Ἡ ἐκτενὴς (πολλῶν σελίδων) παρένθεση ποὺ προηγήθηκε συνοψίζει τὴν ἀνάγκη νὰ συνειδητοποιεῖται συνεχῶς μιὰ πιστοποίηση: Ὅτι ἡ ἀλήθεια σὲ ἐμπειρικὸ πεδίο (στὴν Τέχνη, στὸν ἔρωτα, στὴν Ἐκκλησία) δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ὀρθότητα διατυπώσεων, χαρίζεται μὲ τὴ μετοχὴ στὰ γιγνωσκόμενα, τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης μὲ τὰ γιγνωσκόμενα.
Τὰ ρήματα κατανοῶ, πληροφοροῦμαι, εἶμαι ἐνήμερος παραπέμπουν σὲ γεγονὸς διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ στὸ ὁποῖο παραπέμπει τὸ ρῆμα γνωρίζω. Κάποιος ποὺ ὀρφάνεψε, βρέφος ἀκόμα, ἀπὸ τὴ μητέρα του, κατανοεῖ τὸ νόημα τῆς ἔκφρασης «μητρικὴ ἀγάπη», ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τὴ μητρικὴ ἀγάπη. Ὅποιος δὲν ἔτυχε ποτὲ νὰ ἐρωτευθεῖ, χαίρεται, θαυμάζει, συγκινεῖται διαβάζοντας ἕνα εἰδυλλιακὸ ἐρωτικὸ ἀφήγημα, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀγνοεῖ (νὰ μὴ γνωρίζει) τὸν ἔρωτα. Ἕνας ἄθεος ἐνδέχεται νὰ εἶναι πληροφορημένος, ἐνήμερος, ὅτι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι «τριαδικός», ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τὸν Θεὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας.[ΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ; Ο κ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ;]
Ἡ κατανόηση ἐξασφαλίζει ἴσως γνώση, ὅταν πρόκειται γιὰ ἰδεολογικὲς θέσεις, θρησκευτικὰ δόγματα, ἀξιωματικὲς ἀρχές. Ἐπίσης γνωρίζουμε τὰ μαθηματικὰ καὶ τὶς μὴ-πειραματικὲς (τὶς θεωρητικὲς) ἐπιστῆμες μὲ μόνη τὴν κατανόηση τῶν ἀναλύσεων-προτάσεων-συμπερασμάτων τους: Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας ποὺ μᾶς προσφέρουν ἐξασφαλίζεται μὲ τὴ νοητικὴ πρόσληψη τῶν σημαινόντων — δὲν ἀπαιτεῖται ἐμπειρία μετοχῆς στὰ σημαινόμενα.
Λέμε, λοιπόν, ὅτι καμιὰ «πληροφορία» περὶ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ ὑποκαταστήσει τὴ γνώση ποὺ προσπορίζει ἡ μετοχὴ στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς — ἔστω κι ἂν ἡ πληροφορία ἀντλεῖται ἀπὸ τὴ μαρτυρία τῶν «αὐτοπτῶν καὶ ὑπηρετῶν γενομένων» (Λουκ. 1, 2) τῆς ἔνσαρκης παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία. Οὔτε ἡ ἐμπειρία καὶ μαρτυρία τῶν μεγάλων δασκάλων («πατέρων») τῆς Ἐκκλησίας, κατατεθειμένη στὰ σοφά τους συγγράμματα, μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ σὰν αὐθεντία «ὀρθότητας», αὐτονομημένη ἀπὸ τὴ μετοχὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. [Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΟΧΗ. EΥΧΟΜΑΣΤΕ:ΕΛΘΕ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΣΟΝ EN HMIN. METOXH EINAI H ΓΝΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΣ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΟΜΩΣ ΜΑΣ ΑΝΟΙΞΕ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ.]
Τόσο τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅσο καὶ τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων ἐνδέχεται νὰ λειτουργήσουν σὰν πολύτιμοι δρομοδεῖχτες, χειραγωγοὶ στὴν πορεία πρὸς τὴ γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας — ὄχι νὰ τὴν ὑποκαταστήσουν. Ἡ γνώση αὐτὴ δὲν ἀντικειμενοποιεῖται ποτέ, δὲν ἀντλεῖται ἀπὸ καμιὰ κωδική, ἀντικειμενοποιημένη «πηγὴ» ἀλήθειας-ἐγκυρότητας, δὲν ταυτίζεται μὲ καμιὰ αὐθεντία ὀρθότητας διατυπώσεων — διαστέλλεται ἡ γνώση μετοχῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς «πεποιθήσεις», τὰ «νοητὰ εἴδωλα» τῆς ἀλήθειας.[ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΝΟΗΤΑ ΕΙΔΩΛΑ. ΑΥΤΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΡΗΤΟΡΙΚΗ]
Ἐπειδὴ στὸ πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἡ ἀλήθεια δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ὀρθότητα τῶν διατυπώσεων, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μέτοχοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος δὲν θορυβοῦνται καὶ δὲν σκανδαλίζονται ἀπὸ ἀλληλοσυγκρουόμενες διατυπώσεις ἢ καὶ νοηματικὲς ἀντιφάσεις στὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν Πατέρων. Γιὰ τὸ θέμα τῶν «ἐσχάτων», ποὺ ἐδῶ διερευνοῦμε, οἱ παραβολὲς τῆς «μέλλουσας κρίσης» (Ματθ. 25, 31-46) καὶ τοῦ «χρεώστη δούλου» (Ματθ. 18, 23-35) ἔρχονται σὲ σαφὴ (γλωσσικοῦ κώδικα) ἀντίθεση μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ «ἄσωτου υἱοῦ» (Λουκ. 15, 11-32) καὶ αὐτὴν τῶν «ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος» (Ματθ. 20, 1-16). Ὡστόσο στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀντιφάσκουν.[ ΜΟΝΟΝ ΕΦΟΣΟΝ ΛΑΒΟΥΜΕ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ.]
Δὲν ἀντιφάσκουν, διότι ἡ μετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας συνεπάγεται μιὰν ἐμπειρικὴ ἀμεσότητα γνώσης ποὺ σχετικοποιεῖ (βιωματικά, ὄχι νοητικὰ) τὴ γλωσσικὴ ἐκφραστική. Τὰ ὅσα γράφονται γιὰ αἰώνιο κολασμὸ ἀνθρώπων ἢ γιὰ παράδοσή τους νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ «βασανιστὲς» δὲν συντονίζονται μὲ τὰ ὅσα βιώνει καὶ γνωρίζει ὁ πιστὸς μέσα στὴν «πανήγυριν τῶν πρωτοτόκων»,[ΤΩΡΑ ΦΑΕ ΠΙΕΙ ΕΥΦΡΑΙΝΟΥ] ὅπου «προάγοντες» (πρωτοπόροι) εἶναι τελῶνες, ἄσωτοι, ληστές, πόρνες, κορυφαῖοι στὴν ἀγαπητικὴ ἐλευθερία αὐτοπαραίτησης καὶ αὐτοπροσφορᾶς (μετάνοιας).
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ μεταφυσικὴ ἰδεολογία ποὺ ἀντιτάσσεται, ὡς «φιλελεύθερη», στὸν νομικισμὸ τῆς δικανικῆς θρησκευτικότητας καὶ στὴν τρομοκρατία τῶν ἀπειλῶν. Ὁ σκοπὸς τῆς ὕπαρξής της δὲν εἶναι νὰ ἀντιπαλέψει ἰδεολογίες, κατεστημένες «πεποιθήσεις», ἀλλὰ νὰ πραγματώσει καὶ καταδείξει τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας: τῆς «σώας», ἀκέραιης, πληρωματικῆς ὕπαρξης, ποὺ εἶναι ἡ ἀγαπητικὴ ἀνταπόκριση στὸν ζωοποιὸ ἔρωτα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.[ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΕΠΟΙΗΣΑ ΠΑΝΤΑ.]
Τὰ νομικά, δικανικὰ σχήματα ἦταν, στοὺς αἰῶνες ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἐπικαιρική, καθιερωμένη ἐκφραστική, τὸ κυρίαρχο «κοινωνικὸ φαντασιακὸ» στὸ πεδίο τοῦ θρησκευτικοῦ βίου. Θὰ ἦταν «χείρων πλάνη» νὰ ἐμφανιστεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία μὲ προτάσεις μιᾶς ἰδεολογικὰ συγκροτημένης ἀντιπρότασης περὶ τῶν ἐσχάτων, μὲ ὀρθολογικὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια.
Οὔτε οἱ ἑπτὰ οἰκουμενικὲς σύνοδοι, ποὺ ὁριοθέτησαν τὴ γλωσσικὴ σημαντικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας, εἶχαν προετοιμασμένη μεθοδικὴ θεματική, προκειμένου νὰ «κωδικοποιήσουν» τὸ εὐ-αγγέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Τὴ θεματικὴ κάθε συνόδου τὴν ἐπέβαλε ἡ ἑκάστοτε ἐπικαιρικὴ ἀνάγκη: ἕνα ὀξὺ κάθε φορὰ πρόβλημα ποὺ ἀπαιτοῦσε φωτισμὸ συγκεκριμένης πτυχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκφραστικῆς. Ἡ θρησκευτικὰ (ἢ καὶ ψυχολογικὰ) αὐτονόητη παραδοχὴ μιᾶς προϋπάρχουσας «πτώσης» τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἀκόμα προγενέστερης ὕπαρξης προσωποποιημένου «κακοῦ» (δαιμόνων, «πεπτωκότων —ἐξεγερμένων ἐναντίον τοῦ Θεοῦ— ἀγγέλων»), δὲν ἀπασχόλησε τὴν Ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες τῶν μεγάλων συνόδων, ὥστε νὰ διασαφηνιστεῖ τὸ πρόβλημα (πάντοτε μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος).[ ΗΞΕΡΑΝ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΘΕ ΒΑΠΤΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΜΕΝΟΣ]
Ἔτσι ἔμεινε παγιδευμένη στὴν ἀρχέγονη θρησκευτικὴ (ἀνθρωποπαθὴ) ἐκφραστικὴ τόσο ἡ πιθανολογούμενη «πτώση» ὅσο καὶ ἡ σκανδαλώδης «μεταβίβαση» (καὶ διαιώνιση) τῆς ἐνοχῆς (σὲ πανανθρώπινη κλίμακα) γιὰ τὸ «προπατορικὸ ἁμάρτημα». Μαζὶ καὶ οἱ ἀπάνθρωπες συνέπειες τοῦ ἐνοχικοῦ νομικισμοῦ ποὺ συνοδεύει συνεπέστατα τὴν ἱστορικὴ ἐκδοχὴ τῆς «πτώσης»: Τὰ σοφίσματα γιὰ δυνατότητα «ἐξαγορᾶς» (ἀκόμα καὶ μὲ καταβολὴ χρημάτων) τῆς «ἄφεσης» (indulgentia) τῶν ἁμαρτιῶν μὲ ἀντίκρισμα («ἔναντι») τὸ «πλεόνασμα ἀγαθοεργιῶν τῶν ἁγίων» (thesaurus meritorum sanctorum). Ἤ, ἀκόμα, τὸ σόφισμα γιὰ τὸ «καθαρτήριο» (purgatorium): μιὰν ἐνδιάμεση κατάσταση ἢ «χῶρο» μεταξὺ παραδείσου καὶ κόλασης, γιὰ ὅσους ἤθελαν νὰ μετανοήσουν ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν (!) ἢ δέχτηκαν μὲν (μὲ τὴν ἐξομολόγηση) τὴν ἐξάλειψη τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς ὅμως νὰ ἐκτίσουν καὶ τὴν ὀφειλόμενη ποινή! Τέτοια ἀπάνθρωπα σοφίσματα νομικισμοῦ εἶναι ἀδιανόητα, ἂν ἡ «πτώση» δὲν ἔχει ἱστορικὸ χαρακτήρα.
Δὲν ὑπῆρξε σύνοδος ποὺ νὰ φωτίσει τὴν καταγωγὴ τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου πέρα ἀπὸ τὶς συμβολικὲς-ἀλληγορικὲς ἀφηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.[Η ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ. ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΓΝΟΕΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΟΝ ΓΕΡΩΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ] Τὸ ἑρμηνευτικὸ κενὸ εἶναι πελώριο καὶ οἱ ἱστορικές του συνέπειες ἐξαιρετικὰ ἐπώδυνες. Θὰ τολμοῦσε κανεὶς νὰ συγκρίνει ὑποθετικὰ τὸ κενό, μὲ αὐτὸ ποὺ θὰ ὑπῆρχε ἂν μᾶς ἔλειπε ἡ συνοδικὴ διασάφηση τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ ἢ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ.[ ΓΙΑΤΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ;]
2 σχόλια:
Είναι απίστευτο, ότι ένας υποτιθέμενος ως ορθόδοξος συγγραφέας αναφέρεται συνεχώς στην εκτροπή της λατινικής Δύσης για να στηρίξη τα επιχειρήματά του ΚΑΤΑ τής Εκκλησίας. Ο άγιος Νεκτάριος χαρακτηρίζει τον Παπισμό ως "δεύτερη πτώση". Πού στηρίζεται λοιπόν ο κ. Χ.Γ. παρουσιάζοντάς μας αυτό το τόσο επιπόλαιο έργο του, το γεμάτο από βίαια ψυχολογικά προβλήματα;
Θλιβερός ο άνθρωπος. Εχει πολύ άσχημο τέλος. Από τό αίνιγμα τού κακού καί τό ενάντια στή θρησκεία φανέρωσε τό διαζύγιό του μέ τήν ορθοδοξία. Σπέρματα κακοδοξιών υπήρχαν σέ όλα του τά έργα. Τόν ενδιέφερε πάντοτε η ακαδημαική θέαση τών πραγμάτων. Πήγε τσακισμένος από τήν Ζωή στή Δύση καί πείστηκε ότι οι Ελληνες είναι καθυστερημένοι. Επέστρεψε στήν Ελλάδα μέ τόν Γοντικάκη καί τόν Ράμφο, ακόμη καί τόν Παπαγιώργη καί πολλούς ακόμη μέ τήν πρόθεση νά αφυπνίσουν τούς Ελληνες αλλά τούς διεφυγε ένα πράγμα. Στόν μύθο τού σπηλαίου τού Πλάτωνος ο φιλόσοφος επέστρεψε γιά νά ελευθερώσει τούς αλυσσοδεμένους αφού είχε ελευθερωθεί ο ίδιος καί είχε ανεβεί στό φώς. Τά ψεύτικα φώτα όσο καί άν είναι ολόφωτα σώνονται δέν σώζονται.
Δημοσίευση σχολίου