Κεφάλαιο 8: Ἡ «μέλλουσα κρίση»
Ἡ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καὶ ἐλπίδας εἶναι σαφής: ὁ Θεὸς δὲν κρίνει τὸν ἄνθρωπο οὔτε τὸν τιμωρεῖ, ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς τῆς ἐλευθερίας του. Κατατίθεται ἡ μαρτυρία ἐναργέστατα καὶ στὴν «παραβολὴ» τοῦ Χριστοῦ, τὴ λεγόμενη «τῆς μελλούσης κρίσεως» (Ματθ. 25, 31-46).
Διαβάζουμε σὲ αὐτὴ τὴν παραβολὴ συγκεκριμένη ἀφήγηση ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἕνα ἄχρονο «ὅταν»: ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ... τότε συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη. Ἡ ἔκφραση «πάντα τὰ ἔθνη» σημαίνει τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων μέσα στοὺς αἰῶνες, ὁπότε τὸ «ὅταν» σαφῶς παραπέμπει στὴν ἀχρονία τῶν «ἐσχάτων»: Μπορεῖ νὰ εἶναι μελλούμενο γεγονός, μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ διαρκὲς — νὰ συντελοῦνται τὰ ὅσα ἐκθέτει τὸ ἀφήγημα σὲ κάθε περίπτωση τελευτῆς ἀνθρώπου. Τὸ ρῆμα «ἔλθῃ», ἡ ἀναφορὰ σὲ ἀναμενόμενη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, δηλώνει προσμονὴ παρουσίας (Δευτέρας Παρουσίας), προσμονὴ ἀμεσότητας σχέσεων τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους — οἱ ἄνθρωποι θὰ βρεθοῦν, ὁ κάθε ἕνας, «ἐνώπιον» τοῦ Χριστοῦ: κάτι ποὺ μόνο ἀδιαστάτως μπορεῖ νὰ συμβεῖ.
«Ὅταν ἔλθῃ... τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ»: Ἡ λέξη δόξα (Kabod στὰ ἑβραϊκὰ) σημαίνει φανέρωση, καὶ θρόνος δόξας τὸν τόπο-τρόπο τῆς πληρωματικῆς φανέρωσης — τὴν ἀποκάλυψη ὁλόκληρης τῆς ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας τοῦ φανερούμενου προσώπου, τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ φανέρωση ἀπὸ μόνη της, χωρὶς ἄλλο ἐνέργημα, θὰ ἀφορίσει (θὰ διακρίνει-κρίνει-ξεχωρίσει) τοὺς ἀνθρώπους σὲ δυὸ «κατηγορίες». Τὸ κριτήριο γιὰ τὸ ξεχώρισμα (γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς διαφορᾶς τῶν δύο «κατηγοριῶν») τὸ ἀλληγορεῖ ἡ παραβολὴ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ τσοπάνου: Θὰ ξεχωρίσει ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως χωρίζει-ξεχωρίζει ὁ τσοπάνος τὰ πρόβατα ἀπὸ τα ἐρίφια. Ὁ τσοπάνος ξεχωρίζει ὄχι τὰ «καλὰ» πρόβατα ἀπὸ τὰ «κακὰ» πρόβατα (τὸ κριτήριο δὲν εἶναι ἡ «συμπεριφορικὴ» διαφορὰ), ἀλλὰ ξεχωρίζει ὁ τσοπάνος τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια (τὸ κριτήριο εἶναι ἡ ὑπαρκτικὴ διαφορά, διαφορὰ τρόπου τῆς ὕπαρξης, διαφορὰ γένους).
Ὁ διαχωρισμὸς τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶναι ἤδη συντελεσμένος, δὲν θὰ κομίσει ὁ Κριτὴς τὰ κριτήρια διαφορισμοῦ τῶν κρινομένων, οἱ κρινόμενοι θὰ ἔχουν αὐτοπροσδιοριστεῖ ὑπαρκτικὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἐπέλεξαν νὰ ὑπάρχουν: τὸν ἀγαπητικὸ ἢ τὸν ἀτομοκεντρικὸ τρόπο. Ἡ διαφοροποίηση θὰ εἶναι ἤδη συντελεσμένη ἀλλὰ ὄχι ὣς τότε φανερὴ — ἡ «δόξα» (πληρωματικὴ φανέρωση) τῆς ὑπαρκτικῆς πραγματικότητας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ θὰ παραμένει ὣς «τότε» ἐν καταστολῇ, προκειμένου νὰ μὴν ἐκβιάζει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὴ σταυρική, ἀγαπητικὴ αὐτεγκατάλειψή του στὴν ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ὁ ἔνσαρκος Υἱός, ὁ Χριστὸς Ἰησοῦς, πραγματοποίησε τὴ θέωση τοῦ κτιστοῦ, τὴν Ἀνάσταση ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ περατότητα τῆς κτιστότητας. Ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τὰ «ἔσχατα», ἡ «δόξα» (πληρωματικὴ φανέρωση) τῆς θέωσης δηλώνεται μόνο μὲ «σημεῖα» — πράξεις καὶ γεγονότα ποὺ παραπέμπουν στὴν πραγματικότητα τῆς θέωσης τοῦ κτιστοῦ, εἶναι τεκμήρια (Πράξ. 1, 3) τῆς θέωσης, ὄχι ἡ «δόξα».
Χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν παραβολὴ τῆς Μέλλουσας Κρίσης περιγράφονται οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐκπλήσσονται ἀπὸ τὰ κριτήρια τοῦ διαφορισμοῦ τους — διερωτῶνται, ἂν καὶ πότε ἡ συμπεριφορά τους ἀπέναντι στὸν Χριστὸ ἦταν θετικὴ ἢ ἀρνητική. Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντάει ὅτι τὸ κριτήριο τῆς «σωτηρίας» ἢ τῆς «ἀπώλειας» τῆς «ζωῆς» ἢ τοῦ «θανάτου», τῆς «ὕπαρξης» ἢ τῆς «ἀνυπαρξίας», δὲν εἶναι ἡ ἀποδοχὴ ἢ ἡ ἀπόρριψή του ὡς ἱστορικῆς ἀτομικότητας, ἡ παραδοχὴ ἢ ἡ ἀπόρριψη τῆς διδασκαλίας του (ἑκατομμύρια ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ καὶ μέσα στὴν Ἱστορία δὲν θὰ ἔχουν ἀκούσει στὴ διάρκεια τοῦ βίου τους οὔτε τὸ ὄνομά του, ἢ τὸ εὐ-αγγέλιό του θὰ ἔφτασε σὲ αὐτοὺς ἐντελῶς διεστραμμένο). Τὸ κριτήριο τῆς εἰσόδου στὸν τρόπο τῆς θέωσης ἢ τῆς ἐμμονῆς στὸν τρόπο τῆς κτιστότητας (τῆς ὑπαρκτικῆς περατότητας) εἶναι ἡ ἐλευθερία τους νὰ θέλουν νὰ ὑπάρχουν ὡς δεύτερος ὅρος σχέσης ἀγαπητικῆς, ἢ ὡς ἀτομοκεντρικὸ ἐγὼ ὑπαρκτικῆς αὐτοτέλειας.
Ὁ τρόπος τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας, τρόπος τῆς θέωσης, εἶναι νὰ θέλεις νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς. Εἶναι ἡ σχέση τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ: εἶναι ὁ τρόπος τῆς κένωσης ἀπὸ κάθε ἐμμονὴ ἢ ἀπαίτηση ἀτομικῆς αὐθυπαρξίας, ἡ ὕπαρξη ὡς ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά. Αὐτὸν τὸν τρόπο μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νὰ τὸν πραγματώσει στὴ σχέση του μὲ κάθε συνάνθρωπό του πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνητεύοντα ἢ ἀσθενοῦντα ἢ ἐν φυλακῇ. Ἔστω κι ἂν ἀγνοοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν Χριστό, τὴν ἀποκάλυψη τοῦ τρόπου τῆς Τριαδικῆς ὑπαρκτικῆς ὁλοκληρίας, μποροῦν νὰ πραγματώσουν τὸν δικό του τρόπο, τὴν κένωση, τὴν ὕπαρξη ὡς ἀγάπη. Χάρισε αὐτὴ τὴ δυνατότητα σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴ χάρισε σὲ «χριστιανοὺς» καὶ σὲ «μὴ χριστιανοὺς» — «συνανέστησεν ὁ Χριστὸς παγγενῆ τὸν Ἀδὰμ ἀναστὰς ἐκ τοῦ Τάφου».
ΣΧΟΛΙΟ:ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΧΕΙ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕΙ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. ΟΙ ΣΤΥΛΟΙ ΑΥΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΙΑΣ, ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ, ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ, ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ:
" Ὁ τρόπος τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας, τρόπος τῆς θέωσης, εἶναι νὰ θέλεις νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς. Εἶναι ἡ σχέση τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ"
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟ ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΑΝ ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΣΥΣΤΗΝΟΝΤΑΙ ΒΑΣΙΖΟΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ. Η ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ. ΕΠΙ ΠΛΕΟΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΕΙ, ΟΠΩΣ Η ΔΥΣΗ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΘΗ, ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ.
ΑΥΤΑ ΠΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΣΟΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΕΜΠΕΛΑ. ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ.
3 σχόλια:
Δύ παρατηρήσεις:
Α)''δὲν εἶναι ἡ ἀποδοχὴ ἢ ἡ ἀπόρριψή του ὡς ἱστορικῆς ἀτομικότητας, ἡ παραδοχὴ ἢ ἡ ἀπόρριψη τῆς διδασκαλίας του (ἑκατομμύρια ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ καὶ μέσα στὴν Ἱστορία δὲν θὰ ἔχουν ἀκούσει στὴ διάρκεια τοῦ βίου τους οὔτε τὸ ὄνομά του, ἢ τὸ εὐ-αγγέλιό του θὰ ἔφτασε σὲ αὐτοὺς ἐντελῶς διεστραμμένο). Τὸ κριτήριο τῆς εἰσόδου στὸν τρόπο τῆς θέωσης ἢ τῆς ἐμμονῆς στὸν τρόπο τῆς κτιστότητας (τῆς ὑπαρκτικῆς περατότητας) εἶναι ἡ ἐλευθερία τους νὰ θέλουν νὰ ὑπάρχουν ὡς δεύτερος ὅρος σχέσης ἀγαπητικῆς, ἢ ὡς ἀτομοκεντρικὸ ἐγὼ ὑπαρκτικῆς αὐτοτέλειας.'' , ''ἢ ἡ ἀπόρριψη τῆς διδασκαλίας του'', δηλαδή εδώ ο Γιανναράς δέχεται ότι κάποιος που απορρίπτει την διδασκαλία του Χριστού και κατά συνέπεια τον ίδιο τον Χριστό, μπορεί να σωθεί φθάνει να ...αγαπά.
Β)Απορώ πως δεν καταλαβαίνει ότι γενικά δεν θεολογεί , δηλαδή δεν χρησιμοποιεί τον θεολογικό 'τρόπο' αλλά ότι φιλοσοφεί . Προσπαθεί να εξάγει θεολογικά συμπεράσματα φιλοσοφώντας.
Ο Γιανναράς, αφού αρέσκεται τόσο στον αγαπητικό τρόπο, καλό θα είναι να εγκαταλείψει την εκτεταμένη χρήση της γενικής στην έκφρασή του.Ας ξεκινήσει απο εκεί και τα ξαναλέμε!
Λέει κάπου ο συγγραφέας: "...την Ανάσταση απ' την υπαρκτική περατότητα της κτιστότητας"... Όμως ο άνθρωπος, ο Αδάμ, δεν δημιουργήθηκε, δεν κτίσθηκε για να πεθάνη... Άρα δεν μπορεί να ισχύη κάποια "υπαρκτική περατότητα της κτιστότητας"... Ο θάνατος υπεισήλθε στον κόσμο με την εκούσια απομάκρυνση του Αδάμ απ' τον Δημιουργό του και την "υπακοή", δυστυχώς, στον εκπεσόντα Άγγελο (του σκότους...). Και μάλιστα, "για να μη γίνη το κακό αθάνατο", όπως λένε οι Πατέρες... Μάλλον αγνοείται εδώ προκλητικά όλη η Θεία Οικονομία...
Δημοσίευση σχολίου