Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (13)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 28 Σεπτεμβρίου 2020

6. Από αυτήν λοιπόν την οδό επιθυμώντας πάντοτε o πατέρας τής πλάνης (ο διάβολος) να απομακρύνει τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει προς εκείνη που οδηγεί στις πλάνες του, ποτέ μέχρι σήμερα, απ’ όσο εμείς γνωρίζουμε, δεν βρήκε κανένα συνεργό που να αγωνίζεται να προσελκύσει προς εκείνη (την οδό) με τη χρηστολογία (με ωραία λόγια). Τώρα όμως, όπως φαίνεται, βρήκε (ως βοηθούς) αυτούς που συλλαμβάνει, εάν βέβαια, όπως εσύ είπες, υπάρχουν άνθρωποι (σημ: εννοεί τον Βαρλαάμ) που συντάσσουν και πραγματείες, οι οποίες παρασύρουν προς αυτά και επιχειρούν να πείθουν τους πολλούς, ότι είναι καλύτερο να κρατούν έξω από το σώμα τον προσευχόμενο νου ακόμα και αυτοί που ασπάζονται τον ανώτερο και ησυχαστικό βίο, μη σεβόμενοι ούτε εκείνο που διετύπωσε οριστικά και κατηγορηματικά ο Ιωάννης, ο οποίος μας κατασκεύασε με λόγους την Κλίμακα που οδηγεί προς τον ουρανό, ότι «ησυχαστής είναι εκείνος που σπεύδει να περιορίζει το ασώματο (νου) μέσα στο σώμα», σύμφωνα με αυτά που μας δίδαξαν και οι πνευματικοί πατέρες μας. Και πολύ σωστά· γιατί, αν δεν τον περιορίσετε (τον νου) μέσα στο σώμα, πώς θα μπορέσετε να έχετε μέσα σας αυτόν που φορεί το σώμα και ως φυσικό είδος (χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσεως) προχωρεί μέσω όλης της μορφοποιημένης ύλης, της οποίας το εξωτερικό και ξεχωρισμένο δεν θα μπορούσε να δεχθεί ουσία νού, όσον καιρό εκείνη η ουσία ζει, αποκτώντας είδος ζωής κατάλληλο προς τη συνάφειά της;

7. Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ, πως εξετάζοντας τα πράγματα όχι μόνο πνευματικά, αλλά και ανθρώπινα, αποδείχτηκε αναγκαιότατο στους καλώς ονομαζόμενους μοναχούς, που αποφάσισαν να γίνουν αληθινά κύριοι του εαυτού τους και κατά τον εσωτερικό άνθρωπο, να οδηγούν ή να κατέχουν το νου μέσα στο σώμα; Άρα το να διδάσκονται οι αρχάριοι να βλέπουν κυρίως στον εαυτό τους και να πέμπουν το νου τους μέσω της αναπνοής μέσα τους δεν είναι άτοπο. Γιατί ένας συνετός άνθρωπος δεν θα ήταν δυνατόν να αποτρέψει τον μη θεωρητικό ακόμα (που δεν έγινε ακόμη θεωρός του εαυτού του) να συγκεντρώνει το νου του με κάποια τεχνάσματα στον εαυτό του. Επειδή λοιπόν από εκείνους που πρόσφατα έχουν επιδοθεί στον αγώνα αυτόν ο νους, και όταν ακόμα συνάγεται, δραπετεύει συνεχώς, και πρέπει να τον επαναφέρουν πάλι συνεχώς, επειδή όμως είναι αγύμναστοι τους ξεφεύγει σαν ο περισσότερο δυσθεώρητος και ευκίνητος που είναι από όλα, γι’ αυτό μερικοί τους προτρέπουν να προσέχουν και να κρατούν λίγο την συχνά διαχεόμενη και επαναφερομένη εισπνοή, ώστε να κατορθώνουν να συγκρατούν και εκείνον (τον νου) μαζί με αυτήν, μέχρι που με τη βοήθεια τού Θεού προκόβοντας προς το καλύτερο και καθιστώντας το νου τους απρόσιτο προς τα γύρω του και καθαρό, να μπορέσουν με ακρίβεια να τον συγκεντρώσουν σε «ενοειδή συνέλιξη». Και μπορεί να δει κανείς αυτό ν’ ακολουθεί και αυτόματα την προσοχή του νου. Γιατί το πνεύμα αυτό εισέρχεται και εξέρχεται με ηρεμία, και σε κάθε αγωνιστική προσπάθεια, και μάλιστα σε εκείνους που ησυχάζουν σωματικά και διανοητικά. Και πραγματικά αναπαυόμενοι αυτοί (σαββατίζοντας) πνευματικά και παύοντας από όλα τα έργα τους, όσο είναι δυνατόν, απομακρύνουν κάθε έργο των ψυχικών δυνάμεων μεταβατικό, εξωτερικό και πολυποίκιλο γύρω από τις γνώσεις και όλες τις αισθητικές αντιλήψεις, και γενικά κάθε ενέργεια του σώματος, η οποία εξαρτάται από εμάς, ή δεν εξαρτάται τελείως από μας, όπως και η αναπνοή, όσον αυτή εξαρτάται από εμάς.

Αρχαίο κείμενο
6. Ταύτης οὖν ἀπάγειν ὁ τῆς πλάνης πατήρ ἐπιθυμῶν ἀεί τόν ἄνθρωπον καί πρός τήν χωροῦσαν αὐτοῦ τάς πλάνας ἄγειν, οὐδέπω καί τήμερον, ὅσα γε ἡμεῖς ἴσμεν, εὗρε συνεργόν διά χρηστολογίας ἀγωνιζόμενον ἐφελκύσασθαι πρός ταύτην. Νῦν δ᾿ ὡς ἔοικεν εὗρε τούς συλλαμβανομένους, εἴπερ, ὡς αὐτός εἶπες, εἰσίν οἵ καί λόγους συντιθέασιν ἐνάγοντας πρός ταῦτα καί τούς πολλούς πείθειν ἐγχειροῦσιν ὡς κάλλιον ἔξω κατέχειν τοῦ σώματος προσευχόμενον τόν νοῦν καί αὐτούς τούς τόν ὑπεραναβεβηκότα καί ἡσύχιον ἀσπαζομένους βίον, μηδ᾿ ἐκεῖνο αἰδεσθέντς ὅπερ Ἰωάννης, ὁ τήν πρός οὐρανόν φέρουσαν κλίμακα διά λόγων τεκτηνάμενος ἡμῖν, ὁριστικῶς καί ἀποφαντικῶς ἐξεῖπεν ὡς «ἡσυχαστής ἐστιν ὁ τῶν ἀσώματον ἐν σώματι περιορίζειν σπεύδων», ᾧ συνωδᾷ καί οἱ πνμευματικοί πατέρς ἡμῶν ἐδίδαξαν ἡμᾶς. Εἰκότως εἰ γάρ μή ἔνδον τοῦ σώματος περιορίσειε, πῶς ἄν ἑαυτῷ ποιήσειε τόν τό σῶμα ἐνημμένον καί ὡς εἶδος φυσικόν διά πάσης χωροῦντα τῆς μεμορφωμένης ὕλης, ἧς τό ἔξω καί διωρισμένον οὐκ ἄν ἐπιδείξαιτο οὐσίαν νοῦ, μέχρις ἄν ἐκείνη ζώῃ ζωῆς εἶδος κατάλληλος τῇ συναφείᾳ σπῶσα;

7. Βλέπεις, ἀδελφέ, πῶς οὐ πνευματικῶς μόνον ἀλλά καί ἀνθρωπίνως ἐξετάζουσιν, εἴσω τοῦ σώματος πέμπειν ἤ κατέχειν τόν νοῦν ἀναπέφηνεν ἀναγκαιότατον τούς προῃρημένους ἑαυτῶν ὡς ἀληθῶς γενέσθαι καί κατά τόν ἔσω ἄνθρωπον φερωνύμως μοναχούς; Τό δ᾿ εἰς ἑαυτούς μάλιστα τούς εἰσαγομένους βλέπειν εἰσηγεῖσθαι καί διά τῆς ἀναπνοῆς εἴσω πέμπειν τόν οἰκεῖον νοῦν οὐκ ἀπό τρόπου. Τόν γάρ μήπω θεωρηττικόν ἑαυτοῦ μηχανοῖς τισι πρός ἑαυτόν ἐπισυνάγειν νοῦν οὐκ ἀποτρέψειέ τις εὖ φρονῶν. Ἐπεί οὖν τοῖς ἄρτι πρός τόν ἀγῶνα τοῦτον ἀποδυσαμένοις καί συναγόμενος συνεχῶς ἀποπηδᾷ, δεῖ δέ καί συνεχῶς αὐτούς αὖθις τοῦτον ἐπανάγειν, λανθάνει δ᾿ ἀγυμνάστους ὄντας δυσθεωρητότατος καί εὐκινητότατος ἁπάντων ὤν, διά τοῦτο τῇ πυκνά διαχεομένῃ καί ἐπαναγομένη εἰσπνοῇ προσέχειν εἰσίν οἵ παραινοῦσι καί ἐπέχειν τι μικρόν, ὡς κἀκεῖνον συνεπίσχοιεν τηροῦντες ἐν αὐτῇ μέχρις ἄν σύν Θεῷ ἐπί τό κρεῖττον προϊόντες, ἀπρόσιτον πρός τά περί αὐτόν καί ἀμιγῆ τόν οἰκεῖον νοῦν ποιήσαντες δυνηθῶσιν ἀκριβῶς εἰς «ἑνοειδῆ συνέλιξιν» συναγαγεῖν. Τοῦτο δ᾿ ἴσοι τις ἄν καί αὐτομάτως ἑπόμενον τῇ προσοχῇ τοῦ νοῦ. Ἡρέμα γάρ εἴσεσί τε καί ἔξεισι τουτί τό Πνεῦμα κἀπί πάσης ἐναγωνίου σκέψεως, μάλιστα δέ ἐπί τῶν ἡσυχαζόντων σώματι καί διανοίᾳ. Πνευματικῶς γάρ οὗτοι σαββατίζοντες καί ἀπό πάντων τῶν οἰκείων ἔργων καταπαύοντες, ὡς ἐφικτόν, πᾶν μέν τό μεταβατικόν καί διεξοδικόν καί πεποικιλμένον περί τάς γνώσεις τῶν ψυχικῶν δυνάμεων περιαιροῦσιν ἔργον καί τάς αἰσθητικάς πάσας ἀντιλήψεις καί πᾶσαν ἁπλῶς σώματος ἐνέργειαν, ἥτις ἐφ᾿ ἡμῖν, ἥ δ᾿ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν τελέως ὥσπερ καί τό ἀναπνεῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐφ᾿ ἡμῖν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: