Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (9)

 Συνέχεια από: Δευτέρα, 5 Οκτωβρίου 2020



Κεφάλαιο 9: Τρόπος τῆς ἐλευθερίας ἡ ἀγαπητικὴ «κένωση»

Εἶναι λογικὰ ἀντιφατικό, ἠθικὰ σκανδαλῶδες, καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία θεμελιωδῶς ἀσυμβίβαστο: Νὰ ἔχει πλάσει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερον νὰ ἐπιλέγει, καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὸν τιμωρεῖ μὲ αἰώνιες, ἀνέκκλητες ποινὲς γι’ αὐτὸ ποὺ ἐπέλεξε. Πάμπολλες οἱ ἀποδείξεις ὅτι ὁ Δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀγαπάει ἀπεριόριστα τὸ δημιούργημά του, τὸ προικίζει μὲ συναρπαστικὰ δῶρα ὑπαρκτικῶν δυνατοτήτων, προνοεῖ καὶ φροντίζει μέχρι καὶ γιὰ κάθε τρίχα τῆς κεφαλῆς του, ἂν θὰ εἶναι «μέλαινα ἢ λευκή» (Ματθ. 5, 36). «Μανικὸν ἐραστὴ» τοῦ ἀνθρώπου τὸν χαρακτηρίζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία: πῶς λοιπὸν τὸν ἐραστή του νὰ τὸν φανταστεῖ ὁ ἄνθρωπος ταυτόχρονα καὶ δικαστή του, ποὺ τιμωρεῖ μὲ αἰώνιους, δίχως τελειωμὸ κολασμοὺς τὸν ἐρώμενο, ἐνῶ ὁ ἴδιος τὸν ἔχει πλάσει ἱκανὸ νὰ δεχθεῖ ἢ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἔρωτα τοῦ πλαστουργοῦ του;

Τὸ πρόβλημα αὐτὸ παύει νὰ τίθεται ἂν μεταβληθεῖ ἡ «ὀπτικὴ» ποὺ τὸ γεννάει, δηλαδὴ ἡ γλωσσικὴ-νοηματική του διατύπωση. Μιὰ ἄλλη ὀπτικὴ καὶ λογικὴ τῶν ἴδιων δεδομένων θὰ ἔλεγε:

Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ «ὑπερβολὴν ἔρωτος» γιὰ τὸ λογικὸ πλάσμα του. Ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργικῆς του ἀγάπης εἶναι νὰ μετάσχει τὸ πλάσμα στὴν ὑπαρκτικὴ πληρότητα τοῦ Πλάστη του, τὸ αἰτιατὸ στὴν ἀπεριόριστη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία τῆς Αὐτοαιτίας («καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ»). Νὰ «μετάσχει» σημαίνει: Νὰ ὑπάρχει καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει, καὶ νὰ θέλει νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἀγαπάει.[Ο Θεός έχει συνείδηση καί μάλιστα αυτοσυνειδησία. Εχει ταυτότητα]

Ἂν ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος ἀρνηθεῖ νὰ ὑπάρξει μὲ τὸν τρόπο («καθ’ ὁμοίωσιν») τῆς Αὐτοαιτίας, ἡ ἐναλλακτικὴ δυνατότητα εἶναι νὰ ἐμμείνει στὸν τρόπο τῆς κτιστότητας, τρόπο τοῦ αἰτιατοῦ. Ὁ τρόπος τῆς Αὐτοαιτίας εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ προκαθορισμὸ ἀρχῆς καὶ τέλους, ὁ διαμετρικὰ ἀντίθετος τρόπος τοῦ αἰτιατοῦ ἔχει ἔναρξη καὶ λήξη (τὸ βεβαιώνει ἡ κοινὴ ἐμπειρία). Ἑπομένως περιττεύει ἡ ἐπιστράτευση «παιδαγωγικῶν» ἀπειλῶν γιὰ ἀτελεύτητες τιμωρίες καὶ αἰώνιες βασάνους — ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει ἐλεύθερα τὴν ὕπαρξη ἢ τὴν ἀνυπαρξία, τὸν τρόπο τῆς ὑπαρκτικῆς πληρότητας ἢ τὴν ἄρνηση τοῦ ὑπάρχειν. [Τό άκτιστο δέν είναι κτιστό. Μαθαίνουμε γιά τό άκτιστο από τούς περιορισμούς τού κτιστού. Ούτε ενανθρώπιση ,ούτε αμεσότης τής γνώσεως τού Θεού.]

Ἡ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας (προσβάσιμη μόνο κατὰ μετοχὴν — ὅπως ἐξ ἄλλου καὶ τὸ κάλλος, ὁ ἔρωτας, ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα) βεβαιώνει ὅτι ὁ τρόπος τῆς ὑπαρκτικῆς πληρότητας εἶναι ἡ ἀγάπη: Ἡ ἐλεύθερη, ἑκούσια «κένωση» (ἄδειασμα) ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση ἀτομοκεντρικῆς αὐθυπαρξίας, ἡ πραγμάτωση τῆς ὕπαρξης ὄχι μέσῳ τῆς αὐτοσυντήρησης, κυριαρχίας-ἐπιβολῆς, ἡδονῆς, ἀλλὰ ὡς ἐρωτικῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.

Ἡ πρακτικὴ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τῆς κένωσης ἀσκεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐπίσης ὡς μετοχή, σύμπραξη μὲ τὸν κοινὸ τρόπο ἀγαπητικῆς κοινωνίας ποὺ συγκροτεῖ τὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ σῶμα εἰκονισμοῦ τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν γνωρίζει τὴν ἀτομικὴ Ἠθική, δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἡ ἀτομικὴ συμμόρφωση μὲ κανονιστικὲς διατάξεις καὶ νόμους, ἡ ἀτομικὴ ἐπιδίωξη ἀξιομισθιῶν, ὁ ναρκισσισμὸς τοῦ πρωταθλητισμοῦ ἐπιδίωξης ἀρετῶν. Μία μόνο «ἐντολὴ» κομίζει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι «καινή», δηλαδὴ κάτι ἐντελῶς ἄλλο ἀπὸ ὁποιαδήποτε δεοντολογικὴ προστακτικὴ — καὶ εἶναι ἡ ἀγάπη (Ἰωάν. 13, 34).

Κορυφαία κατάληξη τῆς ἐλεύθερης, μετοχικῆς συγκατάθεσης τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἀγαπητικὸ τρόπο τῆς «ὄντως ὑπάρξεως» εἶναι νὰ μεταποιηθεῖ καὶ ὁ θάνατος σὲ αὐτεγκατάλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό, ἔσχατη ὁλοκληρωτικὴ παραίτηση ἀπὸ τὶς ὑπαρκτικὲς ἀξιώσεις τοῦ κτιστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τὸν θάνατο «κοίμηση»: Ὅπως κάθε βράδυ παραδινόμαστε εἰρηνικὰ στὸν ὕπνο μὲ τὴν αὐτονόητη ἐμπιστοσύνη καὶ προσμονὴ τῆς πρωινῆς μας εὐφρόσυνης ἔγερσης, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μᾶς ποδηγετεῖ νὰ παραδοθοῦμε καὶ στὸν θάνατο μὲ τὴν ἴδια ἐμπιστοσύνη, «ἐπ’ ἐλπίδι» τῶν δωρημάτων τοῦ Νυμφίου καὶ Ἐραστῆ μας. Μὲ τὴν ἄσκηση μετοχῆς στὸν τρόπο τῆς Ἐκκλησίας (ὄχι σὲ πεποιθήσεις, παραδοχές, ἀξιωματικὲς βεβαιώσεις, ἀξιόμισθες πράξεις, ἀλλὰ στὸν τρόπο) ὡριμάζει στὸν ἄνθρωπο (βλαστάνει καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτὸς) μιὰ «στάση» ἀπέναντι στὸν θάνατο — ἢ καὶ χαρίζεται αὐτὴ ἡ «στάση» μὲ τὴν αἰτιολογικὴ ἀπροσδιοριστία ποὺ ἔχει πάντοτε τὸ δῶρο.[Η ψυχή καί ο νούς δέν κοιμούνται. Αγρυπνούν ή ονειρεύονται]

Ἔμπρακτη ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς «στάσης» ἀπέναντι στὸν θάνατο εἶναι καὶ ἡ «σημείωσις τοῦ τύπου τοῦ σταυροῦ» στὸ σῶμα — σφραγίζουν οἱ μέτοχοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος «σταυροειδῶς» τὸ κορμί τους (ἡ μαρτυρία ὑπάρχει ἀπὸ τὸν δεύτερο κιόλας αἰώνα). Τὸ «σταυροκόπημα» συνοδεύει τὴν ἔγερση ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ πρωὶ καὶ τὴν πρώτη θέα τοῦ φωτός, κάθε πρόσβαση σὲ τροφὴ καὶ ποτό, τὸ ξεκίνημα καὶ τὸ πέρας κάθε ἐργασίας, τὴν ἁφὴ τῶνλύχνων τὸ ἑσπέρας, τὴν κατάκλιση γιὰ τὸν ὕπνο.

Κάθε σταυροκόπημα δηλώνει, μὲ τὴν ἐναργέστατη γλώσσα τοῦ σώματος, τὴν ἐλεύθερη πρόθεση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπαναλαμβάνει μὲ τὰ ἐνεργήματά του τὸν τρόπο τῆς σχέσης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως πραγματώθηκε αὐτὸς ὁ τρόπος στὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ. Καὶ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀντιδροῦσε μὲ ἀγωνία καὶ πανικὸ στὸν θάνατο, ὅπως ἀντιδρᾶ ἡ φύση τῶν κτιστῶν – ἐγένετο ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν (Λουκ. 22, 44). Ὅμως ἡ θέλησή του ἀρνήθηκε τὴν ὁρμὴ αὐτονομίας τῆς ἀνθρώπινης φύσης του, συνέργησε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς – μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω (22, 42): ἐπέλεξε ὁ Χριστὸς τὴν ὕπαρξη ὡς σχέση μὲ τὸν Πατέρα, ὄχι τὴν ἐπιβίωση τῆς κτιστῆς ἀτομικότητάς του.

Ἔτσι ὁ σταυρός, ἀπὸ τρόπος θανατικῆς ἐκτέλεσης καὶ ὄργανο τῆς ἐκτέλεσης, μεταποιήθηκε σὲ τρόπο (ὁδό, δυνατότητα) ζωῆς ἐλεύθερης ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες τῆς κτιστότητας, ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν θάνατο. Τὸ σταυροκόπημα δηλώνει τὴν πρόθεση καὶ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ συνταχθεῖ μὲ τὴ σταυρικὴ αὐταπάρνηση, τὸν τρόπο τῆς ἐλευθερίας τοῦ Χριστοῦ, τὴν υἱικὴ αὐτοπαράδοση στὸν Πατέρα, ποὺ «ἐνδύει» τὸ φθαρτὸ ἀνθρώπινο πρόσλημμα μὲ ἀφθαρσία.[ Ο Υιός τού ανθρώπου, στόν Υιό τού Θεού. Ο Κύριος είναι ο Πατήρ μας]

Δίνεται ἴσως κάποιες φορὲς ἡ ἐντύπωση, χωρὶς νὰ ἀποκλείεται καὶ ἡ κάποτε ἐπαλήθευσή της, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ εἰδωλοποιοῦν τὸ ξύλο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, τὸ μεταβάλλουν σὲ εἴδωλο, σὲ φετίχ. Ὑπάρχει ἀσφαλῶς τὸ ἐνδεχόμενο διολίσθησης σὲ μιὰ τέτοια παραποίηση-διαστροφή. Ποὺ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀποσβέσει ἢ παραβλέψει τὸ ἀφετηριακό, πρωτογενὲς γεγονός: Ὅτι στὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε τὸν τρόπο (καὶ τὸ σημεῖο) τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπαράδοσης τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ στὸ θέλημα τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Ἑπομένως καὶ τὴν ὁδό, ἀνοιχτὴ σὲ κάθε ἄνθρωπο, νὰ μεταποιήσει τὸν θάνατό του σὲ ἐρωτικὴ αὐτεγκατάλειψή του στὴ ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν Πατέρα.

 «Μανικὸν ἐραστὴ» τοῦ ἀνθρώπου τὸν χαρακτηρίζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία: πῶς λοιπὸν τὸν ἐραστή του νὰ τὸν φανταστεῖ ὁ ἄνθρωπος ταυτόχρονα καὶ δικαστή του;
  • εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού.
  • ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς· εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοις μισούσι με και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοις αγαπώσι με και τοις φυλάσσουσι τα προστάγματά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: