Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (13)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 9 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 13: Ἀλληγορικὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγνωση τῆς Γένεσης

Μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγνωση τῶν πρώτων σελίδων τῆς Γένεσης θὰ μποροῦσε (ἴσως, καὶ πάλι) νὰ εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

Ἡ ἀφήγηση εἶναι παραβολική, δηλαδὴ συνιστᾶ ἀλληγορία (ἄλλο ἀγορεύει ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θέλει ἔμμεσα νὰ σημάνει). Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι στὴ γραπτὴ μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας (Καινὴ Διαθήκη) καὶ εἰδικότερα στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ποὺ ἀπευθυνόταν κυρίως στοὺς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ καταγράφεται συχνότατα παραβολικός (βλ. Ματθ., ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς: 13, 3 – ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις, καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς: 13, 34 – εἶπον αὐτῷ οἱ μαθηταί· διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται. Ὅστις γὰρ ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἐπ’ αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ὅτι βλέποντες οὐ βλέπουσι καὶ ἀκούοντες οὐκ ἀκούουσι οὐδὲ συνιοῦσι: 13, 10-13). Αἰνιγματικὸ καὶ αὐτὸ τὸ χωρίο, ἂν δὲν κατανοηθεῖ μὲ δεδομένη τὴν προτεραιότητα ἀπόλυτου σεβασμοῦ ἀπὸ τὸν δημιουργὸ Θεὸ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. [Ο Γιανναράς όμως βλέπει. Δέν συλλαμβάνει μόνον τό απλό γεγονός ότι δέν μπορούν νά ακούσουν τόν λόγο Του στήν πνευματική κατάσταση πού βρίσκονται καί φιλάνθρωπα τούς δίνει ορεκτικό γιά νά πεινάσουν καί νά διψάσουν τόν Θείο Λόγο. Οπως καί στόν ίδιο.]

Στὴν ἀλληγορία τῆς πλάσης τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς οἰκοδόμησης (Γέν. 2, 22) ἀπὸ μία πλευρά του τῆς γυναίκας (Εὔας), διαβλέπουμε σημαινόμενη μιὰν ἰδιαιτερότητα δημιουργικοῦ ἐνεργήματος τοῦ Θεοῦ προκειμένου νὰ ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος: Ὅλα τὰ ἄλλα ὑπαρκτά, τοῦ μακρόκοσμου καὶ τοῦ μικρόκοσμου, προέκυψαν ἀπὸ τὸ δημιουργικό του πρόσταγμα — «εἶπε καὶ ἐγεννήθησαν» (ἐπὶ γὰρ τοῦ Θεοῦ ὁ λόγος ἔργον ἐστὶ), (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Νύσσης, Εἰς τὴν ἑξαήμερον, Migne P.G. 44, 73Α.). Ἐνῶ ἡ εἰκόνα μιᾶς χειρωνακτικῆς πράξης γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου παραπέμπει σὲ ἄμεση σχέση τοῦ Πλαστουργοῦ μὲ τὸ πλαστουργούμενο ὑπαρκτὸ — εἶναι ἡ ἵδρυση σχέσης μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ὑποστασιάζει (κάνει πραγματικὴ ὕπαρξη) τὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι ἕνα ἐπιπλέον πρόσταγμα.[Διότι θά διατηρηθεί στήν πτώση έστω εν δυνάμει, παρότι ο υπόλοιπος άνθρωπος θά πορεύεται πρός τόν θάνατο] (Βέβαια, ἡ ποιητικὴ ἐλευθερία ἔκφρασης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας θὰ διασώσει καὶ τὴ λέξη «πρόσταγμα» στὸν πλοῦτο τῶν σημαινόντων της — μὲ τὸν ἀνυπέρβλητο στίχο: Ἀρχή μοι καὶ ὑπόστασις τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα (Ἀκολουθία εἰς κεκοιμημένους, ἰδιόμελον, ἦχος πλάγιος β΄), ἀξίζει νὰ μνημονευθεῖ ἡ ἐξαίρεση.)

Ἡ κλήση σὲ σχέση, ἱδρυτικὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχει σὲ αὐτὸν τὴν αἰτία-πηγή της, ἑπομένως πραγματώνει καὶ φανερώνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ καὶ ὑπάρχει ὁ Θεός: τὴν ἀγάπη. Ὁρίζουμε τὴν ἀγάπη, μὲ τὴ γλώσσα τῶν ἐμπειριῶν τῆς κτιστῆς μας ὕπαρξης, ὡς ἔκ-σταση (ἀπὸ τὸ ἐξίσταμαι, ἔξω-ἵσταμαι): ἔξοδο ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, ποὺ διέπουν τὸ κτιστό, στὴν ἐλευθερία τῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, καὶ ἡ ἀγάπη γνωρίζει μόνο μία δέσμευση: τὴν αὐτοδέσμευση νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀγαπώμενου. Ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τῶν λογικῶν του πλασμάτων εἶναι ἡ μόνη δέσμευση τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ. Μιὰ ἐξαναγκασμένη ἀγάπη δὲν εἶναι ἀγάπη, οὔτε ὁ ἐξαναγκασμὸς γιὰ τὸ «καλὸ» εἶναι ἀγάπη. Καλεῖ ἑπομένως σὲ σχέση-κοινωνία ἀγάπης τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἀναμένοντας τὴν ἐλεύθερη ἀνταπόκρισή του, θετικὴ ἢ ἀρνητική. [Βεβαίως δέν μπορούμε νά απαιτήσουμε από τόν Γιανναρά νά έχει κατά νού τήν ολοκλήρωση τής δημιουργίας μέ τήν ενανθρώπιση τού Υιού καί Λόγου καί τήν ένωση μαζί Του καί όχι τόν περιορισμό της στήν ομοίωση ή τήν μέθεξη.Η ένωση καί όχι η σχέση, είναι ιδρυτική τής ύπαρξης.]

Ὀνομάζουμε λογικὴ τὴν ὕπαρξη τὴν προικισμένη μὲ λόγο, δηλαδὴ τὴν ἱκανὴ γιὰ σχέση, γιὰ ἐλεύθερη ἀνταπόκριση στὴν κλήση σὲ σχέση. Τὸ χάρισμα τοῦ λόγου εἶναι φυσικὸ χάρισμα (χαρακτηρίζει τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, κάθε ἄνθρωπο) — εἶναι ἡ λογικὴ σκέψη, κρίση, φαντασία, ἔκφραση, ἡ σημαντικὴ ἱκανότητα (γλωσσικὴ ἢ καλλιτεχνικὴ) νοημάτων καὶ βιωμάτων, ἡ κοινωνούμενη συν-εννόηση. Ὅλες αὐτὲς οἱ δυνατότητες ἔχουν μήτρα-ἀφετηρία τὴ σχέση (πρβλ. τὸν ἀφορισμὸ τοῦ Lacan: «τὸ λογικὸ ὑποκείμενο γεννιέται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου»(Le Séminaire ΧΙ, σελ. 181). Λογικὴ εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ συσταθεῖ σχέση, νὰ ὑπάρξει ἀνταπόκριση στὴν κλήση-σὲ-σχέση — θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἀνταπόκριση. Σημαίνουμε ὡς λόγο τόσο τὴ δυνατότητα τῆς σχέσης, τὴ φανέρωση-γνώση-πραγμάτωση-ἔκφραση τῆς δυνατότητας, ὅσο καὶ τὴν ἐλευθερία ποὺ συνεπάγεται ἡ δυνατότητα: κατάφασης ἢ ἄρνησης τῆς σχέσης.

Σὲ αὐτὸ τὸ πολυδιάστατο χάρισμα τῆς λογικότητας ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία τὴν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου (Γέν. 1, 27). Τὸ «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει τὴ δεδομένη ὑπαρκτικὴ δυνατότητα πραγμάτωσης ἢ ἄρνησης τῆς σχέσης (τὶς φυσικὲς προϋποθέσεις τῆς ἐλευθερίας), τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», τὴν ἐλεύθερη ἀγαπητικὴ κατάφαση (ἐνεργὸ προσωπικὴ ἐνεργοποίηση) τῆς φυσικῆς δυνατότητας.

Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δὲν ἀναιρεῖ τὴν κεφαλαιώδη ὑπαρκτικὴ διαφορὰ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ἀναίτιος, αὐτοαιτία τῆς ὕπαρξής του καὶ αἰτία τοῦ ὑπάρχειν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστός, αἰτιατός, δὲν εἶναι ἡ δική του θέληση καὶ ἐπιλογὴ αἰτία τῆς ὕπαρξής του οὔτε ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει. Ἡ διαφορὰ τοῦ Ἀναίτιου ἀπὸ τὸ αἰτιατὸ (πάντοτε μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴ γλώσσα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας) εἶναι διαφορὰ τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα.

Ὁ Θεὸς καὶ ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ ἐπειδὴ ἀγαπάει, ἡ ὕπαρξή του καὶ ἡ ἐνέργειά του εἶναι ἐλευθερία ἀγάπης. Μὲ τὴν ἀνυπέρβλητη διατύπωση τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν Συγγραφῶν, αὐτὸς ὁ πάντων αἴτιος, δι’ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται. Καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξηρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ’ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ (Περὶ θείων ὀνομάτων 4 ΧΙΙΙ, Migne P.G. 3, 712ΑΒ). Στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων πασχίζουμε οἱ ἄνθρωποι νὰ κατανοήσουμε καὶ γνωρίσουμε τὸ κάλλος καὶ τὴ σοφία τοῦ μακρόκοσμου καὶ τοῦ μικρόκοσμου. Τὸ μᾶλλον διαυγέστερο συμπέρασμά μας εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ γνώση δὲν ἐξαντλεῖται ποτέ, ἀποδείχνεται ἀτελεύτητη. Τὸ ὑλικὸ σύμπαν εἶναι μὲν περατό, ἀλλὰ χωρὶς ὅρια (τὰ «ὅριά» του ἀνυπότακτα στὶς προσλαμβάνουσες τῶν ἀντιληπτικῶν τοῦ διαστατοῦ δυνατοτήτων μας). Ἡ γνώση-κατανόηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῶν δεδομένων καὶ τῶν λειτουργιῶν τοῦ κοσμικοῦ ὅλου ἔχουν τὴν ἀπεριόριστη δυναμικὴ μιᾶς προσωπικῆς σχέσης (ποὺ συνεχῶς ὁλοκληρώνεται χωρὶς ποτὲ νὰ περατοῦται), ὄχι τὸν χαρακτήρα μιᾶς ὁριστικῆς βεβαιότητας ποὺ κατέχεται.

Ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος ὑπάρχει ὑποταγμένος στὶς ἀναγκαιότητες ποὺ ὁρίζουν τὴν κτιστότητα:

—Τὸ κτιστὸ ἔχει ἔναρξη καὶ λήξη, ἀρχὴ καὶ τέλος. Τὸ τέλος δὲν εἶναι μιὰ αἰφνίδια κατάληξη, ἀλλὰ ἡ περατότητα ἐνεργούμενη ὡς προοδευτικὴ φθορὰ καὶ ἀπρόβλεπτη τὴν ὁλοκλήρωσή της μὲ τὸν θάνατο.

—Ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης τοῦ κτιστοῦ εἶναι ἀτομικὸς-ἀτομοκεντρικός, στοὺς ἀντίποδες τοῦ σχεσιοκεντρικοῦ (κοινωνίας τοῦ ὑπάρχειν) τρόπου τοῦ Ἀκτίστου. Ἡ διαφορὰ τρόπου τοῦ ὑπάρχειν δηλώνεται στὴ γλώσσα μας ὡς διαφορὰ οὐσίας φύσης: εἴδους μετοχῆς στὸ εἶναι. Ἀτομοκεντρισμὸς σημαίνει νὰ πραγματώνεις- βιώνεις τὴν ὕπαρξη ὡς αὐτοσκοπό, ὡς αὐθυπαρξία, ὄχι τὴν ὕπαρξη ὡς κοινωνία τοῦ εἶναι, ἀγαπητικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά, ὡς ἔρωτα ἐκ-στατικό.

—Ὁ ἀτομοκεντρισμὸς εἶναι καταγωγικό, ὁριστικὸ (ὁρισμοῦ) δεδομένο τῆς ὕπαρξης τοῦ κτιστοῦ, δὲν εἶναι ἰδίωμα συμπεριφορᾶς, καθορίζεται μὲ βάση τὴ φύση τοῦ ἔμβιου ὑπαρκτοῦ, ὄχι μὲ βάση κώδικες ἠθικῆς, δεοντολογίες νομικῶν ὁριοθετήσεων τῆς ὠφελιμότητας ἢ ἀρεταλογικὲς προστακτικές. Οἱ φυσικὲς ἐνορμήσεις-ἔνστικτα, χάρη στὶς ὁποῖες ὑπάρχει τὸ βιολογικὸ ἄτομο (ὁρμὴ αὐτοσυντήρησης, ὁρμὴ ὑπερίσχυσης-κυριαρχίας, ὁρμὴ ἡδονοθηρίας) εἶναι ἀναγκαιότητες προϋποθετικὲς τῆς ὕπαρξης καὶ ἐπιβίωσης τοῦ ἔμβιου ὑπαρκτοῦ, νόμος-νομοτέλεια ποὺ διέπει τὴν κτιστότητα.

Ὅμως, εἰδικὰ ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶναι καὶ αὐτὸς ὑποταγμένος στὴ νομοτέλεια ποὺ διέπει τὴν κτιστότητα, ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἶναι προικισμένος, ἐπίσης καταγωγικά, καὶ μὲ τὴ δυνατότητα, πρῶτον συνειδητοποίησης, καὶ δεύτερον ἀντίστασης ἢ καὶ (σὲ κάποιο ποσοστὸ) ὑπαρκτικῆς ἀποδέσμευσης ἀπὸ τὶς τυφλὲς (ἄλογες) ἀτομοκεντρικὲς ἀναγκαιότητες τῶν κτιστῶν ὑπάρξεων. Σὲ αὐτὰ τὰ περιθώρια δυνατοτήτων ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ νομοτέλεια τῆς κτιστότητας ἡ διήγηση τῆς Γένεσης καὶ ἡ ἐκκλησιαστική της πρόσληψη ἀναγνωρίζουν ἕναν εἰκονισμὸ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ στὴ λογικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ εἰκονισμὸς σημαίνει δυνατότητα ἐνδεχόμενης ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀτομοκεντρικὴ νομοτέλεια καὶ σχετικότητα τοῦ ἐνδεχόμενου κατορθώματος. Τὸ ὑπαρκτικὸ βίωμα αὐτῆς τῆς σχιζοείδειας τὸ περιγράφει ἀνεπανάληπτα ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 7, 14-24): Ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ... Οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ’ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, τὸ ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω... Συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου.

Τὸ νόημα τοῦ παύλειου κειμένου φωτίζεται ἐναργέστερα, ἂν τὴ λέξη νόμος τὴν κατανοήσουμε ὡς ὁριοθετημένο τρόπο καὶ τὴ λέξη ἁμαρτία ὡς ἀστοχία-ἀποτυχία. Ὁ «νόμος» τοῦ Θεοῦ παραπέμπει στὴν ὑπαρκτικὴ δυναμικὴ (δυνατότητες) τῆς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ «νόμος» τῆς ἁμαρτίας στὴ δυναμικὴ τῆς ὑπαρκτικῆς αὐτονομίας τοῦ κτιστοῦ. Ὁ εἰκονισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπηχεῖται στὴ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου: στὴ δυνατότητά του νὰ πραγματώνει τὴν ὕπαρξη ὡς σχέση, ὡς ἐλευθερία ἀπὸ ἀναγκαιότητες, ὡς «ὁμοίωση» μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐμμονὴ στὶς ὁρμὲς ὑπαρκτικῆς αὐτονομίας τοῦ κτιστοῦ συνιστᾶ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἀστοχία-ἀποτυχία του, ὡς πρὸς τὴν ἐπιδίωξη μετάβασης ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωσιν.

Μιὰ τέτοια ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῶν διατυπώσεων τοῦ Παύλου ἐπιτρέπει νὰ ἀποδώσουμε στὴ λέξη κτιστότητα τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο ποὺ ἡ νομικὴ-θρησκευτικὴ ἀνάγνωση τῆς Γένεσης ἀποδίδει στὴ λέξη πτώση. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ προσωπικὸ ἐνέργημα: δὲν πλαστουργεῖ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος, «κτίζει»· ζωοποιεῖ κάθε προσωπικὴ ὑπόσταση ἀνθρώπου (ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ [τοῦ Ἀδὰμ] πνοὴν ζωῆς – 2, 7). Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει μόνο ἐπειδὴ δέχτηκε αὐτὴ τὴ ζωοποιὸ κλήση-σὲ-σχέση ποὺ τὸν καθιστᾶ πρόσωπο — ὑπάρχει μόνο σὲ λογικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ σχέση.

Μόνο ὁ ἄνθρωπος προικίζεται καταγωγικὰ μὲ τὴν ἐλευθερία νὰ πεῖ ναὶ ἢ ὄχι στὴν κλήση-σὲ-σχέση ποὺ τοῦ «ἐμφυσᾶ» ὁ Θεὸς χαρίζοντάς του λογικὴ-προσωπικὴ ὑπόσταση ζωῆς. Καὶ αὐτὴ ἡ μοναδικὴ στὸ κτιστὸ σύμπαν ἐλευθερία εἰκονίζεται στὴ βιβλικὴ ἀφήγηση μὲ τὴ γνωστὴ ποιητικὴ ἀλληγορία τοῦ θανατηφόρου δένδρου:

Προϋπόθεση γιὰ νὰ ὑπάρχει κάθε ἔμβιο ὑπαρκτό, εἶναι νὰ παίρνει τροφή. Στὸν ἄνθρωπο, ἀποκλειστικά, ἡ ζωτικὴ αὐτὴ προϋπόθεση προσφέρεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς εὐλογία. «Εὐλογῶ» στὸ ἑβραϊκὸ πρωτότυπο τοῦ βιβλικοῦ κειμένου σημαίνει: ἱδρύω σχέση, συγκροτῶ-συνιστῶ σχέση. Διαβάζουμε στὸ βιβλικὸ κείμενο: Καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς (τοὺς πρωτόπλαστους) λέγων... ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν (1, 27). Χαρίζει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο τὴ βρώση-τροφὴ-ζωή του ὡς εὐλογία — κάθε λήψη τροφῆς εἶναι ἀμεσότητα σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ (αἰσθητὴ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο) ποὺ ταυτόχρονα (ὅπως πάντοτε ἡ ἀγάπη) εἶναι καὶ κλήση σὲ ἀνταπόκριση, θετικὴ ἢ ἀρνητική.

Ἡ εὐλογία, κλήση-σὲ-σχέση, χαρίζεται σὲ ἔλλογη ὕπαρξη, ἱκανὴ νὰ τὴν ἀποδεχθεῖ ἢ νὰ τὴν ἀπορρίψει, νὰ πεῖ ναὶ ἢ ὄχι στὴν ὕπαρξη-σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἡ βιβλικὴ εἰκόνα τῆς ἐπιλεκτικῆς δυνατότητας εἶναι διαυγέστατη: Προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο τὸ σύνολο τῶν φυτῶν, ποὺ ἡ χρήση-βρώση τῶν καρπῶν τους συνιστᾶ σχέση μὲ τὸν Θεό (εἶναι ἡ τροφὴ προσφερόμενη εὐλογία). Ὅμως ὑπάρχει καὶ ἕνα μοναδικὸ δέντρο, ποὺ οἱ καρποί του εἶναι ἀνευλόγητοι, ἡ βρώση τους δὲν ἱδρύει σχέση. Ἡ ἀντιπαράθεση εἰκονογραφεῖ τὸ δίλημμα τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου: Ἔχει νὰ ἐπιλέξει ἀνάμεσα στὴν ἀτομοκεντρικὴ αὐτονομία τοῦ κτιστοῦ (νὰ παίρνει τὴν τροφὴ-ζωή του μόνο γιὰ τὴ συντήρηση [ἢ τὴν ἡδονὴ] τῆς ἀτομικῆς του ὕπαρξης, ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωτικὴ ἐπιθυμία καὶ ἀνάγκη τοῦ κτιστοῦ [φθαρτοῦ καὶ θνητοῦ] ἀτόμου). Ἢ νὰ ἐπιλέξει τὴν ὕπαρξη ὡς εἰκονισμὸ καὶ ὁμοίωση τῆς ἀγαπητικῆς ἀλληλοπεριχώρησης τοῦ ὑπάρχειν, τῆς ἀτομικῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς, ποὺ εἶναι ὁ τρόπος τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας καὶ πληρότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

ΑΥΤΟΣ, Ο ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ. 
ΤΙ ΝΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΛΟΙΠΟΝ, ΟΙ ΑΔΙΑΒΑΣΤΟΙ;

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο Γιανναράς "διαγράφει" (ωσάν να μπορούσε!!!) όλη την Αγία Γραφή και τους Λόγους των Αγίων Πατέρων, για να εγκαταστήση μια "καινούργια", εξωπραγματική "σύνθεση" με τη λέξη "σχέση". Εν αρχή ήν η σχέση! Χωρίς "σχέση" δεν υπάρχουμε! - Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν όλων που ανενδοίαστα χειροκροτούμε... ("Διαγράφει"... Ή μάλλον: διαστρέφει, που είναι, δυστυχώς, πολύ πιο πονηρό...) Ποιος διαβάζει σήμερα πραγματικά τον Γιανναρά;... Ποιος, εκτός των ελαχίστων εξαιρέσεων, αντιστέκεται "εν γνώσει";... Η Εκκλησία μας βρίσκεται σε μεγάλη, "εσωτερική" κρίση, την κατέλαβε το πάθος της εξουσίας, στο οποίο είμαστε δυστυχώς όλοι χρεωμένοι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι... Ενώ ο Κύριος ήρθε για να μας διδάξη να νοιαζόμαστε πρώτα για τον αδελφό μας και μετά για εμάς τους ίδιους...

amethystos είπε...

Τούς επιτρέψαμε νά μάς θεωρούν απαίδευτους καί αμόρφωτους. Καί όμως ο Κύριος είπε ότι εάν Μέ υπερασπιστείτε δέν χρειάζεστε προετοιμασία. Εγώ θά σάς δώσω Λόγο νά μιλήσετε.