Συνέχεια από:Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020
3. Στην
συνάντηση με τους αντιπροσώπους τών άλλων θρησκευτικών παραδόσεων οι Χριστιανοί
μπορούν να αντλήσουν διδασκαλίες για την δική τους γνώση τής πραγματικότητος
τού Θεού;
Εάν δεν ίσχυε αυτό, οι χώροι τού διαθρησκευτικού διαλόγου
για τον Χριστιανό που συμμετέχει θα ήταν πολύ περιορισμένοι. Η αμοιβαιότης, η
οποία είναι συστατικό στοιχείο κάθε διαλόγου, θα περιοριζόταν στην διασάφηση
της ερωτήσεως εάν αυτό που ο καθένας έχει καθαυτός, παρουσιάζεται κατά κάποιο
τρόπο και στον άλλον. Επι πλέον ο διάλογος θα μπορούσε να προσφέρει την
διασάφηση αμοιβαίας ασυνεννοησίας, ή να βρεθούν απαντήσεις σε θέματα τα οποία
θα αφορούσαν κοινές ευθύνες που ισχύουν σε προβλήματα του κοσμικού κόσμου! Δεν
θα ήταν βεβαίως λίγο, αλλά ο διάλογος θα πήγαινε εις βάθος μόνον εάν προσέφερε
και την δυνατότητα μιας πιο βαθειάς κατανοήσεως τής δικής μας παραδόσεως και
πώς αυτή βλέπει την πραγματικότητα τού Θεού, όπως επίσης και την σχέση που
έχουν με αυτή οι άνθρωποι.
Για την μεριά των Χριστιανών αυτό δεν θα ήταν καθόλου
εφικτό εάν στην αποκάλυψη του Θεού θα ήταν ενωμένη και μία καθοριστική και
τελειωτική γνώση γύρω από το περιεχόμενο της και την αλήθεια της. Και πράγματι
η Εκκλησία απαίτησε τό ότι τα δόγματά της διέθεταν καθαυτά την οριστική αλήθεια,
αντιστοιχούσα στον εσχατολογικό χαρακτήρα του κηρύγματος τού Ιησού και όσα
ανήγγειλαν οι απόστολοι για τον Χριστό. Αυτό όμως μπορεί να ισχύσει μόνον για
το περιεχόμενο των δογμάτων, όχι για τον τύπο και την μορφή με την οποία
εκφράσθηκαν στην σκέψη και στην γλώσσα. Μία διαφορά η οποία (μόνον τελευταίως
όμως) αναγνωρίσθηκε και από την Ρωμαϊκή Εκκλησία. Όταν ο Απόστολος Παύλος
έγραφε ότι η τωρινή μας γνώση είναι ατελής και ότι εμείς θα γνωρίσουμε
στ’αλήθεια, μόνον στο εσχατολογικό μέλλον για τον Θεό, όπως τώρα ο ίδιος ο Θεός
μας γνωρίζει (1 Κορ. 13,12) σκεφτόταν χωρίς αμφιβολία, κατ’αρχάς στην γνώση τού συμβάντος τής αποκαλύψεως και επομένως στην Θεολογική γνώση. Η Εκκλησία δεν
υπολόγισε πάντοτε εις βάθος αυτό το σημείο, διαφορετικά δεν θα υπήρχαν από
μέρους τού Χριστιανισμού καταναγναστικά δόγματα αλλά ούτε και η συναφής μη
ανεκτικότης. Και τα δύο πράγματα προήλθαν από το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν
κατόρθωσε να χωρίσει την καθοριστικότητα της εσχατολογικής αποκαλύψεως του Θεού
από τον προσωρινό χαρακτήρα της γνώσεως που είχε, αλλά μπέρδεψε τα δύο πράγματα
μεταξύ τους! Η διαφορά ανάμεσα στο περιεχόμενο και τον τύπο δεν είναι πάντοτε
εύκολο να παρατηρηθεί την στιγμή κατά την οποία μία δήλωση εκφράζεται.
Συγκεριμένα μπορεί να παρουσιασθεί σαν ένα συμπλήρωμα, ή σαν κάτι που βρίσκεται
σε έναν τρίτο τόπο, δηλαδή σε μία ενέργεια στοχαστική. Και όμως οι Χριστιανοί
μπορούν και θα έπρεπε να είναι σταθερά συνειδητοί του προσωρινού χαρακτήρος των
διατυπώσεων της πίστης τους και να είναι ανοιχτοί σε πιθανές διορθώσεις.
Η συνείδηση τής προσωρινότητος κάθε τωρινής γνώσεως και
εκφράσεως της αλήθειας τής αποκαλύψεως του Θεού υποχρεώνει και στην ανοχή
απέναντι σε άλλους τύπους στους οποίους έχει διατυπωθεί. Εάν αυτή η ανοχή
ισχύει κατ’αρχάς για τις διαμάχες ανάμεσα στους Χριστιανούς γύρω από την
διατύπωση τού περιεχομένου της πίστεως, πρέπει να απλωθεί και στην σχέση με
τους ανθρώπους οι οποίοι ζούν σύμφωνα με άλλες θρησκευτικές παραδόσεις; Εάν η
καθοριστική αλήθεια της αποκαλύψεως του Θεού στον Ιησού Χριστό δεν μπορεί να
γνωσθεί επί του παρόντος και να διατυπωθεί σε μία τελική και ολοκληρωμένη
μορφή, θα έπρεπε να ακολουθεί κατά κάποιο μέτρο ένας χώρος για την κατανόηση
αυτών οι οποίοι δεν έχουν ακόμη μπορέσει να γνωρίσουν αυτή την οριστική αλήθεια
στο πρόσωπο; Στο μήνυμα και στην Ιστορία τού Ιησού. Αυτό είναι σημαντικό για την
στάση που πρέπει να κρατήσουν οι Χριστιανοί σε έναν διάλογο με τους εκπροσώπους
άλλων θρησκευών. Ο Χριστιανός σ’έναν τέτοιο διάλογο, θα εκφράσει ανοιχτά την
πεποίθησή του στην οριστική αλήθεια στην αποκάλυψη του Θεού στον Ιησού Χριστό,
με όλες τις σχετικές συνέπειες, αλλά θα πρέπει επίσης να λογαριάσει ότι εκείνοι
που διαλέγονται μαζί του δεν μπορούν να μοιραστούν αυτή την πεποίθηση, και θα
μπορέσει να προσέξει στις όψεις και στις συνέπειες για την ίδια του την πίστη η οποία μπορεί να παρουσιάσει ακόμη και μία απόμακρη θρησκευτική σπουδαιότητά τους.
Μ’αυτή την έννοια ο διαθρησκευτικός διάλογος, όπως και κάθε άλλη δημιουργική
εμπειρία, μπορεί να βοηθήσει τον Χριστιανό να κατανοήσει καλύτερα από πριν αυτό
που είναι αντικείμενο της πίστης του.
Στο σημείο της προσωρινότητος τής παρούσης καταστάσεως τού ανθρώπου απέναντι στην μοναδική Θεία αλήθεια, υπάρχει λοιπόν χώρος για την
πολλαπλότητα! Η ενότης τής αλήθειας για όλους όσους έχουν ήδη βρεί, θα χάνονταν
πρό οφθαλμών, εάν από την πολλαλπότητα που υπάρχει θα ήθελαν να συμπεράνουν μία
πολλαπλότητα αρχής. Καθότι η αλήθεια δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μία και η
πολλαπλότης των διαφορετικών εννοιολογήσεων που έχουν οι άνθρωποι αναπόφευκτα
περιλαμβάνει ένα στοιχείο διαμάχης. Αλλά εάν οι Χριστιανοί παίρνουν στα σοβαρά
την πίστη τους στην αποκάλυψη της αλήθειας του Θεού στον Ιησού Χριστό, θα
πρέπει να συνδέσουν επίσης αυτή τους την απαίτηση ότι μόνον σ’Αυτόν δίνεται η
σωτηρία στους ανθρώπους με την πρόθεση, η οποία προκύπτει από την πίστη στην
δημιουργία, να σκεφθούν όλους τους ανθρώπους συμπεριλαμβανόμενους στην
αποκάλυψη του Υιού, καθότι πλάσματα του Θεού. Στην αυτοκατανόηση του
Χριστιανισμού συνδυάζονται μαζί η στιγμή τής αποκλειστικότητος τής Χριστιανικής
απαίτησης ότι κατέχει την αλήθεια, η συμπερίληψη όλων των ανθρώπων σ’αυτή την
αποκάλυψη και η αναγνώριση μιας πολλαπλότητος διαφορετικών τύπων πίστης και
απαιτήσεων απέναντι στην σωτηρία. Όταν αυτές οι τρείς στιγμές χωρίζουν τότε
καταλήγουν σε μονόπλευρα οράματα σωτηρίας!
ΤΕΛΟΣ.
Αμέθυστος.
Σ' ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΙΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΕΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.
ΕΔΩ ΨΑΡΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΛΙΒΥΟΙ ΚΑΙ ΚΟΝΑΝΟΙ...
ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΧΑΝΕΤΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ. ΜΑΖΙ ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ. Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου