Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(12)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από: Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄:


1. Η φιλοσοφία και η επιστήμη ως βάση της Χριστιανικής Φιλοσοφίας στο Βυζάντιο.

Η ελληνική αρχαία σκέψη διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες κοσμοθεωρίες των λαών εκείνης της εποχής, όπως των Περσών, των Εβραίων, των Αιγυπτίων. Οι εκπρόσωποί της είναι εκείνοι που για πρώτη φορά θέτουν το βασικό ερώτημα για το Ον, δηλαδή τι είναι αυτό που υπάρχει και ίσταται απέναντί μας με αυθεντικό τρόπο. Το ελληνικό ερώτημα περί του «Ὄντος», του «εἶναι» και του «ὑπάρχειν» ταλανίζει περιπετειωδώς και γόνιμα από την αρχή τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων228. Η σχέση μεταξύ αρχαίας ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας είναι ιδιαιτέρως καίρια για την ανακάλυψη της φύσεως των όντων, για τη γνώση, την περιγραφή και την εκτίμηση της σημασίας τους.
Και οι δύο αυτές δραστηριότητες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος αποτελούν εκδηλώσεις της ίδιας γνωσιολογικής ανάγκης και αλληλοεπηρεάζονται ουσιαστικά. Το Ον πάντως θεωρείται ότι είναι το νοητόν, μη υποκείμενο σε άμεση εξέταση και προβάλλεται στο επίπεδο της ίδιας της υπάρξεώς μας ως μη Ον, όχι βεβαίως υπό την έννοια της έλλειψης ή της στέρησης αλλά της υπέρβασης.


Αρχικά, λοιπόν, αποπειρώνται να δώσουν απάντηση για το τι είναι Ον μέσα από τους αρχαίους μύθους. Στη συνέχεια, τη σκυτάλη του ορισμού του Όντος λαμβάνουν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι229. Μέσα από τη σκέψη τους ο κόσμος παρουσιάζεται ως μία ολότητα. Αυτή είναι η συνισταμένη αισθητών και μεταξύ τους διακριτών πραγμάτων, η οποία αποτελεί την απόρροια μίας πρώτης Αρχής ή εκδηλώνεται ad extra από ένα σύνολο αρχών. Εκείνοι θα προσπαθήσουν να απομακρύνουν όλα τα υπολείμματα της μυθολογικής προσεγγίσεως της κοσμογονίας - θεογονίας και θα αντικαταστήσουν τα ονόματα των θεών με λέξεις ουδέτερου γένους όπως π.χ. το άπειρον ή τά εναντία230. Έτσι, οι προσωπικές γνώσεις και εμπειρίες των φιλοσόφων αυτών θα λάβουν τη μορφή των καθολικών θεωριών και αρχών. Στο σημείο αυτό το ανθρώπινο έλλογο ον πρωτοστατεί στο να εστιάσει την σκέψη του στην αλήθεια, με την αναζήτηση τόσο της υποκειμενικής τάξεως όσο και του στοιχείου ή των στοιχείων που είναι τα αίτια της σταθερότητας που κυριαρχούν στη φύση. Ο τρόπος προσεγγίσεώς τους θα καλύπτεται μέσα από έναν ορθολογικό και κριτικό μανδύα231. Στη σκέψη αυτών των φιλοσόφων αναπτύσσεται μία διαλεκτική - φιλοσοφική διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της ενότητας, όπως τόνιζαν οι Ελεάτες232, και των όσων υποστήριζαν την πολλαπλότητα του σύμπαντος, όπως οι Ίωνες φιλόσοφοι233, οι Πυθαγόρειοι234, ο Εμπεδοκλής235, ο Αναξαγόρας236 καί οι Ατομικοί237.


Όλοι, λοιπόν, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι στόχο άμεσο η έμμεσο είχαν τον προσδιορισμό του εσχάτου «στοιχείου» της υλικής πραγματικότητας. Άμεση και επείγουσα για εκείνους επιδίωξη είναι να εντοπίσουν την ουσία και τη φύση των πραγμάτων, δηλαδή το τι είναι Ον.


Το ερώτημα σχετικά με το Ον είναι επιστημολογική «ανησυχία», η οποία κυριαρχεί στη σκέψη όλων των αρχαίων Φιλοσόφων της πλατωνικής παράδοσης. Αναφέρονται διεξοδικά στο ποιά είναι η ουσία των όντων και πώς αυτή γίνεται κατανοητή μέσω του νου. Οδηγούνται γενικά στο συμπέρασμα ότι ο νους συλλαμβάνει τις Ιδέες των πραγμάτων και μέσα από αυτές καταλήγει στο να αποκτά τη γνώση για την ουσία των όντων. Έτσι ακολουθώντας τη σκέψη του Πλάτωνος παραπέμπουν στην «Ἰδέα τοῦ πράγματος», δηλαδή στο ίδιο το αντικείμενο, το αρχέτυπο από τον κόσμο των Ιδεών. Η γνώση, λοιπόν, των πραγμάτων προϋποθέτει τη γνώση των Ιδεών. Η τελευταία οφείλει να προηγείται κατά λόγον και καθίσταται υποχρεωτική και αναγκαία, προκειμένου ο άνθρωπος να γνωρίσει την ουσία των πραγμάτων, έχοντας ως βασική προϋπόθεση τον
κεκαθαρμένο νου. Τα αισθητά όντα τείνουν να ταυτιστούν με τις Ιδέες, αλλά σε κάθε περίπτωση παραμένουν κατώτερά τους. Οι Ιδέες είναι τα όντως όντα, ενώ τα αισθητά όντα παραμένουν στην κατάσταση του γίγνεσθαι.

Από την άλλη, η φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη αναζητεί το
«Εἶναι», την ουσία του όντος στην υλική υπόστασή του. Θεωρεί ότι η αιτία των φαινομένων δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτά, ένας δεύτερος κόσμος. Άλλωστε, το είναι των πραγμάτων που αποκαλύπτεται διά μέσου της έννοιάς του, δεν έχει καμμία άλλη πραγματικότητα αναφοράς πέραν από την ολότητα των φαινομένων μέσα στα οποία πραγματώνεται. Mε βάση αυτήν την έννοια, το είναι των όντων, δηλαδή η ουσία αποτελεί το μοναδικό αίτιο των επιμέρους διαμορφώσεών της, αλλά και η οποία μόνο
μέσα σε αυτές έχει και η ίδια πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, όλα τα φαινόμενα γίνονται πραγμάτωση της ουσίας238. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο ταλάνισε την φιλοσοφική σκέψη και ανέδειξε μεταγενέστερα την διαμάχη μεταξύ ρεαλισμού και νομιναλισμού.

Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται κατανοητό ότι η μέριμνα των όντων, δηλαδή η μέριμνα για την αλήθεια που βρίσκεται κεκρυμμένη και εμπεριέχεται στον ορατό κόσμο, απησχόλησε τους Έλληνες διανοητές. Τα πρώτα σπέρματα της συγκεκριμένης αναζητήσεως υπάρχουν στον μύθο των αρχαίων Ελλήνων. Στη συνέχεια, αναπτύσσονται από τους Προσωκρατικούς από κοινού με τις φυσικές επιστήμες που εμφανίζουν δειλά αλλά σταθερά τα πρώτα βήματά τους. Έπειτα επεξεργάζεται μία γονιμότερη μορφή της ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και, τέλος, βρίσκει την πιο ρηξικέλευθη έκφρασή της μέ τη Βυζαντινή φιλοσοφία. Το διαμειβόμενο εδώ ελληνικό φιλοσοφικό επάγγελμα της ανιδιοτελούς και ανέντακτης σε οιαδήποτε χρησιμοθηρική σκοπιμότητα νοσταλγίας της αλήθειας του όντος, αργότερα στη βυζαντινή περίοδο μεταμορφώνεται στην ιερουργία της οντολογικής «σωτηρίας» του κόσμου, της ύλης και των όντων. Αυτό αποτελεί το «βασικό» αξίωμα του ανθρώπου, ο οποίος
καλείται να «ἱερουργήσει» την οντολογική ολοκλήρωση και σωτηρία κάθε υπαρκτού ως τόπου και εικόνας του όντως θεο-ανθρώπου239.


Διάδοχος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η Βυζαντινή Φιλοσοφία240. Η διαμόρφωσή της αποτελεί μία νέα γόνιμη μορφή την οποία λαμβάνει η ελληνική σκέψη – φιλοσοφία και επιστήμη- κατά τη χρονική περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το εν λόγω φαινόμενο αναντιλέκτως συνεπάγεται την άμεση σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ της Ελληνικής σκέψης και της Χριστιανικής διδασκαλίας. Παράλληλα, υπάρχει η μετουσίωση των όρων της αρχαίας ελληνικής σκέψης από τη διδασκαλία των Πατέρων, προκειμένου να εκφραστεί η εν Χριστώ αποκάλυψη αλλά και τα γενικότερα δόγματα της Εκκλησίας. Αυτά τοποθετούνται στο πλαίσιο των φιλοσοφικών όρων της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, χωρίς όμως να απορροφούν και το περιεχόμενό τους. Όθεν, τα δόγματα του Χριστιανισμού είναι αποκεκαλυμμένες θείες αλήθειες, τις οποίες κατακτά ο άνθρωπος όχι τόσο με τη λογική αλλά κυρίως με την πίστη και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τις αποτυπώνει με το γλωσσικό υλικό της ελληνικής φιλοσοφίας241.

Έτσι, οι εκ βαθέων πνευματικές ανησυχίες και αφετηρίες τόσο της φιλοσοφίας όσο και της θεολογίας μπορεί να έχουν κοινά σημεία αλλά διαφορετική αναφορά242. Η χριστιανική -βυζαντινή φιλοσοφία προσλαμβάνει τον εκστατικό χαρακτήρα και την εκστατική ανάγκη του ελληνικού λόγου, ο οποίος ποθεί διακαώς να ερευνήσει το βάθος και την αλήθεια των όντων, και να τον μεταμορφώσει σε εκστατική αγαπητική φορά της μέθεξεως του ανθρώπου στην ενεργό αιτιότητα του Τριαδικού Θεού243. Έτσι, αν και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ευρίσκεται σε διαδικασία απόπτωσης ως προς τις επιρροές που ασκεί, είναι η μόνη που μπορεί να δανείσει την ορολογία της, προκειμένου να την αξιοποιήσει η βυζαντινή φιλοσοφία και να την ενσωματώσει στη Χριστιανική διδασκαλία.

Για τον λόγο αυτό, ο άγιος Νεκτάριος, επίσκοπος Πενταπόλεως, θα υπογραμμίσει δικαιολογημένα τη στενή και ζωντανή σχέση μεταξύ ελληνικής φιλοσοφίας και, κατά προέκταση, επιστήμης με εκείνη της Χριστιανικής – Βυζαντινής φιλοσοφίας: «Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐγένετο τὴ Ἑλληνικὴ φυλὴ παιδαγωγὸς πρὸς κατανόησιν τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας. Ὁ ἔρως πρὸς τὴν φιλοσοφίαν ἐγένετο ἔρως πρὸς τὸν χριστιανισμόν, καὶ ἡ φιλοσοφία ἀπέβη πίστις εἰς Χριστόν. Ὁ ἔρως ἄρα πρὸς τὴν ἀλήθειαν ὑπῆρξεν ὁ λόγος, δὶ' ὅν ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ ἅμα τῇ ἐμφανίσει τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας ἐγένετο ταύτης ἐραστὴς καὶ ὀπαδὸς καὶ ἐνεστερνίσθη καὶ ἐνεκολπώθη αὐτὴν καὶ τὸ αἷμα αὐτῆς ἀφειδῶς ὑπὲρ αὐτῆς ἐξέχεεν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ οὗτος ὁ λόγος, δι' ὅν ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ πρώτη ἠσπάσθη τὸν Χριστιανισμόν, διὰ τοῦτο ἔλαβον ὡς θέμα μελέτης τὴν Ἑλληνικὴν φιλοσοφίαν ὡς προπαιδείαν εἰς τὸν χριστιανισμόν, ὡς θέμα πολλῆς σπουδαιότητος διὰ τοὺς Ἕλληνας»244. Επομένως η γνώση του Θεού, που αναλαμβάνει το εγχείρημα ο άνθρωπος να κατακτήσει στην προκειμένη περίπτωση θεωρείται δράση, θέα και μέθεξη εν όλω η εν μέρει των διαφόρων όντων της πραγματικότητας. 
Το είναι και το συνειδέναι αλληλοσυμπληρώνονται, υπό την έννοια ότι το πρώτοεγγράφεται στις κατηγορίες εννοιών τις οποίες κατασκευάζει το δεύτερο, με βάση όμως τους εμπειρικούς ερεθισμούς που το πρώτο προκαλεί.

Γενικότερα η «χριστιανική φιλοσοφία», δηλαδή η βυζαντινή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Β. Τατάκης, «αποτελεί ένα νέο γνῶθι σαυτόν»245. Η άμεση ανάγκη της χριστιανικής σκέψεως ήταν να
διατυπώσει με σαφήνεια, ακρίβεια και οριστικό τρόπο το περιεχόμενο της θείας Αποκαλύψεως και να διατυπώσει λόγο για τη θεία Οικονομία αλλά και για τη Θεολογία, δηλαδή τις σχέσεις των Προσώπων του Τριαδικού Θεού. Έτσι, αναπτύσσεται «μία χριστιανική χρήση του λόγου, μία χρήση που άνοιξε στο ανθρώπινο λογικό με την πίστη προοπτικές που δεν είχε ανακαλύψει ακόμη... Ο χριστιανικός λόγος δεν κινείται επομένως μέσα στην ατμόσφαιρα του καθαρού και αυτόνομου λόγου, δεν είναι μία σκέψη που σκέφτεται τον εαυτό της, αντίθετα, είναι ένας λόγος που είναι διαρκώς αναγκασμένος να αποπειράται να υπερβεί τη φύση του ως ανθρώπινου λόγου για να φτάσει τον άλλο εκείνο λόγο, τον μόνο αληθινό, δηλαδή τό Θεό»246.

Εν κατακλείδι, η Βυζαντινή Φιλοσοφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του δόγματος -τριαδολογικού, χριστολογικού, πνευματολογικού και εκκλησιολογικού- αλλά και με τη χρήση των όρων τής φιλοσοφικής γλώσσας της εποχής εκείνης η της προγενέστερης από αυτήν, η οποία χρησιμοποιήθηκε τελικά για την οριστική διατύπωσή του.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν παράγουν μόνον στοχαστικά, συλλογιστικά και διαλεκτικά το δόγμα, αλλά σε ένα επόμενο επίπεδο το διατυπώνουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να γνωρίζουν και να βιώνουν όλο και πιο άμεσα οι πιστοί την εκ θείας Αποκαλύψεως αλήθεια247. Οι Πατέρες συλλαμβάνουν τη διατύπωση του δόγματος από την προσωπική εμπειρία τους, δηλαδή τήν θεοπτία248, και σε συμφωνία διηνεκώς με την Αγία Γραφή249.

Μέσα από τη Βυζαντινή Φιλοσοφία αναλαμβάνει το εγχείρημα ο ανθρώπινος νους να θεολογήσει και να μετάσχει στις άκτιστες θείες ενέργειες και, στο τέλος, να φτάσει στη θέωση, στην επικοινωνία με το πλατωνικό ανυπόθετον. Άλλοις λόγοις αναφέρεται στη θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως μετοχή, θέωση, Τριαδολογία, υποστάσεις πρόσωπο κ.α., με εκφραστικά μέσα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Έτσι, γίνεται ένας συνδυασμός δόγματος και φιλοσοφίας μόνον κατά τη διατύπωση του πρώτου, χωρίς η δεύτερη να αλλοιώνει το περιεχόμενό του. Από πλευράς γλωσσικής και τυπολογικής απόδοσης η έκθεση των δογμάτων έγινε μέσω των όρων των φιλοσοφικών εκείνων αρχών που απετέλεσαν τις σχηματικές παραστάσεις του περιεχομένου τους. Αυτές έδωσαν τα εφαλτήρια για την δομική άρθρωση στη διατύπωση των δογμάτων. Είναι οργανικώς συνυφασμένοι οι δύο αυτοί παράγοντες χωρίς να έχουμε αλληλοπεριχώρηση η αλλοίωση του πραγματικού περιεχομένου της φιλοσοφίας από τη θεολογία αλλά και το αντίστροφο. Έτσι, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι στη Βυζαντινή Φιλοσοφία, η λέξη φιλόσοφος, εκτός από τον σοφό που αγαπά την καθαρή φιλοσοφία και προσανατολίζεται στον χώρο της επιστήμης και της γνώσης, αποκτά και μία ακόμη σημασία, καθώς στη νέα τάξη σημασιών ο φιλόσοφος αντιπροσωπεύει το ασκητικό ιδανικό του μοναχισμού, το κεφαλαιώδες εγχείρημα μεθέξεως του ανθρώπου στις άκτιστες θείες ενέργειες.

Κατά συνέπεια, οι βυζαντινοί διανοητές, φιλόσοφοι - θεολόγοι υιοθέτησαν και αφομοίωσαν έννοιες, όρους και θέσεις κυρίως από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους Νεοπλατωνικούς. Έτσι επέτυχαν αφενός, την εξισορρόπηση της αρχαίας εθνικής παραδόσεως με την διδασκαλία (του Ανατολικού Χριστιανισμού) που οι ίδιοι έχουν συγκροτήσει. Αφετέρου, επιχειρηματολογούν, έχοντας ως μέσο τον αρχαίο ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό, υπέρ της χριστιανικής κοσμοθεωρίας τους, χωρίς να αποκλίνουν από τις θεωρίες που διαχρονικά διεμόρφωσαν, αλλά και χωρίς να δείχνουν εμφανώς την απόρριψη και άρνηση της Ελληνικής φιλοσοφικής παραδόσεως.

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις

228. Γ. Π. Παύλου, Νόστος ασύμμετρος προσώπου, Α΄, εκδ. Δόμος, Αθήνα 19942, σ. 24.
229. Ο Φιλοσοφικός όρος Προσωκρατικοί οφείλεται στο εγχείρημα των ιστορικών της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας... να συστηματοποιήσουν, δηλαδή να περιοδολογήσουν την ανάπτυξη του φιλοσοφικού στοχασμού στους αρχαίους Έλληνες. Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι έζησαν τον 6ο π.Χ. αιώνα στην Ιωνία και ονομάστηκαν Προσωκρατικοί, διότι έζησαν πριν από τον Σωκράτη. Ονομάστηκαν και κοσμολόγοι, διότι ανέλαβαν το εγχείρημα να εξηγήσουν τον κόσμο και η κοσμολογία τους συνδύαζε επιστήμη και φιλοσοφία. Επίκεντρο των Προσωκρατικών Φιλοσόφων ήταν η δημιουργία και η λειτουργία του κόσμου. Αποπειρώμενοι να κατανοήσουν τον κόσμο που τούς περιβάλλει στράφηκαν προς την ίδια την φυσική σύνθεσή του εξερευνώντας τον, με σκοπό να
κατανοήσουν και να αναλύσουν τη λειτουργία του. Απώτερος σκοπός τους ήταν να ανακαλύψουν την αρχή του κόσμου. Ορισμένοι από τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους θεώρησαν ότι στη φύση υπάρχουν δυνάμεις που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να υπερισχύσουν: το πυρ, η γη, το ύδωρ και ο αήρ, ενώ κάποιοι άλλοι συνέλαβαν τη φύση ως όλον και θεώρησαν ότι με τη συνεργασία όλων
των στοιχείων προκύπτει η αρμονία. Βλ. σχετικά H. Diels – W. Kranz, Οι Προσωκρατικοί. Οι Μαρτυρίες και τα αποσπάσματα, Α΄, απόδοση στά νέα Ελληνικά – επιμ. Β. Α. Κύρκος, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2005, σ. 10-12. Β. Νανοπούλου, Η φιλοσοφία του Alain Badiou στα Μαθηματικά και τη Φιλοσοφία. Το ένα και το πολλαπλό, μ.δ., Αθήνα 2013, σ. 16.
230. Β. Νανοπούλου, Η φιλοσοφία του Alain Badiou στα Μαθηματικά και τη Φιλοσοφία...., σ. 16.
231. Β. Νανοπούλου, Η φιλοσοφία του Alain Badiou στα Μαθηματικά και τη Φιλοσοφία...., σ. 16.
232. Οι Ελεάτες βασίστηκαν στις κατακτήσεις της ελληνικής κοσμολογίας, τόσο στην ιωνική μορφή της όσο και στη δωρική. Αρχηγός τους ήταν ο Παρμενίδης (515-440 π.Χ.) από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας, από όπου οι Ελεάτες προσέλαβαν το συγκεκριμένο ονοματισμό τους. Ο Παρμενίδης στηρίζεται στη μαθηματική σκέψη των Πυθαγορείων, αλλά η θεωρία του εκδηλώνεται κυρίως ως αντίδραση στο πλήρες από κινητικότητα σύστημα του Ηράκλειτου. Χώρισε τον ενιαίο κόσμο σε πραγματικό και φαινομενικό και οδήγησε στη γένεση τόσο της πνευματοκρατίας όσο και του υλισμού. Οι Ελεάτες φιλόσοφοι είχαν διαμορφώσει την εκτίμηση ότι το παν αποτελείται από ένα ον και πως αυτό μόνο με το νου το αντιλαμβανόμεθα και το γνωρίζουμε και όχι με την αίσθηση. Κάθε κίνηση και κάθε αλλοίωση είναι φαινομενική. Το ον είναι ένα και αμετάβλητο. Ως φιλοσοφία σκέψεως ήταν άκρως αντίθετη με την Ιωνική Σχολή. Βλ. Ε. Ρούσσος, «Ελεάτες. Τα κείμενα. επιλογή και επιμέλεια, μετάφραση, ιστορική εισαγωγή, βιβλιογραφία», Δευκαλίων τ. 33 & 34 (1982) 2-56, 165-185. P. Curd, Η κληρονομιά του Παρμενίδη. Ο Ελεατικός ενισμός και η ύστερη προσωκρατική σκέψη, μτφρ.: Ε. Κεκροπούλου, Ε. Μαργέλη, Θ. Δαρβίρη, Κ. Αναστασοπούλου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2008. Ε. Μαραγγιανού - Δερμούση, Ελεατική φιλοσοφία. Διεξοδική ανάλυση της διδασκαλίας των Ελεατών φιλοσόφων, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
23.3 Οι Ίωνες φιλόσοφοι, ως αρχηγέτες της επιστημονικής Φιλοσοφίας, υπήρξαν οι πρώτοι εκπρόσωποι μίας πρωτοφανούς διανοητικής δραστηριότητας της φιλοσοφίας και της επιστήμης και αντιπροσώπευαν ένα πνεύμα φυσικής φιλοσοφίας και θεωρητικής κοσμολογίας. Εκπροσωπούσαν μία παράδοση που συμφωνούσε σε μείζονα βαθμό με τη σύγχρονη επιστήμη, ερευνώντας τη φυσική πορεία των πραγμάτων, της γένεσης και της ανάπτυξής τους. Επεχείρησαν να συλλάβουν ως πρώτη αρχή του κόσμου ένα ορισμένο στοιχείο, η απομόνωση του οποίου ήταν το σημαντικότερο βήμα για μία συστηματική περιγραφή της πραγματικότητας. Η θεότητα ταυτίζεται στη θεάσή της με τη φύση. Συνεπώς, διερευνώντας τη φύση θα ανακαλυφθούν και οι νόμοι που διέπουν το θείο. Χαρακτηριστικά η σκέψη τους εμπεριέχεται στα ρητά: «Ἕν τό Πᾶν», «Οὐδέν εν τῇ φύσει απόλυτο» και «τά πάντα ρεῖ, μηδέποτε κατά τ᾿ αὐτό μένειν». Βλ. Κ. Βουδούρη, (επιμ.), Ιωνική φιλοσοφία, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1990.
234 Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μία φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Οι Πυθαγόρειοι απέδιδαν ιδιαιτέρως προκεχωρημένη σημασία στα Μαθηματικά, πρεσβεύοντας ότι η γνώση τους αποτελεί την οδό για την απελευθέρωση της ψυχής. Βάσει της πεποίθησης του Πυθαγόρα πως «τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία όλων των όντων», οι μαθητές του απέδωσαν στην Αριθμητική μέγιστη σημασία, μελετώντας τις ιδιότητές της. Καθώς δε ο αριθμός είναι κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό μέσω της αισθήσεως, αλλά μέσω της νοήσεως, οι Πυθαγόρειοι οδηγήθηκαν να παύσουν να θεωρούν την ουσία των όντων ως υλική και προσιτή στις αισθήσεις. Αντιθέτως, η ουσία γίνεται αντιληπτή, κατά τους Πυθαγόρειους, μόνο μέσω της αφηρημένης σκέψεως Κατά τους Πυθαγόρειους, οι αριθμοί διαθέτουν ένα πνευματικό στοιχείο ικανό να τους μετατρέπει σε αληθινές υπάρξεις, μη αναγώγιμες σε απλές μετρήσεις. Ορισμένα παραδείγματα: α. Μονάς: Ήταν το ένα. Αντιπροσωπεύει πολλές μεταφυσικές κυριότητες και έννοιες. Ήταν γνωστή ως Είδος, Πηγή, ευδαιμονία, δημιουργός, ευτυχία, αρμονία, τάξη, φιλία. Είναι το σημείο, η πηγή των αριθμών. Μονάς από το Εν, β. Δυάς: Το πρώτο στάδιο προς την διαδρομή της δημιουργίας. Αντιπροσώπευσε την πόλωση, την αντίθεση, την
απόκλιση, την ανισότητα και την αστάθεια. Καλείται συχνά τόλμη και διασκορπίζει την τελειότητα και την ενότητα της μονάδας. Ο πρώτος θήλυ αριθμός, η δυαδικότητα. γ. Τριάς: Το τρία είναι ο πρώτος αληθινός αριθμός. Αντιπροσωπεύει την αρχή, την μέση και το τέλος, τις τρεις διαστάσεις και την τριμερή ψυχή. Υπονοεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. δ. Τετράς: Ο αριθμός «τέσσερα» αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση. Για τους Πυθαγόρειους όλα και φυσικά και αριθμητικά ολοκληρώθηκαν μέχρι το τέσσερα, ε. Πεντάς: Το πέντε είναι συνδυασμός περιττού και άρτιου. Αντιπροσωπεύει τον γάμο, την ένωση της αρσενικής και θηλυκής συμφιλίωσης και την αρμονία, κ.λπ. βλ. J. – Fr. Mattei, Ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1995.
235. Ο Εμπεδοκλης με τη φιλοσοφία του αναζητεί την πραγματική γνώση και την ουσία της φύσεως. Η φύση χαρακτηρίζεται από μία αιώνια εναλλαγή. Η εναλλαγή αυτή βρίσκεται ανάμεσα στην αλλαγή του Ηράκλειτου (Γίγνεσθαι) και την σταθερότητα του Παρμενίδη (Εἶναι). Θεωρεί ότι υπάρχουν τέσσερις οντότητες η στοιχεία. Τα «ριζώματα», δηλαδή η γη, το ύδωρ, ο αήρ και το πύρ.
Μέσω των συνδυασμών σε διαφορετικές αναλογίες των τεσσάρων στοιχείων εκφράζεται η πολλαπλότητα των μορφών του Κόσμου. Οι συνδυασμοί αυτοί πραγματοποιούνται μέσω δύο κινητικών αρχών, της Φιλότητας και του Νείκους. Η Φιλότητα είναι η θετική δύναμη της αγάπης που ενώνει τα πράγματα και το Νείκος η αρνητική που τα διαχωρίζει. Η σχέση αυτών των αντίρροπων δυνάμεων είναι ο παράγων που διατηρεί την ισορροπία στο σύμπαν, το ονομαζόμενο ως «Σφαίρος». Η γένεση και ο θάνατος, η Φιλότητα και το Νείκος είναι για τον Εμπεδοκλή ένας αιώνιος κύκλος, μία εναλλαγή που εξασφαλίζει τη διαιώνιση του κόσμου. Βλ. Ε. Ρούσσου, Προσωκρατικοί Τόμος Δ - Εμπεδοκλής, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 2007.
236. Ο Αναξαγόρας ανέλαβε το εγχείρημα να ανανεώσει την ιωνική φυσιολογία και να τη συνδυάσει με τις πνευματικές κατακτήσεις του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή. Στη βάση του στοχασμού του βρίσκεται η άρνηση της γενέσεωςς και της φθοράς, καθώς «...τίποτα δεν γίνεται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται και διαχωρίζεται από προϋπάρχοντα όντα». Κατά συνέπεια, ο Αναξαγόρας δεν δέχεται τη δυνατότητα δημιουργίας όντων από τη μείξη των τεσσάρων βασικών ριζωμάτων του Εμπεδοκλή, αλλά πιστεύει ότι κάθε επιμέρους υπόσταση υπήρχε εξαρχής στον κόσμο. Διετύπωσε πρώτος την αντίληψη ότι η αδιαμόρφωτη και ανάμικτη ύλη του Σύμπαντος ετέθη σε τάξη από έναν «Νουν», ο οποίος δημιούργησε την ενότητα και την αρμονία. Ο Νους είναι ο γνώστης των πάντων, αιώνιος και παντοδύναμος. Βλ. σχετικά M. Patzia, «Anaxagoras (c. 500—428 BCE)», Internet Encyclopedia of Philosophy, http://www.iep.utm.edu/anaxagor/. M.Schofield, An Essay on Anaxagoras, Cambridge University Press, Cambridge 1980. C.C.W. Taylor, «Anaxagoras and the Atomists» From the Beginning to Plato: Routledge History of Philosophy, vol. I., Ed. C.C.W. Taylor, Routledge, New York 1997, p. 208-243.
237. Ο κόσμος, σύμφωνα με τους ατομικούς, αποτελείται από άτομα και το κενό. Τα άτομα είναι συμπαγή μικρά σωματίδια ύλης. Είναι άπειρα στον αριθμό και στα σχήματα, αόρατα από τον άνθρωπο και δεν μπορούν να τμηθούν (άτομο< α [στερητικό] + τέμνω). Τα άτομα κινούνται στο κενό, συγκρούονται μεταξύ τους και, καθώς ενώνονται, σχηματίζουν τα διάφορα σώματα. Κάθε γένεση και φθορά εξηγείται από την ένωση και τον χωρισμό των ατόμων. Βλ. σχετικά Μ. Μπακαούκα, «Η σημασία της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας για εμάς σήμερα», Μικρός Απόπλους, https://www.mikrosapoplous.gr/articles/bakaoukas.htm, Ιούλιος 2003 (Ημ. Ανάκτησης στις 4 Νοεμβρίου 2015). D. S. Robinson, «A Philosophy for the Atomic Age», Proceedings and Addresses of the American Philosophical Association, American Philosophical Association, vol. 19 (1945 - 1946), p. 377-403.
238. W. Windelband- H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, A', MIET, Αθήνα 19913, σ. 160-162.
239. Γ. Π. Παύλου, Νόστος ασύμμετρος προσώπου, Α΄, εκδ. Δόμος, Αθήνα 19942, σ. 24. Γ. Μαρτζέλου, «Φιλοσοφία και Θεολογία στην πατερική παράδοση», στο: Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής (Νέα σειρά), Τμήμα Θεολογίας, Τιμητικό αφιέρωμα στον ομότιμο καθηγητή Νίκο Γρ. Ζαχαρόπουλο, 7 (1997), σ. 173-183.
240. Με τον όρο «Βυζαντινή Φιλοσοφία» εννοούμε την ενασχόληση των βυζαντινών συγγραφέων με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μετουσιωμένη υπό το πρίσμα της χριστιανικής φιλοσοφίας και θεολογίας με βάση την θεία Αποκάλυψη. Πολλοί μελετητές διαφωνούν για το πότε είναι η αρχή της
Βυζαντινής Φιλοσοφίας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η χρήση του όρου άρχισε να υφίσταται από την εποχή του Φωτίου, δηλαδή του 9ου αι. και εξής, και άλλοι από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, βλ. Λ. Γ. Μπενάκη, Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, έκδ. Παρουσία, Αθήναι 2000.
241. Β. Τατάκη, «Η Ελληνική Πατερική και η Βυζαντινή Φιλοσοφία», Δευκαλίων, τ. Α, αρ. 14 (1975), (146-202), σ. 156-148.
242. Βλ. J. Cl. Piguet & G.-Ph. Widmer, «Le renversement sémantique dialogue d’un théologien et d’un philosophe», Cahiers de la Revue de Theologie et de Philosophie, 16 (1991), σ. 79: «Du côté humain et théologiquement parlant, appelons foi l’acte de réception de ce donné trancendant et mystérièux. Et toujours du côté humain et héologiquement parlant, appelons intuition (ou aussi «contémplation» ou «(précompréhension») cette même reception d’un donné transcendant, qui peut être autre que Dieu, mais dont le caractère mystérieux précède». Πρβλ. σχετικώς Χρ. Τερέζη, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλοσοφία, Πάτρα 2013, σ. 5.
243. Γ. Π. Παύλου, Νόστος ασύμμετρος προσώπου, Α, εκδ. Δόμος, Αθήνα 19942, σ. 91.
244. Νεκταρίου Πενταπόλεως, «Περί τῆς Ἑλληνικής Φιλοσοφίας ὡς προπαιδείας εἰς τόν Χριστιανισμόν, Προθεωρία», http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/agios-nektarios/
245. Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, μτφρ. Ε. Καλπουρτζή, Αθήνα 1977, σ. 27.
246. Αυτόθι, σ. 26-27.
247. Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της φιλοσοφίας. Με σύντομη εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 255.
248. Ι. Ρωμανίδη, Δογματική και Συμβολική θεολογία, Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 54.
249. Φ. Σχοινά, «Η συμβολή του Μ. Βασιλείου στη διαμόρφωση της δογματικής ορολογίας της Εκκλησίας», Αντίφωνο, http://antifono.gr/portal/, 31/12/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: