Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (12)

Συνέχεια από Πέμπτη, 8 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 12 : Γεννάει ἀπανθρωπία ἡ ἱστορικὴ-νομικὴ ἐκδοχὴ τῆς «πτώσης»

Ἡ μακρὰ ἐδῶ, ἀρκετῶν σελίδων ἀναφορὰ στὴ σχετικότητα τῆς γνώσης ποὺ προσφέρουν τὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ στὴν προτεραιότητα τῆς γνώσης ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μετοχῆς στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἦταν εἰσαγωγικὴ σὲ τόλμημα συγκεκριμένο: Νὰ ἐπιχειρηθεῖ μιὰ ἐκκλησιαστική, κατὰ πρόθεση, ἀνάγνωσην τοῦ πρώτου κεφαλαίου, ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.

Ποιά κριτήρια καὶ ποιά ὀπτικὴ διαφοροποιοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἀνάγνωση κατανόηση αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου; Ἡ ἀπάντηση στὸ
ἐρώτημα ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ παραπεμφθεῖ στὴν «ἐσχατολογικὴ» προσμονή: μαζὶ μὲ τὴ διάκριση τῶν «προβάτων» ἀπὸ τὰ «ἐρίφια», τῶν «καλῶν σπερμάτων» ἀπὸ τὰ «ζιζάνια» — νὰ ἀναμείνει τὸ πρόβλημα «μέχρι τοῦ θερισμοῦ» (Ματθ. 13, 24-30). Ὅμως τὴν Ἐκκλησία τὴ συνιστᾶ αὐτὴ ἡ διάκριση, ἡ ἀντιδιαστολή της πρὸς τὴ θρησκεία εἶναι στοιχεῖο ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας.

Πιθανόν, στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, αὐτὴ ἡ ἀντιδιαστολὴ καὶ διαφορὰ νὰ ἦταν σαφέστερη — οἱ μύδροι τοῦ Χριστοῦ κατὰ Γραμματέων καὶ Φαρισαίων  χρονικὰ ἐγγύτεροι, ἡ εὐχαριστιακὴ συνείδηση ἐναργέστερη, τὸ συνοδικὸ σύστημα προέκταση τῆς Εὐχαριστίας. Προοδευτικά, ὡστόσο (εἰδικότερα μετὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπιβολὴ τῆς αὐγουστίνειας ἰδιοτυπίας στὴ μετα-ρωμαϊκὴ Δύση καὶ τὴν παγκοσμιοποίηση τοῦ δυτικοῦ «παραδείγματος»), ἡ διάκριση καὶ ἀντιθετικὴ διαστολὴ Ἐκκλησίας-θρησκείας ἀποδείχνεται ἀνάγκη ζωτική.

Ἔστω καὶ μόνο γιὰ νὰ κατανοηθεῖ ὁ ζωτικὸς χαρακτήρας αὐτῆς τῆς ἀνάγκης (ὅτι ἀφορᾶ στὴν ἀλήθεια καὶ γνησιότητα καὶ χαρὰ τῆς ζωῆς, ὄχι σὲ ψυχολογικὲς ἐμμονὲς καὶ ἰδεοληψίες), θὰ βοηθοῦσε, ἴσως, ἡ ἐπιγραμματικὴ τουλάχιστον καταγραφὴ τῶν δεινῶν ἀπανθρωπίας ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἀνάγνωση τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς Γένεσης:

—Ἡ σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ ἐκλαμβάνεται καταγωγικὰ ὡς νομικὴ-δικανική: Ὁ Θεὸς νομοθέτης καὶ κριτής, αἴτιος καὶ πηγὴ τοῦ νόμου, ταυτισμένος ἀφετηριακὰ μὲ τὴν ἀπαγόρευση καὶ τὴν τιμωρία. Ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος μὲν νὰ ἐπιλέξει, ἀλλὰ ἂν δὲν ἐπιλέξει αὐτὸ ποὺ προκαθορισμένα «θὰ ἔπρεπε», παγιδεύεται στὴν παρεκτροπὴ-ἐνοχὴ καὶ τιμωρεῖται ἀμείλικτα στὸ διηνεκές.

Ἐπιβάλλεται ἡ ἐκδοχὴ τῆς ἁμαρτίας ὄχι ὡς ἀστοχίας-ἀποτυχίας (ἑλληνικὴ σημασία τῆς λέξης), ἀλλὰ ὡς παράβασης νόμου, ἀδικοπραγίας ἀξιόποινης.

—Κατανοεῖται ἡ δικαιοσύνη-δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ σὰν ὑπέρτερη τῆς ἀγάπης του, δεσμευτικὴ τῆς ἀγάπης του. Ἀπαιτεῖ «λύτρα» ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ προσβεβλημένη μεγαλοσύνη του, δὲν διστάζει νὰ θυσιάσει τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό του, προκειμένου νὰ ἔχει αὐτὴ τὴν ἱκανοποίηση. Ταυτίζεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀρχέτυπο τοῦ «σαδιστῆ πατέρα».

—Υἱοθετεῖται, ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἀνάγνωση τῆς Γένεσης, ἕνας ἀπάνθρωπος παραλογισμός: νὰ κληροδοτεῖται ἡ ἐνοχή, μὲ βιολογικὴ μεταβίβαση, ἀπὸ τοὺς πρωτόπλαστους φυσικοὺς αὐτουργοὺς τῆς παρακοῆς σὲ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων — νομοτελειακά, στὸ διηνεκές. Εἶναι παραλογισμὸς ἡ ἰδέα αὐτῆς τῆς μεταβίβασης, γιατὶ ἀναιρεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴν εἰδοποιὸ ταυτότητα τοῦ λογικοῦ ὑποκειμένου.

—Ἡ μεταβίβαση τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὸ ἁμάρτημα τοῦ ζεύγους τῶν πρωτόπλαστων ἀνθρώπων ταυτίζεται μὲ τὸν τρόπο βιολογικῆς διαιώνισης τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους: τὴ σεξουαλικότητα. Ἡ χρήση τῆς σεξουαλικῆς λειτουργίας διαιωνίζει νομοτελειακὰ τὴν ἐνοχὴ γιὰ τὸ ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων. Ἔτσι ἀπαξιώνεται, ἐνοχοποιεῖται καὶ ἀτιμάζεται ἡ ζωτικὴ καὶ ζωοποιὸς ἐρωτικὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἐπιθυμία, τῆς ὁποίας δίχα οὐ γίνεται πόθος, οὗ τέλος ἐστὶν ἡ ἀγάπη (ΜΑΞΙΜΟΥ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Θεολογικὰ ΙΙ, Migne P.G. 90,1248CD).

—Ἡ νομικὴ ἑρμηνεία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀναγκαίου «λύτρου» γιὰ τὴν «ἱκανοποίηση τῆς θείας Δικαιοσύνης», ἀγνοεῖ ἢ ἀκυρώνει βασικὲς διαβεβαιώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καὶ μαρτυρίας (Καινῆς Διαθήκης) γιὰ τὸν Θεό, ποὺ δὲν εἶναι δικαιοκρίτης, ἀλλὰ μόνο «νυμφίος», «ἐραστὴς μανικώτατος» τοῦ ἀνθρώπου (: παραβολὲς τοῦ ἄσωτου υἱοῦ, τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, κ.ἄ.ἀ.). Εἰσάγει ἡ νομικὴ ἑρμηνεία (ἢ σχηματοποιεῖ) τὸ ἐνορμητικὸ σύνδρομο (ἔκφανση ἀτομοκεντρικῶν ἐνστικτωδῶν ἐνορμήσεων): νὰ συνδέει ὁ ἄνθρωπος τὴ ναρκισσιστικὴ δικαίωση τοῦ ἐγὼ μὲ τὴν ἔμπονη ἐξαγορὰ πραγματικῆς ἢ φαντασιώδους ἐνοχῆς (σύνδρομο ἐνοχῆς-ἐξαγορᾶςδικαίωσης).( Βλ. Τὸ ρητὸ καὶ τὸ ἄρρητο, Ἀθήνα, Ἴκαρος 22008, κεφ. ΚΑ: Μεταφυσικὴ δικαιονομία.)

Ἡ θρησκευτικὴ (καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικὴ) ἀνάγνωσηἐκδοχὴ τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς Γένεσης ἐκλαμβάνει καὶ θέλει νὰ ἐπιβάλει σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς (συντελεσμένο σὲ συγκεκριμένο χρόνο καὶ τόπο) ἕνα προφανέστατα καὶ αὐταπόδεικτα συμβολικὸ-ποιητικὸ εἰκονολογικὸ-μυθικὸ ἀφήγημα. Ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ κραυγάζουν τὸν ἀλληγορικὸ χαρακτήρα τοῦ κειμένου, ὅπως: Τὰ ὀνόματα τῶν «πρωτόπλαστων» ἀνθρώπων (Ἀδὰμ-χοϊκός, Εὔα-ζωὴ). Ἡ ἀνθρωποπαθὴς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ «πλάθει» τὸν ἄνθρωπο «χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς». Ἡ ἐπίσης ἀνθρωποπαθὴς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ «ἐμφυσᾶ» στὸν ἄνθρωπο ζωοποιὸ πνοή, γιὰ νὰ τὸν καταστήσει λογικὸ ὑποκείμενο. Ἡ ὕπνωση ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ, γιὰ νὰ ἀποσπάσει μία πλευρά του καὶ νὰ πλάσει ἀπὸ αὐτὴν τὴ γυναίκα-Εὔα. Ὁ παράδεισος κῆπος, γεωγραφικὰ προσδιορισμένος. Ἡ εὐλογία τῶν καρπῶν τῆς γῆς καὶ τὸ ἀνευλόγητο (γι’ αὐτὸ θανατηφόρο) δέντρο. Τὸ φίδι, ἀρχέγονο σύμβολο τοῦ κακοῦ, ποὺ συνδιαλέγεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους σὰν λογικὸ ὑποκείμενο. Ὁ περίπατος τοῦ Θεοῦ «τὸ δειλινόν», ὁ θόρυβος τῶν βημάτων του καὶ ὁ πρῶτος (ἀρχετυπικὸς) φόβος τῶν πρωτοπλάστων — ὅλες οἱ ἐσωτερικὲς μαρτυρίες τοῦ κειμένου διατρανώνουν τὴν ποιητικὴ ἐκφραστικὴ συμβολικῆς ἀφήγησης, δὲν ἀφήνουν τὸ παραμικρὸ περιθώριο γιὰ νὰ τὴν ἐκλάβει κανεὶς σὰν ἱστορικὸ συμβάν.

—Καὶ κάτι ἀκόμα, σημαντικὸ σὲ συνέπειες: Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ ἀφηγήματος τῆς Γένεσης ὡς περιγραφῆς ἱστορικοῦ γεγονότος συνεπιφέρει μιὰ σχιζοειδὴ ἀντίληψη τῆς Ἱστορίας. Σχίζεται ἡ Ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ τοῦ κόσμου, σὲ δυὸ διαδοχικές, ριζικὰ ἀντιθετικὲς (ὄχι περιόδους συμβάντων ἀλλὰ) ὑπαρκτικὲς πραγματικότητες, ποὺ ἡ δεύτερη δὲν ἐπαληθεύει τὴν πρώτη: Ὑπῆρξε μιὰ περίοδος πρὶν ἀπὸ τὴν «πτώση» (τὴν παράβαση-ἁμαρτία) τοῦ ἀνθρώπου καὶ μιὰ περίοδος μετά, ποὺ ἀκόμα διαρκεῖ. Στὴν πρώτη περίοδο, τὴν «προ-πτωτική», λογικὰ συμπεραίνουμε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ὅ,τι στὴ δεύτερη περίοδο ὀνομάζουμε κακό (δηλαδή, οἱ συνέπειες τῆς «παρακοῆς»-«ἀνταρσίας» τοῦ ἀνθρώπου: λύπες, ὀδύνες, ἀρρώστιες, φυσικὲς ἀπειλές, φθορὰ καὶ θάνατος). Ὑπάρχουν χριστιανοὶ ἑρμηνευτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ βεβαιώνουν (συμπεραίνοντας λογικὰ) ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν «πτώση» κάθε ἔμβιο ὑπαρκτὸ ἦταν ἀθάνατο, ἄφθορο — ἀφοῦ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο τὰ εἰσήγαγε στὸν κόσμο ἡ παράβαση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὅλα τὰ θηρία ἦταν χορτοφάγα, τὰ φίδια δὲν ἦταν ἰοβόλα, τὰ ἐλάφια συναγελάζονταν μὲ τὰ λιοντάρια καὶ τοὺς πάνθηρες, ἀκόμα καὶ τὰ τριαντάφυλλα δὲν εἶχαν ἀγκάθια. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε σεξουαλικότητα, λέει ὁ Γρηγόριος Νύσσης, οἱ ἄνθρωποι θὰ πολλαπλασιάζονταν «ἀγγελικῆς ἐπινοίας τρόπῳ».( ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ΙΖ, Migne P.G. 44, 188-189.) Σὲ κάθε ἐποχή, καὶ σήμερα πολὺ περισσότερο, ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα καὶ γνώση τοῦ ἀνθρώπου βεβαιώνουν ὅτι ὁ θάνατος συνοδεύει καταγωγικὰ καὶ ἐγγράφεται νομοτελειακὰ στὶς ὑπαρκτικὲς προδιαγραφὲς τῆς ἔμβιας ὕλης (ἐξ ἄλλου αὐτὴ εἶναι ἡ ὁριστικὴ διαφορὰ τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο — ἂν ἦταν ἀθάνατη ἡ πρὶν ἀπὸ τὴν «πτώση» ὑλικὴ «δημιουργία» τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ διέφερε ἀπὸ τὴ «γέννηση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν «ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος). Ὁ θάνατος, ἡ περατότητα, ἐμπεριέχεται στὴν ἔννοια τοῦ κτιστοῦ, ἡ δὲ πραγματικότητα τῆς «τροφικῆς ἁλυσίδας» πιστοποιεῖται ὡς προϋποθετικὸ δεδομένο τῆς βιολογικῆς ὕπαρξης.

—Νὰ προσθέσουμε ἕνα τελευταῖο ἀδιέξοδο πρόβλημα ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἐκδοχὴ τῆς «πτώσης» ὡς ἱστορικοῦ (ἐν χρόνῳ) γεγονότος: Σὲ ποιά περίπου φάση τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπου θὰ τοποθετήσουμε τὴν «πτώση» του; Στὴν παλαιολιθικὴ ἐποχή, στὴ νεολιθική, στοῦ χαλκοῦ, στοῦ σιδήρου, στὸν ἄνθρωπο τροφοσυλλέκτη, κυνηγό, κτηνοτρόφο, καλλιεργητὴ τῆς γῆς, πρὶν ἢ μετὰ τὴ γραπτὴ σημαντική; Τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ἐπίπεδο ἀνάπτυξης στὸ ὁποῖο βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος ὅταν καταπάτησε τὴν πρώτη «ἐντολὴ» τοῦ Θεοῦ συνδέεται μὲ τὴν ἐκτίμηση: πόσο δίκαιη ἦταν ἡ τιμωρία (μόχθος, πόνος, θάνατος) ποὺ ἐπιβλήθηκε στὸ σύνολο ἀνθρώπινο γένος, γιὰ τὸ παράπτωμα ἑνὸς ἄγνωστου γενάρχη, μὲ καλλιέργεια τοῦ ἐπιπέδου τῆς ἐποχῆς (ἴσως) τῶν σπηλαίων.

Γεννάει ἀπανθρωπία φρικώδη ἡ θρησκευτικὴ (ἱστορικὴνομικὴ) ἑρμηνεία τῶν πρώτων σελίδων τῆς Γένεσης: Ἀτέλειωτα πλήθη ἀνθρώπων, γενεὲς γενεῶν, ἐπὶ χιλιάδες χρόνια, ἔζησαν τὴ μία καὶ μοναδικὴ ζωή τους μὲ μοναδικὸ «νόημα» τῆς ὕπαρξής τους τὴν ἔκτιση ποινῆς θανάτου γιὰ τὸ ἁμάρτημα ἀπείθειας στὸν Θεὸ ἑνὸς πρωτόγονου προπάτορα.

O ΠΟΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ. ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΜΑΣ ΑΠΑΛΛΑΣΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΟΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ.
Ο ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΜΩΥΣΗ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ.
 ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΜΕ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ.
 ΞΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ  ΚΑΙ ΕΠΕΣΕ ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. 
ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ. 
ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ. ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ. ΑΠΛΩΣ ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΗΣΕ Ο ΜΠΑΡΘ. ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΒΑΠΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝ-ΙΣΜΟ ΠΛΕΟΝ.
ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΜΑΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΡΗΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΓΟΗ.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΣΑΝ ΑΣΤΟΧΙΑ, Ο ΑΔΑΜ ΑΣΤΟΧΗΣΕ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΣΑΝ ΘΕΟ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΔΙΑΣ ΔΕΝ ΤΟΥΔΩΣΕ ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΑΛΛΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ ΝΑ ΤΟΥ ΤΡΩΕΙ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΓΧΟΣ. ΤΟ ΣΩΜΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ, ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΙ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΒΟΛΕΨΩ; ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ.
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΔΟΘΗΚΕ Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΟ ΔΥΝΑΤΗ ΜΑΣ, ΚΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΗΝ ΡΙΖΑ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όταν το σπίτι το χαλασμένο το θεωρείς κανονική-φυσιολογική κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπίσεις μόνος σου και μάλιστα γιατί εσύ το χάλασες ξέροντας πως μάλλον δεν θα μπορέσεις ποτέ να το ξαναφτιάξεις, μίας και ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΤΙΣΕΣ ΕΣΥ για να ξέρεις (για την ακρίβεια δεν είναι καν δικό σου), και αυτή την θεώρηση την μαθαίνεις και στα παιδιά σου, και αυτά στα δικά τους, και πάει λέγοντας......ε τότε έρχεται μία στιγμή που όχι μόνο δεν θυμάσαι καν πως ήταν το σπίτι το κανονικό αλλά νομίζεις πως το αχούρι είναι Δικό σου. Επιπλέον επειδή το αχούρι συνεχίζει και μπάζει και ΌΛΟΙ να λένε πως κάτι πρέπει να γίνει για αυτό....... ΝΟΜΙΖΕΙΣ πως στα ερείπια κρύβονται και ΝΟΗΜΑΤΑ που θα σε οδηγήσουν να το επιδιορθώσεις MONOΣ ΣΟΥ......... έτσι ρε αδερφέ για να μην έχεις υποχρέωση σε ΚΑΝΕΝΑΝ στην τελική. Γιατί είπαμε πως πρέπει είμαστε ελεύθεροι.
Και παρόλα αυτά ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ δεν λες...... ρε συ μήπως πρέπει να μιλήσω στον Δημιουργό και ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ του σπιτιού; Να πεις είμαι υπεύθυνος και ντρέπομαι για το αχούρι που παρέλαβα από τον καταπατητή πατέρα μου γιατί με τα μυαλά που έχω την ίδια ατιμία θα κληροδοτήσω και εγώ. Ρε εσύ μήπως πρέπει επιτέλους να πάω να τον βρω και να πω...ΤΑ ΕΚΑΝΑ ΘΆΛΑΣΣΑ ....ΕΛΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΑΒΕ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ.....ΜΕ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΓΙΝΑ ΚΑΤΑΠΑΤΗΤΗΣ.....και σε παρακαλώ πολύ συγχώρα τους πατεράδες μου ..... αν τους προλάβαινα και με έβλεπαν να μετανιώνω και να καταφέρνω να σε συναντήσω είμαι σίγουρος πως θα μετάνιωναν και αυτοί........
Λοιπόν ελευθερία στα ξένα και καταπατημένα δεν θα υπάρξει ΠΟΤΕ.
Σωστά το λες φίλε αμέθυστε για την υπερηφάνεια. Δυστυχώς αυτοί ήμαστε.