Συνέχεια από: Τετάρτη, 7 Οκτωβρίου 2020
Κεφάλαιο 11: Μόνη «αὐθεντία» ἡ κοινωνούμενη ἐμπειρία
Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ λυτρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ βασανιστικὸ καὶ θανατηφόρο φορτίο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος; Μόνο ἂν μιὰ ὕπαρξη, ἴδια μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ μεγαλειότητα, ἀναλάμβανε ἀκέραια (σὰν δική του) τὴν ἀνθρώπινη ἐνοχὴ καὶ πλήρωνε τὰ «λύτρα» (ὑφίστατο τὴν ὀφειλόμενη ποινὴ τοῦ βασανιστικοῦ θανάτου). Μόνο ἡ τιμωρία μιᾶς μεγαλειότητας ἴδιου μεγέθους μὲ τὴ Θεότητα θὰ ἱκανοποιοῦσε τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ θὰ ἀπάλλασσε ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Αὐτὴ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἀνάγνωση-ἑρμηνεία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ.
Ἴχνη αὐτῆς τῆς ἀνάγνωσης ὑπάρχουν καὶ μέσα στὰ κείμενα μαρτυρίας τῶν πρώτων χρόνων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας — στὶς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ κανείς, μὲ σοβαρὰ ἑρμηνευτικὰ ἐπιχειρήματα, ὅτι ἐκεῖ οἱ σχετικὲς ἐκφράσεις λειτουργοῦν σὰν νοηματικὲς-συμβολικὲς εἰκόνες, ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴν κατεστημένη, τότε, γλωσσικὴ ἐκφραστικὴ τῆς ἑβραϊκῆς παράδοσης, τὴν κυρίαρχη στοὺς Ἑβραίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ νομικὴ-δικανικὴ νοο-τροπία. Καὶ πάντως εἶναι θεμελιωδῶς δεδομένο ὅτι ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ μὲν καὶ σέβεται τὰ κείμενα τῆς ΚΔ ὡς μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας «τῶν αὐτοπτῶν καὶ ὑπηρετῶν γενομένων τοῦ λόγου» (Λουκ. 1, 2), ἀλλὰ δὲν αὐτονόμησε ποτὲ αὐτὰ τὰ κείμενα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πρόσληψη καὶ κατανόησή τους, δὲν τὰ εἰδωλοποίησε σὰν «ἀλάθητη» καθεαυτὴν «πηγὴ» ἀλήθειας (τῆς ἀλήθειας ὡς ἀξιωματικῆς «ὀρθότητας», ἀψευδοῦς, ὑποχρεωτικῆς διατύπωσης).
Καθόλου τυχαῖα, τὰ κείμενα τῶν «ἱερῶν γραφῶν» (Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης) ἡ Ἐκκλησία τὰ προσφέρει στὰ μέλη της ἀνθολογημένα καὶ συνδεδεμένα πάντοτε μὲ κάποια λειτουργικὴ πράξη (ἑόρτιο γεγονός, τέλεση μυστηρίου, περιστατικὴ «ἀκολουθία»). Οὔτε ἀπέτρεψε, ἀλλὰ οὔτε καὶ παρότρυνε ποτὲ τοὺς πιστοὺς νὰ διαβάζουν ἰδιωτικὰ τὶς Γραφὲς γιὰ τὴν ἀτομική τους «ψυχωφέλεια» — τίποτε τὸ ἀτομικὸ (τὸ μὴ προϊὸν κοινωνίας, ἀπὸ κοινοῦ πρόσληψης) δὲν ἐνδιαφέρει τὴν Ἐκκλησία: ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς «ἀτομικῆς ὠφέλειας» δὲν ἀπαντᾶται στὸ ἐκκλησιαστικὸ λεξιλόγιο.
Θὰ τολμοῦσε κανεὶς τὴ διατύπωση (περιττή, γι’ αὐτὸ καὶ ἀνύπαρκτη στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες) ὅτι ἡ μόνη «αὐθεντία» μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος. Οἱ γλωσσικές, εἰκαστικὲς ἢ ὅποιες ἄλλες διατυπώσεις αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἔχουν σχετικὸ χαρακτήρα: σημαίνουν τὴν ἀλήθεια, λειτουργοῦν σὰν δρομοδεῖχτες, ἀλλὰ δὲν ταυτίζονται οὔτε μποροῦν νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν ἀλήθεια. Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχει ἀποστηθίσει τὶς Γραφές, νὰ τὶς κατανοεῖ πλήρως — αὐτὸ δὲν συνεπάγεται ὅτι γνωρίζει τὴ σημαινόμενη σὲ αὐτὲς ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Μόνο ἡ μετοχὴ στὰ σημαινόμενα προσπορίζει γνώση, ὄχι ἡ κατανόηση τῶν σημαινόντων.
Ἀκόμα καὶ κάποιοι κανόνες συμπεριφορᾶς, ποὺ στὰ χρόνια τῆς ΚΔ θεωρήθηκαν (κυρίως ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο) ὅτι συνιστοῦν τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, ἀργότερα καὶ σιωπηρὰ ἐγκαταλείφθηκαν (λ.χ.: ὁ ἄνδρας νὰ προσεύχεται μὲ ἀκάλυπτη τὴν κεφαλή, ἡ γυναίκα μὲ καλυμμένη, οἱ γυναῖκες στὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξη νὰ σιωποῦν, νὰ μὴ φοροῦν κοσμήματα ἢ πολυτελὴ ἱματισμό, ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι μονόγαμος, μὲ τέκνα σεμνὰ κ.ἄ.ἀ.). Δὲν ἀπέρριψε τὶς συμβουλὲς τοῦ Παύλου ἡ Ἐκκλησία, ἁπλῶς τὶς ἀγνόησε — ἔγινε αὐτονόητο ὅτι εἶχαν περιστατικὸ-ἐπικαιρικὸ χαρακτήρα, ἡ παρακάμψή τους δὲν ἀλλοίωνε τὸν τρόπο (ἦθος) τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος.
Ἡ ἀπαίτηση νὰ ἀποδοθεῖ στὶς «ἱερὲς γραφὲς» ὁ χαρακτήρας «ἀλάθητης» αὐθεντίας, εἶναι σύμπτωμα ποὺ ἐμφανίστηκε πολλοὺς αἰῶνες μετὰ τὴ συγγραφή τους, ὡς τυπικὴ συνέπεια τῆς θρησκειοποίησης τῆς Ἐκκλησίας στὴ μετα-ρωμαϊκὴ («βαρβαρικὴ» πλέον) Δύση. Ἡ ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει μιὰ κωδικοποιημένη (κοινὰ ἢ ἐπιβεβλημένα παραδεκτὴ σὰν αὐθεντικὴ) διατύπωση τῆς ἀλήθειας ἢ ἕνας θεσμικὸς φορέας ποὺ νὰ ἐγγυᾶται τὸ ἀλάθητο τῶν διατυπώσεων, συνοδεύει πάντοτε μέσα στὴν Ἱστορία νεήλυδες στὸν πολιτισμὸ συλλογικότητες. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐνστικτώδη ἀνάγκη θωράκισης τοῦ ἐγὼ μὲ ἀκαταμάχητες βεβαιότητες (ἀντίδοτο στὴ φυσικὴ ἀνασφάλεια τοῦ ἀτόμου): ἀνάγκη κατοχῆς ἀδιαμφισβήτητων γνώσεων («πεποιθήσεων»), ποὺ τὸ «ἐξαναγκαστὸ κατὰ πάντων» κύρος τους τὸ ἐγγυᾶται μιὰ ἀλάθητη καθέδρα.
Βέβαια, ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία ἐπίσης βεβαιώνει ὅτι οἱ «ἀλάθητες καθέδρες» συνιστοῦν ὁλοκληρωτικὴ (χωρὶς κοινωνικὸ ἔλεγχο) ἐξουσία, ἡ διαχείριση μιᾶς «ἀλάθητης» γνώσης ταυτίζεται νομοτελειακὰ μὲ τὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴν τυραννία. Κάθε ὁλοκληρωτικὸ σύστημα ἐξουσίας γεννιέται ἀπὸ μιὰ «καθέδρα» ἀλάθητης διαχείρισης τῆς «ἀλήθειας». Καὶ γεννάει, ἐπίσης νομοτελειακά, τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στὸν ὁλοκληρωτισμὸ καὶ στὴν τυραννία τῆς ὑπέρτατης αὐθεντίας, γιὰ νὰ ἐγκαταστήσει, κατὰ κανόνα, ἡ ἐπανάσταση τὴν αὐθεντία τῆς δικῆς της ὑπέρτατης «ἀλήθειας» σὰν ὁλοκληρωτικὴ ἐξουσία. Ἡ ἱστορία τῆς μετα-ρωμαϊκῆς Δύσης εἶναι μιὰ τέτοια ἁλυσιδωτὴ διαδοχὴ «ἀλάθητων» ὁλοκληρωτισμῶν καὶ εἰδωλοκλαστικῶν ἐπαναστάσεων:
Τὸ «ἀλάθητο» τῆς παπικῆς καθέδρας στὴν Παλαιὰ Ρώμη ἔμοιαζε ἀρχικὰ προσωρινή, ἀδήριτη ὅμως ἱστορικὴ ἀναγκαιότητα, προκειμένου νὰ τιθασευθεῖ ὁ θρησκευτικὸς πρωτογονισμὸς τῶν βάρβαρων στὴ Δύση εἰσβολέων. Σύντομα ἀποδείχτηκε ὅτι ἡ ἐξουσιαστικὴ διαχείριση τῆς ἀλάθητης «ἀλήθειας» ἔχει ἀπὸ μόνη της τεράστια ἱστορικὴ δυναμικὴ — τὰ ἀποτρόπαια γεννήματά της φόρτισαν τὴ λέξη «μεσαίωνας» μὲ τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο τοῦ σκοταδισμοῦ. Χρειάστηκε ἡ ἐπανάσταση τῆς «Διαμαρτύρησης», γιὰ νὰ ραγίσει, ὄχι νὰ συντριβεῖ, τὸ ὀχύρωμα τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου.
Ἡ «Διαμαρτύρηση» κόμιζε τὸ δικό της «ἀλάθητο»: τὴν εἰδωλοποιημένη αὐθεντία τῶν «ἱερῶν γραφῶν» (sola scriptura). Ὅμως τὸ «ἀλάθητο» τῶν «Γραφῶν» ἔχει τόσες ἐκδοχὲς ὅσες περίπου καὶ οἱ ἑρμηνευτικὲς ἀναγνώσεις τῶν κειμένων τους — κάθε εὐφυὴς πάστορας ἐνδέχεται νὰ ἐκφράζει μιὰν ἄποψη αὐθεντικῆς ἑρμηνείας. Ἔτσι, τὸ «ἀλάθητο» τῆς παπικῆς καθέδρας ἀποκτᾶ μὲ τὴ «Διαμαρτύρηση» μιὰ δυναμικὴ ἀπεριόριστου πολλαπλασιασμοῦ του — κάθε ὑποκειμενικὴ ἑρμηνευτικὴ ἐκδοχὴ ἀποκτᾶ «ἀλάθητη» ἀντικειμενικότητα στὸ μικροσύμπαν μιᾶς «σέκτας».
Τὸ φαινόμενο τῆς ἀναπαραγόμενης ἁλυσιδωτῆς ἀνακύκλωσης «ἀλάθητων» δοξασιῶν καὶ ἐπαναστατικῶν ἀποδομήσεών τους ἐπεκτάθηκε καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ πλαίσιο: Ἀναπαράχθηκε στὴν περίπτωση τοῦ «πεφωτισμένου» ἀντικληρικαλισμοῦ καὶ τοῦ (μηδενιστικοῦ κάθε μεταφυσικῆς ἀπορίας) Διαφωτισμοῦ, ποὺ καθόρισαν τὴ διαμόρφωση τοῦ «παραδείγματος» τῆς Νεωτερικότητας. Ἡ θρησκευτικὴ (ἀτομοκεντρικὴ) «πίστη» ἀπορρίφθηκε, γιὰ νὰ πάρει τὴ θέση της, πανομοιότυπη, ἡ ἰδεολογία (ἀτομικὴ ἐπίσης ἐπιλογὴ πεποιθήσεων). Κάθε ἰδεολογία ἔχει μιὰ ἀλάθητη «πηγή»: τὶς «Γραφὲς» τοῦ Μὰρξ ἢ τοῦ Λένιν ἢ τοῦ Μάο ἢ τοῦ Φρόυντ ἢ τὸ Mein Kampf τοῦ Χίτλερ — καὶ πάει λέγοντας. Ὅπως ἔχει κάθε ἰδεολογία καὶ μιὰ «ἀλάθητη καθέδρα» ποὺ ἐλέγχει καὶ ἐπιβάλλει τὴ μία (ἀποκλειστικὴ) «ὀρθοδοξία» τοῦ ἰδεολογικοῦ δόγματος καταγγέλλοντας ἢ τιμωρώντας κάθε ῤεβιζιονισμό»: τὰ «πολὶτ-μπιρό», τὶς κατὰ καιροὺς «Διεθνεῖς», τὶς «ψυχαναλυτικὲς ἑταιρεῖες» κ.λπ.
(Μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ «παραδείγματος» καὶ οἱ ὀρθόδοξες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ φιλοδοξοῦσαν νὰ διασώζουν τὴν πιστότητα στὴν κοινωνούμενη [καὶ ὄχι ἰδεολογικὴ] ἐκδοχὴ τῆς «καθολικότητας», ἀφομοιώθηκαν στὸ κυρίαρχο «παράδειγμα»: Οἱ ὅροι-ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας κατανοήθηκαν σὰν «δόγματα» ἀλάθητης ἰδεολογίας, τὴν ἀλήθεια ὡς «ὀρθότητα» τὴν τεκμηριώνει τὸ «ἀλάθητο» τῶν πατερικῶν συγγραφῶν, «καθέδρα» ἐλέγχου τῆς ἰδεολογικῆς «ὀρθοδοξίας» ἀναδείχνεται, δίκην πολὶτ-μπιρό, ἡ γραφειοκρατικοῦ χαρακτήρα «σύνοδος» τῶν ἐπισκόπων κάθε «ἐθνικῆς» ἐκκλησίας. Μιλᾶμε πιὰ γιὰ «Ὀρθοδοξισμό», ὄχι γιὰ Μία Καθολική, χάρη στὸ συνοδικὸ σύστημα, Ἐκκλησία.)
Ἡ Διαμαρτύρηση (Protestantismus), γιὰ νὰ ὑπερτερήσει σὲ ἐξουσιαστικὸ κύρος ἡ δική της ἀλάθητη «πηγὴ» τῆς ἀλήθειας, ἐφεῦρε τὸ (ἁπλοϊκό, ἀλλὰ ψυχολογικὰ πανίσχυρο) ἐπιχείρημα τῆς «θεοπνευστίας» τῶν Γραφῶν: Τὶς Γραφὲς τὶς ἐνέπνευσε στοὺς συντάκτες τους ὁ Θεός, καὶ «ἐνέπνευσε» σημαίνει: τὶς ὑπαγόρευσε κατὰ γράμμα, «μέχρι καὶ τῶν σημείων στίξεως». Ἔτσι τὸ κάθε ἐγὼ ποὺ κατανοεῖ τὰ κείμενα τῶν Γραφῶν, ἔχει ἰδιόκτητη τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ χωρὶς μεσάζοντες — κάθε ἐγὼ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλάθητο.
Δύσκολο, σχεδὸν ἀδύνατο σήμερα, ζώντας μὲ τὴ νοο-τροπία καὶ τὶς θεσμοποιημένες («ἐξαναγκαστὲς κατὰ πάντων») πρακτικὲς τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ «παραδείγματος», νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ἐμπεδώσουμε ἐμπειρικά, ὡς μοναδικὸ γνώμονα ἀλήθειας, τὴν κοινωνούμενη ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Νὰ εἴμαστε τουλάχιστον ἐνήμεροι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τιμοῦσε μὲν πάντοτε καὶ σεβόταν τὰ κείμενα τῆς ΚΔ, ὡς τὴ μαρτυρία «τῶν αὐτοπτῶν καὶ ὑπηρετῶν γενομένων τοῦ λόγου» (Λουκ. 1, 2), ἀλλὰ δὲν αὐτονόμησε ποτὲ αὐτὰ τὰ κείμενα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ (κοινωνούμενη) πρόσληψη καὶ κατανόησή τους — δὲν τὰ εἰδωλοποίησε σὰν «ἀλάθητη πηγὴ» ἀλήθειας. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια καὶ ἡ κατανόηση τῆς «σημαντικῆς» μὲ τὴν ὁποία ἐκφέρεται (γλωσσική, εἰκαστική, μουσική, δραματουργικὴ ἢ ὅποια ἄλλη σημαντικὴ) παραμένει πάντοτε ἄθλημα («ἄσκηση») μετοχῆς στὴν κοινωνούμενη ἐμπειρία τοῦ «καθόλου» σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὡς ἄθλημα ἡ γνωστικὴ ἐμπειρία ἔχει ἐνδεχόμενη τὴν ἀποτυχία (ἁμαρτία), ὅπως καὶ οὐδέποτε συντελεσμένη τὴν ἐμπειρικὴ γνώση — εἶναι μιὰ «τελειότης ἀτέλεστος», πληρότητα ἀπλήρωτη πάντοτε ἡ γνώση.
Αὐτὴ ἡ προτεραιότητα τῆς κοινωνούμενης πρόσβασης καὶ ὄχι ἀτομικῆς κατανόησης τῶν κειμένων, ἰσχύει κατεξοχήν, θὰ ἔλεγε κανείς, γιὰ τὴν περίπτωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Ἐκεῖ, ἡ καταγραφόμενη ἱστορία τοῦ δυσήνιου λαοῦ τῶν Ἑβραίων, μόνο ὡς συμβολισμὸς καὶ εἰκονιζόμενο προμήνυμα τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ἐκκλησιαστικὰ νὰ ἐκληφθεῖ — κατανοοῦμε τὰ σημαίνοντα ὡς «τύπους ἀφεγγεῖς καὶ σκιὰς παρηγμένας».
ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΕΙΤΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ ΞΕΚΑΘΑΡΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΝΟΗΜΑΤΑ ΤΟΥ.
ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΓΙΟΙ, ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΡΙΧΝΟΥΝ ΦΩΣ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΣΜΟΣ ΟΥΤΕ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΣΩΜΑ. ΕΙΝΑΙ ΣΩΜΑ ΑΓΙΩΝ.
ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΑΚΡΥΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΑΘΗΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΑΘΗΤΟ ΚΛΗΡΟ.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου