Συνέχεια από: Δευτέρα, 12 Οκτωβρίου 2020
Κεφάλαιο 16: Ἱστορικὰ παράγωγα τῆς ἀλήθειας ὡς ὀρθότητας
Ὑπάρχει καὶ δεύτερη ἀντίρρηση στὴν ἑρμηνευτικὴ ὀπτικὴ ποὺ ἀρνεῖται τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἱστορικὸ γεγονός. Εἶναι αὐτὴ ποὺ θέλει νὰ σεβαστεῖ καὶ νὰ μὴν παραβλέψει τὸ πλῆθος τῶν βιβλικῶν ἀναφορῶν, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, ὅπου ἡ ἱστορικὴ ἐκδοχὴ τῆς πτώσης ἐκφέρεται ὡς αὐτονόητη καὶ ὁ Θεὸς ὁπωσδήποτε δικαιοκρίτης, τιμωρός, ἐκδικητής, φορέας ὀργῆς, ἡγεμονικὰ αὐθαίρετος (ὃν ἂν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει – Ρωμ. 9, 18).
Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιτάξει κανεὶς σὲ αὐτὴ τὴν ἀντίρρηση εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν χρησιμοποιεῖται σὰν «πηγὴ» ἢ αὐθεντία ἰδεολογικῆς «ὀρθότητας» — ὅπως, λ.χ., τὰ κείμενα τοῦ Μὰρξ στὸν μαρξισμό, τοῦ Φρόυντ στὸν φροϋδισμὸ καὶ λοιπὰ ἀνάλογα. Στὸ πλαίσιο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν διαβάζεται ἀπὸ τὸν κάθε Χριστιανὸ ἀτομικά, ἰδιωτικά. Διαβάζεται μόνο κοινωνούμενη, μόνο ἐνταγμένη στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, στὴ λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Τὸ ὁδοδεικτικὸ αὐτὸ τυπικὸ μᾶς φανερώνει ὅτι ἡ ἀτομικὴ ἀνάγνωση-κατανόηση δὲν ἀρκεῖ: δὲν ἐξασφαλίζει οὔτε ἐγγυᾶται τὴ γνώση-πρόσβαση στὰ ὅσα μαρτυρεῖ ἡ Γραφή. Ἡ πρόσβαση στὴ γνώση-εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει μετοχὴ στὸν εὐχαριστιακὸ τρόπο (λατρεία) τῆς Ἐκκλησίας, στὴν κοινωνούμενη ἐμπειρία τῶν μελῶν τοῦ σώματος.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπειρικὴ λατρευτικὴ μετοχὴ δὲν σημαίνει μιὰ «πληρέστερη», «αὐθεντικότερη» κατανόηση. Σημαίνει μετάθεση-ἀλλαγὴ τοῦ «πλαισίου», τῆς «ποιότητας», τῶν «στόχων» τῆς κατανόησης. Ἀλλιῶς «κατανοεῖ» τὸ κλάμα ἑνὸς βρέφους ἡ μητέρα του, ἀλλιῶς ἕνας ἐνοχλημένος στὸν ὕπνο του γείτονας — καὶ τὸ παράδειγμα εἶναι σαφῶς ὑποδεέστερο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Γιὰ τὴν ἀτομικὴ ἀνάγνωση-κατανόηση, τὸ πλῆθος τῶν ἀντιφάσεων μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἢ μέσα σὲ μόνη τὴν ΚΔ, εἶναι ἕνα προκλητικὸ σκάνδαλο. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἀντικρουόμενες πατερικὲς ἑρμηνεῖες συγκεκριμένων βιβλικῶν χωρίων.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ὀρθότητα τῶν διατυπώσεων, ἡ ἀλήθεια γνωρίζεται μόνο μὲ τὴ μετοχὴ στὴν κοινωνούμενη ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ γνώση ποὺ ἡ μετοχὴ προσπορίζει δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀντικειμενοποιηθεῖ σὲ στερεότυπη ὀρθότητα, ποὺ τὴν κατέχει ἐξουσιαστικὰ τὸ ἄτομο θωρακίζοντας τὸ ἐγώ του. Ἡ κοινωνούμενη γνώση μόνο σημαίνεται (δηλώνεται) πάντοτε μὲ συμβολικὴ-εἰκονογραφικὴ ἐκφραστική, ὅπου ἡ κατανόηση τῶν σημαινόντων δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ γνώση τῶν σημαινομένων. Ἡ ἐκφραστικὴ τῶν εἰκόνων, τῆς ἀλληγορίας, τῶν συμβόλων παραπέμπει-χειραγωγεῖ στὴ μετοχή: στὴν παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ αὐτάρκεια τῆς κατανόησης, στὴν ἀναγνώριση τῆς γνώσης ὡς δώρου-δωρήματος σχέσης.
Ἡ διαφοροποίηση τῆς κοινωνούμενης γνώσης ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ κατανόηση λειτούργησε ὡς καταλύτης γιὰ νὰ σχιστεῖ στὰ δυὸ τὸ ἑνιαῖο «καθόλου» σῶμα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κατατμηθεῖ στὴ συνέχεια σὲ πλῆθος ἀτέλειωτο «ὁμολογιακῶν» ὁμαδοποιήσεων. Ἀποσχίστηκαν καὶ ἐπίσημα (σὲ μιὰ πρώτη φάση τὸν 9ο αἰώνα, καὶ ὁριστικὰ τὸν 11ο) οἱ νεόφυτοι τότε στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη μετανάστες πληθυσμοὶ — αὐτονομήθηκε μὲ τὴν ἀπόσχιση ἕνας καινοφανής, θρησκευτικοῦ (ὄχι ἐκκλησιαστικοῦ) χαρακτήρα Χριστιανισμός, συνεπέστατα ἀτομοκεντρικὸς ὅπως κάθε «φυσικὴ θρησκεία». Μαζί του γεννήθηκε ἕνα καινούργιο πολιτισμικὸ «παράδειγμα» πού, μετὰ τὴν ἱστορικὴ ἐξαφάνιση τοῦ ἑλληνο-εκκλησιαστικοῦ «παραδείγματος» παγκοσμιοποιήθηκε ραγδαῖα μὲ τὴν ἀκαταμάχητη δυναμικὴ πρωτογονισμοῦ τῶν ἀτομοκεντρικῶν προτεραιοτήτων.
Γιὰ τὸν παγκοσμιοποιημένο Δυτικὸ Πολιτισμό, καταγωγικὰ καὶ ἕως σήμερα, ἡ ἀλήθεια ταυτίζεται μὲ τὴν ὀρθότητα τῆς ἀτομικῆς κατανόησης. Τὴν ὀρθότητα τὴν ἐξασφαλίζει καὶ τὴν καθιστᾶ «ἀντικειμενικὴ» («ἐξαναγκαστὴ κατὰ πάντων») μιὰ δεδομένη αὐθεντία. Ὑπέρτατη αὐθεντία εἶναι ὁ Θεός, μέσῳ τοῦ ἐπὶ γῆς ἐκπροσώπου του, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀποφαίνεται ex cathedra, εἶναι ἀλάθητος. Ὁ ἀλάθητος ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα καὶ τὴν εὐθύνη νὰ ἐντοπίζει καὶ νὰ ἐξουδετερώνει κάθε παραχάραξη ἢ ἄρνηση τῆς «ὀρθότητας». Ἐπιβάλλει, γιὰ παράδειγμα, «πίνακες ἀπαγορευμένων (ἐπειδὴ ἀρνοῦνται ἢ διαστρέφουν τὴν ὀρθότητα) βιβλίων» (Index Librorum Prohibitorum), δικάζει καὶ τιμωρεῖ γιὰ τὰ φρονήματά τους ὅσους παραβιάζουν μὲ αὐτὰ τὴ στερεότυπη «ὀρθότητα», καίει στὴν πυρά, γιὰ παραδειγματισμό, τοὺς ἀμετανόητους πλανεμένους (Inquisitio κ.λπ.).
Τὴν προσωποποιημένη (στὸν παπικὸ θεσμὸ) ἐκδοχὴ τῆς αὐθεντικῆς «ὀρθότητας» καὶ τὴν ἀπανθρωπία τῶν συνεπειῶν της ἀμφισβήτησε στὴ Δύση ὁ Προτεσταντισμός. Δὲν ἀμφισβήτησε τὴν ταύτιση τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ὀρθότητα, ἀλλὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῆς ἀλήθειας-ὀρθότητας στὴν παπικὴ αὐθεντία. Μετατόπισε τὴν αὐθεντία τῆς ὀρθότητας ἀπὸ τὸν «ἀντιπρόσωπο» τοῦ Θεοῦ (vicarius Christi) στὸν «λόγο» τοῦ Θεοῦ, στὸν γραπτό του λόγο, στὴ Γραφή (sola scriptura).
Ἔτσι ὅμως, μὲ τὸν Προτεσταντισμό, οἱ ἐκδοχὲς τῆς ἀλήθειας-ὀρθότητας ἔγιναν τόσες ὅσοι καὶ οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς Γραφῆς. Ἡ πολυδιάσπαση τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ «ὁμολογίες» (confessiones) συνοδεύτηκε καὶ πάλι ἀπὸ ἀπάνθρωπους φανατισμοὺς καὶ ἐξουσιαστικὲς ἀπαιτήσεις, ἀνάλογες μὲ αὐτὲς ποὺ εἶχαν ἀπορρεύσει ἀπὸ τὸ «παπικὸ ἀλάθητο» — οἱ «θρησκευτικοὶ πόλεμοι» στὴν Εὐρώπη (μεταξὺ ρωμαιοκαθολικῶν καὶ προτεσταντῶν [Οὐγενότων στὴ Γαλλία, 1562-1598] ἢ ὁ «τριακονταετὴς πόλεμος», 1618-1648 [μεταξὺ ρωμαιοκαθολικῶν καὶ λουθηρανῶν]) συνέδεσαν στὶς συνειδήσεις τὶς θρησκευτικὲς ἀντιμαχίες μὲ τυφλὲς ἀνθρωποσφαγές, ἀδιάλλακτο μίσος, αἱμοβόρες ἐμπάθειες.
Προετοιμάστηκε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὴ Δύση τὸ κοινωνικὸ κλίμα γιὰ τὴν ἀπαίτηση νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἡ ἀλήθεια-ὀρθότητα ἀπὸ κάθε σύνδεσή της μὲ τὴ μεταφυσικὴ αὐθεντία. Δὲν ἀμφισβητήθηκε (οὔτε ἀπὸ πραγματικὰ μεγάλους στοχαστὲς στὴ Δύση) ἡ ταύτιση τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ὀρθότητα τῆς ἀτομικῆς κατανόησης (διάβαζαν οἱ Δυτικοὶ καὶ διαβάζουν τὸν Ἡράκλειτο ἢ τὸν Ἀριστοτέλη, χωρὶς νὰ ὑποψιάζονται τὶς ἀποφατικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑλληνικῆς γνωσιοθεωρίας). Ἁπλῶς μετέθεσαν τὴν αὐθεντία τῆς ὀρθότητας ἀπὸ τὶς πηγὲς μεταφυσικῆς ἐγκυρότητας σὲ δεδομένα τῆς φυσικῆς πραγματικότητας καὶ ἐμπειρίας: Ταυτίστηκε ἡ ὀρθότητα μὲ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς λογικῆς ποὺ ἀρθρώνει τὴ φύση σὲ λειτουργικὴ ὁλότητα, ὅπως καὶ μὲ τὴ φυσικὴ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ — τὴν ἱκανότητά του νὰ κατα-νοεῖ τὶς λογικὲς σταθερὲς τῆς φύσης (νὰ σημειογραφεῖ-συμβολίζει τὰ δεδομένα καὶ τὴ σύνταξη τῶν δεδομένων τῆς φυσικῆς πραγματικότητας).
Ἀλλὰ καὶ ἡ παράκαμψη τῆς μεταφυσικῆς μὲ καταφυγὴ στὴν αὐθεντία τῆς φυσικῆς λογικότητας δεσμεύεται ἐπίσης στὶς διαφοροποιημένες ἐκδοχὲς καὶ ἀξιολογήσεις τῆς ὀρθολογικῆς ἐγκυρότητας, πολυμερίζεται σὲ ἀντιμαχόμενες φανατικὲς ἐκτιμήσεις καὶ προτιμήσεις. Ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο φυσικὰ δεδομένη ἡ ἀνάγκη καταφυγῆς σὲ «αὐθεντίες», ποὺ μὲ τὸ κύρος τῆς ἰδιοφυΐας τους θωρακίζουν τὴν ἀνασφάλεια τοῦ ἀτόμου — συχνὰ ἡ ἀνασφάλεια κατασκευάζει τέτοια εἴδωλα μυθοποιημένης ἐγκυρότητας.
Ἔτσι γεννήθηκαν στὴ νεωτερικὴ Δύση, σὰν συνέχεια τῶν θρησκευτικῶν «ὁμολογιῶν», οἱ πολυποίκιλοι «-ισμοί», οἱ (ὀργανωμένες σὲ «στρατόπεδα» ἢ μαχητικὲς «παρατάξεις») ἰδεολογίες: Προτάσεις ἑρμηνείας τῆς ὕπαρξης καὶ τῶν ὑπαρκτῶν ἢ προτάσεις ὀργάνωσης τῆς «γενικῆς εὐτυχίας» τῶν ἀνθρώπων βασισμένες ἡ καθεμιὰ στὶς «Γραφὲς» κάποιου ἰδιοφυοῦς στοχαστῆ καὶ εἰδωλοποιημένες ἀπὸ τοὺς μαζοποιημένους ἀνασφαλεῖς σὲ «ἀλήθεια» ἀπόλυτης «ὀρθότητας». Οἱ «Γραφὲς» τοῦ Μὰρξ ἔγιναν «μαρξισμός», τοῦ Χίτλερ «ναζισμός», τοῦ Φρόυντ «φροϋδισμός», τοῦ Μάο «μαοϊσμός», καὶ πάει λέγοντας. Καὶ πληρώθηκε μὲ πρωτόγνωρους στὴν Ἱστορία ποταμοὺς αἱμάτων, τερατώδη μηχανεύματα φρικωδίας βασανισμῶν, ἡ στράτευση ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων σὲ τέτοιες ἐκδοχὲς τῆς ἀλήθειας ὡς ὀρθότητας.
Ἡ ἀπογοήτευση καὶ ἀπὸ τοὺς «-ισμοὺς» (τὶς ἰδεολογίες) ὁδήγησε σχεδὸν νομοτελειακὰ τὸ παγκοσμιοποιημένο πιὰ «παράδειγμα» τῆς Δύσης στὴ χρονολογικὰ τελευταία (τρέχουσα σήμερα) ἐκδοχὴ τῆς ἀλήθειας ὡς ὀρθότητας: Ἡ ὀρθότητα ἔγινε συνάρτηση μόνο τῆς ὠφελιμότητας — οὔτε τῆς μεταφυσικῆς (θείας) αὐθεντίας οὔτε τῆς φυσικῆς λογικότητας οὔτε τῶν αὐτονόητων γιὰ ὅλους κανόνων τῆς λογικῆς σύνταξης. Ὀρθό, δηλαδὴ ἀληθινό, εἶναι μόνο τὸ κοινὰ ἀναγνωριζόμενο ὡς χρήσιμο, ὡς ὠφέλιμο.
Ἡ χρονολόγηση καταγωγῆς τοῦ ὠφελιμισμοῦ εἶναι δύσκολη. Ἐντελῶς ὠφελιμοθηρικὰ ἦταν, ἀπὸ τὸν 19ο κιόλας αἰώνα, τὰ γεννήματα τῆς φιλοσοφίας τοῦ Διαφωτισμοῦ (δηλαδὴ τοῦ Ἱστορικοῦ Ὑλισμοῦ): ὁ σοσιαλισμός, ὁ κομμουνισμός, ὁ καπιταλισμός. Ξεκινοῦν καὶ τὰ τρία ἀπὸ τὴν παραδοχὴ ὅτι ἡ οἰκονομία κινεῖ τὴν Ἱστορία, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα γεγονὸς ὑλικῶν (τῶν μόνων πραγματικῶν) σχέσεων. Οἱ σχέσεις αὐτές, παραγωγικὲς καὶ ἀνταλλακτικές, εἶναι ἀνάγκη νὰ ρυθμίζονται ἀπὸ κάποιους κανόνες ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴ λειτουργικότητα καὶ ἀποδοτικότητά τους. Οἱ κανόνες συγκροτοῦν τὸ Δίκαιο καὶ τὴν Ἠθικὴ τῆς συλλογικότητας. Δίκαιο καὶ Ἠθικὴ ἀποκτοῦν εὐχερέστερη λειτουργικότητα, ἂν περιβληθοῦν κύρος μεταφυσικὸ — ἔτσι γεννιέται ἡ θρησκεία. Ἀφετηριακὴ ἑπομένως πραγματικότητα εἶναι οἱ ὑλικὲς σχέσεις, αὐτὲς συγκροτοῦν τὴ βάση (Basis) τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ συλλογικότητας, ἐνῶ τὰ παράγωγά τους (Δίκαιο, Ἠθική, Πολιτική, Θρησκεία) δημιουργοῦνται ὡς ἐποικοδόμημα (Überbau) πάνω σὲ αὐτὴ τὴ βάση.
Ὁ Ἱστορικὸς Ὑλισμὸς εἶναι ἕνας συνεπὴς μηδενισμὸς κάθε μετα-φυσικῆς — κάθε ἀναζήτησης «νοήματος» (ὑποκείμενης σὲ ἐμπειρικὴ ἐπιβεβαίωση ἢ διάψευση ἑρμηνείας) τῆς ὕπαρξης καὶ τῶν ὑπαρκτῶν: τῆς αἰτίας καὶ τοῦ σκοποῦ τους. Ἡ συνειδητὴ ἢ ἀνεπίγνωστη, ἐνεργὸς ἢ παθητικὴ (ὡς αὐτονόητη) υἱοθέτηση τοῦ Ἱστορικοῦ Ὑλισμοῦ παράγει τρόπο βίου (πολιτισμικὸ «παράδειγμα») ποὺ ἔχει ὡς κύριο γνώρισμά του ὄχι ὁπωσδήποτε τὴν ἀπόρριψη ὅσο τὴν παράκαμψη κάθε ἐνδιαφέροντος καὶ ἐρωτήματος γιὰ τὸ ὑπαρκτικὸ πρόβλημα. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ μαχητικοῦ ἀθεϊσμοῦ ποὺ χαρακτήριζε τὴν πρώτη φάση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλὰ γιὰ ἕνα φαινόμενο «ἀποχρωματισμοῦ» τοῦ ἀνθρώπινου βίου ἀπὸ κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ ἐρωτήματα ποὺ διαφοροποιοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ἄλογα ἔμβια: γιὰ τὴν ἑρμηνεία καὶ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τῆς ἔλλογης ὕπαρξης καὶ (τῶν δυνατοτήτων ἢ περιορισμῶν) τῆς ἐλευθερίας της — ὁλοκληρωτικὴ ἀδιαφορία γιὰ τὴν «ὑπερβατικὴ» γλώσσα τῆς ποίησης, τὴν ἔκπληξη τοῦ αὐθυπερβατικοῦ ἔρωτα.
Τὸ πολιτισμικὸ «παράδειγμα» (διεθνοποιημένος τρόπος βίου καὶ νοο-τροπία) ποὺ παρήγαγε ὁ Ἱστορικὸς Ὑλισμὸς ἐξαντλεῖ τοὺς ὁρίζοντες τῶν ἀνθρώπινων ἐνδιαφερόντων στὴ μέγιστη δυνατὴ ἱκανοποίηση τῶν βασικῶν ἐνστικτωδῶν ἀπαιτήσεων τοῦ βιολογικοῦ ἀτόμου: αὐτοσυντήρησης, κυριαρχίας-ἐπιβολῆς, ἡδονῆς. Καὶ ἡ ἱκανοποίηση αὐτῶν τῶν ἐνορμήσεων ἐπιδιώκεται, σχεδὸν ἀποκλειστικά, στὸ πεδίο τῶν ἐντυπώσεων, ὄχι τῆς πραγματικῆς (τῶν σχέσεων) ἐμπειρίας. Στὸν «πολιτισμὸ» τοῦ Ἱστορικοῦ Ὑλισμοῦ, παγκοσμιοποιημένο μὲ πρωτοφανὴ δυναμική, ἡ προτεραιότητα τῶν ἐντυπώσεων μοιάζει νὰ ἔχει ὑποκαταστήσει τὴν πραγματικότητα τῆς ἱκανοποίησης τῶν ἀνθρώπινων ἀναγκῶν, ἀκόμα καὶ τοὺς στόχους τῆς ἐπιθυμίας:
Ἡ ἀναγνώριση, ἡ καταξίωση, ἡ φήμη ἑνὸς ἡγέτη, ἑνὸς ἐπιστήμονα, ἑνὸς καλλιτέχνη εἶναι συνάρτηση, ὄχι τῆς κριτικῆς ἀποτίμησης τοῦ ταλέντου, τῆς εὐφυΐας, τῆς δημιουργικῆς καινοτομίας, ὄχι συνάρτηση ποιοτικῶν ἀξιολογήσεων. Οἱ ἀξιολογήσεις εἶναι, ἀποκλειστικὰ ἢ πρωτίστως, ἀποτέλεσμα ποσοτικῶν μετρήσεων: πόσο ἔχει «κερδίσει τὶς ἐντυπώσεις». Ποὺ σημαίνει: πόσο γνωστὸς ἔχει γίνει, πόση «δημοσιότητα» ἔχει ἀποκτήσει, πόση προβολὴ τοῦ γίνεται ἀπὸ τὰ «μέσα» (media) μαζικῆς ἐνημέρωσης, πόσες δημοσιευμένες παραπομπὲς-ἀναφορὲς στὸ ἔργο του (citations) συγκεντρώνει, ποιό εἶναι τὸ ποσοτικὸ εὖρος γνωστοποίησης τοῦ ὀνόματός του.
Ἡ ἐπιτυχία ἑνὸς πολιτικοῦ «ὀργανώνεται» τώρα πιὰ μεθοδικὰ ἀπὸ εἰδικοὺς ἐπαγγελματίες κατασκευῆς τῶν ἐντυπώσεων, ποὺ θὰ τὸν ἐπιβάλουν στὴν κοινὴ γνώμη. Μεθοδεύεται ἡ εἰκόνα του ὡς ἀγορητῆ, ὁ τρόπος του νὰ «πείθει», ἔστω καὶ μὲ ἀναληθὴ στοιχεῖα, νὰ ἐμφανίζει τὸ κοινὰ ἐπιθυμητὸ σὰν ἤδη συντελεσμένο ἐπίτευγμα.
Ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία μοιάζει ἐπίσης ὑποταγμένη στὴν προτεραιότητα τῶν ἐντυπώσεων, τῆς διακριτῆς ἰδιαιτερότητας ποὺ γίνεται αὐτοσκοπός, πρόκληση γιὰ τὴν προσέλκυση τῆς προσοχῆς τοῦ κοινοῦ. Ἔχουν περιθωριοποιηθεῖ, ἂν δὲν ἔχουν ἐκλείψει, τὰ κριτήρια διάκρισης τῶν στοχεύσεων τῆς Τέχνης: ἂν στόχος εἶναι ὁ ἐντυπωσιασμός, ἡ ψυχολογικὴ εὐαρέσκεια-ἀπαρέσκεια ἢ ἂν ἡ Τέχνη (κάθε τέχνη) εἶναι μιὰ ἐκφραστικὴ ποὺ κατορθώνει νὰ «πεῖ» ὅσα ἡ γλωσσικὴ σημαντικὴ δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἐκφράσει — τὸ ἄρρητο στοιχεῖο τῆς πραγματικότητας.
Κοντολογίς, στὸν «πολιτισμὸ» τοῦ Ἱστορικοῦ Ὑλισμοῦ, τὸ ἄθλημα τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων (τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων) ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἢ ἀπὸ τὴ χρηστικὴ σύμβαση, ποὺ θωρακίζει μὲ ἀμοιβαία ἐξασφάλιση ἀτομικὰ δικαιώματα, ἢ ἀπὸ τὴν ὠμὴ βία ὑπεροχῆς τοῦ ἰσχυροτέρου — τοῦ κεφαλαίου, τῶν Τραπεζῶν, τοῦ Χρηματιστηρίου, ἀλλὰ καὶ τῆς γραφειοκρατίας (νομενκλατούρας) ἑνὸς φαντασιακοῦ προλεταριάτου. Ἀκόμα καὶ ἡ λέξη ἔρωτας ἔχει κενωθεῖ ἀπὸ τὸ καταγωγικὸ νοηματικό της περιεχόμενο: καθόλου τυχαῖα τὸ ἐπίθετο «ἐρωτικός», σὲ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς τουλάχιστον γλῶσσες, σημαίνει τὸ πορνικό (porno), τὴν ἐμπορεύσιμη «τεχνικὴ» τῆς σεξουαλικῆς ἱκανοποίησης τοῦ ἀτόμου — ὄχι τὸ κορύφωμα τῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς, τὴν ἀμοιβαιότητα ἀγαπητικῆς ὑπαρκτικῆς ἀλληλοπεριχώρησης.
Ὁ ἀτομοκεντρισμὸς τοῦ ἱστορικο-υλιστικοῦ «παραδείγματος», κατεστημένος καὶ αὐτονόητος τρόπος (πρακτικῆς τοῦ βίου καὶ τῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς σκέψης, τῶν αἰσθημάτων, τῶν ἀντανακλαστικῶν) ἐξαφανίζει «ἀνεπαισθήτως» θεσμοὺς ἢ ἐθισμούς, ποὺ οἱ ρίζες τους χάνονται στὰ βάθη τῆς προϊστορίας — ὅπως ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια, ἡ γιορτή, τὸ πένθος, ὁ συντονισμένης ἐκφραστικῆς χορός, ἡ περὶ τὰ γενετήσια αἰδημοσύνη. Ἀγνοοῦνται ἢ παραβλέπονται ὅλα αὐτὰ τὰ γεννήματα τῆς ἀρχετυπικὰ αὐτονόητης προτεραιότητας τοῦ κοινωνεῖν — ποὺ ὁ Πρωταγόρας ἀρχικὰ καὶ ὁ Πλάτων στὴ συνέχεια τὰ συνόψισαν στὰ «θεῖα δωρήματα» τῆς αἰδοῦς καὶ τῆς δίκης, «ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί» (ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, Fragmente... DIELS-KRANZ II, σελ. 270 — ΠΛΑΤΩΝ, Πρωταγόρας 322 β1-6, c1-8, d1-4.).
Ἡ ἐκδοχὴ τῆς ἀλήθειας ὡς ὀρθότητας εἶχε μακρὰ ἱστορικὴ διαδρομὴ (πολλῶν αἰώνων) καὶ συνετὴ ἱστορικὴ κατάληξη, μέχρι στιγμῆς, τὸν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμὸ τοῦ Ἱστορικοῦ Ὑλισμοῦ. Τὸ γενεαλογικὸ δέντρο αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ (οἱ ἁλυσιδωτὲς φάσεις ἐξέλιξης τῆς ἐμμονῆς στὴν ἀλήθεια ὡς ὀρθότητα) εἶναι ἱστορικὰ εὐκρινέστατο:
Ἀφετηρία (καταγωγικὸ μόρφωμα) τὸ παπικὸ ἀλάθητο, ἡ σύνδεση τῆς ὀρθότητας μὲ τὴν ἐξουσία.
Τὸ παπικὸ ἀλάθητο, μὲ τὴ χρηστική, λειτουργικῆς ἀποδοτικότητας λογικὴ ποὺ τὸ διέπει, γεννάει, ὡς ἀπελευθερωτικὴ ἐναλλακτικὴ πρόταση, τὴν αὐθεντία τῆς Γραφῆς.
Ἡ εἰδωλοποιημένη ἐγκυρότητα τῆς Γραφῆς μεταβιβάζεται ὡς ἀπολυτοποιημένο κύρος (αὐθεντία) στὴν «ὀρθὴ» ἑρμηνεία.
Ἡ αὐθεντία τῆς «ὀρθῆς» ἑρμηνείας καὶ τῶν «ὀρθῶν» προτάσεων σωτηρίας γεννᾶνε τὴν πίστη στὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς «συνταγῆς», δηλαδὴ στὴν ἰδεολογία.
Ἡ χρηστικὴ ἀποδοτικότητα ὑποσκελίζει τὶς θεωρητικὲς τεκμηριώσεις τοῦ πρακτέου καὶ ἐπιβάλλει μοναδικὸ κριτήριο ὀρθότητας τὴ χρησιμότητα-ὠφελιμότητα. Ἕνας πελώριος ἱστορικὸς κύκλος μοιάζει νὰ ὁλοκληρώνεται. Ἡ συνειδητοποίησή του καὶ ἡ ἔμπρακτη, συνεπὴς ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων εἶναι συνάρτηση τῆς ἀνθρώπινης ὡριμότητας καὶ ἐλευθερίας, δηλαδὴ παραγόντων μὴ προβλέψιμων.
ΣΧΟΛΙΟ:ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΗΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥ -Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΟΜΙΛΕΙΤΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΑΝ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ- ΟΤΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ: "ἡ ἀλήθεια γνωρίζεται μόνο μὲ τὴ μετοχὴ στὴν κοινωνούμενη ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ γνώση ποὺ ἡ μετοχὴ προσπορίζει δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀντικειμενοποιηθεῖ σὲ στερεότυπη ὀρθότητα, ποὺ τὴν κατέχει ἐξουσιαστικὰ τὸ ἄτομο θωρακίζοντας τὸ ἐγώ του. Ἡ ἐκφραστικὴ τῶν εἰκόνων, τῆς ἀλληγορίας, τῶν συμβόλων παραπέμπει-χειραγωγεῖ στὴ μετοχή: στὴν παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ αὐτάρκεια τῆς κατανόησης, στὴν ἀναγνώριση τῆς γνώσης ὡς δώρου-δωρήματος σχέσης." ΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ.
ΔΗΛ. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΚΟΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ ΑΛΛΑ ΜΟΝΟΝ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ;
8 σχόλια:
Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο
έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας.
Όσα και αν έχω δανεικά πια δεν σου δίνω
να κάνεις βόλτες με το magic bus...
https://www.youtube.com/watch?v=XR_Ms2m-yxQ&feature=emb_logo
Aπολογείται. Χρησιμοποιώντας όρους πού δέν κατέχει. Η εκκλησία είναι κτιστή!!! Είναι καινή κτίση γιά τήν ακρίβεια, αλλά λίγοι οι εκλεκτοί. Μάλλον ο επίσκοπος έφαγε πόρτα. Αλλά δέν είναι καί άκτιστη όπως τολμούν οι αποτειχισμένοι. Στήν Εκκλησία ανήκουν όσοι έχουν εμπιστευθεί ετούτη καί τήν άλλη τους ζωή στόν Κύριο. Γιά νά γίνει τό θέλημά Του. Σύγκρουση πίστης στήν επιστήμη καί πίστης στόν Κύριο τής Βασιλείας τών Ουρανών υπάρχει. Οπως παληά υπήρχε σύγκρουση τής Βασιλείας μέ τόν Βασιληά τής Ρώμης.Στήν επιστήμη ο άνθρωπος είναι σάν θεός στήν εκκλησία είναι δούλος Κυρίου. Δέν αναμειγνύονται.
"Στή μυστηριάκη, ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει φθορά, ἀσθένεια ἤ θάνατος. Αὐτά χαρακτηρίζουν τούς ἀνθρώπους πού διαστρέφουν τήν ἀλήθεια καί ἀρνοῦνται τή θεότητα, ἐγκλωβιζόμενοι ἐγωιστικῶς στόν ἑαυτό τους, στή δύναμη καί στήν ἐξουσία τοῦ κτιστοῦ ὄντος. Ὁ θάνατος ἀναφέρεται στούς μή χριστιανούς καί ἀβάπτιστους, οἱ ὁποῖοι ἀδύναμοι νά φθάσουν στήν ἑνοειδία μέ τόν Θεό, παραμένουν ἄγευστοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, καί ἔτσι ἀποφεύγουν τόν "συνωστισμό" τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ' ὅσον αὐτή ὅπως καί οἱ ὑπόλοιπες κοινωνικές συναθροίσεις καί ἐκδηλώσεις ἀποτελεῖ μία ἁπλῆ "συνάθροιση" ἀτόμων. Ἔτσι ἐμπράκτως ἀρνοῦνται τήν κατ’ ἐνέργειαν μυστηριακή κοινωνία, πού καθιστᾶ τήν Ἐκκλησία σῶμα Χριστοῦ, καί ὡς ἐκ τούτου ἀρνοῦνται τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ἡ ἄρνηση αὐτή εἶναι πολύ πιό σημαντική ἀπό τήν αἵρεση, διότι δέν εἶναι μία ἁπλῆ διαφοροποίηση ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀποτελεῖ μία διαφορετική ἑρμηνεία τοῦ δόγματος, ὅπως συμβαίνει μέ τούς αἱρετικούς. Ἡ ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀμφιβολία καί ἄρνηση τῆς θεϊκῆς του δύναμης καί ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ἀπόδοση τῶν θαυμάτων στίς φυσικές δυνάμεις τῶν κτιστῶν ὄντων, ὅπως στήν περίπτωση τῶν Φαρισαίων, ἤ μέ τήν ἀπόδοση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στό ἀνακαινισμένο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως συμβαίνει σήμερα στήν ἐποχή τοῦ κορονοϊοῦ, σημαίνει βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι πολύ σοβαρότερη ἀπό τήν αἵρεση. Διότι ὁ Φαρισαῖος ἤ ὁ κατά τό ὄνομα μόνον χριστιανός δέν προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύσει τό μυστήριο, ὅπως κάνει ὁ αἱρετικός, ἀλλά ἀρνεῖται αὐτό τό ἴδιο τό μυστήριο, δέν ἀλλοιώνει τήν πίστη στήν προσπάθειά του νά τήν κατανοήσει, ἀλλά τήν ἀναιρεῖ ἀντιστρέφοντας τήν ἀλήθεια καί ἀποδίδοντας στά ἔργα τῆς θεότητος ἰδιότητες καί συνθῆκες τῆς κτιστῆς φύσεως. Αὐτή του ἡ πράξη εἶναι ἔργο δαιμονικό καί ἐκφράζει τήν ἀπόλυτη πνευματική του διαστροφή καί ὑπαρξιακή του ἀλλοίωση πρός τό μή ὄν καί τήν ἀνυπαρξία".
Απάντηση στον Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμο με το καλύτερο ίσως άρθρο, που έχουμε διαβάσει, σχετικό με το θέμα.
https://proskynitis.blogspot.com/2020/09/covid19.html#more
Είναι πράγματι. Τό είχαμε αναρτήσει. Θά τό ξαναβάλουμε. Αυτή πού περνάμε είναι η πρώτη καί ελαφρύτερη κρίση καί κοντεύουμε νά διαλυθούμε. Φαντάσου στήν συνέχεια τί θά υποστούμε. Ο Θεός νά μάς δίνει θάρρος.
Παλαιόν και Νέον Άγιον Όρος: Η ανατροπή των αυτονοήτων.
Γέρων Παΐσιος Μοναχός Καρεώτης-Επιφάνιος Μοναχός Καψαλιώτης
"...Για να φανεί το εύρος της πλήρους απαξίωσης, από πλευράς Ελληνικού Κράτους των Αγιορειτικών Αρχών κι αυτής τούτης της Ιεράς Κοινότητος, την Τρίτη 9/9–22/9, κατέφθασε στο Άγιο Όρος ο γνωστός Λοιμωξιολόγος κ. Σωτήριος Τσιόδρας, υπό την επίσημη ιδιότητά του, συνοδευόμενος από κλιμάκιο ελέγχου για τον covid–19, ο οποίος –να σημειωθεί– αντί να ζητήσει άδεια και πρόσκληση υπό της ΙΚ, αντ΄ αυτού προσέγγισε τον Πολιτικό Διοικητή (ΠΔ) κ. Μαρτίνο, ζητώντας τηλεφωνικά την συνδρομή του, ώστε να μπει στο ΑΟ. Οι Αγιορειτικές Αρχές ενημερώθηκαν τηλεφωνικά την τελευταία στιγμή, μόλις την προηγούμενη της επισκέψεώς τους, από τον ΠΔ. Αφού κατέφθασαν με ελικόπτερο (και άνευ διαμονητηρίου, το οποίο υπενθυμίζουμε, ότι αποτελεί διαβατηριακού τύπου διαπίστωση εισόδου στο ΑΟ, και με το οποίο είναι εφοδιασμένοι έως και αυτοί οι Επίσκοποι που το επισκέπτονται), το απολύτως παράτυπο κλιμάκιο ελέγχου (όπου αυτός που κυρίως διενεργούσε τους ελέγχους, έφερε πλήρη στολή βιολογικού πολέμου!), ξεκίνησε, κατά πλήρη παράβαση του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους (ΚΧΑΟ), δειγματοληπτικούς ελέγχους (αστυιατρικούς ελέγχους ασκεί αποκλειστικώς η ΙΕ), προκαλώντας πολλά και σημαντικά επεισόδια με όσους –ορθώς– δεν τους δεχόντουσαν. Ας σημειωθεί εν τέλει ότι ο κ. Τσιόδρας κόμισε μετ΄ αυτού την οδηγία της Κυβερνήσεως για ολική καραντίνα του ΑΟ, κάτι που απολύτως απορρίφθηκε από την ΙΚ. Το τελευταίο το αναφέρουμε ως ενδεικτικό των προθέσεων αποϊεροποίησης του Ιερού ημών Τόπου υπό της Κυβερνήσεως, κάτι που παρομοίως έχει επιβάλλει στους Ιερούς Ναούς της λοιπής Ελληνικής Επικράτειας. Να μην διαφύγει πάντως της προσοχής ότι, όπως ακριβώς τονίστηκε και στο κοινό κείμενο της Καταγγελίας, η ΙΚ είναι η μόνη και πλήρης εξουσία εν Αγίω Όρει που δύναται ν΄ αποφασίζει συνολικά σ΄ αυτό, οπότε και μπόρεσε ν΄ απορρίψει την Κυβερνητική πρόταση για ολικό lockdown (ειδάλλως, η Κυβέρνηση απλώς θα το επέβαλλε, δίχως καν να ρωτήσει)..."
Φίλε παραδόθηκαν τά πάντα στήν εξουσία καί η εξουσία όπως μάς αποκάλυψε ο Κύριος είναι δαιμονική. Εκείνο όμως πού μάς αποκαλύπτει η περίπτωση Τσιόδρα καί εξηγεί πλήρως τήν παθητική στάση τών Ελλήνων καί ώς πρός τά πολιτικά καί απέναντι στήν εξουσία τού κλήρου(ο κλήρος έχει τήν ευθύνη) είναι η υποκρισία σάν μοναδικός τρόπος γνώσεως καί θεμελίου αποφάσεως. Εξουσιαστές καί εξουσιαζόμενοι ανταποκρίνονται καί υπακούουν μόνον στήν υποκρισία. Η οποία πείθει τούς πάντες ότι υπηρετεί τά συμφέροντά τους. Αυτός ο νόμος ρυθμίζει πλέον τίς εκλογές τών κυβερνήσεων καί όλες τίς ψηφοφορίες. Ο πιό υποκριτής αναδεικνύεται νικητής, παντού. Η Ελλάδα είναι πλέον τό βασίλειό της καί δέν αλλάζει. Είναι η ιδιότητα τού εκ γενετής δούλου. Οι φιλόσοφοι μάλιστα σήμερα τήν ονομάζουν ελευθερία τής βουλήσεως καί ο Γιανναράς είναι τόσο πορωμένος στήν λάγνα υποκρισία ώστε δοκιμάζει ακόμη καί τήν εφαρμογή της στίς Γραφές.
"Εξουσιαστές καί εξουσιαζόμενοι ανταποκρίνονται καί υπακούουν μόνον στήν υποκρισία."
Και η σκηνή των σκηνών, που συγκίνησε περισσότερο κι από θρήνους συγγενών: Ο Τσιόδρας να κλαίει βουβά επί του βήματος.
https://www.youtube.com/watch?v=qYd4f94Rq6s&feature=emb_logo
"Προπαγάνδα ο Τσιόδρας; Θα πέσει φωτιά να μας κάψει. Τι κάνει όμως αν όχι αυτό; Μετράει νεκρούς και κρούσματα, παρέχει στους φοβισμένους το γλυκύ έαρ των πατρικών συμβουλών του και συνεχώς αφήνει να διαπερνάει κάθε του λέξη μια υπόρρητη και άρρητη ανακούφιση: Καλά είμαστε.
Και είμαστε καλά, επειδή τα κάναμε και τα κάνουμε όλα σωστά. Μήπως τον ακούσατε ποτέ να λέει έστω μια λέξη για τα μηνύματα αγωνίας των ανθρώπων της πρώτης γραμμής, που παλεύουν χωρίς τα απαραίτητα; Να σημειώνει κάποιο λάθος, κάποια αβλεψία, κάποιου είδους ευθύνη;
Να ασκεί μια επιστημονική κριτική ουσίας, που ακουμπάει στην πραγματικότητα και όχι στις προδιαγραφές του Μητσοτάκη;
Από την άλλη όμως, τι περιμέναμε; Δεν εκπροσωπεί τους ανθρώπους της πρώτης γραμμής, ούτε τους παραπεταμένους από το σύστημα. Τον Μητσοτάκη εκπροσωπεί. Αυτός τον τοποθέτησε εκεί. Αυτός τον λιβανίζει ως τεχνοκράτη μεγάλου βεληνεκούς.
Εκπρόσωπος επί της πανδημίας είναι, αλλά δικός τους εκπρόσωπος. Και ως εκπρόσωπος μιας κυβέρνησης, και ενός πρωθυπουργού, υποστηρίζει τους εκπροσωπούμενους. Εκείνο που δεν είναι καθόλου δεοντολογικό, ούτε έντιμο, είναι να κρύβονται όλοι τους, με πρώτο τον Μητσοτάκη, πίσω από τον δήθεν ουδέτερο τεχνοκράτη. Δεν είναι ουδέτερος ο Τσιόδρας. Κι όταν μιλάει, κι όταν κλαίει, αυτούς εκπροσωπεί. Την πολιτική τους εξωραΐζει. Και το κάνει μια χαρά." (του Θανάση Καρτερού)
Ισως είναι καλύτερα νά λέγαμε αντι-πρόσωπος καί όχι εκπρόσωπος.
Δημοσίευση σχολίου