνεύματι ανθρώπους.
Και όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας το Πνεύμα, το οποίο «όπου θέλει πνει και ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει. Ούτως εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος».
Και το απροσδιόριστο της ελευθερίας, που ισορροπεί δια την αγάπης των εν Τριαδική κοινωνία προσώπων, είναι η πέτρα της πίστεως.
Οι Άγιοι δεν είναι φύλακες νόμου, αλλά νομοθέτες, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
Ο θεσμός της Εκκλησίας είναι χαρισματικός, και τα χαρίσματα των Αγίων λειτουργούν ως θεσμοί καθοδηγητικοί για το εκκλησιαστικό πλήρωμα.
Μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχουν χαρισματούχοι, αλλά γίνονται, γεννώνται διαρκώς.
Δεν πήραν κάποτε ένα χάρισμα ως ιδιότητα στατική, αλλά δέχονται μια ευλογία που τους χαρίζεται διαρκώς.
Είναι αυτοί που αληθινά συνειδητοποιούν την έσχατη αδυναμία του ανθρώπου και την αγαθότητα του Θεού. Βλέπουν όλους τους άλλους καλούς και καθαρούς, θεωρούν τον εαυτό τους «υποκάτω πάσης της κτίσεως».
Έχουν τη χάρι της τρεμάμενης συντριβής του ταπεινού, του εξουθενημένου. Και, σαν σφουγγάρι, ρουφούν τη Χάρι.
Δέχονται τα χαρίσματα της έσωθεν αναπαύσεως και του φωτισμού.
Δεν τα θεωρούν δικά τους κατορθώματα ούτε αξιοποιήσιμες δυνατότητες, για να αυξήσουν το κύρος τους υποτιμώντας τους άλλους.
Εκπλήσσονται από την άφατη αγάπη του Θεού, και αυθορμήτως τα αποδίδουν, τα επιστρέφουν αμέσως στον Δωρεοδότη.
Και αυτό τους καθιστά άξιους να δέχωνται συνέχεια νέα χαρίσματα, μεγαλύτερα, πάναγνα, πνευματικά, ευλογούντα τα σύμπαντα.
Και αυτοί εξακολουθούν να μην έχουν καμιά ιδέα για τον εαυτό τους.
Έχουν μεγάλη ιδέα για τον Θεό.
Απόσπασμα από την εισήγηση του Αρχιμανδρίτη Βασιλείου, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους με τίτλο, «Θεσμός και χάρισμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Μια αγιορείτικη θεώρηση», που περιέχεται στο βιβλίο του «Φως Χριστού φαίνει πάσι», των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Η εισήγηση πραγματοποιήθηκε στο 6ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο, Βέροια-Θεσσαλονίκη 4-9 Σεπτεμβρίου 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου