Συνέχεια από Δευτέρα, 6 Φεβρουαρίου 2017
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου(Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
3. ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ;
β2) Πνεύμα και Άγιο Πνεύμα
Tί φέρνει το άγιο Πνεύμα που
εκχύθηκε στην κοινότητα; Το ότι «τίθεται εξίσου και πραγματοποιείται στην
κοινότητα αυτό το αντικειμενικό Πνεύμα, και το ότι τίθεται τώρα, όπως είχε
αντικειμενικά κατ’ αρχάς τεθή, υποκειμενικά». «Περιέχει κατ’ αρχάς στη σκέψη τήν μορφή, με την οποία και εκδηλώνει το απόλυτο ενδιαφέρον της για το Πνεύμα, η
ιστορία. Και είναι αυτό το Τρίτο (μετά τον Πατέρα και τον Υιό), το οποίο και
υπήρξε ήδη απ’ τη μια στον Υιό, ώστε να αντικειμενοποιείται ως ενότητα τού Πρώτου και Δεύτερου το Πνεύμα, έτσι ώστε να ανυψώνεται στην αιώνια αγάπη αυτό
το Δεύτερο, το Διαφορετικό ή Έτερο… Η άλλη πλευρά είναι ωστόσο αντίστροφη…: ότι
δεν κατοικεί σ’ αυτό το ίδιο (το Δεύτερο…) με αντικειμενικό τρόπο το ατελεύτητο
Πνεύμα, αλλά γεννά σ’ αυτό το ίδιο το Πνεύμα, ώστε να γεννιέται αυτό το ίδιο
στην αυτοσυνείδηση» . Έτσι και μόνο μπορεί να
αντιληφθή κατ’ αρχάς η κοινότητα, ότι είναι Πνεύμα ο Θεός, και να ερμηνεύση εν
Πνεύματι το βάθος τού Λόγου τού Χριστού η Εκκλησία, να τον κατανοήση δηλ. όχι
ως απλή ιστορία (Historie),
αλλά ως κάτι το «παρόν τρόπον τινά».
Όσο
αληθινό κι αν είναι αυτό το «απ’ την άλλη μεριά», δεν ‘επαναπαύεται’ πέρα απ’
το νόημα του προηγουμένου «απ’ τη μια μεριά». Γιατί είναι σίγουρα Πνεύμα ο Θεός
για τον Χέγκελ, και είναι ολόκληρη η Λογική, η φιλοσοφία τής φύσης και της
ιστορίας μια Γένεση (Genese)
ή φαινομενολογία (Phänomenologie) τού Πνεύματος· αυτό που
περιγράφει ως τα πνεύματα του λαού, που συνενώνονται στο παγκόσμιο πνεύμα ο
Χέγκελ, αυτό που περιγράφει ως το (προχριστιανικό ήδη) Πνεύμα τής Πόλης, είναι
όλα αντικειμενικό Πνεύμα, που δεν είναι ακόμα, έστω κι αν κατανοηθή ως ο
«επιτετραμμένος τού απολύτου Πνεύματος», υποκειμενικό Πνεύμα, αλλά μια ροπή και
μια δύναμη μόνο στην «ιστορία τού Θεού». (Και μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε
για μιαν τέτοιαν ιστορία, αν ελεύθερα αποφασίζη να αναμιχθή με τον ιστορικόν
άνθρωπο ο Θεός, αν μπορή να αλλάξη, αν και απαράλλακτος στον εαυτό του, στον
άλλον, όπως λέει ο Karl
Rahner.) Βρισκόμαστε ωστόσο
έτσι στην «κυκλική» πάλι «περιστροφή στον εαυτό» τής χεγκελιανής φιλοσοφίας που
αναφέραμε στην αρχή, «όπου και καθίσταται το Πρώτο επίσης Τελευταίο και το
Τελευταίο επίσης Πρώτο». Αν είναι «το αιώνιο Γενικό» ο Πατήρ, κι «η ατελεύτητη
Ιδιαιτερότητα» ο Υιός, τότε είναι «η ίδια η Μοναδικότητα το Πνεύμα, όπου είναι
όμως και τα τρία το Πνεύμα. Είναι Θεός το Πνεύμα… στο Τρίτο, το οποίο αποτελεί
όμως και την προϋπόθεση: είναι το Πρώτο το Τρίτο… Και το ίδιο συμβαίνει στην
αγάπη και την ανταγάπη: εφ’ όσον υπάρχει η αγάπη, τη βεβαιώνει η εξωτερίκευσή
της κι όλες της οι πράξεις, με τα οποία ταυτόχρονα γεννιέται και συντηρείται.
Υπάρχει όμως ήδη αυτό που γεννήθηκε, και είναι μια επιβεβαίωση, όπου δεν
προκύπτει τίποτα άλλο, παρά αυτό που ήδη υπάρχει. Με τον ίδιον τρόπο
προϋποτίθεται, ως Αρχικό, και το Πνεύμα». «Το Τελευταίο είναι (και…) το
Πρώτο» . Εφ’
όσον ισχύει λοιπόν σε όλες τις βαθμίδες (ή προβαθμίδες) τού Πνεύματος αυτή η
προϋποθέτουσα τη διαλεκτική τής θέσης και της αναίρεσης αρχή, όπως για
παράδειγμα στις «φυσικές θρησκείες», όπου ένας Θεός πεθαίνει και ανασταίνεται,
όπως «πεθαίνει στη συριακή θρησκεία ο Άδωνις, και στην αιγυπτιακή ο Όσιρις»,
ώστε να υφίσταται παντού εδώ η δύναμη του αγώνα και του πόνου, έτσι ανήκει και
«η δύναμη του Πνεύματος» (αν και «έμμεσα», «με τη μορφή τής φυσικότητας» κατ’
αρχάς) ήδη στη θρησκεία, κάτι που μας επιτρέπει να αναρωτηθούμε, αν διαφέρη
άραγες ποιοτικά απ’ αυτές τις διαλεκτικές «μετατροπές» τού Πνεύματος ο
σταυρικός θάνατος του Χριστού, κι αν μπορούμε γι’ αυτό να προσγράψουμε μιαν
ιδιαίτερη εγκατοίκηση του Αγίου Πνεύματος στη συνείδηση του ιστορικού Ιησού,
έστω κι αν Αυτός αναγγέλη τη «Βασιλεία τού Θεού» και την αγάπη προς τον αδελφό.
Φαίνεται δε να το θέτη αυτό το ερώτημα, αντιφάσκοντας ωστόσο στη δήλωσή του,
ότι ταυτίζεται με τη συμφιλίωση ουρανού και γης στην απόλυτη εγκατάλειψη του
θανάτου στον Σταυρό το (Άγιο) Πνεύμα, ο Χέγκελ. Μπορεί άρα να ονομασθή μόνο με
μιαν εντελώς γενική (φιλοσοφική) έννοια «Χριστολογία τού Πνεύματος» η
Χριστολογία τού Χέγκελ.
Αναδεικνύεται ωστόσο κι ένα άλλο ερώτημα εδώ: αν μπορή να κατανοηθή
γενικά ως ένα τρίτο πρόσωπο (Person)
στον Θεό το Πνεύμα στον Χέγκελ, που συνηθίζει (όμως…) να μιλά για θεϊκά
«πρόσωπα». Ακολούθησε αυτό το ερώτημα, και έδωσε αρνητική απάντηση ο L. Oeing-Hanhoff. Και κατέστη έτσι αμφίβολη κατά
κάποιον τρόπο η «θεωρητική Πεντηκοστή» τού Χέγκελ. Το Είναι συνιστά αναγκαίως
μιαν αυτο-παρουσίαση ή αυτο-παράσταση για τον Χέγκελ: είναι πάντοτε αυτό που
σκέφτεται κι αυτό που έχουμε σκεφθή το Πνεύμα ως σκέψη, θα το ονόμαζε δε ως τον
«εσωτερικό λόγο» ο Θωμάς (Ακινάτης…). Και είναι πλέον η ταυτότητα και των δυό
(του Πατέρα και του Υιού, για να το πούμε χριστιανικά) το Πνεύμα. «Είναι Τρία,
το Ένα και το Άλλο και η ενότητα των Δύο. Και γνωρίζουμε ως την τριαδική
ενότητα… αυτήν τη συγκεκριμένη Ιδέα (Idee)».
Σε αντίθεση ωστόσο προς αυτόν τον προσδιορισμό, «δεν συγκροτείται κατά κανέναν
τρόπο σύμφωνα με την παραδοσιακή περί Τριάδος διδασκαλία, μέσα απ’ αυτήν την
παραμένουσα στη διαφορετικότητα και ετερότητα των προσώπων ενότητα το τρίτο
θεϊκό πρόσωπο» (Oeing-Hanhoff). Απ’ την απλώς αμοιβαία αγάπη
Πατέρα και Υιού προκύπτει κατ’ αρχάς μια δυαδικότητα. Κι αυτό που λείπει είναι
το θαύμα τής καρποφορίας, του υπερκείμενου κι απ’ τους δυό «δώρου» (το παιδί,
εικονογραφώντας το φυσικά), το οποίο και μας επαναφέρει σ’ αυτό που ειπώθηκε
παραπάνω, ότι δεν διαθέτει δηλ. καμμιάν υπέρτερη ελευθερία στη Δημιουργία του ο
χεγκελιανός Θεός. «Ξέχασε (πράγματι…) το Άγιο Πνεύμα ο φιλόσοφος του Πνεύματος
Χέγκελ· και ακριβέστερα: αδιαφόρησε για τον ίδιον τον δικό του προσωπικό τρόπο
τού Είναι και μεθερμήνευσε εντελώς τον εκκλησιαστικό λόγο» (ό.π.).
Η εντελώς σοβαρή πρόθεση του Χέγκελ, να
ανυψώση σε κεντρικό σημείο τής θεολογικής του φιλοσοφίας την τριαδικότητα του
Θεού – το οποίο και διεκπεραιώνει ακούσια απέναντι στο παρελθόν (Διαφωτισμός,
Καντ) και το παρόν (Schleiermacher)
– απειλείται να μετατραπή στη βάση τής καθολικά χρησιμοποιούμενης διαλεκτικής
του μεθόδου σε έναν Μονταλισμό. Γιατί καθώς συμπεριλαμβάνεται στην ενυπάρχουσα
(εμπειρική - immanent)
Τριάδα η Δημιουργία, πρέπει να εισέλθη στη θέση τού Άλλου το Άλλο στον
Θεό, όπου και γεννάται κατ’ αρχάς κορυφούμενος στην Ενανθρώπηση ο Άλλος, ο οποίος και δεν θα υπήρχε
χωρίς την εξέλιξη του κόσμου ως θεϊκός Υιός. Η μέθοδος αυτή απαιτεί να λαμβάνει
χώρα όχι μόνο μια αντίθεση, αλλά και μια «αντίφαση» (η οποία βέβαια συνεχώς
αναιρείται) ανάμεσα στα θεϊκά πρόσωπα, το οποίο και χαρακτηρίζει ως τον «πιο
παράτολμο και σημαντικό νεωτερισμό τού Χέγκελ» ο Karl Barth. Συνέπεια δε αυτού είναι, ότι
«δεν μπορούν παρά να σημαίνουν μιαν πείσμονα μονομέρεια, και μια δυσκίνητη,
προερχόμενη από υπακοή ενάντια στην αυτοκινούμενη έννοια επιμονή, το λάθος, το
ψέμμα και η αμαρτία στον Χέγκελ». Αποτελεί ωστόσο, «όσο ανεπαρκής κι αν
φαίνεται απ’ τη μεριά τής θεολογίας, κάθε τι το διαφορετικό πραγματικά από μιαν
εκ των υστέρων προσαρμογή τής φιλοσοφίας του στις επιθυμίες τής θεολογίας η
τριαδική του διδασκαλία… Επιτέλεσε πράγματι, ενάντια στους φιλοσόφους και ενάντια στους θεολόγους, μονήρης
και ‘αυταρχικός’, με τον δικό του τρόπο θεολογία εδώ ο Χέγκελ».
γ) Η βιβλική προσθήκη σε μια
«Χριστολογία τού Πνεύματος»
To
μεγάλο εγχείρημα του Χέγκελ ‘πρότεινε’ μιαν περιεκτική διδασκαλία τού
Πνεύματος με ένα χριστολογικό κέντρο (Zentrum),
καμμιάν όμως βιβλική διδασκαλία για το Άγιο Πνεύμα. Θα αναζητήσουμε λοιπόν τώρα
το ξεκίνημα κατ’ αρχάς μιας βιβλικής «Χριστολογίας τού Πνεύματος», πριν
παρακολουθήσουμε (στο επόμενο κεφάλαιο) τη θέση τού Πνεύματος στο σύνολο ‘σώμα’
τής Γραφής. Και βρίσκεται στο
γεγονός τής Ενανθρωπήσεως αυτό το ‘ξεκίνημα’, το οποίο και προσδιορίσαμε με δυό
ήδη βασικές έννοιες στο μέρος «Θεοδραματική»
(( ! )) τού συγγράμματός μας: με
την «εκ των προτέρων» δηλ. «υπακοή» τού Ιησού, που δεν «λαμβάνει» ο ίδιος την
ανθρωπότητά του, αλλά «εγκαταλείπεται» γι’ αυτό στο Πνεύμα, που τον καθιστά
άνθρωπο (( ;; )) , το οποίο και
προϋποθέτει μιαν «αντιστροφή» κατά τη μετάβαση απ’ την ‘ενυπάρχουσα’ στην
οικονομική (ökonomisch)
Τριάδα: αναλαμβάνει χωρίς διακινδύνευση ή αναίρεση της πρώτης (της
‘ενυπάρχουσας’…), και για να ‘εξασφαλίση’ την εκ των προτέρων (a priori) υπακοή τής αποστολής (που δεν
συνιστά ωστόσο «μιαν απλή παθητικότητα», αλλά απαιτεί την υψίστη παρέμβαση ως
‘αυτο-παράδοση’), τον ρόλο τού ενεργητικού μεσάζοντα το Πνεύμα: «Παράγει, χωρίς
να παράγη τίποτα το αιώνιο και άκτιστο, τον Eνσαρκωμένο Λόγο αυτό το τρίτο
πρόσωπο.» «Πραγματοποιείτε στη γη αυτό το εγχείρημα της Αγάπης, που συνενώνει
το κτιστό με το άκτιστο Είναι. Να είστε ευλογημένοι γι’ αυτό το θείο έργο που
εκπληρώνει την Ενσάρκωση του Λόγου και την ύψιστη Θεοποίηση της ανθρώπινης φύσης»
(Berulle, Grandeurs de Jesus – Τα μεγαλεία τού Ιησού…).
Μπορούμε να δούμε την τελείωση της προ-χριστολογικής, κατευθυνόμενης όμως στον
Χριστό δράσης του στην Παλαιά Διαθήκη, σ’ αυτήν την «πράξη» τού Πνεύματος: «qui locutus est per prophetas» («που ελάλησε μέσα απ’ τους
Προφήτες»…).
Παραμένοντας στη σκέψη, ότι είναι ακριβώς μια πράξη τής προσωπικής του
οικονομικής υπακοής η Ενανθρώπηση του Υιού, καθίσταται αδύνατον να κατανοήσουμε
ως μιαν κοινή πράξη τών τριών θεϊκών προσώπων (Personen) την ‘Επισκίαση’ της Παρθένου·
η οποία και πρέπει να ανήκη προσωπικά στο Πνεύμα (( Σημ. τ. μετ.: Είναι αδύνατον οι άνθρωποι
αυτοί να ‘παραδεχθούν’ το «ασυγχύτως και αδιαιρέτως» τών τριών Υποστάσεων στην
Αγία Τριάδα· ούτε να ‘ακούσουν’ τον λόγο τού αγίου Μαξίμου: “Πώς εξηγείται το
γραφέν υπό Γρηγορίου: Δια τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι
τριάδος έστη; Κινείται μέσα στον νου που είναι άξιος να την κατανοήση, ο οποίος
μέσω της μονάδος και μέσα στη μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνά του σ’ αυτήν, ή
για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει
στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από τη Μονάδα, έτσι
ώστε να μην εισαχθή χωρισμός στην
πρώτη Αιτία. Μετά όμως προχωρά στη φανέρωση της θείας και απορρήτου Θεογονίας
αυτής τής πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντάς του μυστικά και κρυφά ότι δεν πρέπει να
σκεφτή ποτέ πως αυτό το Υπερούσιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και
Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μη
διατρέξη τον κίνδυνο αυτός ο Νους, να εννοήση πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυτών,
ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύη δια της πίστεως ότι
Αυτοί συνυπάρχουν συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός κινείται, καθώς είναι
Αιτία τής έρευνας του τρόπου με τον οποίον συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον
χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε κάτι απ’ τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει
την ίδια φύση με τους ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπο γεννήσεως” – Bλ. στο «Το υποκείμενο
εκκλησιάζεται», σ. 104 … )) . Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναφέρη το Φιλιππ.
2, 7, όπου και γίνεται πράγματι λόγος για μια «λήψη» (λαβών) «τής ανθρώπινης μορφής» («…αλλ’ εαυτόν εκένωσε, μορφήν
δούλου λαβών…»…), ενάντια στην ιδέα (Idee)
πως δεν λαμβάνει ο ίδιος ο Λόγος την ανθρώπινή του φύση. Προηγείται όμως μια
άλλη φράση απ’ αυτήν τη φράση: ότι «δεν πίστευε ότι έπρεπε να κρατήση» τη θεϊκή
του μορφή ο προϋπάρχων Χριστός, «αλλά κενώθηκε», «ταπεινώθηκε στην υπακοή μέχρι
θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Και είναι αυτή η πρωταρχική Μη-εμμονή που προσδιορίζει
ολόκληρη τη ‘στάση’ (( ! )) τού Υιού στην Ενανθρώπησή του: μέσα σ’ αυτήν
τη σκόπιμη υπακοή αφήνεται να
συλληφθή μέσω τού Πνεύματος στη μήτρα τής Παρθένου, και δεν μπορεί να είναι
αυτός ο ίδιος, παρά μόνον το Πνεύμα ο Φέρων.
Η πιο
σημαντική αντίρρηση απέναντι σ’ αυτήν τη ‘θέση’ (These) προέρχεται απ’ την Εξήγηση (Exegese): «Άγιο Πνεύμα (Πνεύμα Άγιο…)
θα σε επισκιάση», δίχως άρθρο, παραπέμποντας στη συνηθισμένη παλαιοδιαθηκική
έννοια του «Πνεύματος του Θεού (Γιαχβέ), την απρόσωπη καθ’ εαυτή, αρμόζουσα στη
γνώση του δύναμη του Θεού, όπως προστίθεται άλλωστε επεξηγηματικά (( ! ))
αμέσως: δύναμις υψίστου (Λουκ.
1, 35 – «είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου
γινώσκω; και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σέ
και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι»…). Κατεβαίνει λοιπόν κατ’ αρχάς στη Βάπτιση
του Ιησού «το Άγιο Πνεύμα» (με το προσωποποιητικό αυτήν τη φορά άρθρο του) στον
Ιησού (Λουκ. 3, 22 – «Εγένετο δε εν τω βαπτισθήναι άπαντα τον λαόν και Ιησού
βαπτισθέντος και προσευχομένου ανεωχθήναι τον ουρανόν και καταβήναι το Πνεύμα
το Άγιον σωματικώ είδει ωσεί περιστεράν επ’ αυτόν, και φωνήν εξ ουρανού
γενέσθαι λέγουσαν· συ εί ο υιός μου ο αγαπητός, εν σοί ευδόκησα»…) (( Ράβουν, κόβουν, χωρίζουν, ‘ενώνουν’ κατά
βούληση, μένοντας ‘πιστοί’ και απολύτως ‘πιστοί’ στο κάθε γράμμα, στη λατρεμένη
τους sola
scriptura… )) . Θα έχουμε πολλά βέβαια να πούμε στη συνέχεια
ενάντια σ’ αυτήν τη διάκριση μιας απρόσωπης
(( ! )) δύναμης του Θεού κι ενός
προσωπικού Αγίου Πνεύματος, μιλώντας για την ιδιαιτερότητα της προσωπικής
ύπαρξης του Πνεύματος. Αρκεί εδώ να αναφέρουμε, πως μπορεί να λείπη και σε
σημεία που εννοούν με βεβαιότητα το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος το άρθρο «το»,
όπως εκεί όπου ‘εμφυσά’ ο αναστημένος Χριστός στους μαθητές του λέγοντάς τους:
«Λάβετε Πνεύμα Άγιον» (Ιωάν. 20, 22 – «είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν· ειρήνη
υμίν. καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. και τούτο ειπών ενεφύσησε
και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· άν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται
αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται»…), το ίδιο Πνεύμα το οποίο και
«εξέπνευσε» (ο Χριστός…) πεθαίνοντας και ολοκληρώνοντας την εν Πνεύματι
αποστολή του στον Σταυρό: «και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το (Άγιο;;;) Πνεύμα» (Ιωάν. 19, 30)
(( Εδώ γίνονται πλέον καταγέλαστοι!
Και ‘ξεχνούν’, δεν ξεχνούν απλώς, το ‘διαγράφουν’ με βία, αυτό που λέει
ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα: Ότι είναι Πνεύμα ο Θεός, και γι’ αυτό καλούμαστε να
τον προσκυνούμε εν πνεύματι και αληθεία.
Αλλά είπαμε: Εγκαθιστούν μιαν «αυτοκρατορία» τού Πνεύματος, μια
δικτατορία τής ανθρώπινης, πεπερασμένης ‘σκέψης’ και ‘λογικής’, προσβάλλοντας
ακόμα κι αυτές τις ‘αρχαιοελληνικές’ λέξεις και έννοιες… )) . Κι όταν
αναλαμβάνη (αξιώνη…) στον εαυτό του, στο πρώτο του ‘κήρυγμα’ μετά τη Βάπτισή
του (Λουκ. 4, 18 – «και επεδόθη αυτώ βιβλίον Ησαίου τού προφήτου, και αναπτύξας
το βιβλίον εύρε τον τόπον ού ήν γεγραμμένον· Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν
έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους
την καρδίαν…»…), το (δίχως άρθρο) χρίσμα εν «Πνεύματι Κυρίου», εννοείται
αναμφίβολα και το Πνεύμα που Αυτός υποδέχτηκε στη Βάπτιση. Παραλληλίζεται δε
σαφώς η κάθοδος του Πνεύματος την Πεντηκοστή, την οποίαν και υπόσχεται ο Ιησούς
στους μαθητές («θα λάβετε τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος»), με την κάθοδο του
Πνεύματος στη Μαρία. Κι όταν λέγεται κατά την υπόσχεση του «ζώντος ύδατος» στο
Ιωάν. 7, 39, ότι «δεν υπήρχε ακόμα Πνεύμα», εννοείται σίγουρα μ’ αυτόν τον
δίχως άρθρο χαρακτηρισμό το προσωπικό Άγιο Πνεύμα, το οποίο και θα δωρήση μετά
τον Δοξασμό του στην Εκκλησία ο Ιησούς
(( «Εν δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη τής εορτής ειστήκει ο Ιησούς και
έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω. ο πιστεύων εις εμέ,
καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος.
τούτο δε είπε περί τού Πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν·
ούπω γαρ ήν Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη»… - Δεν είχε συντελεσθή
ακόμα η Σωτηρία… )) . Το ότι κατείχε δε ο ίδιος ως προσωπική «δύναμη» στην επίγεια ζωή του το Άγιο Πνεύμα («Εν αυτή
τή ώρα ηγαλλιάσατο τω πνεύματι ο Ιησούς και είπεν…», Λουκ. 10, 21, και
«υπέστρεψεν ο Ιησούς εν τη δυνάμει τού Πνεύματος εις την Γαλιλαίαν…», Λουκ. 4,
14), δεν εμποδίζει να μπορή να πη ο Πέτρος στον Κορνήλιο, ότι «έχρισε τον Ιησού
από τη Ναζαρέτ με (δίχως άρθρο - άναρθρο! …) Άγιο Πνεύμα και δύναμη» ο Θεός
(Πράξ. 10, 38). Και είναι το ίδιο Άγιο Πνεύμα η «εξ ύψους δύναμη» που υπόσχεται
στους μαθητές ο Ιησούς στο Λουκ. 24, 49, μ’ αυτό που ονομάζει ως «τη δύναμη του
Αγίου Πνεύματος» στις Πράξ. 1, 8 ο ίδιος συγγραφέας (( Σημ. τ. μετ.: Πάει και τελείωσε! Οι
άνθρωποι αυτοί δεν πιστεύουν στον ‘Έναν Τριαδικό Θεό, και ασκούνται συνεχώς,
επίμονα και με ‘πάθος’, σε ‘σχέδια επί χάρτου’, με τα οποία επιδιώκουν ωστόσο
να κυριεύσουν τον Κόσμο. Ο οποίος όμως δεν είναι και δικός τους! Και έχουμε εδώ
τούς ‘δικούς’ μας, που λατρεύουν επίσης αυτό το ‘πνεύμα’ εξουσίας και μας λένε,
πως ναι, μπορεί να συμφιλιωθή και το ψέμμα με την αλήθεια, αρκεί να υφίσταται η
αναμεταξύ τους παντοδύναμη ‘αγάπη’… Πώς,
βρε ‘αδέρφια’;… )) .
Αρκούν
αυτά, για να πιστέψουμε πως το Πνεύμα που επισκιάζει τη Μαρία είναι πράγματι
«το Άγιο Πνεύμα» ως θεϊκό πρόσωπο(;;;). Η δε προστιθέμενη κατά την «Επισκίαση»
έννοια της δυνάμεως (Dynamis)
στο Πνεύμα, υπογραμμίζει (απλώς…) την ιδιαιτερότητα του Αγίου Πνεύματος, ως
ενεργητικό και ‘ρωμαλέο’ θεϊκό ‘Πραγματοποιητή’. Δεν ‘αντανακλά’ βέβαια
θεματικά την (ενδοτριαδική) προσωποποίηση του Πνεύματος η Καινή Διαθήκη, αλλά
το διακρίνει ως θεϊκό κι αυτό απ’ το πρόσωπο του Πατέρα καθώς και του Υιού, οι
οποίοι και μπορούν να το «αποστέλλουν» αμφότεροι σύμφωνα με τα
‘αποχαιρετιστήρια’ λόγια τού Κυρίου (Ιωάν. 14, 26 – 15, 26) (( Σημ. τ. μετ.: ‘Μυστήριο’! Αυτοί που
ακολουθούν το ‘γράμμα’, δεν μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στο «πέμπω» και το
«εκπορεύω», σαν να έχη πέσει σκοτάδι μπροστά ακριβώς στα μάτια τους… )) . Και
δεν μπορεί βέβαια να «αποστέλλεται» μια απρόσωπη(;;;) δύναμη. Είναι άρα τριαδική η
‘όλη’ Ενανθρώπηση: το Πνεύμα φέρει το «σπέρμα τού Θεού» (Α’ Ιωάνν. 3, 9 – βλ.
στην Καινή Διαθήκη…), του Πατρός, τον Υιό, στη μήτρα τής Παρθένου· και ο Υιός
φέρεται υπακούοντας «εκ των προτέρων» (“a priori”) και ξεκινώντας έτσι την
αποστολή του. Γιατί δεν
έχει «ριφθή» («έρθει»…) στην ύπαρξη όπως εμείς, αλλά η ύπαρξή του η ίδια είναι
ήδη Υπακοή (( Απόλυτη, γερμανική υπακοή…
)) .
Είναι
σαφές, ότι αντιλαμβανόμαστε ήδη εκτεταμένες συνέπειες για τη Χριστολογία, και
άρα και για τη Δογματική (Dogmatik)
συνολικά, απ’ αυτήν τη σύντομη κατ’ αρχάς ‘εκ της Βίβλου’ προσθήκη. Αν ισχύη
αυτή η προσωπική ενεργοποίηση του Αγίου Πνεύματος στο γεγονός τής Ενανθρωπήσεως
του Υιού, τότε θα διαμορφώνεται και η συνολική του Ανθρωπότητα απ’ αυτό. Το
οποίο και γίνεται ορατό – παραβλέποντας κάποτε όλα τα εξηγητικά ερωτήματα καθώς
και τη χρονολογία τών κειμένων – στη σκηνή τής Βαπτίσεως, καθώς περιγράφεται
εκεί τόσο ως μια ‘άφιξη’ σ’ αυτόν (εις
αυτόν: Μαρκ. 1, 10), όσο και ως μια αιώρηση πάνω απ’ αυτόν (επ’ αυτόν: Ματθ. 3, 16 – Λουκ. 3, 22 –
σαφέστατα στο Ιωάν. 1, 32: «Και έμεινε επ’ αυτόν») η ορατή κάθοδος του
Πνεύματος (( εν είδει περιστεράς… )) .
Αυτό το «εις – επί» μένει ως μια αδιαπέραστη κατ’ αρχάς, αινιγματική εικόνα,
που μας ωθεί να τη σκεφτούμε ωστόσο βαθύτερα, ώστε να αναπτυχθή, με γνήσια
θεολογικές πλέον προσθήκες, σε μια «Χριστολογία
τού Πνεύματος», το οποίο και είναι μόνο μέσα στα πλαίσια μιας οικονομικής
περί Τριάδος διδασκαλίας δυνατόν. Κρατώντας δε πάντοτε τον χαρακτήρα τής
μη-αντικειμενοποίησης του Πνεύματος μπροστά μας: το Πνεύμα, που δεν είναι μόνον
ο καρπός, αλλά και η συνεχώς ανανεούμενη πηγή τής αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα
και τον Υιό, θα αποκτά εκεί και μόνον την ύψιστη Φανέρωση ή Προσωποποίησή του,
όπου και θα μπορή να εμφανίζη με τον πιο βαθύ τρόπο αυτήν την άρρητη ενότητα.
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου